ΑΠΟΣΤΟΛΗ: Η Βόρεια Εύβοια ένα χρόνο μετά την καταστροφική πυρκαγιά
Αυτοψία της parallaxi: Ένα χρόνο μετά είναι σαν να υπάρχει ένας «θάνατος» μέσα σε κάθε οικογένεια.
Tην Τρίτη 3 Αυγούστου του 2021 ξεκινά μια φωτιά κοντά στο χωριό Δάφνη της Βόρειας Εύβοιας.
Η φωτιά αυτή θα εξελιχθεί γρήγορα σε μια μεγάλη δασική πυρκαγιά που θα κάψει πάνω από 500.000 στρέμματα γης, αποτελούμενη κυρίως από πεύκα και ελαιόδεντρα, δίπλα στα οποία εργάζονταν και κατοικούσαν χιλιάδες άνθρωποι και ζώα.
Η συνολική έκταση της πυρκαγιάς ανέρχεται σε 512.031,54 στρέμματα εκ των οποίων το 63% (322.188,92 στρέμματα) αφορά τον Δήμο Λίμνης – Μαντουδίου – Αγίας Άννας και το υπόλοιπο 37% (189.842,61 στρέμματα) τον Δήμο Ιστιαίας-Αιδηψού.
Ένα χρόνο μετά, στην Βόρεια Εύβοια είναι σαν να υπάρχει ένας «θάνατος» μέσα σε κάθε οικογένεια. Οι κάτοικοι του νησιού εγκαταλείφθηκαν τότε μέσα στο πύρινο μέτωπο, και σήμερα μέσα σε ένα αδιέξοδο συλλογικό πένθος. Μέσα από ένα οδοιπορικό στα χωριά, σκιαγραφούμε το χρονικό της πυρκαγιάς, τις αρνητικές συγκυρίες και τους κινδύνους που εγκυμονούν, σε όλα τα δάση της χώρας. Οι κάτοικοι οργισμένοι μιλούν για τον ανίκανο και χωρίς σχέδιο κρατικό μηχανισμό, εκφράζοντας την αγωνία τους για την επόμενη ημέρα.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΑΝΕΞΕΛΕΓΚΤΗΣ ΠΥΡΚΑΓΙΑΣ
Ο Γιώργος Τσιτσίγκος, κτηνίατρος και κάτοικος του χωριού από το οποίο ξεκίνησε η πυρκαγιά, μας περιγράφει την πρώτη ημέρα της φωτιάς:
«Τα πρώτα τρία εικοσιτετράωρα υπήρχαν πυροσβέστες και πάρα πολλοί αστυνομικοί για να εκκενώνουν τους οικισμούς. Το δάσος εκείνη την περίοδο περπατιέται, εκείνη την ώρα ο κόσμος δεν πάει να κάνει δουλειές, κοιμάται. Ήταν 16:30 και εμείς πηγαίναμε προς Μαντούδι για να πάρουμε ντομάτες. Όταν φτάνω στον κόμβο της Στροφυλιάς, σταματάω για βενζίνη, βγαίνω έξω και λέω καιγόμαστε! Γυρνάμε στο χωριό και φτάνουμε στις Μουρτιές, όπου εκεί ήταν ήδη όλα κάρβουνο. Η φωτιά εκείνη την ώρα κατευθυνόταν προς Ρετσινόλακο, σε έναν οικισμό ανάμεσα στις Ροβιές και τη Λίμνη. Την επόμενη ημέρα, η φωτιά πήγαινε βόλτα όπου ήθελε».
Ο Δημήτρης Αφέντρας, συνταξιούχος ρητινοκαλλιεργητής και κάτοικος του ορεινού χωριού Παπάδες, μεγαλωμένος από παιδί μέσα στο δάσος, εξηγεί τι πήγε λάθος:
«Κέδρο, πεύκο και έλατο έχουν ρητίνη, και η ρητίνη είναι σπίρτο αναμμένο. Ήταν και παλιοχρονιά, είχε να βρέξει από τις 9 Μάη και ο τόπος ήταν μπαρούτι. Η φωτιά δημιουργεί δικό της ρεύμα, δε θέλει μποφόρ. Θα πέρναγε έρπουσα αν φυσούσε, θα έκαιγε το μισό – τώρα έκαιγε μόνη της. Τρεις μέρες η φωτιά ήταν στις Ροβιές και φώναζε: «ελάτε να με σβήσετε». Είχαμε καεί και το 1977 αλλά δεν ήταν τόσο το κακό. Αν δεν υπήρχαν κάποιοι κάτοικοι να αγωνιστούν, θα καίγονταν και τα χωριά μας».
