Ρεπορτάζ

Γιατί απειλούνται με πλήρη διάλυση οι δομές ψυχικής υγείας και απεξάρτησης

Εργαζόμενοι και μέλη στα κέντρα απεξάρτησης, ειδικοί ψυχικής υγείας και επιστήμονες μιλούν στην Parallaxi για το νομοσχέδιο και τις επιπτώσεις που θα έχει στη Δημόσια Υγεία. 

Χρυσάνθη Αρχοντίδου
γιατί-απειλούνται-με-πλήρη-διάλυση-οι-1110361
Χρυσάνθη Αρχοντίδου

Συνεχίζεται η αναταραχή στις τάξεις των θεραπευτικών κοινοτήτων, συλλόγων και ομάδων που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στον ευαίσθητο τομέα της ψυχικής υγείας και απεξάρτησης με αφορμή τις κινήσεις της κυβέρνησης να προκηρύξει διαγωνισμούς για 14 νέες δομές, όπως κέντρα ημέρας, οικοτροφεία και κινητές μονάδες για άτομα με αυτισμό, άνοια και σοβαρές διαταραχές, που ενισχύουν την ιδιωτική πρωτοβουλία και θέτουν υπό ομηρία τους εργαζόμενους.

Η πρωτοβουλία της κυβέρνησης που διέρρευσε, με τον ευφημιστικό όρο «Ολοκλήρωση της Ψυχιατρικής Μεταρρύθμισης» στοχεύει στο διοικητικό επίπεδο των δομών ψυχικής υγείας και απεξάρτησης, προσδιορίζοντας ότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα το σύστημα είναι η αποσπασματική οργάνωση των φορέων.

Αυτό που στην ουσία “μεταρρυθμίζει” το συγκεκριμένο νομοσχέδιο είναι το όφελος των ιδιωτών, αφού όπως λένε όσοι αντιτίθενται στις κυβερνητικές κινήσεις πάνω στο θέμα αυτό, προβλέπεται η ιδιωτικοποίηση (ΝΠΙΔ) του Εθνικού Δικτύου Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας (Ε.Δ.Υ.Ψ.Υ.), το οποίο θα διαρθρώνεται σε περιφερειακά Δίκτυα Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας, που θα διοικούνται από τον αρμόδιο για τα θέματα ψυχικής υγείας υποδιοικητή της αντίστοιχης υγειονομικής περιφέρειας.

“Οι υπάλληλοι που σήμερα εργάζονται στους Ψυχιατρικούς τομείς των Γενικών Νοσοκομείων, τις Πρωτοβάθμιες Μονάδες, στις δομές αποασυλοποίησης θα μεταφερθούν στον Οργανισμό των Υγειονομικών Περιφερειών και οι Διοικήσεις των Νοσοκομείων εντός των οποίων λειτουργούν οι Ψυχιατρικοί τομείς δεν θα έχουν καμία αρμοδιότητα στη διοίκηση, οργάνωση των εν λόγω Μονάδων”, σύμφωνα με την ΠΟΕΔΗΝ.

Το ίδιο νομοσχέδιο ισοπεδώνει ολοκληρωτικά και τον τομέα των εξαρτήσεων, καθώς προβλέπεται η δημιουργία ενός ιδιωτικού φορέα (ΝΠΙΔ), του Εθνικού Οργανισμού Πρόληψης και Αντιμετώπισης Εξαρτήσεων (Ε.Ο.Π.Α.Ε), κάτω από τον οποίο θα υπαχθούν όλοι οι υπάρχοντες οργανισμοί (ΚΕΘΕΑ, ΟΚΑΝΑ, ΑΡΓΩ, 18ΑΝΩ). 

Με την πιθανή διαβούλευση και ψήφιση του νομοσχεδίου, η φιλοσοφία, η θεραπευτική διαδικασία, οι εργαζόμενοι των φορέων, αλλά και τα ίδια τα μέλη, πρόκειται να υποστούν δραματικές αλλαγές με σοβαρές επιπτώσεις στον στόχο τους.

