Geographical: Όχι άλλη μία ετικέτα σε βαζάκι
του Σάκη Ιωαννίδη Βρίσκουμε το δρόμο μας μέσα στην ομίχλη, στις πλαγιές του Παγγαίου Όρους, πάνω από την Ελευθερούπολη της Καβάλας, με οδηγό τον Δημήτρη Νοβακίδη. Η ορατότητα είναι σχεδόν μηδαμινή και το μόνο χρώμα που σπάει τη μονοτονία της ομίχλης είναι το βρεγμένο κίτρινο των φύλλων από τις οξιές που βρίσκονται εκατέρωθεν του δρόμου […]
του Σάκη Ιωαννίδη
Βρίσκουμε το δρόμο μας μέσα στην ομίχλη, στις πλαγιές του Παγγαίου Όρους, πάνω από την Ελευθερούπολη της Καβάλας, με οδηγό τον Δημήτρη Νοβακίδη. Η ορατότητα είναι σχεδόν μηδαμινή και το μόνο χρώμα που σπάει τη μονοτονία της ομίχλης είναι το βρεγμένο κίτρινο των φύλλων από τις οξιές που βρίσκονται εκατέρωθεν του δρόμου που περπατάμε. Ο Δημήτρης περπατάει τα μονοπάτια του Παγγαίου από παιδί. Μελισσοκόμος 2ης γενιάς, ασχολείται με την παραγωγή μελιού εδώ και τέσσερις δεκαετίες. Στα νιάτα του μοίραζε τον ελεύθερο χρόνο του μεταξύ Καβάλας, Καλαμάτας, Φλώρινας και όπου αλλού χρειαζόταν για το δυνάμωμα των μελισσιών του. «Έβαζα τα μελίσσια σ’ ένα φορτηγάκι και έπαιρνα τους δρόμους. Ξεχειμωνιάζαν οι μέλισσες στα νότια και όσο προχωρούσε το καλοκαίρι ερχόμασταν βορειότερα», σημειώνει. Άλλαζε μέρος σχεδόν κάθε μήνα «κυνηγώντας» τις ανθοφορίες. Ο Μάιος για το ανθόμελο, τον Ιούνιο για το θυμάρι, το Σεπτέμβριο για το Πευκόμελο, την Κουμαριά και την Ερείκη. Από το 2005 δραστηριοποιείται μαζί με την κόρη του, Θεοδώρα, στη βιολογική καλλιέργεια του μελιού και στην παραγωγή γλυκών του κουταλιού και βοτάνων.
Τα προϊόντα της μικρής οικοτεχνίας Νοβακίδη φτάνουν στα ράφια ορισμένων ελληνικών βιολογικών καταστημάτων και ντελικατέσεν και αφού περάσουν τα σύνορα της χώρας καταλήγουν στη Γερμανία, τη Γαλλία, το Βέλγιο, τη Σλοβακία, τις ΗΠΑ, ακόμη και τη Σαουδική Αραβία. Με κάποια δυσκολία όμως. Οι σχέσεις των μικρών παραγωγών ποιοτικών προϊόντων, όπως της οικογένειας Νοβακίδη, με τους μεγάλους προμηθευτές που διακινούν τεράστιες ποσότητες ομοειδών προϊόντων καταλήγουν να είναι προβληματικές. Η παραγωγή τους είναι από τη φύση της περιορισμένη και αυτό κάνει τις μεγάλες εταιρείες να μην πολυθέλουν ν’ ασχοληθούν μαζί τους, διότι σε περίπτωση αύξησης της ζήτησης, ο παραγωγός δεν θα μπορεί ν’ ανταποκριθεί και ο πελάτης θα φύγει. Αυτό έχει ως συνέπεια, οι μικροί παραγωγοί να δυσκολεύονται να βγουν στις μεγάλες αγορές και να χάνουν την προσωπική επαφή με τους πελάτες τους.
Τη λύση σ’ αυτό το πρόβλημα υπόσχεται να δώσει ο Γιάννης Σωτηρίου και η Geographical, η start up επιχείρηση που ίδρυσε με τον Σταύρο Λαμπρίδη στις Σέρρες. Ο ίδιος μπορεί να μη γνωρίζει πολλά από το Παγγαίο, αλλά έμαθε πολύ καλά την αγορά των τροφίμων δουλεύοντας σε μεγάλες επιχειρήσεις του χώρου, στην πόλη που ορίζει τα global trends, τη Νέα Υόρκη. «Οι μικρές βιοτεχνίες τροφίμων δεν μπορούν να κάνουν μεγάλες παραγωγές για ν’ ανταγωνιστούν τα μεγάλα brands και δεν πρέπει να το επιχειρήσουν για να μη ρίξουν την ποιότητα τους. Η Geographical έρχεται να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ των παραγωγών και των πελατών τους. Δεν πρόκειται για μια ακόμη ετικέτα σε βαζάκι, αλλά για μια νέα πρόταση επιχειρηματικού μοντέλου», σημειώνει. Η ιδέα όμως δεν σταματά στην προώθηση προϊόντων μέσω διαδικτύου. Η Geographical, που πρόσφατα αντιπροσώπευσε την Ελλάδα στο Creative Business Cup στην Κοπεγχάγη, καλεί τον καταναλωτή σ’ ένα γευστικό crowdfunding. «Αν ο καταναλωτής μείνει ευχαριστημένος από ένα προϊόν, καλείται να δώσει ένα μικρό ποσό για να χρηματοδοτήσει την καλλιέργεια του προϊόντος την επόμενη χρονιά, βοηθώντας τον παραγωγό να κρατήσει ψηλά την ποιότητα του. Τα χρήματα του επιστρέφονται με μια μικρή προσαύξηση και μπαίνουν ως credits στον ψηφιακό του κουμπαρά για να αγοράσει άλλα προϊόντα». Το γευστικό «πακέτο» ολοκληρώνεται με την επίσκεψη του καταναλωτή στο Παγγαίο και αλλού για να γνωρίσει από κοντά τους παραγωγούς και να δει τους τόπους παραγωγής των προϊόντων που καταναλώνει.
Στην Ελλάδα της κρίσης, η ιδέα του crowdfunding ιδιωτικών πρωτοβουλιών αρχίζει να κάνει δειλά την εμφάνιση της και μπορεί να ξενίζει σε ορισμένους. Ωστόσο, είναι μια μπορεί ν’ αποτελέσει μια λύση για τους μικρούς παραγωγούς που δεν έχουν τα μέσα της διαφήμισης και της προβολής για να τους «μάθει» το κοινό τους, όπως οι μεγάλες εταιρείες τροφίμων. Το βέβαιο είναι πως τα τελευταία χρόνια οι μικροί παραγωγοί πληθαίνουν, όπως και η ανάγκη να σερβίρουμε κάτι αγνό και ποιοτικό στο τραπέζι μας. Καλή σας όρεξη.