Ένας Θεσσαλονικιός στην Αφρική
Μια από τις τρείς ταινίες Σαλονικιών σκηνοθετών στο 53ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου ήταν το road -movie του Αλέξανδρου Κωνσταντάρα, « Η επιστροφή του Λαζάρου». Εκείνο που δεν ξέρετε για τον δαιμόνιο Θεσσαλονικιό είναι ότι έχει φέρει τα πάνω κάτω στο κενυάτικο κινηματογραφικό «στερέωμα». Χάρις σ΄αυτόν σε μεγάλο βαθμό ήδη υπάρχουν κινηματογράφοι που ξεκίνησαν φέτος να δίνουν […]
Μια από τις τρείς ταινίες Σαλονικιών σκηνοθετών στο 53ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου ήταν το road -movie του Αλέξανδρου Κωνσταντάρα, « Η επιστροφή του Λαζάρου». Εκείνο που δεν ξέρετε για τον δαιμόνιο Θεσσαλονικιό είναι ότι έχει φέρει τα πάνω κάτω στο κενυάτικο κινηματογραφικό «στερέωμα». Χάρις σ΄αυτόν σε μεγάλο βαθμό ήδη υπάρχουν κινηματογράφοι που ξεκίνησαν φέτος να δίνουν δειλά δειλά διανομή σε Κενυάτικες ταινίες αλλά και τηλεοπτικά κανάλια που δημιούργησαν τμήμα διανομής τοπικών ταινιών.
Αλλά για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, όπως ακριβώς τα ανέλυσε ο ίδιος στο Γιώργο Τούλα που τον συνάντησε πολύ πριν την άφιξή του στο φετινό φεστιβάλ της πόλης μας.
Αν η λέξη Bollywood σας φέρνει στο νου τα φιλμ που παράγονται μαζικά στην Ινδία τότε στο λεξιλόγιο σας μάλλον θα πρέπει να εισχωρήσουν δυο ακόμα λέξεις με παρόμοια θεματολογία. Το Nollywoodείναι το σινεμά που παράγεται μαζικά στη Νιγηρία, κάνοντας τη χώρα τρίτη δύναμη στον κόσμο, ενώ το Riverwoodείναι η προσπάθεια της Κένυας που ζήλεψε τη δόξα της άλλης αφρικανικής χώρας αλλά και της Ινδίας να δημιουργήσει βιομηχανία κινηματογράφου. Εκατοντάδες ταινίες παράγονται μαζικά κάθε χρόνο στην Αφρικανική ήπειρο και καταναλώνονται σχεδόν επιτόπου, στην αρχή στις αίθουσες και αμέσως μετά σε dvdπου πουλιούνται κατά χιλιάδες στις άκρες των δρόμων από πλανόδιους πωλητές. Ένα τοπικό σταρ σίστεμ ηθοποιών έχει ανατείλει και η θεματολογία είναι πάνω κάτω η ίδια. Ιστορίες αγάπης, που μοιάζουν πολύ με κείνες που το ελληνικό σινεμά γύριζε στα χρόνια του πενήντα, θρίλερ με επέλαση βαμπίρ και βουντού που είναι μια καθημερινότητα στις χώρες αυτές και περιπέτειες. Παραγωγές πάμφθηνες και ακόμα πιο φθηνή διακίνηση που φτάνει το ένα ευρώ την ταινία. Μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό της αφρικάνικης κινηματογραφίας πρωταγωνιστεί τα τελευταία χρόνια και ένας Έλληνας. Κυρίες και κύριοι ετοιμαστείτε. Η πτήση για το Ναϊρόμπι ξεκινά.
Ο Αλέξανδρος Κωνσταντάρας κατάγεται από τη Θεσσαλονίκη, σπούδασε σινεμά στη Βρετανία αλλά μια δελεαστική πρόταση να ασχοληθεί πρακτικά με το σινεμά στην Κένυα τον έφερε στη μέση της αφρικάνικης ηπείρου. Ο εικονολήπτης του περιβόητου “HotelRwanda”, Nick Hughes μετά το τέλος εκείνης της ταινίας εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Κένυα δημιουργώντας ένα mediahouse και παράγοντας ταινίες παντός είδους. Το Riverwood, που πήρε το όνομα του από το Riveroad, ένα κεντρικό δρόμο που πουλιούνται υπαίθρια cdκαι dvd, έγινε τα τελευταία χρόνια ένα κίνημα παραγωγής ταινιών στη χώρα.
