ΑΥΤΟΨΙΑ: Στον Έβρο ζουν ανάμεσα στις στάχτες της φωτιάς
Βρεθήκαμε στις κατεστραμμένες από τη φωτιά περιοχές πλησίον της Δαδιάς.
Οι κάτοικοι του καμένου Έβρου, προσπαθούν τέσσερις μήνες μετά την καταστροφική φωτιά, να μαζέψουν τα κομμάτια τους.
Άνθρωποι είδαν τα σπίτια που έχτισαν με τα ίδια τους τα χέρια να τυλίγονται στις φλόγες, περιουσίες χάθηκαν, η καρδιά του Εθνικού πάρκου, το δάσος της Δαδιάς παραδόθηκε στις φλόγες, σχεδόν όλα τα χωριά του νομού εκκενώθηκαν, λόγω της φωτιάς που κράτησε για δύο ολόκληρες βδομάδες το καλοκαίρι του 2023.
Οι άνθρωποι του Έβρου ακόμα θρηνούν αυτά που έχασαν και ζούνε ανάμεσα στις στάχτες.
Κάθε δρόμος που οδηγεί στην Αλεξανδρούπολη περιτριγυρίζεται από γκρίζα τοπία που κάποτε έβλεπαν μια ολοπράσινη θέα. Η πύρινη λαίλαπα που έκαψε από άκρη σε άκρη την περιοχή, έχει αφήσει το σημάδι της και η επόμενη μέρα συνεχίζει να είναι επίπονη για τους ανθρώπους της. Οι παραγωγοί έχουν υποστεί ένα από τα μεγαλύτερα πλήγματα, καθώς χιλιάδες ελαιώνες έγιναν στάχτη, εκατοντάδες ζώα καήκαν ζωντανά, περιουσίες έγιναν παρανάλωμα του πυρός. Έμειναν άνεργοι μέσα σε λίγες ώρες, χωρίς καμία ουσιαστική στήριξη από το κράτος, πέρα από τις αποζημιώσεις που ακόμα περιμένουν.
Ο Ισμαήλ μένει στη Μάκρη. Λίγο πιο έξω από το χωριό, έχει τον ελαιώνα και το μαντρί του. «Έφυγα μαζί με τα ζώα όταν πλησίαζε η φωτιά και γύρισα μετά από 4 ώρες. Προσπαθούσα να σώσω ό,τι καιγόταν»:
«Η γυναίκα μου έκλαιγε από τον φόβο της μια εβδομάδα. “Θα καούμε”, μου έλεγε κάθε μέρα. Η φωτιά είχε φτάσει στα 100 μέτρα και ήταν σαν να “μούγκριζε”. Είμαι από 15 χρονών στα βουνά και πρώτη φορά ακούω αυτό το πράγμα στη ζωή μου. Ήταν σαν να ήθελε να “ορμήξει”. Όταν άρχισε να καίει η φωτιά, έκανα αντιπυρική ζώνη, γύρω από ένα σημείο στο μαντρί. Όταν είδαμε ότι η φωτιά πλησιάζει επικίνδυνα και ήταν έτοιμη να μπει μέσα στο μαντρί, μαζέψαμε όλα τα ζώα και ύστερα φύγαμε και εμείς. Αφήσαμε όλα τα υπόλοιπα στο έλεος του θεού. Μετά από 4 ώρες γυρίσαμε πίσω, δεν αντέχαμε. Προσπαθούσαμε να σώσουμε ότι καιγόταν. Στην αρχή, δεν με άφηναν να γυρίσω. Τους έλεγα: “Με τα πόδια θα πάω, αφήστε με”. Αυτό που βλέπαμε στις ταινίες και τις ειδήσεις, έγινε πραγματικότητα».