Εργαζόμενοι και μέλη στα κέντρα απεξάρτησης, ειδικοί ψυχικής υγείας και επιστήμονες μιλούν στην Parallaxi για το νομοσχέδιο και τις επιπτώσεις που θα έχει στη Δημόσια Υγεία. 

Ο Αντώνης Ραφτόπουλος, Υπεύθυνος θεραπευτικών προγραμμάτων του ΚΕΘΕΑ στη Β. Ελλάδα, αναλύει τις ανησυχίες των φορέων απεξάρτησης αναφορικά με την ομογενοποίηση των θεραπευτικών προσεγγίσεων: 

«Από αυτά που έχουν βγει στο φως της δημοσιότητας, φαίνεται ότι καταργούνται όλοι οι φορείς που λειτουργούν ως τώρα, όπως ΚΕΘΕΑ, ΟΚΑΝΑ και οι δομές απεξάρτησης του ΕΣΥ, που λειτουργούν μέσα στα πλαίσια των ψυχιατρικών νοσοκομείων, της Αττικής, Θεσσαλονίκης και Κέρκυρας, καθώς και τα κέντρα πρόληψης. Σύμφωνα με το νομοσχέδιο θα προκύψει ένας καινούργιος μεγάλος οργανισμός, ο ΕΟΠΑΕ, στον οποίον θα συμπεριληφθούν όλες οι υπηρεσίες οι οποίες λειτουργούν ως τώρα στο φάσμα των φορέων των εξαρτήσεων. Στο ΚΕΘΕΑ, ανησυχούμε για πολλά πράγματα. Το κυριότερο από αυτά είναι το μοντέλο μας, που είναι η στεγνή θεραπεία. Δεν ξέρουμε τι τύχη θα έχει μέσα σε αυτόν τον νέο φορέα, όπου όλες οι προσεγγίσεις φαίνονται να ομογενοποιούνται.

Από την άλλη, ο νέος οργανισμός θα περιλαμβάνει έξι διευθύνσεις, οι οποίες θα αφορούν στάδια της θεραπευτικής διαδικασίας, που τώρα, στο πλαίσιο του ΚΕΘΕΑ, αποτελούν αντικείμενα και στόχους των προγραμμάτων. Κινδυνεύει το συνεχές στη θεραπεία, δηλαδή η δυνατότητα που έχει ένα άτομο που κάνει θεραπεία απεξάρτησης, να παρακολουθείται και να φροντίζεται σε όλο το φάσμα της πορείας στη θεραπεία του, από την αρχή ως το τέλος. Η διάσταση της πορείας, η παροχή υπηρεσιών και η φροντίδα μέσω διαφορετικών διευθύνσεων μας ανησυχεί γιατί συνήθως κάτι τέτοιο παραπέμπει σε κακή παρακολούθηση και φροντίδα». 

«Ένα φλέγον ζήτημα είναι η πολύ μεγάλη συγκέντρωση αρμοδιοτήτων και ευθύνης σε κεντρικό επίπεδο», τονίζει ο κ. Ραφτόπουλος: 

«Αποφάσεις οι οποίες αφορούν προγράμματα που λειτουργούν σε τοπικές κοινωνίες και σχετίζονται άμεσα με αυτές και τις ανάγκες τους, φαίνεται ότι θα λαμβάνονται πλέον κεντρικά, κάτι το οποίο είναι αρκετά αναχρονιστικό. Στο ΚΕΘΕΑ εδώ και 40 χρόνια κάνουμε διάγνωση αναγκών, συνδεόμαστε με φορείς και άτομα σε τοπικό επίπεδο και προσπαθούμε να προσαρμόσουμε την κεντρική βασική μας θεραπευτική πρόταση στις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας. Δεν είναι δυνατό, κάποιος να εφαρμόσει τους ίδιους κανόνες παντού, ανεξαρτήτως συνθηκών. Όλα αυτά δεν ανησυχούν μόνο εμάς, αλλά και τους Συλλόγους Οικογένειας, την Ομοσπονδία Συλλόγων Οικογένειας και Φίλων του ΚΕΘΕΑ και τους ανθρώπους που λαμβάνουν υπηρεσίες και φροντίδα». 

