«Είμαι 34χρονών και ζω με τους γονείς μου» – Γιατί οι νέοι δεν φεύγουν από τα σπίτια τους
Η οικονομική «σιγουριά», αλλά και οι πρακτικές δυσκολίες των νέων που συνεχίζουν να ζουν στο πατρικό τους
Οι νέοι στην Ελλάδα αργούν να εγκαταλείψουν το πατρικό τους σπίτι. Αυτή είναι μία αλήθεια που επιβεβαιώνεται τόσο από στοιχεία που δίνονται κατά καιρούς στη δημοσιότητα όσο και από την καθημερινή ζωή, όπου το βλέπεις να συμβαίνει.
Σύμφωνα με τα νεότερα στοιχεία της Eurostat για το 2022 που δόθηκαν στη δημοσιότητα, οι νέοι στην Ελλάδα εγκαταλείπουν το πατρικό τους σπίτι κατά μέσο όρο σε ηλικία 30,7 ετών, ενώ στην ΕΕ οι νέοι εγκαταλείπουν το πατρικό τους κατά μέσο όρο σε ηλικία 26,4 ετών.
Ο Μάριος, ο Ιάσωνας, η Μαρία είναι τρία παιδιά που αν και κοντά στα 30 ζουν ακόμα με τους γονείς. Στην πραγματικότητα αυτοί οι τρεις άνθρωποι είναι ένα δείγμα του τι συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό σε όλη την χώρα.
Μπορεί παλιότερα οι γονείς και οι παππούδες μας να παντρεύονταν και να έφευγαν σε μικρές ηλικίες από το πατρικό τους, όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά στην σύγχρονη εποχή.
Οι νέοι άνθρωποι ζορίζονται πολύ να αφήσουν τα πατρικά τους και αυτό δεν είναι αφύσικο, αν σκεφτεί κανείς πως όλα αυξάνονται (ενοίκια, σούπερ-μάρκετ, λογαριασμοί κλπ), ενώ οι μισθοί μένουν στάσιμοι με αποτέλεσμα πολύς κόσμος να μην μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες ενός νέου νοικοκυριού.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση που διενήργησε η Parallaxi και στην οποία συμμετείχαν 150 άτομα άνω των 30, το 44% των ανθρώπων που απάντησαν δήλωσε πως ζει μόνο του, το 32% μαζί με τους γονείς του και το 23% μαζί με κάποιο συγκάτοικο.
Από την άλλη, το 68% όσων ζουν με τους γονείς τους το κάνει για οικονομικούς λόγους, το μόλις 4% για τον «φόβο για το άγνωστο» και το 28% δήλωσε πως το κάνει για κάποιο άλλο λόγο.
Ο Ιάσωνας, 28 ετών, ζει με τους γονείς του και όπως εξομολογείται πως ο βασικός λόγος είναι το οικονομικό κομμάτι.
«Με τα έξοδα να ανεβαίνουν όλη την ώρα και ειδικά τα ενοίκια, το οικονομικό είναι ο βασικός αποτρεπτικός παράγοντας που δεν ζω μόνος. Σχεδόν σε όλα μου τα έξοδα είμαι ανεξάρτητος. Είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις που οι γονείς μου θα με βοηθήσουν και αυτό γιατί δεν τους αφήνω υπό κανονικές συνθήκες.»
Φυσικά εκείνος βρίσκεται δίπλα τους και ξέρουν πως σε ό,τι χρειαστούν είναι εκεί για να τους στηρίξει οικονομικά στο μέτρο του δυνατού.
«Δεν με φοβίζει κάτι στο να μείνω μόνος. Από την άποψη τι θα τρώω, ποιος θα κάνει δουλειές, ποιος θα πλένει τα ρούχα. Αυτό που με κρατάει πίσω είναι το γεγονός ότι τα λεφτά που βγάζω δεν μου φτάνουν για το νοίκι. Για να μπορέσω να ξεκολλήσω από αυτή την κατάσταση θα πρέπει είτε να μπορέσω να βάλω κάποια χρήματα στην άκρη είτε να αυξηθεί το μηνιαίο μου εισόδημα που θα μου επιτρέψει να είμαι πιο άνετος»
Σε κάθε περίπτωση ο ίδιος τονίζει πως αν και μένει με τους γονείς του υπάρχει ελευθερία κινήσεων, κάτι που πολλοί δεν πιστεύουν.
