Η αλιεία στη δίνη της κλιματικής αλλαγής: Τα ψάρια μεταναστεύουν, η οικονομία ζημιώνεται
Πώς η κλιματική αλλαγή επηρεάζει τα ψάρια και την αλιεία - Οι αλλαγές στο μέγεθος και το περιβάλλον τους - Η ζημία στους ψαράδες και ο παράγοντας της υπεραλίευσης
Εικόνα: Unsplash
Την ώρα που η κλιματική αλλαγή πλήττει κάθε πτυχή της καθημερινότητας, η θερμοκρασία των θαλασσών αυξάνεται επικίνδυνα, τα θαλάσσια οικοσυστήματα μεταλλάσσονται, πολλά είδη ψαριών απειλούνται και η αλιεία αφήνεται στη δίνη των ζοφερών επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης.
Σύμφωνα με την WWF, από τον 19ο αιώνα, οι θάλασσες έχουν απορροφήσει περίπου το 28% του διοξειδίου του άνθρακα (CO2) που παράγεται από ανθρώπινη δραστηριότητα και περισσότερο από το 90% της επιπλέον θερμότητας που αυτή προκαλεί.
Μάλιστα, μέχρι τα τέλη του αιώνα που διανύουμε, η οξύτητα της θάλασσας θα αυξάνει με δεκαπλάσιο ρυθμό από κάθε άλλο προηγούμενο φαινόμενο οξίνισης που έχει σημειωθεί τα τελευταία 55 εκατομμύρια χρόνια. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, τα χαμηλότερα επίπεδα οξυγόνου να επηρεάζουν την επιβίωση, την αναπαραγωγή και την ανάπτυξη των θαλάσσιων ειδών.
Εξαιτίας της υπερθέρμανσης, πολλά είδη ψαριών απομακρύνονται από τις ακτές, και μεταναστεύουν σε βαθύτερα νερά ή ακόμη και προς τους πόλους, για να βρουν κατάλληλες θερμοκρασίες. Η κλιματική αλλαγή ωθεί τα υδρόβια ζώα στη μετανάστευση με 10πλάσια ταχύτητα από ό,τι τα χερσαία ζώα.
Πρόσφατη έκθεση του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO) επικαλείται ευρήματα έρευνας σχετικά με την αλιεία, η οποία αναμένεται να έρθει αντιμέτωπη με τη μείωση του πληθυσμού των ψαριών, σε περίπτωση που η θερμοκρασία του πλανήτη αυξηθεί κατά 3-4 βαθμούς Κελσίου, σε σχέση με το προβιομηχανικό επίπεδο, μέχρι το τέλος του αιώνα.
Σε μία τέτοια περίπτωση, σχεδόν 50 χώρες θα έρθουν αντιμέτωπες με μείωση κατά 30% του πλήθους των ψαριών στα ύδατά τους. Η πρόβλεψη αυτή εγείρει ανησυχίες και προβληματισμούς στους επαγγελματίες αλιείς, οι οποίοι θα έρθουν αντιμέτωποι με τις σοβαρές συνέπειες της κλιματικής κρίσης. Λιγότερα ψάρια σημαίνουν λιγότερη τροφή και ως εκ τούτου χαμηλότερο εισόδημα.
Ο διευθυντής του Εργαστηρίου Ιχθυολογίας, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας MarinOmics και καθηγητής στο τμήμα Βιολογίας του ΑΠΘ, Αθανάσιος Τσίκληρας και η καθηγήτρια Βιολογίας στο ΑΠΘ, Δόμνα Δημαρχοπούλου μιλούν στην Parallaxi για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στα ψάρια και στην αλιεία.
Τα ψάρια επηρεάζονται από την κλιματική αλλαγή με πολλούς τρόπους. Ένας από αυτούς αφορά τη φυσιολογική ανάπτυξή τους και συγκεκριμένα το μέγεθός τους.