Η πρώτη ριζική αλλαγή στον τρόπο διοίκησης και λειτουργίας έγινε ήδη από το 2019 στο ΚΕΘΕΑ, όπως αναφέρει ο κ. Ραφτόπουλος: 

«Το 2019 στο ΚΕΘΕΑ βιώσαμε μία ριζική αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας και διοίκησης του οργανισμού. Ως τότε, εργαζόμενοι, μέλη που βρίσκονταν στο στάδιο της κοινωνικής επανένταξης, μέλη των Συλλόγων Οικογένειας, δηλαδή άνθρωποι που σχετίζονται με το πρόβλημα των εξαρτήσεων, είχαν τη δυνατότητα να εκλέγουν τη διοίκηση του οργανισμού. Αυτό αποτελεί και την κορωνίδα στη συμμετοχή και στη λήψη αποφάσεων από ανθρώπους σε θέματα που τους αφορούν. Από το 2019 και μετά, η κυβέρνηση αποφάσισε ότι ο οργανισμός χρειάζεται να διοικείται από συμβούλιο που θα διορίζεται από το Υπουργείο Υγείας. Φυσικά, αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να αλλάξει και εσωτερικά σε έναν βαθμό η λειτουργία του οργανισμού. Αυτό σημαίνει ότι στη νέα πραγματικότητα του ΕΟΠΑΕ, η δυνατότητα συμμετοχής των ανθρώπων στη λήψη αποφάσεων που τους αφορούν, θα μειωθεί και θα περιοριστεί στο ελάχιστο. Με αυτήν την έννοια, υπονομεύεται όλο το θεραπευτικό μοντέλο, η θεραπεία θα γίνει κάτι το οποίο θα ορίζεται από άλλους και θα αφορά άλλους. Κάτι το οποίο είναι εντελώς αντίθετο με όσα γνωρίζουμε τόσα χρόνια όσοι εργαζόμαστε στο πεδίο των εξαρτήσεων. Αυτό έχει και επιπτώσεις στους εργαζόμενους των κέντρων αυτών, καθώς υπάρχει μεγάλος φόβος ότι θα μειωθεί ακόμα περισσότερο η δύναμη του προσωπικού». 

Ο κ. Ραφτόπουλος τονίζει τελικώς ότι «το επιχείρημα του Υπουργείου που αφορά τον μεγάλο κατακερματισμό των υπηρεσιών και την έλλειψη συνεργασίας μεταξύ των φορέων, δεν στέκει»: 

«Στην Ελλάδα υπάρχει ένα μεγάλο δίκτυο επιλογών σχετικά με τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας, για τους ανθρώπους που θέλουν δώσουν λύση στο πρόβλημα τους. Αυτό το δίκτυο, έχει καταφέρει μετά από πολλά χρόνια να συνεργάζεται καλά. Αυτό το οποίο βλέπουμε να χαρακτηρίζει τη σχέση της πολιτικής με τα ναρκωτικά και τη θεραπεία, είναι η απόσυρση της κρατικής υποστήριξης των υπηρεσιών, η απόσυρση από τη φροντίδα των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν προβλήματα εξαρτήσεων, η μείωση της φροντίδας σε συγκεκριμένες προσεγγίσεις. Και φυσικά, από όπου αποσύρεται το κράτος, εισέρχεται ο ιδιωτικός τομέας και λειτουργεί με τους δικούς του όρους. Με αφορμή την παρουσίαση αυτού του νομοσχέδιου, όλοι οι φορείς, βρήκαμε μία ευκαιρία για να συνεργαστούμε άψογα, ώστε να περάσουμε συλλογικά σε κινητοποιήσεις. Έχουμε συνεννοηθεί τάχιστα για να κάνουμε κοινές εκδηλώσεις και διαμαρτυρίες, κάτι που με έναν διαφορετικό κάπως τρόπο, αποδεικνύει ότι δεν στέκει το επιχείρημα του Υπουργείου που αφορά τον μεγάλο κατακερματισμό των υπηρεσιών και έλλειψη συνεργασίας μεταξύ των φορέων». 