«Μέσα σε τρεις μήνες τα έκανα όλα μόνος μου, από την αρχή, με δικά μου λεφτά», προσθέτει ο Ισμαήλ:
«Από τις 22 Αυγούστου που καήκαμε, μέσα σε τρεις μήνες, τα έφτιαξα όλα μόνος μου από την αρχή. Η ζημιά είναι πάρα πολύ μεγάλη. Κάηκαν 50 τόνοι ζωοτροφές και 3.500 μπάλες αχύρου. Χρειάστηκαν 8.000 ευρώ, από τα δικά μου τα λεφτά. Στο μαντρί έκαναν καταγραφή τέσσερις φορές και τελικά έλαβα και μία προκαταβολή των 4.000 ευρώ από το κράτος. Δεν γινόταν τα αφήσω έτσι, τα ζώα έπρεπε να ταϊστούν, το μέρος έπρεπε να συμμαζευτεί. Που θα τα έβαζα όλα αυτά, όλα τα καμένα; Δεν μπορούσα να περιμένω το κράτος.
Ευτυχώς η φωτιά δεν κατέβηκε τόσο χαμηλά και η Μάκρη δεν κάηκε ολόκληρη. Δώσανε μάχη στον Άγιο Κυπριανό για να μην πάνε οι φλόγες προς τα κάτω. Αν πήγαινε η φωτιά προς τα κάτω, θα καιγόταν ο ελαιώνας και όλα τα σπίτια. Μετά δεν θα σωζόμασταν, ούτε με θαύμα. Οι ελιές που καήκανε εδώ πέρα είναι 120.000 όπως έδειξαν οι καταμετρήσεις, αλλά υπάρχουν και γύρω στις 40.000 που είναι αδήλωτες, οπότε στο σύνολο είναι 160.000».
Ο Ισμαήλ έχασε 850 ρίζες από τα ελαιόδεντρά του. Του έμειναν γύρω στις 300 ρίζες. Εξηγεί ότι θα χρειαστούν χρόνια μέχρι τα δέντρα να είναι ξανά καρποφόρα και κερδοφόρα:
«Θα χρειαστεί πολύς χρόνος, 3-4 χρόνια στην καλύτερη. Εξαρτάται πάρα πολύ από το πώς θα είναι ο καιρός, δεν μπορούμε να ξέρουμε αν θα τα ευνοήσει. Και εννοείται ότι η τιμή του λαδιού θα φτάσει πολύ ψηλά, ακόμη περισσότερο από ότι είναι τώρα. Φέτος θα κόψουμε, θα ραντίσουμε, θα δουλέψουμε και λεφτά δεν θα πάρουμε. Και του χρόνου πάλι τα ίδια. Για μια πενταετία θα ρίχνουμε λεφτά και δεν θα έχουμε έσοδα. Εγώ πάλι καλά έχω και τα μαντριά και έχω εισόδημα. Αυτοί που έχουν μόνο τις ελιές και έχουν καεί, σκέφτονται να φύγουν, να τα παρατήσουν όλα. Πολλοί επίσης δεν έχουν καταλάβει ακόμα τι έχει γίνει, θα το καταλάβουν όταν δουν ότι δίνουν λεφτά και δεν παίρνουν τίποτα πίσω. Εκεί θα είναι το μεγάλο ζόρι. Έχω έναν φίλο έχασε 2.200 ρίζες. Του έμειναν μονάχα 8 δέντρα. Τι να κάτσει να κάνει αυτός ο άνθρωπος εδώ;».
Ο Γιάννης είναι μελισσοκόμος στο Αετοχώρι της Αλεξανδρούπολης, το οποίο κάηκε από άκρη σε άκρη. Τα μελίσσια του κάηκαν ολοσχερώς και μαζί με αυτά, η αποθήκη, το εργαστήριο και όλος ο εξοπλισμός:
«Όταν η φωτιά πλησίασε στα μελίσσια, βγάλαμε τα αυτοκίνητα έξω και φύγαμε. Δεν προλάβαμε να κατεβούμε στα 500 μέτρα και η φωτιά ήταν δίπλα μας. Όταν γυρίσαμε πίσω ήταν όλα στάχτη, δεν είχε μείνει τίποτα. Καήκαν όλα τα μελίσσια και τα μηχανήματα. Εκείνες τις μέρες όλος ο κόσμος με έπαιρνε τηλέφωνο, με ρωτούσε τι έκανα, πώς ήμουν, τι κάηκε. Στην αρχή εννοείται ότι τα έχασα, δεν ήμουν καλά, αλλά μετά προσπάθησα να το πάρω ψύχραιμα, γιατί διαφορετικά, θα έπρεπε να πέσω στη θάλασσα. Ήταν να μη γίνει, από την ώρα που έγινε, όσο και να χτυπήσεις το κεφάλι σου στον τοίχο δεν θα αλλάξει κάτι».
