Είχε και η Χίος τη δικιά της “Σπιναλόγκα”
: Η Σπιναλόγκα της Χίου δεν είχε την ίδια… τύχη με εκείνη της Κρήτης
Λίγο το αγαπημένο χορικό από την Αντιγόνη (…«συ -έρωτα- και δικαίων αδίκους φρένας παρασπάς επί λώβα…»), λίγο η λέξη «λωβοκομείο» (από το αρχαίο λωβώμαι = υφίσταμαι κακομεταχείριση) λίγο κι αυτή η περίεργη ανθρώπινη… διαστροφή, που θέλει να αναζητεί και να σκαλίζει ό,τι στο παρελθόν προκάλεσε πόνο, το Άσυλο Λεπρών της Χίου, ένα συγκρότημα «αδερφών» κτισμάτων, παρατεταγμένων το ένα πλάι στ΄ άλλο, κάπως σαν βαγόνια «δεμένα» στον ίδιο συρμό, αφημένο στην απόλυτη εγκατάλειψη, στη θέση «Αγία Υπακοή», τρία μόλις χιλιόμετρα ΒΔ της πόλης της Χίου, τράβηξε την προσοχή του δημοσιογράφου. Κι έτσι καθώς φέτος κλείνει 60 χρόνια στη λήθη, καλόν είναι καμιά φορά να γιορτάζει κανείς ακριβώς αυτή την αχρησία…
Περιδιαβάζεις τα σιωπηλά οικήματα, σκοντάφτεις σε άδεια μπουκάλια από φάρμακα και μπουρδουκλώνεσαι σε γάζες… Σε μια γωνιά το σιδερένιο κεφαλάρι ενός κρεβατιού και παραδίπλα ένα αναποδογυρισμένο δοχείο νυκτός… Σημειωματάρια, παιδικά βιβλία, ρούχα σε αποσύνθεση… Αν δεν ήταν τα «φουσκωμένα» σανίδια στα πατώματα, αν δεν ήταν κι οι πεσμένες στέγες, θα έλεγε κανείς ότι τα κτίρια αυτά εγκαταλείφθηκαν σχετικά πρόσφατα και μάλιστα με βιάση, με πίεση, αιφνίδια. Κι όμως, ο τελευταίος λεπρός, αποθεραπευθείς πια, «κλείδωσε» πίσω του για πάντα την πόρτα του ασύλου το 1957 (μαρτυρίες αναφέρουν ότι στην πραγματικότητα, το άσυλο «παροπλίσθηκε διά παντός δύο χρόνια αργότερα). Τη χρονιά που χονδρικά έκλεισαν όλα τα λωβοκομεία της χώρας, μετά την ανακάλυψη -από τον Νορβηγό γιατρό Χάνσεν- της Δαψόνης, του φαρμάκου κατά του μυκοβακτήριου της λέπρας.
Η Σπιναλόγκα της Χίου δεν είχε την ίδια… τύχη με εκείνη της Κρήτης. Κι ας χαρακτηρίστηκε το 2011 διατηρητέο μνημείο από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο και το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού. Ουδείς την ανακάλυψε, ουδείς προκάλεσε το ενδιαφέρον των ιθυνόντων (η Εκκλησία σήμερα) να τη συντηρήσουν και να την μετατρέψουν σε χώρο προσβάσιμο στους επισκέπτες του νησιού. Στην πραγματικότητα, λίγοι γνωρίζουν ότι η Χίος διέθετε το παλαιότερο και υποδειγματικότερο λεπροκομείο της χώρας. Κάποιοι μάλιστα λένε ότι ήταν και το πρώτο της Ευρώπης. Ιδρύθηκε από τους Γενουάτες το 1378, στην κατάφυτη παραποτάμια κοιλάδα της Καντήλας.
Οι κάτοικοι το αποκαλούσαν «μέσα-κει» (!) σε απόλυτη συνέπεια με την ανθρώπινη υποτέλεια στο μοιραίο, αδυναμία στο κακό, τρόμο στο άγνωστο, που θαρρείς και απομακρύνεται όταν δεν το ονοματίζεις…
Ο γυμνασιάρχης Χίου, ιστορικός Γεώργιος Ζολώτας αναφέρει στον α΄ τόμο της ιστορίας του ότι η λέπρα μεταδόθηκε στη Χίο και κυρίως στη Βολισσό (στους 150 τροφίμους, που έφτασε στο μέγιστο της φιλοξενίας του για κάμποσα χρόνια το άσυλο, οι 39 προέρχονταν από τη Βολισσό) και τα γύρω χωριά από μετανάστες ή αιχμαλώτους που πάτησαν στο νησί από την Ασία.