Ο Νίκος, μέλος επανένταξης του ΚΕΘΕΑ, τονίζει την άγνοια που κυριαρχεί μεταξύ των μελών, αλλά και τους φόβους τους: 

«Δεν είναι τίποτα ξεκάθαρο σε εμάς, σαν μέλη, σε σχέση με το νέο νομοσχέδιο που κυκλοφορεί. Αυτό που ακούμε είναι ότι όλα τα προγράμματα θα γίνουν στην ουσία ένα, κάτι που κατά τη γνώμη μου δεν είναι εφικτό. Όλες οι διαφορετικές φιλοσοφίες του κάθε προγράμματος απεξάρτησης θα έχουν μία διοίκηση. Το λογικό είναι να έχουν και την ίδια φιλοσοφία, κάτι που δεν μπορεί να συμβεί όταν για παράδειγμα, το ΚΕΘΕΑ παρέχει ένα “στεγνό” πρόγραμμα, ενώ ο ΟΚΑΝΑ ένα πρόγραμμα με υποκατάστατα και με εντελώς διαφορετικά θεραπευτικά εργαλεία και προσέγγιση. 

«Μέλη σαν εμένα, επηρεάζονται συναισθηματικά από αυτήν την κατάσταση»

Είμαι στο follow up του προγράμματός μου και αισθάνομαι ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να μου πούνε ότι η θεραπεία μου θα σταματήσει και θα με διώξουν. Επίσης, τα άτομα που βρίσκονται στους ξενώνες φοβούνται και ανησυχούν, καθώς το νομοσχέδιο που έχει διαρρεύσει δεν αναφέρει κάτι για επανένταξη, παρά μόνο για εργασιακή αποκατάσταση».

Εικόνα Pixabay

«Είναι κρίμα κάποιοι άνθρωποι να μην έχουν την ευκαιρία να ζήσουν αυτό που σου προσφέρουν τα προγράμματα απεξάρτησης, με τον μοναδικό τρόπο που λειτουργούν τώρα», αναφέρει ο Νίκος: 

«Το ΚΕΘΕΑ σαν εμπειρία για εμένα, ήταν κάτι που δεν περίμενα και όταν μπήκα μέσα σε αυτό, είδα τον τρόπο που λειτουργεί, τότε αφοσιώθηκα σε αυτό και το αγάπησα. Θεωρώ πάρα πολύ άδικο, οποιαδήποτε κυβέρνηση να πράττει με βάση του χρήματος, ειδικά σε θέματα υγείας. Το να μπορέσει ένας άνθρωπος να μπορέσει να αλλάξει ολοκληρωτικά τη ζωή του και να μείνει καθαρός, είναι κάτι που δεν μπορεί να μετρηθεί και να κοστολογηθεί. Λένε, ότι είναι “πληγή” για το κράτος, ότι αυτά τα προγράμματα δεν έχουν επιτυχία και ότι δεν συμφέρουν. Πώς γίνεται κάτι να μην συμφέρει όταν μιλάμε για ανθρώπινες ζωές; Η ευκαιρία που θα είχαν κάποιοι άνθρωποι να αλλάξουν τη ζωή τους, δεν θα υπάρχει. Δεν τους νοιάζει αν ζήσεις ή πεθάνεις. Είναι πολύ κρίμα, αν περαστεί το νομοσχέδιο, το γεγονός ότι κάποιοι άνθρωποι όχι απλά δεν θα έχουν την ευκαιρία να το ζήσουν αυτό που σου προσφέρουν προγράμματα όπως αυτά του ΚΕΘΕΑ, αλλά ακόμα και να γνωρίσουν ότι υπάρχει, με τον τρόπο που υπάρχει μέχρι τώρα. Ακόμα και χρήματα να έχει κάποιος και να πάει στο καλύτερο ιδιωτικό πρόγραμμα που θα έχουν να του προσφέρουν, δεν θα υπάρχει αυτό το δημιούργημα που υπάρχει τώρα. Και για μένα είναι πολύ ξεκάθαρο αυτό που θέλουν να κάνουν. Θέλουν τα κτίρια των δομών, να μειώσουν τον προϋπολογισμό των κέντρων αυτών, αλλά και τις ίδιες τις κοινότητες».