Ο Γιάννης εξηγεί ότι όσο και να στεναχωρέθηκε για τα μελίσσια του, «η μεγαλύτερη ζημιά είναι στα μηχανήματα»:
«Μου έδωσαν 5.000 ευρώ σε πρώτη φάση και πριν λίγο καιρό επιπλέον 1.440 ευρώ. Είναι να πάρω αποζημίωση γύρω στα 12.000 για τα καμένα μελίσσια από τον ΕΛΓΑ και από την αρωγή πάνω από 40.000 ευρώ, για τον εξοπλισμό. Χρειάζεται πρώτα να φτιάξουμε τα κτίρια, εκεί δηλαδή που ήταν το εργαστήριο και η αποθήκη και να ξαναγίνουν όλα από την αρχή. Μετά πρέπει να επισκευάσω τον εξοπλισμό που δεν έχει καεί, που είναι λιγοστός και να αγοράσω όλα τα υπόλοιπα από την αρχή. Τέλος, τα μελίσσια. Είναι δουλειά χρόνων. Δουλειά χρόνων που καταστράφηκε και δουλειά που θα πάρει χρόνια για να γίνει από την αρχή. Δεν μπορούμε να υπολογίσουμε πόσο καιρό θα χρειαστεί για να επανέλθει, πόσο μάλλον για να ξεκινήσει η παραγωγή και να έχουμε εισόδημα. Χρειάζεται μόνο χρόνος και χρήμα».
Κάναμε μία βόλτα στο χωριό.«Τώρα τα βλέπεις πράσινα, όλα αυτά πριν ήταν καμένα. Μερικά είναι ακόμα τσουρουφλισμένα», μου έλεγε ο Γιάννης καθώς περπατούσαμε.
Περάσαμε από τα μνήματα, που κάποτε περιτριγυρίζονταν από δέντρα δίπλα από τους τάφους, για να δίνουν μια ανάσα “ζωής” στον χώρο. Τώρα, γύρω – γύρω, μόνο αποκαΐδια, ξερά και μαύρα κλαδιά και κομμένα, από τη ρίζα, δέντρα. Το πράσινο είναι λιγοστό και μετρημένο. Το παρεκκλήσι, καρβουνιασμένο στις άκρες του και από θαύμα στέκεται ακόμα όρθιο.
Δεν είχε την ίδια τύχη ο Ιερός Ναός Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, ο οποίος κάηκε ολοσχερώς. Η πόρτα που κάποτε ήταν γυάλινη, τώρα “κλειδώνει” με ένα πλαστικό σύρμα.
Τέσσερις μήνες μετά, ο χώρος υποτίθεται ότι έχει καθαριστεί, κι όμως περπατάς ακόμα στα συντρίμμια του. Ακούγονται ήχοι από πλαστικό και γυαλί σε κάθε βήμα, η εικόνα από τον μαυρισμένο σταυρό όταν σηκώνεις το κεφάλι, σου κόβει την ανάσα.
Ο Βασίλης Δελησταμάτης, Αντιπεριφερειάρχης του νομού Έβρου, αναλύει τις επιπτώσεις που είχε μία τόσο μεγάλης έκτασης πυρκαγιά, καθώς και τον τρόπο που δρούσαν οι δυνάμεις της Πυροσβεστικής εκείνες τις ημέρες για την κατάσβεσή της:
«Οι φωτιές είναι ένα πολυσύνθετο φαινόμενο που έχει πολλές προεκτάσεις, οικονομικές, κοινωνικές, περιβαλλοντολογικές, αλλά φυσικά έχει προεκτάσεις και στην υγεία των ανθρώπων. Εκείνες οι δύσκολες μέρες της φωτιάς ήταν ένας αγώνας, για να μην έχουμε απώλειες ανθρώπινων ζωών και περιουσιών, αλλά και να μην έχουμε ανεπανόρθωτες ζημιές στο φυσικό περιβάλλον και τις υποδομές της πόλης. Το αποτέλεσμα, με πολύ βαριά καρδιά, μπορώ να πω ότι κατά κάποιον τρόπο μας δικαιώνει – αν αυτό θεωρείται δικαίωση – έχοντας τελικά λιγότερη ζημιά από αυτή που θα μπορούσαμε να έχουμε.
