Οδοιπορικό στην Ουκρανία
Ο Γιώργος Τούλας περιγράφει το ταξίδι σε μια παράξενη χώρα που σήμερα πρωταγωνιστεί στην επικαιρότητα.
Ένα ταξίδι το καλοκαίρι του ’97 στην Ουκρανία, μου γνώρισε μια αχανή χώρα με αβέβαιο μέλλον. Θυμήθηκα εκείνο το οδοιπορικό αυτές τις μέρες που η χώρα αντικρίζει το ίδιο αβέβαιο μέλλον.
Το φθινόπωρο του 1996 μερικές χιλιάδες Θεσσαλονικείς άκουσαν στο ραδιόφωνο πως οι Ελληνικής καταγωγής κάτοικοι του χωριού Σαρτανά της Ουκρανίας, ονειρεύονται να αποκτήσουν μια εκκλησία, τον Άη Γιώργη. Σε μια εβδομάδα οι ακροατές του Ράδιο Θεσσαλονίκη, προσέφεραν πέντε εκατομμύρια δραχμές για αυτό το σκοπό. Τον Αύγουστο του 1997 το κέντρο μελέτης και ανάπτυξης του Ελληνικού Πολιτισμού της Μαύρης Θάλασσας, οργάνωσε μια αποστολή στην Ουκρανία. Σκοπός του ταξιδιού ήταν να δοθούν τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν.
Βρεθήκαμε στην Ουκρανία έξι μέρες. Σε μια χώρα που θυμίζει έντονα εκείνο το παραμύθι που ο χρόνος σταματάει για κάποια χρόνια. Μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν φαίνεται στον ορίζοντα ο πρίγκιπας που θα δώσει το σωτήριο φιλί στην πριγκίπισσα, για να ξυπνήσει το βασίλειο και να συνεχίσει η ροή της Ιστορίας. Η άφιξη στα τριτοκοσμικά αεροδρόμια, το πέρασμα από τις εγκαταλελειμμένες πόλεις και οι εκφράσεις στα πρόσωπα των ανθρώπων, που μοιάζουν να μην περιμένουν τίποτα, είναι η εικόνα μιας τεραστίας χώρας, τόσο κοντά και τόσο μακριά μας. Μακριά λόγω συνθηκών και Ιστορίας, κοντά λόγω των 110.000 Ελληνικής καταγωγής κατοίκων που κατοικούν εντός της. Από την Οδησσό μέχρι τη Μαριούπολη.
Βραδιάζει στην Οδησσό
Η πιο διάσημη σκάλα στον κόσμο, η σκάλα στο Θωρηκτό Ποτέμκιν του Αιζενστάιν, έχει ασυνήθιστη κίνηση. Είναι Αύγουστος, η ζέστη και η υγρασία προκαλούν δυσφορία, εκατοντάδες νέοι, ανάμεσα στα δεκαπέντε και τα εικοσιπέντε, ντυμένοι με έντονα χρώματα, προχωράνε βιαστικά προς την πλατεία του Δημαρχείου. Από τα ηχεία που έχουν εγκατασταθεί, ακούγονται ρυθμοί τέκνο. Αγόρια και κορίτσια με πατίνια πλημμυρίζουν την πλατεία. Λίγο πριν το σούρουπο, το αυτοσχέδιο ρέιβ πάρτι, με χορηγό μια γνωστή τσίκλα ξεκινάει. Οι χορευτικές φιγούρες μοιάζουν ξεπατικωμένες από τα βίντεο κλιπ του ΜΤV. Μερικά αγάλματα γύρω από την πλατεία, θυμίζουν ακόμα την επανάσταση που έληξε άδοξα. Αλλά και η αστυνόμευση, που είναι κυρίαρχη σε όλους τους δημόσιους χώρους. Αστυνομικοί με μεγάλα καπέλα, σταματάνε με το παραμικρό αυτοκίνητα για έλεγχο.
Τα παιδιά χορεύουν και γελάνε δυνατά. Πλησιάζω μια παρέα κοριτσιών με βαμμένες βλεφαρίδες ασημί. Πώς περνάτε στην Οδησσό, τις ρωτάω. Καλά, αλλά θέλουμε να φύγουμε. Θέλω να πάω στην Αμερική. Εδώ δεν έχει τίποτα να κάνεις τα βράδια. Καλά που έχω μια φίλη ντι ντζέι και μου γράφει cd.