«Ευτυχώς έχω κατά κάποιον τρόπο τον δικό μου χώρο. Αλλά και οι γονείς μου γνωρίζουν ότι λόγω της ηλικίας μου είναι φυσιολογικό να μην μπορούν να μου πουν κάτι»
Ο Μάριος, 34 ετών, μέχρι από πριν λίγους μήνες ζούσε με την μητέρα του και αν και ήθελε να μετακομίσει υπήρχαν διάφοροι λόγοι που τον κρατήσαν πίσω σ’ αυτή του την απόφαση.
«Έχει δύο βδομάδες που ζω στο δικό μου σπίτι. Πριν από αυτό είχα συνηθίσει να μένω με την μητέρα μου. Υπήρχαν στιγμές που σκεφτόμουν να φύγω, αλλά μάλλον δεν ήθελα να χαλάσω την άνεση μου. Μπορεί να βοηθούσα ουσιαστικά με τα έξοδα του σπιτιού, αλλά ήξερα πως όποια ώρα και να γυρίσω θα έχω ζεστό φαγητό, πλυμένα ρούχα κλπ. Όλα αυτά τώρα δεν θα τα έχω δεδομένα.
Φυσικά με προβλημάτιζε και το οικονομικό κομμάτι, ειδικά το ενοίκιο. Όταν άρχισα να ψάχνω και είδα τις τιμές, έπαθα σοκ. Δεν θα έδινα 400-500 ευρώ για να μένω σε μία τρύπα»
Όπως εξομολογείται ο Μάριος για να μπορέσει να είναι τυπικός στα μηνιαία έξοδα του αλλά και να μην “ξεκόψει” από τις παλιές του συνήθειες, που αφορούν το κομμάτι της διασκέδασης, χρειάστηκε να βρει και δεύτερη δουλειά κάποιες μέρες της βδομάδας.
«Γνώριζα καλά πως η καθημερινότητα μου θα άλλαζε ριζικά από την μέρα που θα μετακόμιζα. Επομένως όλο το προηγούμενο διάστημα έκανα καλή οικονομία και βρήκα και μία δεύτερη δουλειά για να μην προσγειωθώ απότομα στην πραγματικότητα. Καλώς ή κακώς δεν μπορώ να βγαίνω κάθε μέρα, όμως όταν θα βγω θέλω να μην σκέφτομαι ότι είμαι οριακά και ότι δεν έχω άλλα χρήματα»
Η Μαρία είναι 30 χρονών. Παλιότερα ζούσε μόνη της για τρία χρόνια, όμως πλέον δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα και γι’ αυτό γύρισε στο πατρικό της.
«Ήταν ένα σοκ όταν επέστρεψα με τους γονείς μου. Δεν είναι πως με καταπιέζουν κάπου, αλλά είχα συνηθίζει να ζω μόνη μου οπότε όλο αυτό ήταν μεγάλη αλλαγή για μένα. Όμως, έβλεπα πως κάθε μήνα χρωστάω χρήματα και ζορίζομαι υπερβολικά. Έτσι μετά από πολλές σκέψεις, πήρα την απόφαση να γυρίσω πίσω.
Με τις αυξήσεις στα ενοίκια μου φαίνεται ανέφικτο πια να νοικιάσω δικό μου σπίτι. Ο μισθός μου είναι γύρω στα 700 ευρώ. Τι να πρωτοκανεις; Να πληρώσεις το ενοίκιο; Τους λογαριασμούς; Να πας σούπερμαρκετ; Να βγεις ένα σινεμά; Αλήθεια δεν ξέρω πως τα καταφέρνουν όσοι έχουν και παιδιά. Τους βγάζω το καπέλο.
Ο μόνος τρόπος για να μπορέσω να μείνω ξανά μόνη μου είναι είτε να συγκατοικήσω με κάποιον που θα έχει μία σταθερή δουλειά και θα μοιραζόμαστε τα έξοδα είτε να πάρω αύξηση είτε με κάποιο μαγικό τρόπο να μειωθούν οι τιμές που έχουν φτάσει σε άλλο επίπεδο τα τελευταία χρόνια στο κάθε τι.»