Καθώς τα χρόνια περνούσαν και η μεταδοτικότητα της νόσου «γεννούσε» νέα θύματα, Ασία και Ελλάδα πλημμύριζαν λεπρούς, γεγονός που καθιστούσε επιτακτική την ανάγκη δημιουργίας και άλλων λεπροκομείων, στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου. Παρά την ίδρυση κάποιων ασύλων και καθαρτηρίων σε Μυτιλήνη και αλλού, στο γύρισμα του αιώνα, οι τρόφιμοι επιζητούσαν τη «φιλοξενία» τους σε αυτό της Χίου, που εθεωρείτο καθαρότερο και καλύτερα διοικούμενο. Ουσιαστικά διοικείτο από μία επιτροπή ευπάτριδων Χιωτών, οι οποίοι φρόντιζαν για τη συντήρηση και τροφοδοσία των φιλοξενουμένων. Μόνιμο ιατρικό προσωπικό δεν υπήρχε, καθώς η νόσος εθεωρείτο ανίατη και ως εκ τούτου, οι πάσχοντες δεν είχαν παρά να περιμένουν το … μοιραίο. Γιατρός έσπευδε στο άσυλο μόνον σε περίπτωση που κάποιος από τους λεπρούς ασθενούσε από άλλη νόσο.
Η σφαγή της Χίου από τους Τούρκους (1822-40.000 νεκροί) και ο μεγάλος σεισμός (1881-περί τους 5.000 νεκρούς) έριξε στην αφάνεια το λεπροκομείο (ο σεισμός μάλιστα ισοπέδωσε και κάποια κτίσματά του) και συρρίκνωσε τις, έτσι κι αλλιώς, ισχνές προσφορές που απολάμβανε τότε. Ένα ολόκληρο νησί θα θρηνούσε για μια ζωή τους νεκρούς του. Η φροντίδα «καταδικασμένων» ανθρώπων ήταν πολυτέλεια…
Ώσπου το 1909 αποφασίστηκε η ανακαίνιση και επέκταση του λωβοκομείου. Οι Χιώτες του Λονδίνου, μεγάλοι ευεργέτες, κλήθηκαν γι άλλη μια φορά να βάλουν το χέρι στην τσέπη και ανταποκρίθηκαν αφειδώς. Οι οικογένειες Ράλλη, Αργέντη, Καλβοκορέση, Ροδοκανάκη, Πετροκόκκινου, Τοσίτσα, Μαυρογορδάτου, Μιχαληνού, Σκυλίτση, Ζαρίφη και Σκαραμαγκά απέστειλαν το ποσό που απαιτείτο για την ανανέωση του ασύλου, όσο και νέες κλίνες, στρώματα και κλινοσκεπάσματα. Ο δε μηχανικός Ιωάννης Μπερικέτης ανέλαβε αφιλοκερδώς το σχέδιο της ανακαίνισης και τη στενή επίβλεψη του έργου, που ολοκληρώθηκε δύο χρόνια μετά. Πρώτη τοποθετήθηκε η σιδερένια καγκελόπορτα της πύλης: «ΑΣΥΛΟΝ ΛΕΠΡΩΝ – 1909».
Το 1911 βρήκε το λωβοκομείο του νησιού με δύο νέους κοιτώνες, οι οποίοι αργότερα έγιναν 20 και πιο μετά 30, 18 ανδρικοί και 12 γυναικείοι. Σε εφαρμογή της τελευταίας λέξης των οικιστικών κανόνων, τα νέα κτίσματα ήταν αντισεισμικά, εφοδιασμένα με σωλήνες νερού και αφοδευτήρια που συνδέονταν απευθείας με βόθρο. Κάθε κοιτώνας αποτελείτο από δύο δωμάτια, δυνατότητας φιλοξενίας δύο ατόμων το καθένα.