Νυχτώνει για τα καλά. Οι δρόμοι αδειάζουν. Οι ταξιδιωτικοί οδηγοί που μοιράζουν τα ξενοδοχεία συμβουλεύουν τους επισκέπτες να αποφεύγουν τις μετακινήσεις τη νύχτα. Τα χιλιάδες Λάντα που κυκλοφορούν, σταματάνε δίπλα σου και ρωτάνε αν χρειάζεσαι ταξί. Στους μεγάλους δρόμους εμφανίζονται πολυτελή αυτοκίνητα. Σε μερικές περιπτώσεις κατεβαίνουν περίεργοι τύποι με κινητά και σωματοφύλακες και μπαίνουν σε κτήρια με ερμητικά κλειστές πόρτες. Παρέες πιτσιρικάδων κατευθύνονται προς το λιμάνι. Απέναντι υπάρχει το κλαμπ Λούνα Παρκ. Τα κλαμπ της Ουκρανίας μοιάζουν με επαρχιακές ντισκοτέκ της Ελλάδας, είκοσι χρόνια πριν. Έξω από το ξενοδοχείο Λοντόνσκαγια, το πολυτελέστερο ξενοδοχείο της πόλης, ένα κοριτσάκι γύρω στα δώδεκα προσπαθεί να πουλήσει στους μαφιόζους που μπαινοβγαίνουν, μια αυτοσχέδια μαθητική εφημερίδα. Μέσα στο σαλόνι κάθονται καμιά δεκαριά πόρνες πολυτελείας. Η κυρία που κάνει κουμάντο κρατάει ένα βιβλίο του Τολστόι. Προσποιείται πως το διαβάζει, όμως μέσα στις σελίδες του σημειώνει ποια κοπέλα ανέβηκε σε ποιο δωμάτιο και πόσο έμεινε με τον πελάτη. Το έχουμε συνηθίσει το θέαμα, μου λέει η Ελληνίδα πρόξενος κυρία Ιφιγένεια Κοντολέωντος, που διαμένει στο ξενοδοχείο με την οικογένεια της, όπως και αρκετοί άλλοι διπλωμάτες.
Είναι μέρος της ζωής εδώ. Όπως και μια σειρά φαινόμενα που ανθίζουν μέσα στην απόγνωση. Αιρέσεις, σέχτες, εκκλησίες, σανίδες σωτηρίας για ένα λαό που δεν περιμένει τίποτα. Βλέπετε τα πάντα έχουν παραλύσει και οι εκατοντάδες νόμοι που διαπλέκονται, δεν αφήνουν περιθώρια για ξένες επενδύσεις, που θα φέρουν μια στοιχειώδη ανάπτυξη. Από την άλλη το βιοτικό επίπεδο είναι άθλιο. Όλοι ταλαιπωρούνται από λοιμώξεις, δερματοπάθειες. Δεν περιμένουν τίποτα.
Λίγες ώρες νωρίτερα, κάνοντας μια βόλτα σε μια γνωστή Ελληνική γωνιά της πόλης, εκεί που βρίσκεται το σπίτι της Φιλικής Εταιρείας, προσπαθήσαμε να ανακαλύψουμε που βρίσκεται σήμερα η Ελληνική παρουσία, σε μια πόλη που άλλοτε το Ελληνικό στοιχείο ήταν το κυρίαρχο. Το ξενοδοχείο που μένουμε είναι ένα πλοίο μέσα στο λιμάνι. Δίπλα, ένα ιστιοφόρο με Ουρουγουανή σημαία μοιάζει να έχει πάρτι. Πλησιάζουμε να δούμε. Δεν μπορείτε να μπείτε, μας λέει ένας μαύρος ναύτης, είναι μόνο για αξιωματικούς. Στο κατάστρωμα δεκάδες νεαρές Ουκρανές λικνίζονται στην αγκαλιά των ναυτών.
Το πρωί η πόλη έχει άλλο χρώμα. Οι παλιές της γειτονιές με ιστορικά κτήρια, μοιάζουν εγκαταλελειμμένες, καθώς χρήματα δεν υπάρχουν για να συντηρηθούν. Δυστυχώς ότι χαλάει μένει έτσι. Δεν υπάρχουν πόροι, ούτε ενέργεια για την παραγωγή. Ακόμα και τα αγαθά έρχονται με κοντέινερ από την Τουρκία, που είναι φθηνή, και πουλιούνται στα παζάρια της πόλης, λέει η κυρία Κοντολέοντως. Μιλώντας βέβαια για τα απολύτως στοιχειώδη. Αγαθά που δύσκολα μπορεί να αγοράσει ο μέσος Ουκρανός, αφού οι μισθοί της τάξης των 200 ευρώ καταβάλλονται με καθυστέρηση μηνών.