Η Γεωργία Κωνσταντάγκα, αντιδήμαρχος καθαριότητας του δήμου Ιστιαίας-Αιδηψού και κάτοικος Ωρεών, μιλά για το πύρινο δάσος και την απουσία εναέριων μέσων:
«Στο Δήμο Ιστιαίας-Αιδηψού το 90% των δασών είναι ιδιόκτητα, γι’ αυτό πιστεύαμε ότι δε θα καούν ποτέ, γιατί ο κόσμος δεν περίμενε την κρατική ενίσχυση για να τα περιποιηθεί. Στην αρχή πιστεύαμε ότι υπήρχαν συνεχόμενοι εμπρησμοί. Τώρα νομίζω ότι ήταν τα κουκουνάρια που πετάγονταν και δημιουργούσαν νέες εστίες. Το κουκουνάρι έχει ρητίνη πάνω και εκείνη η φάση ήταν περίοδος συλλογής της και κάθε δέντρο είχε πάνω του σακουλάκια με 4-5 κιλά ρητίνη. Αυτό ήταν αυτοσχέδια βόμβα, δε μπορείς να σωθείς από αυτό χωρίς εναέρια μέσα. Επεμβάσεις εναερίων είχαμε μόνο όταν καίγονταν κάποια χωριά. Η πολιτεία ήταν ανίκανη. Μια φωτιά με κωνοφόρα δέντρα δεν σβήνεται επίγεια. Οι πυροσβέστες δεν μπορούσαν να πλησιάσουν. Το νερό εξατμιζόταν από τη δύναμη με την οποία έκαιγε η φωτιά. Αεροπλάνα δεν ερχόντουσαν γιατί, λέει, είχε αέρα. Αέρας δεν υπήρχε και ήμασταν μάρτυρες όλοι. Η φωτιά έπρεπε να είχε σταματήσει στη Λίμνη, μόνο εκεί μπορούσε να σταματήσει».
Ο Γιώργος Τσιτσίγκος συμπληρώνει αναφορικά με τη δασοπυρόσβεση εκείνη την ημέρα: «Από εκεί που ξεκίνησε η φωτιά, ούτε ένα χιλιόμετρο μακριά υπάρχει πυροφυλάκιο. Συνήθως ήταν εκεί ένα μεγάλο πυροσβεστικό όχημα, αλλά εκείνη την ώρα έλειπε γιατί είχε πάει να βοηθήσει στη Βαρυμπόμπη. Στη θέση του είχαν αφήσει ένα από τη δεκαετία του ’70 που χωράει μόλις τρεις τόνους νερό. Υπήρχαν ντόπιοι πυροσβέστες που πήγαιναν να σβήσουν και τους απειλούσαν πειθαρχικά επειδή παράκουσαν εντολή.»
ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ: «ΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΕΣΩΣΑΝ ΤΑ ΧΩΡΙΑ»
Πρώτο μέλημα της πολιτείας με το που ξεκίνησε η πυρκαγιά ήταν να εκκενώσει τους οικισμούς. Όπως προκύπτει, η εκκένωση αυτή έσωσε σίγουρα ζωές, αλλά ταυτόχρονα στέρησε τη βοήθεια που μπορούσαν να προσφέρουν οι κάτοικοι στην πυρόσβεση. Σε πολλές περιοχές είναι εμφανές ότι σπίτια και ολόκληρα χωριά σώθηκαν χάρη στην προσπάθεια των κατοίκων. Η Κοκκινομηλιά που εκκενώθηκε, κάηκε ολοσχερώς. Οι μαρτυρίες των κατοίκων από την πρώτη γραμμή για εκείνες τις εφιαλτικές ημέρες είναι χαρακτηριστικές.