Η φωτιά ξεκίνησε από το χωριό της Μελίας, επεκτάθηκε προς την πλευρά των χωριών της Αλεξανδρούπολης, Λουτρά, Αετοχώρι, Νίψα, Αισύμη και κατέβαινε προς τα κάτω. Συγχρόνως, ξέσπασε και μία δεύτερη μεγάλη φωτιά, ακριβώς στην καρδιά του δάσους της Δαδιάς, η οποία “έτρεχε” με μεγάλη ταχύτητα και δυνατούς ανέμους. Η δεύτερη φωτιά ενώθηκε και τροφοδοτούσε την πρώτη, με αποτέλεσμα να πάρει έκταση και να προχωρήσει μέχρι Κίρκη, Δίκελλα, Μεσημβρία και να φτάσει μέχρι τη θάλασσα. Στο διάβα της πέρασε και από το Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο της Αλεξανδρούπολης. Αν αναλογιστεί κανείς τη φωτιά του 2022 στο δάσος της Δαδιάς, για να διανύσει τα ίδια τα χιλιόμετρα χρειάστηκαν πέντε μέρες, ενώ το 2023 χρειαστήκαν 5 ώρες, οπότε μπορούμε να καταλάβουμε με τη ταχύτητα “έτρεχε” η φωτιά. Όλες οι δυνάμεις της Πυροσβεστικής είχαν συγκεντρωθεί στις κατοικημένες περιοχές, για να μη θρηνήσουμε θύματα και έτσι είχαμε μία καθυστέρηση δυνάμεων στο μέτωπο που τελικά είχε σοβαρές περιβαλλοντολογικές συνέπειες, όπου καήκαν τεράστιες εδαφικές εκτάσεις.
Το μότο της Πυροσβεστικής είναι “πρώτα οι ανθρώπινες ζωές, μετά υποδομές και τέλος το περιβάλλον”. Για αυτόν τον λόγο, τα μέσα της Πυροσβεστικής άργησαν να φθάσουν στο μέτωπο της Δαδιάς και όταν τελικά έφτασαν, είχαν να αντιμετωπίσουν ένα μέτωπο φωτιάς 11 χιλιομέτρων, το οποίο δεν μπορούσε να “δαμαστεί” εύκολα».
Σύμφωνα με τα στοιχεία από την Υπηρεσία Ταχείας Χαρτογράφησης Copernicus, πάνω από 935.000 στρέμματα κάηκαν στον Έβρο, στη μεγαλύτερη δασική φωτιά που έχει ξεσπάσει σε ευρωπαϊκό έδαφος τα τελευταία χρόνια.
Η εικόνα του δρόμου προς την Δαδιά είναι αποκαρδιωτική.
Δίπλα από τον Περιφερειακό, τα χόρτα είναι ξερά, η σφοδρότητα με την οποία πέρασε η φωτιά, ακόμα και αν δεν τα ακούμπησε, σίγουρα τα μάρανε. Μπροστά σου, κάποτε η θεά ήταν ολοπράσινη. Τώρα βλέπεις μόνο μαύρο.
Από το Εθνικό Πάρκο, κάηκε το 57,74%, δηλαδή 245.299 στρέμματα. Οι πυρήνες του δάσους της Δαδιάς, έχουν γίνει όλοι στάχτη και είναι απλησίαστοι. Το τοπίο σε μερικά σημεία του, είναι λες και κόβεται “στα δύο”. Η μία πλευρά γεμάτη βλάστηση με πυκνά δέντρα, αφού οι φλόγες δεν πρόλαβαν να την ακουμπήσουν και από την άλλη, “αδύνατοι” και γκρί κορμοί δέντρων.