Η Κριμαία των χαμένων ελπίδων
Η διαδρομή από τη μια άκρη της Ουκρανίας στην άλλη, στην πλευρά της Μαύρης θάλασσας, δεν είναι από τις πιο ευχάριστες εμπειρίες για όποιον επισκέπτεται αυτή την αχανή χώρα των 56 εκατομμυρίων κατοίκων. Η χερσόνησος της Κριμαίας, είναι μια τεράστια περιοχή γεμάτη άσχημες βιομηχανικές πόλεις, παρατημένα χωριά με υποφωτισμένους δρόμους, καθώς όποια λάμπα καίγεται μένει για πάντα καμένη και μεγάλες εθνικές οδούς, με λακκούβες, γιατί δεν υπάρχουν χρήματα να φτιαχτούν. Σε όλο το δρόμο συναντάς ανθρώπους που κάθονται μέσα στο χώμα, περιμένοντας υπομονετικά να σταματήσει κάποιο αυτοκίνητο και να αγοράσει τα λιγοστά προϊόντα που πουλάνε. Εδώ στα χωριά έχουν τουλάχιστον κήπους και καλλιεργούν φρούτα και λαχανικά. Στις πόλεις ο υποσιτισμός του κόσμου είναι μεγάλος, εξομολογούνται οι γυναίκες που μας συνοδεύουν στο μακρύ ταξίδι των δώδεκα ωρών. Κάποια στιγμή βλέπουμε μια ταμπέλα που γράφει Σεβαστούπολη. Είναι το λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας που φιλοξενεί τον πυρηνικό στόλο της Ρωσίας. Μέχρι πριν έξι μήνες απαγορευόταν να ταξιδέψει κανείς στη Σεβαστούπολη. Ήταν απαγορευμένη περιοχή για όλους. Ακόμα και οι κάτοικοι της έβγαιναν σπάνια και μόνο με ειδική άδεια. Τώρα πια μπορείς να πας. Κανείς όμως δεν ξέρει σε ποιόν ανήκει ο στόλος εκεί. Η Ρωσία λέει πως είναι δικός της, η Ουκρανία το ίδιο.
Πολλά πράγματα είναι ακόμα μπερδεμένα εδώ. Ένα από αυτά είναι η Ιστορία, την οποία ξαναμαθαίνουν από την αρχή. Η καινούργια εκδοχή προσπαθεί να αποκαταστήσει πρόσωπα και πράγματα, να αποδώσει ευθύνες, αν αποδίδονται. Το σοκ της μετάβασης από το παλιό καθεστώς στο νέο, είναι τεράστιο, όπως και οι συνέπειες. Κανείς δεν σου λέει με βεβαιότητα πότε ήταν καλύτερα. Τότε τουλάχιστον είχαμε να φάμε , μου είπε με παράπονο λίγες μέρες αργότερα ένας Έλληνας στο Σαρτανά.
Πόλη χτισμένη από Έλληνες
Η Μαριούπολη είναι το κέντρο της Ελληνικής παρουσίας στην περιοχή. Μια πόλη με ελάχιστα όμορφα πράγματα, εκατοντάδες εργατικές πολυκατοικίες πανομοιότυπης αισθητικής και μια μεγάλη παραλία. Που δεν την βλέπεις, όμως, γιατί μπροστά της στέκεται ένα εγκαταλελειμμένο τραίνο με εβδομήντα βαγόνια. Αν σκαρφαλώσεις επάνω του και φτάσεις στη αμμουδιά θα διαπιστώσεις με έκπληξη πως η θάλασσα της πόλης είναι η πιο μολυσμένη που έχεις δει ποτέ. Παρόλα αυτά εκατοντάδες άνθρωποι κολυμπούν, μην έχοντας πού αλλού να πάνε. Σε ένα σκουριασμένο πλοιάριο του πολεμικού ναυτικού, κάθεται μια παρέα νέων παιδιών. Είναι το κότερο μας, μου λένε στα αγγλικά. Πηγαίνουμε βόλτες πιο έξω που η θάλασσα είναι καθαρή.
Η μόλυνση στην Ουκρανία είναι τεράστια. Όχι μόνο λόγω Τσερνομπίλ, το οποίο βρίσκεται εκεί, αλλά και των εργοστασίων που είναι χτισμένα μέσα στις πόλεις. Τη νύχτα ο ουρανός της Μαριούπολης είναι κόκκινος από τους καπνούς, όσων εργοστασίων δουλεύουν ακόμα. Γιατί τα περισσότερα έκλεισαν αφήνοντας στο δρόμο χιλιάδες εργάτες.
Στο πρώτο τραπέζι με τους Ελληνικής καταγωγής κατοίκους της Ουκρανίας η χαρά είναι μεγάλη. Η πατρίδα, είναι στα πρόσωπα τους ένα μεγάλο χαμόγελο. Το τραπέζι είναι γεμάτο, παρά τις δυσκολίες. Η χειρότερη μέρα να είναι σαν τη σημερινή, με γεμάτο τραπέζι, λέει ο Ανατόλι Μπαλτζί, αρχισυντάκτης της εφημερίδας των Ελλήνων, στην πρόποση του. Το τραπέζι μας το προσφέρει ένας Ουκρανός επιχειρηματίας. Έχει μια σειρά χρυσά δόντια, σύμβολο επιτυχίας μαζί με τα κινητά τηλέφωνα. Άγνωστο γιατί μας κερνάει. Προφανώς γιατί ανάμεσα μας υπάρχουν επίσημοι και το ενδιαφέρον για πάρε-δώσε με το Ελληνικό κράτος είναι μεγάλο.