Η Σοφία, αγρότισσα της περιοχής, περιγράφει τις διαφορές των δυο πυρκαγιών που έχει ζήσει στο νησί: «Δεν πίστευα ότι η φωτιά θα φτάσει εδώ κάτω. Χωρίς να φυσάει να φτάσει μέσα στο χωριό; Όταν καήκαμε το 77΄ έπεσε ο κόσμος όλος να σβήσει και έσωσαν τα πάντα. Τώρα εν έτει 2021 εκκενώναμε χωριά».
Ο Γιώργος Τσιτσίγκος περιγράφει την εκκένωση στις Ροβιές:
«Εμείς για κάποιες ώρες νομίζαμε ότι χάσαμε το σπίτι μας, γιατί μας έβγαλαν τα ΟΠΚΕ και μας παράτησαν στα Ήλια. Κάνουμε μια απόπειρα να μπούμε και βρίσκουμε το χωριό άδειο. Αυτοί που προσπαθούσαν να σβήσουν ήταν έξι παιδιά εθελοντές πυροσβέστες, με ένα βυτίο που ψεκάζουν τις ελιές, πάνω σε ένα αγροτικό. Το χωριό μας είναι κυρίως γέροι άνθρωποι, αλλά ήταν δέκα νέοι που κρατούσαν Θερμοπύλες, ενώ εγώ ήμουν απ’ έξω. Αρνούνταν να φύγουν και έσωσαν το χωριό με τσουγκράνες και τσάπες – χωρίς νερό. Τσαμπουκαλεύτηκαν και με ένα πυροσβεστικό που πήγε να φύγει και έσωσαν έτσι δυο σπίτια.
Στην Κύρινθο υπάρχει μια φάρμα που άρχισε να καίγεται. Παίρνει τηλέφωνο ο άνθρωπος που ήταν μέσα και ζητάει βοήθεια. Φτάνει ένα πυροσβεστικό με οδηγό έναν άνθρωπο που παραπονιόταν για τουλάχιστον ένα μήνα ότι σβήνουν τα φώτα στο όχημα. Δεν τα είχαν φτιάξει ποτέ, με αποτέλεσμα να φτάσει εκεί και να σβήσουν τα φώτα. Τελειώνει και το νερό και εμφανίστηκαν δυο πιτσιρικάδες με μηχανές και ο άνθρωπος κάνοντας φως με το κινητό του κατάφερε και πέρασε μέσα από τη φωτιά για να φύγει. Σπάγανε τα κλαδιά με τα πόδια, γιατί το αλυσοπρίονο που είχε μέσα στο πυροσβεστικό δε δούλευε».
Η Γεωργία Κωνσταντάρα περιγράφει την κατάσταση στο μέτωπο της Ιστιαίας, στην άλλη πλευρά της Βόρειας Εύβοιας:
«Μέσα στα χωριά είχε μείνει νέος κόσμος με βυτία και μηχανήματα. Είχαν οργώσει 500 μέτρα πάνω από το χωριό, βρέχανε τις στέγες, είχαν μαζέψει τα ζώα σε ένα χωράφι και το όργωσαν γύρω-γύρω για να τα σώσουν. Όταν τα χωριά ήταν στα πρόθυρα να καούν, τότε περνούσαν τα αεροπλάνα έκαναν μερικές ρίψεις και έτσι σώθηκαν τα σπίτια. Στο δήμο μας χάσαμε μόνο την Κοκκινομηλιά, και αυτό γιατί ακολουθήσαμε τη διαταγή εκκένωσης. Όταν οι ντόπιοι είδαν ότι έτσι κάηκε το χωριό, αποφάσισαν να μην εγκαταλείπουν τα χωριά και να βοηθούν στην πυρόσβεση. Είχαμε κάνει μια τεράστια ζώνη στο Καβαλάρι και λέμε θα σταματήσει εκεί. Όταν πέρασε και από εκεί σκύψαμε το κεφάλι και φύγαμε. Εκεί καταλάβαμε ότι δεν υπήρχε σωτηρία».