Τις πρώτες εκτιμήσεις για την πραγματική ζημιά στο δάσος της Δαδιάς, θα τις έχουμε μέσα στον επόμενο χρόνο, σύμφωνα με τον κ. Δελησταμάτη:
«Η περιοχή με την περισσότερη καμένη έκταση είναι σίγουρα από το δάσος της Δαδιάς μέχρι την Αισύμη. Από το Εθνικό Πάρκο της Δαδιάς, κάηκαν οι πυρήνες, αλλά ευτυχώς δεν κάηκε ολόκληρο. Ένα μεγάλο πλήγμα είναι ότι κάηκε η αυστηρή προστατευόμενη περιοχή και εκεί που ήταν η φωλεοποίηση του μαυρόγυπα. Το δάσος θα αναγεννηθεί, αργά η γρήγορα. Οι πρώτες εκτιμήσεις για την πραγματική ζημιά, θα γίνουν με την επόμενη χρονιά. Η φωτιά σε μερικές περιοχές κινήθηκε από κορυφή σε κορυφή και σε άλλες, έρπουσα, με αποτέλεσμα εκεί να είναι λιγότερη η ζημιά που έχει κάνει και να υπάρχουν μερικές πράσινες λωρίδες στο καμένο δάσος. Εκεί θα γίνουν και οι απαραίτητες παρεμβάσεις, η κοπή αυτής της ξυλείας και αναδάσωση σε ορισμένες από τις περιοχές αυτές. Γι’ αυτές τις διαδικασίες και για τα αντιπλημμυρικά και αντιδιαβρωτικά έργα, έχει εξασφαλιστεί ήδη το ποσό των 86 εκατομμυρίων ευρώ από την Πολιτεία.
Η ιδιαιτερότητα του δάσους της Δαδιάς είναι ότι κατοικούνε τα σπάνια αρπακτικά της Ευρώπης, συγκεκριμένα 36 είδη. Τις επόμενες χρονιές θα φανεί αν τα πουλιά επιλέξουν την περιοχή, για να γίνει η φωλεοποίηση. Η σημασία του είναι τεράστια και για τους ανθρώπους της περιοχής, αφού δίνει ζωή και δουλειά στους υλοτόμους, στους μελισσοκόμους, στην κτηνοτροφία και επηρεάζει τη γενικότερη οικονομία της περιοχής. Δεν είναι μόνο περιβαλλοντολογική η ζημιά. Επηρεάζεται και η συγκράτηση του πληθυσμού στην ύπαιθρο. Αυτό είναι και το μεγάλο στοίχημα της Πολιτείας. Με τις παρεμβάσεις που θα κάνει, να μπορέσει να συγκρατήσει τους πληθυσμούς στην ύπαιθρο και να μην διευρυνθεί η ερημοποίηση αυτών των περιοχών».
Οι φωτιές άφησαν πίσω τους μία “προίκα” από προβλήματα», προσθέτει ο κ. Δελησταμάτης:
«Τα έντονα προβλήματα που ενδέχεται να έχουμε είναι πλημμυρικά, καθώς δεν υπάρχουν πλέον δέντρα να συγκρατήσουν τη βροχή και ενδέχεται να υπάρξουν μεγάλες πλημμύρες στις πεδινές περιοχές και να γίνουν περαιτέρω ζημιές στις κατοικήσιμες περιοχές. Γι΄ αυτό κάνουμε προσπάθειες, έτσι ώστε τα ρέματα που οδηγούν προς τη θάλασσα να είναι – όσο γίνεται – καθαρά. Ένα ακόμη σοβαρό πλήγμα, είναι ότι δεν έχει καεί μονάχα ένας μεγάλος αριθμός ζώων, αλλά και ο βοσκότοπος της περιοχής.
Η αιγοπροβατοτροφία δέχεται σοβαρή ζημιά, γιατί δεν υπάρχει μέρος να βοσκίσουν τα ζώα. Το ίδιο συμβαίνει και στη μελισσοκομία. Τέλος, επηρεάζει έμμεσα τους υλοτόμους. Έχουμε 200 – 250 οικογένειες υλοτόμων, οι οποίοι ζούνε από αυτό, αυτή είναι η δουλειά τους. Αυτοί οι άνθρωποι θα μπορούν να δουλέψουν τώρα για να κόψουνε τα καμένα δέντρα, αλλά μετά από 1 – 2 χρόνια, θα μείνουν άνεργοι, αφού δεν θα υπάρχει πλέον κάτι να κόψουν. Όλα αυτά φυσικά έχουν συνέπειες στην οικονομία της περιοχής, τα χρήματα που έρχονται από τις παραπάνω δουλειές, κάποια στιγμή θα εκλείψουν και θα φανεί ο αντίκτυπός τους στην τοπική οικονομία».