Των Ελλήνων οι κοινότητες
Η πιο συγκινητική στιγμή του ταξιδιού, ήταν η επίσκεψη στα χωριά που ζούνε οι περισσότεροι Έλληνες της περιοχής. Τα σπίτια τους είναι βαμμένα άσπρα και γαλάζια. Ήρθαν εδώ από την Κριμαία, το Σεπτέμβριο του 1778, με παραίνεση του Μητροπολίτη Ιγνάτιου, που εξασφάλισε από την Αυτοκράτειρα Αικατερίνη, ευνοϊκές συνθήκες και ασφάλεια για τους Έλληνες. Περάσαμε πάρα πολλά, με όλα τα καθεστώτα. Αλλά αντέξαμε τόσους αιώνες. Εμείς κάθε φορά που πίνουμε λέμε ούλα καλά και πάντα καλά, μου λέει η Λουντμίλα, που ο άντρας της είναι Ουκρανός. Είναι Ελληνικό παιδί, λέει και με συστήνει σε μια γερόντισσα που κλαίει από συγκίνηση δίπλα μας.
Το πανηγύρι του Τσεμαρλίκ, η Μέγα γιορτή όπως τη λένε, είναι η γιορτή του Προφήτη Ηλία, που γιορτάζεται με το παλιό ημερολόγιο, στις αρχές Αυγούστου. Είναι μια μεγάλη φιέστα, με χορευτικά, συγκροτήματα, τραγουδιστές, πάλη με έπαθλο πρόβατα, ιπποδρομίες. Θυμίζει κάτι ανάμεσα σε πανηγύρι Ελληνικού χωριού και τελετές αρχαιολατρίας, αφού τα συγκροτήματα είναι ντυμένα με χλαμύδες και στεφάνια. Πριν την έναρξη του προγράμματος η Άννα, που είναι δήμαρχος στο Τσεμαρλίκ, μας ευχαριστεί πολύ που ήρθαμε και ζητάει να μη σταματάμε να τους σκεφτόμαστε όταν γυρίσουμε στην πατρίδα. Καθώς μας ξεπροβόδιζε λίγες ώρες αργότερα, μας ζήτησε συγνώμη για όσα δεν έχουνε.
Στη μεγάλη εξέδρα του πανηγυριού μια φωνή τραγουδάει “Αγαπάτε, αγαπάτε στον παράδεισο να πάτε, δεν υπάρχει άλλη λύση για να βγούμε απ την κρίση”.
Στη σκηνή βρίσκεται η Ταμάρα, η δημοφιλέστερη λαϊκή τραγουδίστρια στη Ρωσία τη Γεωργία και την Ουκρανία. Μια φωνή που ακούγεται παντού και προκαλεί λατρεία. Από πότε τραγουδάτε τη ρώτησα. Από τεσσεράμισι χρονών. Τραγουδάω παλιά λαϊκά που έφεραν από την Κριμαία, αλλά και καινούργια Ρώσικα. Λέω και Ελληνικά λαϊκά που μαθαίνω γιατί θέλω ο λαός να ξυπνήσει και να μη μαθαίνει μόνο τη διάλεκτο της Μαριούπολης αλλά και τα Ελληνικά που λένε στην Ελλάδα. Όταν βάλεις το σπέρμα στη γη πρέπει να φυτρώσει. Αν το καταφέρνω είμαι χαρούμενη. Ονειρεύεται να κάνει δίσκους και κασέτες. Έχω φωνή από το θεό, αλλά η φωνή δεν σου δίνει να φας από μόνη της. Το τραγούδι της μοιάζει με παράπονο. Όπως και πολλά πράγματα εδώ πάνω. Λίγα χρόνια αργότερα χάθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα.
Το χειμώνα ήμαστε πιο δύσκολα, μου είπε μια από τις φοιτήτριες του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών σπουδών της πόλης, που διδάσκονται Ελληνικά. Το αυτοκίνητο κατευθύνεται προς το αεροδρόμιο. Το μοναδικό χρώμα που σπάει τη μονοτονία του γκρίζου στα κτίρια, είναι το κόκκινο της κόκα κόλα, σε κάτι μεγάλες ομπρέλες. Μη μας ξεχνάτε, ήταν η τελευταία φράση που άκουσα.
Μπείτε και κάντε like εδώ για να ενημερώνεστε για όλα τα γραμμένα αποκλειστικά για το parallaximag.gr άρθρα.