Ο Άρης Λαδάς, νεαρός αγρότης που βοηθούσε φτιάχνοντας ζώνες πυροπροστασίας στους Γαλατσάδες και τις Καματριάδες περιγράφει τις εικόνες που έζησε:
«Παλέψαμε να σβήσουμε τη φωτιά εκεί και να μην περάσει προς Καστανιώτισσα. Εκεί το παλέψαμε γιατί το δάσος ήταν δρύινο που δεν καίγεται τόσο εύκολα, και τη σταματήσαμε. Οι πυροσβέστες ρωτάγανε εμάς για το πού να πάνε στο βουνό, ακόμη και οι βαθμοφόροι. Δεν ήξεραν πού πάνε οι δρόμοι και τους πηγαίναμε εμείς. Πιστεύαμε ότι θα καεί ένα μικρό κομμάτι και θα σταματήσει, όχι να φτάσει μέχρι τη θάλασσα. Στο Πευκί εκεί που άλλοτε κολυμπούσαμε, είχε βγει ο στρατός και μάζευε τους ηλικιωμένους. Πράγματα που δεν έχεις δει ούτε σε ταινίες».
ΚΡΑΤΙΚΗ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΡΝΗΤΙΚΕΣ ΣΥΓΚΥΡΙΕΣ
Η WWF Ελλάς στην απολογιστική έκθεση του διετούς προγράμματος για την πρόληψη και την καταστολή των δασικών πυρκαγιών αναφέρει ότι για την περίοδο 2016-2020, το 83,95% των συνολικών κρατικών πόρων κατευθύνεται προς την καταστολή και μόλις το 16,05% προς την πρόληψη. Πέρυσι, ήταν ο δεύτερος χειρότερος απολογισμός καμένων εκτάσεων των τελευταίων 20 ετών για τη χώρα μας, με 1,5 εκατομμύριο καμένα στρέμματα. Παράλληλα, η έκθεση τονίζει την έλλειψη κεντρικού σχεδιασμού της χρηματοδότησης και απολογιστικών εκθέσεων για τις πυρκαγιές με κατανομή ευθυνών, ενώ προτείνει ένα Εθνικό Σχεδίο Αντιπυρικής Προστασίας με συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων.
Όλοι οι πολίτες έκαναν λόγο για κρατική ανικανότητα, καθώς η πολιτεία φαινόταν να λειτουργεί χωρίς σχέδιο, με τους Ρουμάνους πυροσβέστες να σώζουν την κατάσταση τις τελευταίες ημέρες. Ωστόσο, μίλησαν και για χρόνια προβλήματα που υπάρχουν στα δάση και δεν αφορούν μόνο τη Βόρεια Εύβοια.
Ο Γιώργος Τσιτσίγκος κάνει λόγο για συγκεντρωτικές αρνητικές συγκυρίες:
«Όπου υπήρχε ρεματιά, υπήρχαν και σκουπίδια που τα καίγανε μετά από μήνες. Τριανταπέντε χρόνια σκουπίδια στο δάσος, πρέπει να είμαστε πρώτοι πανελληνίως σε αυτό το χόμπι. Παράλληλα, η κατάσταση αγροτικών και δασικών δρόμων είναι κάκιστη. Δηλαδή, έστω και φιλότιμο ή εντολή κατάσβεσης να υπήρχε, σε ορισμένους δρόμους δε μπορείς να πας. Επίσης, οι ζώνες πυροπροστασίας είχαν ξεχαστεί. Τις ζώνες δεν τις φτιάχνεις και τις παρατάς, παράγουν βλάστηση, θέλουν φροντίδα και να τις ανοίγεις περισσότερο. Όλα αυτά μαζί, σε ένα παρωχημένο και κακό νόμο που φέρει το κράτος εδώ και χρόνια αναφορικά με το δάσος και τη δασοπυρόσβεση. Από τη στιγμή που μετέφεραν θεσμικά την ευθύνη από τα δασαρχεία στην πυροσβεστική αρχίσαμε να έχουμε όλο και περισσότερες ανεξέλεγκτες φωτιές στην επικράτεια τις τελευταίες δυο δεκαετίες. Είναι οργανικό το ζήτημα, ένας άνθρωπος που ξέρει το δάσος, ξέρει και πως να το σβήσει».