«Στην Ευρώπη ήταν δύσκολο να κάνω ταινίες μεγάλου μήκους. Είχα πάντα στο νου μου το στιλ EdWood και όταν μου πρότειναν να πάω κάτω πήρα τη μεγάλη και δύσκολη απόφαση. Στην αρχή ήταν ένα μεγάλο σοκ.Το ότι είμαι Έλληνας, έρχομαι από το Βορρά, όλα ήταν παράξενα. Βρέθηκα σε ένα χάος. Κυκλοφοριακό, λαδώματα παντού, στα πάντα νοοτροπία Ελλάδας πριν τριάντα χρόνια. Νοθεία στην εκλογές, εμφύλιος, πράγματα που δεν είχα ξαναδεί και φοβήθηκα. Αν είσαι ανοιχτόμυαλος προσαρμόζεσαι, δεν αφήνεις την ευκαιρία να πάει χαμένη», λέει ο Αλέξανδρος που την πρώτη μέρα που βρέθηκε στα πλατό αντιμετώπισε μια χαοτική κατάσταση. Φωνές, φασαρία, δυο ώρες γύρισμα τη μέρα και όλα αυτοσχέδια. Η εταιρία αποφασίζει να γυρίσει τις πρώτες φυλετικές ταινίες, στην Κένυα υπάρχουν πολλές φυλές, ανάμεσα τους ο Τούτσι και οι Χούτου που αλληλοσπαράχθηκαν πέρσι και γλώσσες όπως η Κικούγιου και δοκιμάζοντας ακόμα και αυτοσχεδιαστικά σκετσάκια τύπου standupcomedy. Οι ταινίες κυκλοφορούν σε ασύλληπτες ποσότητες των 100000 κοπιών η κάθε μία και πουλιούνται μαζικά στο δρόμο, ενώ ελάχιστοι είναι εκείνοι που νοικιάζουν από βίντεο κλαμπ.
Η εταιρία που μέχρι τότε νοίκιαζε τον εξοπλισμό της στα συνεργεία του BBC, του CNN και του National Geographic και γύρισε ένα εξαιρετικό ντοκιμαντέρ με τίτλο 100 μέρες στη Ρουάντα, αποφασίζει να το γυρίσει σε ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού. Οργανώνει το ανθρώπινο δυναμικό της και ξεκινά. Εικοσιπέντε συνολικά ταινίες σε ενάμιση χρόνο. Ταινίες που έγιναν ακόμα και σε πέντε μέρες! Με τη λογική του ότι ενώ ο σκηνοθέτης γυρίζει την επόμενη κάποιος άλλος μοντάρει την προηγούμενη και ένας τρίτος προετοιμάζει τη μεθεπόμενη. Η σκέψη ξεκίνησε να γυριστούν ταινίες ακόμα και χωρίς σενάριο. Μια απλή περιγραφή χοντρικά της ιστορίας που έχουν στο μυαλό τους οι δημιουργοί, οντισιόν για να βρεθούν ηθοποιοί, που είναι συνήθως οι ίδιοι σε όλες τις ταινίες με μικρές παραλλαγές. Από επαγγελματίες σταρ που πρωταγωνιστούν στην τοπική τηλεόραση, μέχρι φίλοι από την Ελλάδα που ταξίδεψαν για διακοπές και έκαναν ένα πέρασμα.
Οι ηθοποιοί πληρώνονται μέσο όρο 100 ευρώ το μήνα, ανεξάρτητα από το πόσες ταινίες θα παίξουν. Ο αυτοσχεδιασμός στο παίξιμο δεν είναι απλά ζητούμενος αλλά επιβεβλημένος. Άνθρωποι παρατούν τα παραδοσιακά επαγγέλματα που έκαναν γιατί ως ηθοποιοί αμείβονται καλύτερα είναι συνηθισμένο φαινόμενο, σαν τον πρώην οξυγονοκολλητή που πρωταγωνιστεί σε μερικές από αυτές. Ακολουθεί η εύρεση των χώρων. Το σπίτι του ιδιοκτήτη και των συνεργατών μετατρέπεται άνετα με μια σανίδα και μερικά έπιπλα σε αστυνομικό τμήμα, ιατρείο και ότι άλλο χρειάζεται το σενάριο. Τα κοστούμια περιφέρονται από ταινία σε ταινία αυτούσια, αλλά αυτό μοιάζει να μην ενοχλεί κανένα, σημασία έχει η υπόθεση.