Αξιοποιώντας το εύφορο έδαφος της περιοχής οι τρόφιμοι του ασύλου ασχολούνταν κυρίως με την καλλιέργεια λουλουδιών, τα οποία προωθούσαν στην εγχώρια αγορά έναντι αντιτίμου που ενίσχυε το ταμείο του ασύλου. Χρονικογράφοι της εποχής κάνουν λόγο για το «ευρωστότερο οικονομικά ίδρυμα Χανσενικών», καθώς -όπως χαρακτηριστικά δημοσιεύουν κατόπιν τα ΧΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ «δεν ήσαν μόνον οι μεγάλοι Χιώται οι οποίοι περιέβαλον το φιλανθρωπικόν τούτο ίδρυμα με ιδιαιτέραν συμπάθειαν και στοργήν αλλά και ο λαός της Χίου μιμούμενος τους άρχοντάς του, τους αριστοκράτας της πατρίδος του, δεν έπαυε να προσφέρει υπέρ των λεπρών. Σπανίως συνεττάτετο διαθήκη Χίου χωρίς να κληροδοτή ο διαθέτης και εις το Νοσοκομείον των λωβών μικρόν ή μέγα ποσόν ανάλογον προς την οικονομικήν του κατάστασιν. Μάρτυρες τούτων είναι οι κώδικες των μοναστηρίων της πόλεως Χίου και των χωρίων»… Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία (βιβλίο απολογισμών – ισολογισμών 1912/1930 λεπροκομείου Χίου) το άσυλο έφτασε να έχει στην κατοχή του -από κληροδοτήματα- 20 ακίνητα (οικήματα και οικόπεδα) σε Κάμπο, Λιβάδεια και Κοφινά, στην πόλη της Χίου και στην περιοχή, όπου στεγαζόταν. Η αξία της ακίνητης αυτής περιουσίας αντιστοιχούσε σε 28,6% επί του συνολικού κεφαλαίου της περιουσίας του.
Οι δεκαετίες περνούν, οι τρόφιμοι της Αγίας Υπακοής εξαντλούν τον μετρημένο χρόνο τους, καλλιεργώντας λουλουδάκια στη οργιώδη φύση της Χίου κι έρχεται πια η Κατοχή. Οι Γερμανοί εισβάλλουν στο λωβοκομείο και κατασφάζουν όποιον πέφτει στο διάβα τους. Μόνον επτά ψυχές προλαβαίνουν να κρυφτούν. Γιατί δεν θέλησαν ν΄ αλλάξουν τον ρου της μοίρας τους. Γλύτωσαν από τα γερμανικά πολυβόλα για να … φύγουν λίγο καιρό μετά, από την αρρώστια τους…
Για να περάσουν στην ιστορία τα κτίρια, πρέπει να τα ζήσεις, να κυοφορήσεις και να γεννήσεις αναμνήσεις σ΄ αυτά, λέει ο διάσημος Ιταλός αρχιτέκτονας Ρέντσο Πιάνο. Οι τοίχοι καταγράφουν τις ανάσες, «ηχογραφούν» τα βογκητά του πόνου, «φωτογραφίζουν» τη θλίψη. Κι αν οι άνθρωποι αρέσκονται να ξορκίζουν το κακό «κλειδώνοντας πόρτες και παράθυρα» στο ζοφερό παρελθόν, είναι αυτό το «α» το στερητικό της λήθης (που λέει κι ο ποιητής) σ΄ αυτούς τους τοίχους γραμμένο και γεννάει την αλήθεια, που είναι η ανάμνηση, που είναι κι η ιστορία… Όσο αυτά τα κτίρια υπάρχουν -ακόμα κι αν ρημάζουν στον χρόνο- ουδείς θα μπορέσει να ξεχάσει. Η δε μνήμη, ένα φυτίλι θέλει να πυροδοτηθεί… Γιατί η λέπρα υπάρχει και σήμερα. Ευτυχώς, όχι πια ως απειλή. Κάποτε όμως ΚΑΙ στην Ελλάδα «κατάπιε» εκατόμβες ανθρώπων και προηγουμένως κατέστρεψε αξιοπρεπείς και γαλήνιους βίους… Βλέπεις, η άγνοια γεννά φόβο, απαξία, διωγμό. Ο λεπρός ήταν κυνηγημένος -γιατί η λέπρα εθεωρείτο απολύτως μεταδοτική- φορούσε λευκά ενδύματα με κουδούνια για να γίνεται εγκαίρως αντιληπτός από τους υγιείς και ζούσε απομονωμένος στα βουνά. Μεσαίωνας! Και σήμερα, έτσι σαν από εκδίκηση, οι άνθρωποι καταδικάζουν το λωβοκομείο, που τόσο πόνο έκρυψε μέσα του, στη δική του λέπρα. Στη δική του εγκατάλειψη…
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ – Τόνια Α. Μανιατέα