Εκείνες τις ημέρες 108 πυροσβέστες από τη Ρουμανία, και άλλοι από τη Σερβία, την Πολωνία και την Ουκρανία ήρθαν να συνεισφέρουν στη δασοπυρόσβεση. Κάθε κάτοικος που μας μίλησε γι’ αυτούς ήταν ευγνώμων:
«Στους Ρουμάνους βγάζω το καπέλο. Είναι κομάντο, εγώ τους είδα, κάνανε κάτι κολπάκια σηκώνανε drone, άνοιξαν μονοπάτι επτά χιλιόμετρα μέσα σε τρεις ώρες με κλαδευτήρια. Εδώ οι δικοί μας, οι ατσαλάκωτοι και δεν παραιτήθηκε ένας, έστω για το γαμώτο, για τον μπαρμπα-Μήτσο» λέει ο Δημήτρης Αφέντρας. Ο Γιώργος Τσιτσίγκος συμπληρώνει: «Μας ντρόπιασαν, έδειξαν πως σβήνουν τις φωτιές. Είχαν διαφορά στη νοοτροπία κατάσβεσης. Σκάσανε εκεί επιτελικά και σηκώνουν τρία drones, βρίσκουν που είναι οι φυσικές πηγές και κάνουν χαρτογράφηση. Υπήρχε ένα τεράστιο όχημα που ήταν σαν κινητή δεξαμενή, που ακολουθούσε τα προπορευόμενα και τα τροφοδοτούσε. Ήρθαν σε έναν τόπο που δε γνωρίζουν τη γλώσσα, τους δρόμους και προσαρμόστηκαν αμέσως και σταμάτησαν τη φωτιά».
OI ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ
Πέρα από τις εικόνες εκείνες τις ημέρες, η φωτιά άφησε τραγικές περιβαλλοντικές και οικονομικές συνέπειες στο ντόπιο πληθυσμό. Η αντιδήμαρχος Γεωργία Κωνσταντάγκα μιλά για το περιβάλλον την επόμενη ημέρα:
«Η φωτιά δεν είναι επικίνδυνη μόνο για να σε κάψει. Μετά τις πρώτες μέρες, γέμιζε η μύτη σου μαυρίλα, το δέρμα σου κόλλαγε και το περιβάλλον είχε 50-60 βαθμούς. Εμείς έχουμε νερό από φυσικές πηγές. Τέσσερις μήνες μετά, το νερό έβγαλε αρσενικό και έγινε ακατάλληλο σε ορεινά χωριά. Στο Βουτά και στη Γαλατσώνα πάμε πλέον εμφιαλωμένο νερό».
Ο Δημήτρης Αφέντρας από τους Παπάδες, λίγο πάνω από την Αγία Άννα, αναφέρει ότι δεν είχε ξαναδεί τέτοιο κρύο και ότι μπορούσε πια να ακούει τα κύματα της θάλασσας, γιατί δεν υπήρχε πια η μόνωση του δάσους.
Ο Γιώργος Τσιτσίγκος θίγει το ζήτημα των εργαζομένων σε όλους του κλάδους των περιοχών που επλήγησαν: «Στην περιοχή το 80% των οικογενειών είναι μη κατά κύριο επάγγελμα αγρότες. Απασχολούνται δηλαδή και σε άλλες δουλειές, γιατί σε ένα νησί δεν είναι εύκολο να ζεις μόνον απ’ αυτό. Εμάς μας πέταξαν έξω από την πρώτη δόση των αποζημιώσεων με την δικαιολογία ότι έχουν προτεραιότητα αυτοί που είναι κατά κύριο επάγγελμα. Ακόμη και αυτοί πήραν έναντι και ελάχιστα ποσά, ενώ κάποιοι που δεν ήταν στον ΕΛΓΑ δεν πήραν τίποτε».
Η Σοφία είναι αγρότισσα και έχασε μεγάλο μέρος της περιουσίας της, αλλά είναι αδύνατο να αποζημιωθεί: «Κάηκαν στο περιβόλι που είχα 250 κότες, τριφύλλια, καλαμπόκια, τροφές, ό,τι είχα μέσα. Έσωσα τα ζώα μου γιατί τα αμόλησα να σωθούν, όμως όταν γύρισα αυτά διψάγανε και έτσι όπως ήπιαν και έφαγαν έσκασαν τέσσερα από αυτά και ψόφησαν. Εκτός αυτού είχα και ελιές που κάηκαν. Επειδή όμως πριν δυο χρόνια έφυγα από τον ΕΛΓΑ μου λένε δε δικαιούμαι τίποτε. Θυμάμαι ο Μητσοτάκης να λέει: «Ζητάω συγγνώμη που δε μπόρεσα να σώσω την Εύβοια, αλλά θα αποζημιωθείτε όλοι». Έχουν θησαυρίσει αυτοί που είναι στον ΕΛΓΑ, εγώ όμως όλο το χειμώνα είχα τα ζώα μου μέσα στα χιόνια γιατί δεν είχα τροφές να τα ταΐσω. Δεν έβρισκα τροφές, πήγαινα να αγοράσω και δεν είχε. Τόσα χρόνια ήμουν γραμμένη στο ΕΛΓΑ και δεν έπαιρνα τίποτε, μόνο πλήρωνα».