Ο Στέλιος Γκιουζέπας, Επιστημονικά Υπεύθυνος Προγράμματος Εναλλακτικής Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων στην ΑΡΓΩ και Κλινικός Ψυχολόγος, επεξηγεί μερικές από τις συνέπειες του νομοσχεδίου στα κέντρα απεξάρτησης: 

«Η βασική πληγή στην απεξάρτηση είναι ότι καταργείται η φυσιογνωμία, η φιλοσοφία, η μέθοδος και η ιστορία των θεραπευτικών προγραμμάτων. Τα προγράμματα απεξάρτησης, έχουν μία ξεχωριστή μεθοδολογία υλοποίησης, την οποία ο χρήστης επιλέγει με βάση τη δική του γνώση, τα χαρακτηριστικά και την εμπιστοσύνη που τοποθετεί σε ένα πρόγραμμα για να τον βοηθήσει. Αυτό, με την ενοποίηση σε έναν οργανισμό καταργείται. Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι ότι έχουμε μία τάση ιατρικοποίησης ενός φαινομένου που έχει κοινωνικές διαστάσεις. Σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει τώρα στην παγκόσμια και Ευρωπαϊκή σκηνή, έρχεται το τέλος της παντοδυναμίας της υποκατάστασης, η οποία απευθύνεται μόνο σε ανθρώπους που κάνουν χρήση οπιοειδών. Ο αριθμός των χρηστών οπιοειδών στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη, μειώνεται δραματικά και κάνουν την εμφάνισή τους άλλες ουσίες στο προσκήνιο, όπως είναι η κάνναβη και η κοκαΐνη. 

Η υδροκέφαλη και συγκεντρωτική αντίληψη, σε σχέση με την αποκεντρωμένη λειτουργία που υπήρχε μέχρι σήμερα, θα έχει επίπτωση και στην καθημερινότητα των μελών. Πλήττεται το θεραπευτικό συνεχές στα προγράμματα, χωρίζοντας τα κομμάτια της θεραπείας σε διαφορετικές διευθύνσεις. Το κομμάτι της θεραπείας θα είναι σε μία διεύθυνση και το κομμάτι της επανένταξης σε άλλη. Με απλά λόγια, ένας άνθρωπος μπορεί να κάνει θεραπεία με πέντε θεραπευτές και να κληθεί να ολοκληρώσει την επανένταξή του σε έναν άλλο χώρο, με διαφορετικούς πέντε θεραπευτές. Ταυτόχρονα, παύει η γνώση και η εμπειρία των θεμάτων και ζητημάτων που έχουν αναπτυχθεί μέσα στη διάρκεια της θεραπείας».