Τα στοιχεία της Eurostat
Τέσσερα χρόνια αργότερα από τον μέσο όρο στην υπόλοιπη Ευρώπη, εγκαταλείπουν οι νέοι στην Ελλάδα το πατρικό τους σπίτι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat για το 2022. Ειδικότερα, οι νέοι στην Ελλάδα εγκαταλείπουν το σπίτι των γονιών τους, κατά μέσο όρο σε ηλικία 30,7 ετών, ενώ στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι νέοι εγκαταλείπουν το πατρικό τους κατά μέσο όρο σε ηλικία 26,4 ετών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat για το 2022, ο υψηλότερος μέσος όρος ηλικιών, 30 ετών και άνω, καταγράφηκε στην Κροατία (33,4 έτη), τη Σλοβακία (30,8), την Ελλάδα (30,7), τη Βουλγαρία και την Ισπανία (και οι δύο 30,3), τη Μάλτα (30,1) και την Ιταλία (30,0).
Αντίθετα, οι χαμηλότερες μέσες ηλικίες, όλες κάτω των 23 ετών, καταγράφηκαν στη Φινλανδία (21,3 έτη), τη Σουηδία (21,4), τη Δανία (21,7) και την Εσθονία (22,7). Σε διάστημα 10 ετών, η μέση ηλικία στην οποία οι νέοι εγκαταλείπουν το σπίτι των γονιών τους αυξήθηκε σε 14 χώρες της ΕΕ, κυρίως στην Κροατία (+1,8 έτη), στην Ελλάδα (+1,7) και στην Ισπανία (+1,6).
Το 2012, ο χαμηλότερος μέσος όρος στην ΕΕ ήταν στη Σουηδία, όπου οι νέοι εγκατέλειψαν το γονικό τους σπίτι σε ηλικία 19,9 ετών, ωστόσο, σε 10 χρόνια ο μέσος όρος αυξήθηκε κατά 1,5 έτος. Σε επίπεδο ΕΕ, μεταξύ 2012 και 2022, ο μέσος όρος ηλικίας διέφερε ελαφρώς, με το χαμηλότερο να είναι τα 26,2 έτη (2019) και το υψηλότερο τα 26,5 (2012, 2014, 2020 και 2021). Στην ΕΕ, κατά μέσο όρο, οι άνδρες εγκαταλείπουν το γονικό σπίτι αργότερα από τις γυναίκες ( άνδρες σε ηλικία 27,3 ετών και γυναίκες σε ηλικία 25,4 ετών το 2022). Αυτή η διαφορά παρατηρήθηκε σε όλες τις χώρες, δηλαδή οι νεαρές γυναίκες εγκατέλειψαν το γονικό σπίτι κατά μέσο όρο νωρίτερα από τους νεαρούς άνδρες.
Οι άνδρες εγκατέλειψαν το γονικό τους σπίτι, κατά μέσο όρο, μετά την ηλικία των 30 ετών σε 9 χώρες της ΕΕ (Κροατία, Βουλγαρία, Ελλάδα, Σλοβακία, Ισπανία, Ιταλία, Μάλτα, Σλοβενία και Πορτογαλία), ενώ αυτό ισχύει για τις γυναίκες σε μία μόνο χώρα: την Κροατία.
Το μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ των φύλων βρέθηκε στη Ρουμανία, όπου οι νέοι άνδρες έφυγαν στα 29,9 έτη και οι γυναίκες στα 25,4 έτη (4,5 έτη διαφορά μεταξύ των φύλων), ακολουθούμενη από τη Βουλγαρία (4,1 έτη διαφορά), με τους άνδρες να φεύγουν από το πατρικό στα 32,3 έτη και τις γυναίκες στα 28,2 έτη. Αντίθετα, το Λουξεμβούργο (0,5 έτη διαφορά), η Σουηδία (0,6), η Δανία και η Μάλτα (και οι δύο 0,7) κατέγραψαν τις μικρότερες διαφορές μεταξύ νεαρών ανδρών και γυναικών που εγκαταλείπουν το γονικό σπίτι.