Μικρές πυρόπληκτες επιχειρήσεις έμειναν επίσης απροστάτευτες, ενώ έχασαν εμπορεύματα λόγω της διακοπής του ρεύματος για αρκετές ημέρες εκείνη την περίοδο. Επιχειρήσεις που επλήγησαν δεν είδαν ποτέ αποζημιώσεις και δεν εφαρμόστηκε η μη διακοπή ρεύματος για απλήρωτους λογαριασμούς, με αποτέλεσμα τα χρέη να συσσωρεύονται. Αντίθετα, ξενοδοχεία από περιοχές, όπως η Αιδηψός, που δεν επλήγησαν αλλά εντάσσονται σε δήμους που χαρακτηρίστηκαν πυρόπληκτοι, δέχθηκαν μεγάλες αποζημιώσεις, επειδή είχαν δηλώσει ζημιές για εκείνη την περίοδο του καλοκαιριού.
Η επόμενη ημέρα: Αντιπλημμυρικά και αναπτυξιακά έργα ή επιχειρηματικά σχέδια για λίγους;
Πρώτο διακηρυγμένο μέλημα της πολιτείας ήταν τα αντιπλημμυρικά έργα. Σύμφωνα με την αντιδήμαρχο, Γεωργία Κωνσταντάγκα αλλά και κατοίκους, κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί οργανωμένα μέχρι σήμερα, πέρα από ορισμένα κορμοδέμματα (κορμοί γυμνοί από κλαδιά) που αποτελούν αντιδιαβρωτικά έργα, για να αναγεννηθεί το δάσος. Παράλληλα, οι εξαγγελίες για έργα στην περιοχή φαίνεται ότι δεν αγγίζουν τις καθημερινές ανάγκες των πολιτών, ενώ οι δουλειές που προσφέρει το κράτος είναι περιορισμένες και βραχυχρόνιες.
Γιώργος Τσιτσίγκος: «Από τη μέρα που σταμάτησε να καπνίζει, άρχισαν να στήνονται επιχειρηματικά πλάνα. Φέραν εργολάβους, κόβαν δέντρα όπου έβρισκαν, έβαλαν τα κορμοδέμματα, αλλά τώρα δε μπορεί να μπει μηχάνημα να υλοτομήσει τα καμένα. Κορμοδέματα κάνεις σε γυμνή περιοχή.
Αν μπει μηχάνημα εκεί μέσα, θα φέρει πίσω ένα-δυο χρόνια την αναγέννηση του δάσους, γιατί τα πευκάκια ήδη φύτρωσαν και οι δασολόγοι λένε ότι είναι θαύμα. Ξεκινήσαν παράλληλα εργασίες υλοτόμησης σε κάποιες περιοχές. Έβαλαν αρκετά εμπόδια στους ντόπιους συνεταιρισμούς, που αριθμούν 30-40 μέλη, σε σημείο που ζητούσαν εγγυητική 250.000 ευρώ. Στην αρχή ο κόσμος δεν αντιδρούσε, γιατί τους έταζαν. Έδωσαν αποζημιώσεις για τις σοδειές που κάηκαν, λεφτά που ούτως ή άλλως πρακτικά τα δούλεψαν και τους έταξαν ότι θα τους βάλουν και στο δασαρχείο. Αυτό φυσικά ήταν για λίγους, γι’ αυτό και υπάρχουν σοβαρές αντιδράσεις πλέον από τους ρητινοκαλλιεργητές».
Ο Δημήτρης Αφέντρας συμπληρώνει για τους ρητινοκαλλιεργητές:
«Ξεκίνησαν με επταετή προγράμματα απασχόλησης στο δασαρχείο, τώρα το γύρισαν στα δυόμισι χρόνια. Πάνω στον τρίτο χρόνο που θα σαπίσει το ξύλο δε θα συμφέρει πια να δουλέψουν. Τα παιδιά που θα μεγαλώσουν τώρα, δε θα ξέρουν να βγάλουν μεροκάματο από το δάσος. Είναι πολύ ανθυγιεινό να δουλεύεις σε αυτό το δάσος. Πρέπει να παρέμβει η πολιτεία να στήσει ένα εργοστάσιο να φτιάχνει κάτι, ακόμη και πέλετ, για να εκμεταλλευτεί το καμένο δάσος. Ο Μητσοτάκης ήρθε στην Ιστιαία και εξήγγειλε ένα λιμάνι-καταφύγιο στην παραλία της Αγίας Άννας που θα αλλοιώσει το χώρο. Το μόνο που εξυπηρετεί αυτό είναι όσοι θέλουν να αυτοκτονούν, να πηγαίνουν εκεί να βουτάνε, να μην τους ψάχνουν κιόλας. Καμία σχέση δεν έχουν αυτά με τις ανάγκες του κόσμου».
Η αντιδήμαρχος Γεωργία Κωνσταντάγκα συμπληρώνει αναφορικά με τις εξαγγελίες της κυβέρνησης: «Όλοι έχουμε την αίσθηση ότι η πολιτεία δεν ήταν δίπλα μας. Μας άφησαν να καούμε. Τώρα γίνεται ένα παιχνίδι με την Ομάδα Ανασυγκρότησης. Όλες αυτές οι μελέτες και οι θεωρίες όμως δε λένε τίποτε. Οι προσπάθειες που έχουν γίνει και έχουν δοθεί χρήματα σε επιχειρήσεις και αγρότες ήταν σημαντικές. Ο κόσμος όμως δεν έχει ανάγκη από ένα ΚΕΠ πλήρως εξοπλισμένο με ηλεκτρονικό εξοπλισμό. Ο κόσμος έχει ανάγκη από ζητήματα καθημερινά».
Συμπληρωματικά ο Γιώργος Τσιτσίγκος αναφέρει μερικά από τα σχέδια που έχουν εξαγγελθεί: «Μίλησαν για πάρκο κυκλοφοριακής αγωγής σε ένα μικρό ορεινό χωριό. Στο μεταξύ η μεγαλύτερη «πόλη» εδώ είναι η Λίμνη. Στο ένα από τα χωριά που κάηκε στους Κουρκουλούς, τους είπαν θα σας κάνουμε μουσείο ρητίνης. Και καλά λένε, γιατί ο σαραντάρης πεύκο με ρητίνη στη ζωή του, μόνο σε μουσείο θα ξαναδεί. Είπαν θα κάνουν νέο οδικό άξονα Βόρειας Εύβοιας-Χαλκίδας και εν τέλει θα φτιάξουν τον υπάρχοντα δρόμο και πάνω στον παλιό θα κόψουν μερικές στροφές. Όλα αυτά στο τέλος της ζωής μας βέβαια, για τα παιδιά μας που θα έχουν φύγει και θα έρχονται εδώ για διακοπές.
Δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε τον τόπο μας. Αυτοί μας φέρθηκαν ανήθικα, εμείς πρέπει να σταθούμε στο ύψος τον περιστάσεων. Ακόμη δεν έχουμε βγάλει άκρη για το πως ξεκίνησε το κακό. Περιμένω να αποδοθεί δικαιοσύνη και να τιμωρηθούν αυτοί που το προκάλεσαν».
Ο κόσμος στην Βόρεια Εύβοια είναι πληγωμένος και απελπισμένος, όμως ταυτόχρονα δεν παύει να φανερώνει μια βαθιά αξιοπρέπεια. Δεν ζητά ελεημοσύνη, αλλά ευκαιρίες για να ζήσουν εκεί και οι επόμενες γενιές. Ανάμεσα στα βουρκωμένα ματιά τους για το δάσος και τα όνειρα τους, στο τέλος όλοι άφηναν ένα μήνυμα ελπίδας που μαρτυρούσε την αγωνία και την αγάπη τους για έναν τόπο που το κράτος εγκατέλειψε επιδεικτικά.