Ο κ. Γκιουζέπας, αναλύει τις επιπτώσεις που ενδέχεται να έχει μελλοντικά για τους χρήστες οι δραματικές αλλαγές στον τομέα της απεξάρτησης:

«Η εμπειρία δείχνει ότι μεγάλοι οργανισμοί απεξάρτησης δεν έχουν τα ίδια θετικά αποτελέσματα, όπως έχουν οι μικρές τοπικές παρεμβάσεις. Αυτό συμβαίνει γιατί ένας υπέρ – συγκεντρωτικός οργανισμός απεξάρτησης δεν γνωρίζει τις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας. Στην Αθήνα για παράδειγμα υπάρχει η επικράτηση της κρυσταλλικής μεθαμφεταμίνης, κάτι το οποίο δεν ισχύει στη Θεσσαλονίκη, όπου επικρατούν τα κανναβιδοειδή. Η ιστορία και η εμπειρία έχει δείξει ότι ένας τέτοιος οργανισμός αδυνατεί να αναγνώσει τις αλλαγές που θα συμβούν στην “πιάτσα” των ναρκωτικών του τοπικού πληθυσμού. Η όλη αντίληψη παθητικοποιεί τον χρήστη ενώ η διαδικασία της απεξάρτησης ξεκινά από το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή την αποδοχή του ζητήματος της εξάρτησης από τον ίδιο τον εξαρτημένο και την ανάγκη κινητοποίησης του.

Ο ίδιος ο χρήστης δηλαδή να σηκώσει το τηλέφωνο, να κλείσει το πρώτο ραντεβού, συμμετέχοντας ο ίδιος ενεργά μέσα στη θεραπευτική διαδικασία. Το ίδιο το νομοσχέδιο στερεί τον εξαρτημένο από αυτές τις διαδικασίες επιλογής και από αυτές τις βασικές κινήσεις που δηλώνουν τον πρώτο βηματισμό για διακοπή της ουσίας. Μεταβιβάζουν αυτές τις κινήσεις σε ένα διευθυντικό στέλεχος ή μία ομάδα που θα αποφασίζει πού θα υπάρχει άδεια κλίνη, είτε στη Θεσσαλονίκη είτε στην Αθήνα, είτε σε κάποια άλλη δομή της επικράτειας, όπου θα αποσταλεί η εξαρτημένος. Και σαφώς θα υπάρχει μία αποπροσωποποίηση των διαδικασιών. Αυτή τη στιγμή έχουμε επαφή καθημερινή με τους ανθρώπους μας, αφού η απεξάρτηση είναι η επανανακάλυψη του προσώπου. Για να μπορέσει κανείς να κάνει την απεξάρτησή του θα πρέπει για πρώτη φορά να αναγνωριστεί σε ένα άλλο σύνολο ανθρώπων και να κάνω αλλαγές και βηματισμούς μαζί τους. Ένα τέτοιο νομοσχέδιο που δημιουργεί υπηρεσίες χωρίς συγκεκριμένη θεραπευτική ταυτότητα και φυσιογνωμία, στερεί την επαφή και τη σχέση με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας και τους θεραπευτές, για να ανακαλύψει ο άνθρωπος ποιος πραγματικά είναι μέσα από αυτή τη διαδικασία.

Τέτοιου τύπου σαρωτικές αλλαγές στο πεδίο της απεξάρτησης μετά από τα τουλάχιστον 10 χρόνια της οικονομικής κρίσης που έχει βιώσει η ελληνική κοινωνία και τα δύο χρόνια εγκλεισμού λόγω της πανδημίας, σε μία εποχή όπου η παραβατικότητα και η χρήση ουσιών αυξάνεται, θα έχει τρομερές επιπτώσεις τόσο για τους ίδιους τους εξαρτημένους, όσο και για την ίδια την κοινωνία. Καταρχάς, οι χρήστες θα είναι πιο διστακτικοί στο να προσέλθουν στα κέντρα απεξάρτησης, καθώς δεν θα υπάρχει επιλογή στη θεραπεία. Στη συνέχεια αυτό θα έχει δραματικές επιπτώσεις στην κοινωνία, αφού αυτοί οι άνθρωποι θα αποτελούν εστίες όχλησης του υπόλοιπου κοινωνικού συνόλου».