«Όταν τα ψάρια χάνουν τις ιδανικές συνθήκες διαβίωσης που υπάρχουν για κάθε διαφορετικό είδος στη θάλασσα, τις ακολουθούν, μέχρι να τις ξαναβρούν σε κάποιο άλλο μέρος. Αν η θερμοκρασία του νερού αυξηθεί ή αλλάξει, θα μετακινηθούν σε νερά που τους “βολεύουν”. Η θερμοκρασία δεν επηρεάζει μόνο την εξάπλωση των ψαριών, αλλά και τη βιολογία τους. Κάποια είδη αλλάζουν τις αναπαραγωγικές τους συνήθειες και σχεδόν όλα τα είδη περιορίζουν τη σωματική τους αύξηση», σημειώνει ο κ. Τσίκληρας.
Σύμφωνα με την κα. Δημαρχοπούλου, «το θερμότερο νερό από τις αυξήσεις της θερμοκρασίας της θάλασσας, συγκρατεί λιγότερο οξυγόνο μέσα του αλλά ταυτόχρονα αυξάνει τον μεταβολισμό των ψαριών». Αυτό σημαίνει ότι τα ψάρια χρειάζονται περισσότερο οξυγόνο, σε ένα περιβάλλον που έχει λιγότερο οξυγόνο. «Με αυτόν τον τρόπο, τα ψάρια – αλλά και όλοι οι θαλάσσιοι οργανισμοί με βράγχια – δέχονται πιέσεις από δύο πλευρές, κάτι το οποίο τους κάνει να αναπνέουν δυσκολότερα και να χρειάζονται να μετακινηθούν», προσθέτει η ίδια.
Η κα. Δημαρχοπούλου αναλύει τη θεωρία του καθηγητή στο University of British Columbia του Καναδά και επίτιμου διδάκτορα του Τμήματος Βιολογίας ΑΠΘ, Daniel Pauly, η οποία λέει ότι: «Η επιφάνεια των βραγχίων των ψαριών είναι δυσδιάστατη και δεν μεγαλώνει με την ίδια ταχύτητα που μεγαλώνει και το σώμα τους. Αυτό σημαίνει ότι τα μικρά ψάρια σε σχέση με τον όγκο του σώματός τους έχουν μεγαλύτερη αναλογικά επιφάνεια βραγχίων, ενώ όσο μεγαλώνει το ψάρι σε μέγεθος, η επιφάνεια των βραγχίων σε σχέση με τον όγκο του, είναι μικρότερη. Όλο αυτό οδηγεί τα ψάρια να μικραίνουν σε μέγεθος έτσι ώστε να μπορούν να επιβιώσουν».
Ταυτόχρονα υπάρχει και η οικοσυστημική επίπτωση από την κλιματική αλλαγή στα ψάρια που έχει ως αποτέλεσμα την αναγκαστική μετακίνησή τους από θάλασσα σε θάλασσα.
«Το κάθε είδος ψαριού προτιμά να ζει σε συγκεκριμένες θερμοκρασίες του νερού. Άλλα ψάρια προτιμούν να ζούνε σε ψυχρότερα νερά, ενώ αλλά σε θερμότερα. Όταν σε μία γεωγραφική περιοχή αυξάνεται η θερμοκρασία της θάλασσας, τότε οι οργανισμοί, για να συνεχίσουν να ζούνε στη θερμοκρασία που θέλουνε, είτε πηγαίνουν σε βαθύτερα και ψυχρότερα νερά, είτε κατευθύνονται σε βορειότερα μέρη. Στη Μεσόγειο που υπάρχει ένα γεωγραφικό εμπόδιο προς τον βορρά, είτε πηγαίνουν σε βαθιά νερά – αν τους επιτρέπει η βιολογία τους – είτε αναγκαστικά μειώνουν το μέγεθός τους», εξηγεί η κα. Δημαρχοπούλου.
Σύμφωνα με την κα. Δημαρχοπούλου, τις μεγαλύτερες συνέπειες αντιμετωπίζουν οι τροπικές περιοχές, μιας και το νερό ζεσταίνει επικίνδυνα και τα ψάρια το αποφεύγουν. «Δεν έρχονται είδη, μόνο φεύγουν. Εκεί υπάρχουν και οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι για εξαφανίσεις ειδών ψαριών», τονίζει η ίδια.