Και εδώ έρχεται η σωτήρια παρέμβαση του δαιμόνιου Έλληνα. «Μεταφέρω εκεί τα πάντα. Καουρισμάκι για παράδειγμα το «Προσέλαβα έναν επαγγελματία δολοφόνο» αλλά και Ρότζερ Κόρμαν και Εντ Γούντ και Κώστα Τσάκωνα! Σε μια μέρα γράφεται το σενάριο και προκύπτουν ταινίες σαν το NairobiButcherόπου ο δολοφόνος είναι ένας ανάπηρος με πατερίτσες! Σε άλλη ταινία κάποιος πεθαίνει δεν τον θάβουν σωστά και επιστρέφει ως ζόμπι με κουβάδες αίμα. Στην ιστορία υπάρχουν πάντα και βουντού, τα λεγόμενα τζούτζου που τους ξαφνιάζουν και τους γοητεύουν. Γύρισα και ένα παλιό μου όνειρο το DevilDentistπου ο οδοντίατρος κάνει μάγια στον ασθενή, φυτεύοντας βουντού στο σφράγισμα για να τον κατευθύνει. Περπατούν και πέφτουν σε λακούβες με αίμα. Στην πορεία γράψαμε και άλλα σενάρια. Ιστορίες αγάπης, μέχρι και το «DirtyDancing», αλλά και το «Για μια χούφτα τούβλα» του Κώστα Τσάκωνα που το προσάρμοσα στη γραφειοκρατία της Κένυας. Προσπαθούμε να τα βάλουμε όλα μέσα. Και Τέρι Γκίλιαμ και γερμανικό εξπρεσιονισμό με σκιές».
Η εταιρία αναλαμβάνει μετά τη διακίνηση της ταινίας. Πρεμιέρα στα μούλτιπλεξ με την παρουσία πολιτικών και ανώτερης τάξης, συνεντεύξεις των σταρ σε περιοδικά και την τηλεόραση, makingofμε παρασκήνια, προβολές στην τηλεόρασης, ντόρος. Και ο κόσμος παρακολουθεί το νέο φαινόμενο εκστασιασμένος. Τραβεστί πρωταγωνίστρια, υπόνοιες σεξ κάτω από το σεντόνι σε μια χώρα σεμνοτυφίας, ιστορίες πόνου εμπνευσμένες από τα φιλμ της Μάρθας Βούρτση, μια ταινία με δυο περιβόητους κακοποιούς μαφιόζους που πέρασαν από τη χώρα, τους αδερφούς Αρτούρ που ξεκινάει όμως με πλάνα στην Μαρίνα της Αρετσούς στη Θεσσαλονίκης και σε μια ταράτσα στην Καλαμαριά από όπου ξεκινούν οι μαφιόζοι διωκόμενοι για να βρουν καταφύγιο στην Κένυα, πρωταγωνιστές που φορούν μπλουζάκια του Απόλλωνα Καλαμαριάς, αλκοολικούς γιατρούς που τους απαγάγει η τοπική μαφία για να γιατρέψουν τα σεξουαλικά προβλήματα του αρχηγού της, γιγάντια τέρατα που εμφανίζονται από το πουθενά, λευκοί που μιλάνε ελληνικά στα καλά καθούμενα! Και οι άνθρωποι να πηγαινοέρχονται με άνεση μπρος και πίσω από την κάμερα. Ότι πιο σουρεαλιστικό μπορεί να παράξει ο κινηματογράφος.
Βλέπω τα τρέιλερ των ταινιών και δεν πιστεύω στα μάτια μου. Και βασικός πρωταγωνιστής ένας Έλληνας. «Πέρσι στις γιορτές ήμουν σε ένα νησάκι στον Ειρηνικό και όταν ξέσπασε ο εμφύλιος στις εκλογές βρέθηκα εκεί απομονωμένος και φοβήθηκα. Με τον καιρό έμαθα να αποφεύγω τις επικίνδυνες περιοχές, αλλά συχνά νοιώθω έναν αντίστροφο ρατσισμό. Έμαθα σουαχίλι για να καταλαβαίνω. Η καθημερινότητα μου είναι ενδιαφέρουσα, δουλεύω σε αντικείμενο που θέλω, σε κάθε τομέα της παραγωγής, της σκηνοθεσία, το μάρκετινγκ, το μοντάζ, τις δημόσιες σχέσεις. Είναι μια εντελώς διαφορετική χώρα, στο φαγητό την κουλτούρα τη νυχτερινή ζωή της. Ακόμα και στο κίνδυνο. Δεν πας ας πούμε στα γκέτο παρά μόνο με οδηγό, ενώ υπάρχει και το carjackingπου σε σταματούν στο δρόμο, σε κλείνουν στο πορτ μπαγκάζ και σου κλέβουν και το αυτοκίνητο. Τα δημόσια νοσοκομεία είναι πρόβλημα, ενώ η μεσαία τάξη που ανεβαίνει είναι εξαιρετικά καθώς πρέπει και εκκλησιάζονται. Εμένα με δέχτηκαν από την αρχή ως δικό τους και τώρα περνάω καλά. Μου λείπει η Ελλάδα και πάντα στα σχέδια μου είναι μια ταινία εκεί πάνω», μου λέει καθώς βλέπω τις αφίσες από διαβολικό του οδοντίατρο. Για τα επόμενα χρόνια ο Αλέξανδρος φαίνεται να έχει δουλειά πολλή. Μια νέα φουρνιά ταινιών γυρίστηκαν στην πρωτεύουσα και τα περίχωρα ενώ τα dvd με τιμές κάτω από ένα ευρώ που τυπώθηκαν ομαδικά στη Θράκη κατακλύζουν τους δρόμους της Αφρικής. Το Riverwood ζει και βασιλεύει.
Για την ταινία “Η Επιστροφή του Λαζάρου”
Σκηνοθετικό ντεμπούτο, καθαρόαιμο δείγμα ανεξάρτητου σινεμά, χαμηλών τόνων ταινία υπαρξιακής αναρχίας, με ήρωες τόσο ασύμμετρους, που πρώτη φορά βλέπουμε στο συγχρονο Ελληνικό κινηματογράφο, οι οποίοι σε οδηγούνε από την αρχική αμηχανία της απόρριψης σε ένα ταξίδι εσχατολογικής ουτοπίας.
Πρόκειται για δυο αδέλφια με ιδιαίτερους χαρακτήρες, τον Λάζαρο και τον Κυριάκο, οι οποίοι ξεκινούν από τη Θεσσαλονίκη για την Μαρώνεια για να βρουν την σπηλιά του Κύκλωπα. Στο ταξίδι τους συναντάνε διάφορους ανθρώπους συμπεριλαμβανομένης και της Κινγκόρα, μια Κενυάτισσα μετανάστρια που δουλεύει σε ένα επαρχιακό μοτέλ. Το βασικό θέμα της ταινίας είναι το ταξίδι και η αναζήτηση, εξωτερική και εσωτερική. Και κάθε ταξίδι έχει και μια επιστροφή. Την επιστροφή στην αφετηρία του ταξιδιού. Την επιστροφή στις ρίζες δηλαδή. Είτε αυτές είναι πραγματικές είτε μεταφορικές. Τον ρόλο των δυο αδελφών ερμηνεύουν δυο ταλαντούχοι και ανερχόμενοι Θεσσαλονικείς ηθοποιοί, ο Αλέξανδρος Κωχ (Λάζαρος) και ο Νέλσων Λούκας (Κυριάκος).
Η ταινία έχει και μια Κενυάτικη πινελιά, που ακούει στο όνομα Lizz Njagah (Λιζ Ντζάγκα) μια πολύ γνωστή ηθοποιό της Αφρικής, που στην ταινία καλείται να παίξει τον ρόλο της οικονομικής μετανάστριας Κινγκόρα.
Επίσης στην ταινία εμφανίζεται ως γκεστ σταρ ο Κομοτηναίος τραγουδοποιός Θανάσης Γκαϊφύλλιας αλλά και ο Θεσσαλονικιός μουσικοσυνθέτης Άκης Γεροντάκης, ενώ συμπράττουν πολλοί ανερχόμενοι ηθοποιοί των δύο πόλεων αλλά κι ένα ολόκληρο χωριό, οι Προσκυνητές Ροδόπης. Διεύθυνση φωτογραφίας Στέλλα Δέλλιου και ηχοληψία Τάσος Καραδέδος. Μουσική: Still Gramophone, The Loafing Heroes και Σπύρος Γιασαφάκης.
Η ταινία, η οποία είναι αυτοχρηματοδοτούμενη, έχει ήδη προβληθεί με επιτυχία στο Φεστιβάλ του Chichester και του South West London Film Festival στην Αγγλία, στο Φεστιβάλ της Κένυας και της Ουγκάντας όπως συμμετείχε και στον τομέα της Αγοράς του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Για την ταινία House of Lungula
Ο Harrison, καταπονημένος και κακοπληρωμένες ψάχνει για χρήματα για να “αγοράσει”. Μια ευκαιρία παρουσιάζεται όταν παίρνει τα κλειδιά του σπιτιού της μιας Εταιρείας. Με τον CEO μακριά για διακοπές, θα έχει πρόσβαση σε ένα πλήρως επιπλωμένο σπίτι.