Ο Μιχάλης Μπατζιακούδης, Κοινωνικός Λειτουργός σε Κέντρο Ημέρας Ενηλίκων με Αυτισμό, αναλύει τις επιπτώσεις που θα έχει το νομοσχέδιο στους φορείς της ψυχικής υγείας:

«Έχουμε κλείσει σχεδόν 30 χρόνια από τις τρομακτικές εικόνες από το ψυχιατρείο της Λέρου, όπου οι άνθρωποι ζούσανε σαν αδέσποτα ζώα. Με το νέο νομοσχέδιο, η κυβέρνηση φαίνεται να θέλει να γυρίσουμε πάλι σε αυτές τις συνθήκες. Το να διοικείται κάθε φορέας ψυχικής υγείας από την εκάστοτε υγειονομική περιφέρεια είναι ένα μεγάλο ρίσκο, καθώς στην κάθε περιφέρεια θα υπάρχουν ειδικότητες οι οποίες είναι πιθανό να μην έχουν σχέση με αναπηρία ή με μία ψυχική διαταραχή και να μην ξέρουν πώς να τις αντιμετωπίσουν. Επίσης, οι υγειονομικές περιφέρειες μπορεί να βρίσκονται χιλιόμετρα μακριά, οπότε η συνεννόηση όσον αφορά το διοικητικό κομμάτι να γίνεται πολύ δύσκολη και μπορεί ακατόρθωτη». 

«Το κράτος φαίνεται να κάνει πίσω ως προς τις χρηματοδοτήσεις των φορέων ψυχικής υγείας», σύμφωνα με τον κ. Μπατζιακούδη: 

«Αντί το κράτος να ενισχύσει οικονομικά και να βοηθήσει τους φορείς ψυχικής υγείας, μετά τις τόσες κρίσεις που έχει περάσει ο συγκεκριμένος κλάδος, φαίνεται να τους εγκαταλείπει ολοκληρωτικά αυτή τη φορά. Βγαίνουμε στην ουσία από τον κρατικό προϋπολογισμό και μας κατευθύνουν στις χρηματοδοτήσεις από τον ΕΟΠΥΥ. Ο ΕΟΠΥΥ πρώτα από όλα, δεν γνώριζε γι’ αυτό το νομοσχέδιο που ήταν να εφαρμοστεί από 1/1/2024. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα μπορούσε να αντέξει ένα τόσο μεγάλο φόρτο εργασίας, γιατί είμαστε 4 φορείς ψυχικής υγείας πανελλαδικά. Ως αποτέλεσμα, οι χρηματοδοτήσεις θα αργούσανε πάρα πολύ, οπότε για άλλη μια φορά, άνθρωποι θα έμεναν απλήρωτοι, θα παραιτούνταν από τις δουλειές τους και οι απευθυνόμενοι δεν θα μπορούσαν να εξυπηρετηθούν. Ο κάθε φορέας λειτουργεί διαφορετικά, με διαφορετικό προσωπικό ανά δομή.

Με τις χρηματοδοτήσεις που παίρναμε μέχρι τώρα, οι φορείς πληρώναμε τους λογαριασμούς, τα ενοίκια, τα έξοδα τα οποία είναι πάρα πολλά. Και φυσικά θέλουμε να προσφέρουμε κάτι παραπάνω σε αυτούς τους ανθρώπους που δυστυχώς δεν μπορούμε, λόγω οικονομικών ελλείψεων. Η δημόσια ψυχιατρική υγεία του νοσοκομείου θα γίνει ιδιωτική. Οι υπάλληλοι του δημόσιου νοσοκομείου, θα βρεθούνε ξαφνικά με τελείως διαφορετικό φόρτο εργασίας, το οποίο θα τους επιβαρύνει σε τεράστιο βαθμό και είναι αμφίβολο κατά πόσο θα μπορέσουν να το αντέξουν. Το Δρομοκαΐτειο και το Δαφνί για παράδειγμα, πρόκειται να περάσουν μεγάλες κρίσεις». 