H Μεσόγειος «βράζει»
Με τις ολοένα και αυξανόμενες θερμοκρασίες στις θάλασσες και τα αλλεπάλληλα ρεκόρ υψηλών θερμορκασιών να σπάνε το ένα μετά το άλλο, η Μεσόγειος τείνει να μετατραπεί σε ένα «καζάνι που βράζει». Συγκαταλέγεται στις περιοχές που πλήττονται σοβαρά από τις κρίσεις της κλιματικής αλλαγής και της βιοποικιλότητας. Πρόκειται για την πιο υπεραλιευμένη θάλασσα παγκοσμίως, με ραγδαία απώλεια βιοποικιλότητας, ενώ θερμαίνεται 20% ταχύτερα συγκριτικά με τις υπόλοιπες περιοχές του πλανήτη.
«Στην ανατολική Μεσόγειο έχουμε τη Διώρυγα του Σουέζ, που είναι μία ανθρωπογενής παρέμβαση. Η Μεσόγειος δεν θα συνδεόταν ποτέ με τον Ινδικό Ωκεανό, αν δεν υπήρχε αυτή η διάνοιξη. Ως αποτέλεσμα, η περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και οι ελληνικές θάλασσες επηρεάζονται περισσότερο από την κλιματική αλλαγή και τις μετακινήσεις των ψαριών. Αντίστοιχα, περιοχές που έχουν μεγάλα φράγματα, αλλάζει η υδρολογία τους και επηρεάζονται από την κλιματική κρίση, καθώς μειώνεται το γλυκό νερό που πέφτει στη θάλασσα. Εκτός από τη μετατόπιση κάποιων ειδών προς τον Βορρά, έχουμε και κάποια είδη που έρχονται από τη Διώρυγα στη λεκάνη της Μεσογείου και τα οποία έχουν φτάσει στο Αιγαίο», σημειώνει ο κ. Τσίκληρας.
«Το πιο χαρακτηριστικό ψάρι που έχει εισέλθει στο Αιγαίο είναι ο σαρδελόγαυρος, το οποίο είναι άφθονο στις Κυκλάδες».
Οι επιπτώσεις στην οικονομία της αλιείας
Οι μεταναστεύσεις των ψαριών σημαίνουν λιγότερα ψάρια σε συγκεκριμένες θάλασσες. Λιγότερα ψάρια σημαίνουν λιγότερη παραγωγή και χαμηλότερο εισόδημα για τους ψαράδες.
Η κα. Δημαρχοπούλου εξηγεί πως μέσα σε αυτές τις συνθήκες οι αλιείς αναγκάζονται να προσαρμοστούν, επηρεάζοντας την οικονομία της αλιείας:
«Αν στα συγκεκριμένα αλιευτικά πεδία που πήγαιναν τόσα χρόνια, δεν βρίσκουν τα ψάρια που γνώριζαν, πρέπει να ακολουθήσουν το μέρος που πάει το είδος που στόχευαν. Σε κάποιες περιπτώσεις, όταν το είδος έχει μεταφερθεί πιο βαθιά στο νερό, θα πρέπει να ξοδεύουν περισσότερα χρήματα για αλιευτικά ταξίδια, εξοπλισμό και καύσιμα.
Από την άλλη, μπορούν να προσαρμοστούν αλλάζοντας είδος – στόχο. Αυτό σημαίνει ότι και πάλι, θα πρέπει να αλλάξουν και αλιευτικά εργαλεία, περιοχές, ίσως μέχρι και νομοθεσίες, καθώς μπορεί να μην έχουν τις απαραίτητες άδειες».
Από την άλλη, ο κ. Τσίκληρας παρουσιάζει μία διαφορετική πτυχή των επιπτώσεων της μετανάστευσης των ψαριών στην αλιεία που συνδέεται άμεσα με την άφιξη καινούργιων ειδών ψαριών:
«Οι αλιείς ψαρεύουν πλέον διαφορετικά είδη από αυτά που είχαν συνηθίσει τόσα χρόνια. Σε πολλές περιοχές στο νότιο Αιγαίο, υπάρχει μεγάλος αριθμός και ποσότητα σε κιλά από τα καινούργια είδη. Κάποια από αυτά, όπως είναι το λεοντόψαρο, είναι πολύ νόστιμα, εμπορικά και ακριβά είδη. Αυτό σημαίνει ότι ενδεχομένως αυτές οι ψαριές μπορούν να ενισχύσουν το εισόδημα των ψαράδων. Από την άλλη βρισκόμαστε σε μία μεταβατική φάση, που ούτε εμείς ως καταναλωτές έχουμε συνηθίσει να τρώμε τέτοια είδη, αλλά ούτε και οι ψαράδες να τα ψαρεύουν», καταλήγει ο κ. Τσίκληρας.
Ο επικίνδυνος παράγοντας της υπεραλίευσης
Το ίδιο αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής, που αφορά τη μείωση του μεγέθους των ψαριών, το έχει και η υπεραλίευση, σύμφωνα με τους ειδικούς.
«Εκτός από το γεγονός ότι η κλιματική αλλαγή έχει επιπτώσεις στην αλιεία, αξίζει να σημειώσουμε ότι και η αλιεία έχει σημαντικές επιπτώσεις στα ψάρια. Οι αλιείς συνήθως στοχεύουν στα μεγάλα είδη ψαριών, είτε στα μεγάλα ψάρια ενός είδους. Επειδή ψαρεύουν τα μεγάλα ψάρια, μειώνεται σε βάθος χρόνου, το μέγεθός τους. Οπότε, έχουμε το ίδιο αποτέλεσμα από δύο διαφορετικές κατευθύνσεις», τονίζει η κα. Δημαρχοπούλου.
«Για πάρα πολλές δεκαετίες, ψαρεύαμε περισσότερο από όσο άντεχαν τα αποθέματα για να ανανεωθούν. Η υπεραλίευση έχει δημιουργήσει χρόνια προβλήματα. Η κλιματική αλλαγή έρχεται να δράσει επιπρόσθετα και να αφήσει τα δικά της κατάλοιπα, μειώνοντας ακόμη περισσότερο την παραγωγή των ψαράδων», προσθέτει ο κ. Τσίκληρας.
Η βιώσιμη αλιεία του αύριο
Για την προστασία των θαλασσών μας και της αλιείας, χρειάζεται καλύτερος και πιο αποτελεσματικός έλεγχος της αλιευτικής δραστηριότητας, επενδύσεις για καλύτερο εξοπλισμό και επιστημονικά δεδομένα καθώς η κλιματική αλλαγή ήρθε για μείνει. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσα από τη βιώσιμη αλιεία.
«Δυστυχώς, η κλιματική αλλαγή είναι εδώ για να μείνει και αποτελεί ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Είναι κάτι το οποίο θα αντιμετωπίζουμε τις επόμενες δεκαετίες. Σίγουρα, πρέπει να στοχεύσουμε στο να μειώσουμε τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στο μέλλον και να κάνουμε μελέτες, έτσι ώστε να έχουμε σύγχρονα και ευέλικτα αποτελέσματα. Αυτό που μπορεί πιο εύκολα να αντιμετωπιστεί είναι η υπερ – αλίευση και τα όρια που θέτουμε στην αλιεία. Να προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε μία μορφή βιώσιμης αλιείας», καταλήγει η κα. Δημαρχοπούλου.
Μέσα από τη βιώσιμη αλιεία, οι αλιείς μπορούν να υιοθετήσουν πρακτικές που προστατεύουν τον πληθυσμό των ψαριών – στόχων τους. Με αυτόν τον τρόπο, οι πληθυσμοί δεν θα σκοτώνονται χωρίς να αντέχουν τα αποθέματα και ταυτόχρονα δεν θα καταστρέφεται το περιβάλλον τους. Έτσι, οι πληθυσμοί των ψαριών θα διατηρούνται σε υγιή επίπεδα χωρίς αρνητικό αντίκτυπο στα υπόλοιπα είδη του οικοσυστήματος, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπινου είδους.
Ταυτόχρονα, σύμφωνα με τα στοιχεία του FAO, οι απώλειες ψαριών θα σταθεροποιηθούν σε ποσοστό μικρότερο του 10%, εφόσον η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη συγκρατηθεί στους 1,5 έως 2 βαθμούς Κελσίου. Με την προϋπόθεση ότι κάθε κράτος πετύχει τους παγκόσμιους κλιματικούς στόχους του για την επίτευξη μηδενικών εκπομπών έως το 2050, οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής θα είναι αρκετά πιο ήπιες, καθιστώντας εφικτή την αντιμετώπισή τους.