«Τα έργα βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη και στόχος από εδώ και πέρα θα πρέπει να είναι πρόληψη», τονίζει ο κ. Δελησταμάτης:
«Έχουν ήδη ξεκινήσει τα αντιδιαβρωτικά έργα, που στόχος είναι η συγκράτηση του εδάφους σε αυτές τις περιοχές. Ξεκίνησαν επίσης και τα αντιπλημμυρικά έργα, αφού πλέον δεν υπάρχουν δέντρα, να μην προκληθούν καταστροφές, όχι μόνο στις ορεινές περιοχές αλλά και στις πεδινές. Οι αντιπυρικές ζώνες όσο μεγάλες και να τις κάνουμε, αν η πυρκαγιά ήταν τόσο μεγάλη όσο αυτή του καλοκαιριού, τότε δεν μετράνε, είναι πολύ δύσκολο να συγκρατήσει την φωτιά. Θα πρέπει να στραφούμε στην πρόληψη. Το βασικότερο είναι ο καθαρισμός της βιομάζας που υπάρχει μέσα στις καμένες περιοχές. Να μπορέσουμε να προστατεύσουμε τις περιοχές που δεν έχουν καεί ολοκληρωτικά. Δυστυχώς στην πρόληψη δεν έχουμε τα απαραίτητα εφόδια και χρήματα. Χρειάζεται μια πάρα πολύ σωστή διαχείριση και η συμμετοχή όχι μόνο των αρμόδιων αλλά και των ανθρώπων που ζούνε σε αυτές τις περιοχές, για την αναγέννησή τους».
«Οι αποζημιώσεις αργά ή γρήγορα θα δοθούν. Οφείλουμε να στραφούμε στη συνολική ανασυγκρότηση των καμένων περιοχών», σημειώνει τελικά ο κ. Δελημασταμάτης:
«Έχουν ολοκληρωθεί οι καταγραφές για τις ζημιές στο κτηνοτροφικό κεφάλαιο, στο οποίο ο αριθμός των ζώων που κάηκαν έφτασε τα 2.500 αιγοπρόβατα, βοοειδή και χοίρους. Για τα δύο τελευταία έχουν δοθεί αποζημιώσεις από τον ΕΛΓΑ. Στις άλλες καταστροφές που αφορούν εξοπλισμό και εγκαταστάσεις, ένα μεγάλο μέρος έχει πάρει την προκαταβολή από την βοήθεια της κρατικής αρωγής. Έχει δοθεί το 35% της αποζημίωσης των κτιρίων και των ζωοτροφών που έχουν καεί και μετά τη συγκέντρωση των δικαιολογητικών, θα αποζημιωθεί και το υπόλοιπο ποσοστό.
Το φυτικό κεφάλαιο, που αφορά τους ελαιώνες της Μάκρης, Δικέλλων και Μεσσημβρίας δεν αποζημιώνεται από τον ΕΛΓΑ, οπότε οι πυρόπληκτοι θα αποζημιωθούν από την κρατική αρωγή. Έχουμε περίπου πάνω από 250.000 καμένα δέντρα συνολικά, σύμφωνα με τα στοιχεία από τους παραγωγούς, και η αποζημίωση θα φτάνει τα 100 ευρώ/ δέντρο. Όσοι ασχολούνται με την ελαιοπαραγωγή αντιμετωπίζουν μεγάλο πρόβλημα, καθώς οι καρποί θα χρειαστούν μεγάλο διάστημα για να αναγεννηθούν και να είναι κερδοφόροι, πιθανώς τρία με πέντε χρόνια. Η Πολιτεία, οφείλει να στηρίξει και αυτούς τους ανθρώπους, πέρα από τους υλοτόμους και τους μελισσοκόμους.
Θα πρέπει εκτός από τις αποζημιώσεις, οι οποίες αργά ή γρήγορα θα δοθούν, να κάνουμε ένα βήμα παραπέρα και να στραφούμε στη συνολική ανασυγκρότηση των καμένων περιοχών του Έβρου, για να μπορέσει να επανέλθει μια οικονομική ισορροπία στην περιοχή».