«Το περιβάλλον, οι εργαζόμενοι και οι φαρμακευτικές αγωγές είναι παράγοντες που συμβάλλουν καθοριστικά στους εξυπηρετούμενους και αν αλλάξουν δραματικά δεν γνωρίζουμε σε τι βαθμό ενδέχεται να υποτροπιάσουν», τονίζει ο κ. Μπατζιακούδης

«Αν περαστεί το νομοσχέδιο θα υπάρξουν μεγάλες ελλείψεις, κυρίως στο προσωπικό. Επίσης, δεν θα παρέχεται η ίδια θεραπεία, ούτε η ίδια καθοδήγηση από τους ειδικούς, καθότι οι οδηγίες θα είναι τελείως διαφορετικές. Αν η καθοδήγηση είναι λανθασμένη, τότε μιλάμε για κάτι πολύ ριψοκίνδυνο. Το περιβάλλον, οι εργαζόμενοι και οι φαρμακευτικές αγωγές είναι παράγοντες που συμβάλλουν καθοριστικά στους εξυπηρετούμενους. Θα μπορούσε πολύ απότομα να υποτροπιάσει κάποιος από μία λάθος καθοδήγηση ή φαρμακευτική αγωγή, ειδικά στα κέντρα απεξάρτησης. Θα επηρεάσει πάρα πολύ τους εξυπηρετούμενους, δηλαδή τους ψυχικά ασθενείς, τους εξαρτημένους, τους ανάπηρους, τα παιδιά στα οικοτροφεία. Αν οι οδηγίες δίνονται από ανθρώπους που δεν ανήκουν στον επιστημονικό κλάδο, δηλαδή εξειδικευμένοι ψυχίατροι, ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί και είναι για παράδειγμα καθηγητές πανεπιστημίου, δάσκαλοι ή οτιδήποτε άλλο, προφανώς δεν μπορούν να τους καθοδηγήσουν με τον σωστό τρόπο». 

«Ένα θετικό είναι ότι πανελλαδικά όλοι οι φορείς της ψυχικής υγείας και των εξαρτήσεων κινητοποιήθηκαν», καταλήγει ο κ. Μπατζιακούδης: 

«Η Ομοσπονδία προστατεύει όλους τους φορείς και μετά από δική μας πρωτοβουλία και κινητοποίηση, επισκέφθηκε τον υφυπουργό Υγείας, όπου συζητήθηκαν όλα τα φλέγοντα θέματα που αφορούν το νομοσχέδιο, όπως οι χρηματοδοτήσεις, το προσωπικό και ο τρόπος λειτουργίας του κάθε φορέα. Ειπώθηκαν τα πάντα από την πλευρά της Ομοσπονδίας, καθώς μίλησε για το γενικότερο σύνολο της ψυχικής υγείας και των εξαρτήσεων. Μας πέρασε λοιπόν ένα αισιόδοξο μήνυμα ότι το 2024 θα είναι μία μεταβατική περίοδος και αν τελικώς ψηφιστεί το νομοσχέδιο, θα μπει σε λειτουργία από το 2025, με αργούς ρυθμούς και μια ομαλότητα. Ο υφυπουργός Υγείας μάλιστα, τόνισε στην Ομοσπονδία ότι θα είναι συνεργάτες σε αυτό το βήμα, πράγμα που για εμάς είναι πάρα πολύ σημαντικό, μιας και η Ομοσπονδία αποτελείται από ανθρώπους του επιστημονικού κλάδου που γνωρίζουν το κομμάτι της ψυχικής υγείας και των εξαρτήσεων και τις ανάγκες του κάθε φορέα και είναι σε θέση να μας βοηθήσουν». 

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα