Η κυβέρνηση επιχειρεί να βάλει «φίμωτρο» στην ενημέρωση για τις δίκες μείζονος σημασίας
Ο κίνδυνος και η απειλή για το κράτος δικαίου και την ελευθεροτυπία
Εν μέσω καλοκαιριού, η κυβέρνηση Μητσοτάκη «ρίχνει μαύρο» στην ενημέρωση των πολιτών, αναφορικά με τα όσα διαδραματίζονται κατά την εκδίκαση μιας υπόθεσης, στερώντας από τους ίδιους να γνωρίζουν τα ακριβή τεκταινόμενα εντός των δικαστικών αιθουσών.
Ο εν λόγω νόμος, σύμφωνα με ανθρώπους που γνωρίζουν το θέμα, επιφέρει νέα προβλήματα, χωρίς όμως να επιλύει κάποια από τα υπάρχοντα, όπως χαρακτηριστικά θεωρείται από πολλούς πως συμβαίνει με τη «συγκάλυψη» που επιχειρείται για το έγκλημα στα Τέμπη.
Στην προσπάθεια, λοιπόν, της κυβέρνησης, να μετριάσει τις αντιδράσεις της κοινωνίας που προέρχονται χάρη στο δημόσιο αγαθό της πληροφόρησης, το Υπουργείο Δικαιοσύνης επιχειρεί, σύμφωνα με τους γνωρίζοντες τους νόμους, να κανονικοποιήσει τον έλεγχο της ενημέρωσης και κατ’ επέκταση το “ποδοπάτημα” της ελευθεροτυπίας. Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να τεθεί εκ νέου το ερώτημα· Πόσες ακόμα θέσεις θα πέσει η Ελλάδα στην Ελευθερία του Τύπου;
Το κράτος δικαίου βουτηγμένο όλο και περισσότερο στη λάσπη της διαφθοράς.
Ουσιαστικά, σύμφωνα με ΦΕΚ που δημοσιεύτηκε στις 5 Ιουλίου, τροποποιείται η παράγραφος 1 του Άρθρου 8 του Νόμου 3090/2002 και πλέον ρητά: «απαγορεύεται η ολική ή μερική μετάδοση με οποιονδήποτε τρόπο, ιδίως μέσω της τηλεόρασης, ραδιοφώνου, διαδικτύου και γενικά οποιουδήποτε τεχνολογικού μέσου, καθώς και η κινηματογράφηση, μαγνητοσκόπηση, ηχογράφηση και αποτύπωση της δίκης σε γραπτό κείμενο μέσω ειδικού λογισμικού που μετατρέπει τον προφορικό λόγο σε γραπτό, ενώπιον ποινικού, αστικού ή διοικητικού δικαστηρίου.
Κατ’ εξαίρεση, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει τις ενέργειες αυτές, εφόσον συναινούν ο εισαγγελέας και οι διάδικοι και συντρέχει ουσιώδες δημόσιο συμφέρον».
Βέβαια, πριν από αυτήν τη νομοθετική διάταξη, η απαγόρευση τηλεοπτικής και ραδιοφωνικής κάλυψης μιας δίκης θεσμοθετήθηκε το 2002. Σύμφωνα με το συγκεκριμένο νόμο: «Η ολική ή μερική μετάδοση από την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο, καθώς και η κινηματογράφηση και μαγνητοσκόπηση της δίκης ενώπιον ποινικού, πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου απαγορεύεται. Κατ’ εξαίρεση, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει τις ενέργειες αυτές, εφόσον συναινούν ο εισαγγελέας και οι διάδικοι και συντρέχει ουσιώδες δημόσιο συμφέρον».
Όσον αφορά τη νέα διάταξη, αυτή αντιστρέφει το συνταγματικό κανόνα της δημοσιότητας των δικών, όπως ορίζεται με το Άρθρο 93 του Συντάγματος, στο οποίο αναφέρεται πως: «οι συνεδριάσεις κάθε δικαστηρίου είναι δημόσιες, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει με απόφασή του ότι η δημοσιότητα πρόκειται να είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή ότι συντρέχουν ειδικοί λόγοι προστασίας της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής των διαδίκων».
Πέρα από την φανερή απειλή για την ελευθεροτυπία, ο νόμος Φλωρίδη εκτιμάται πως είναι πιθανό να οδηγήσει στην αποσιώπηση λόγου –εκτός των δημοσιογράφων- και των απλών πολιτών, που μέσω οργανώσεων και παρατηρητηρίων μεταδίδουν τις εξελίξεις από τις μείζονος σημασίας δίκες, όπως αυτές της Χρυσής Αυγής, του Ζακ Κωστόπουλου και της Κιβωτού του Κόσμου.
«Είναι ένας νόμος οριακής συνταγματικότητας που μπορεί εύκολα να νομιμοποιήσει αντισυνταγματικές πρακτικές εκ μέρος των δικαστών. Εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για το κράτος δικαίου και τη δημοκρατία, καθώς θέτει δραστικούς περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης και στην ελευθερία του Τύπου, που είναι θεμέλιος λίθος της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου», αναφέρει αρχικά, η καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου του ΑΠΘ, Ιφιγένεια Καμτσίδου.
«Με τη συγκεκριμένη ρύθμιση επεκτείνονται απαγορεύσεις και περιορισμοί που αφορούν την παρουσίαση της εξέλιξης μιας δίκης στο ευρύ κοινό. Ο περιορισμός αυτός, που συνιστάται στην απαγόρευση της απευθείας αναμετάδοσης της δίκης μέσω της χρήσης τεχνικών μέσων μετατροπής της φωνής σε γραπτό λόγο, δεν συνδέεται, με κανέναν τρόπο, με τη διεξαγωγή της διαδικασίας. Οι δίκες είναι δημόσιες, εκτός αν συντρέχουν συγκεκριμένοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, οπότε διενεργούνται κεκλισμένων των θυρών. Στις δημόσιες δίκες μπορεί αφενός, να παρίσταται καθένας ενδιαφερόμενος και καθεμιά ενδιαφερόμενη και αφετέρου είναι εξαιρετικά σημαντική η παρουσία των εκπροσώπων του Τύπου, έντυπου και ηλεκτρονικού», εξηγεί η κ.Καμτσίδου, συμπληρώνοντας ότι:
«Οι δημοσιογράφοι οι οποίοι παρίστανται στη διαδικασία μπορούν να καταγράφουν όλα όσα γίνονται, προκειμένου να εκθέσουν στο κοινό τον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας. Επομένως, ο δημοσιογράφος, σύμφωνα με το Σύνταγμα και το Νόμο, έχει δικαίωμα να έχει ανεμπόδιστη πρόσβαση στη συνεδρίαση του δικαστηρίου, να αποτυπώνει τη διαδικασία και να δημοσιεύει πληροφορίες σχετικά με την εξέλιξη αυτής. Με τον τρόπο αυτό, όλα τα μέλη του κοινωνικού συνόλου μπορούν να έχουν μια σαφή και ορθολογική εικόνα για την άσκηση της δικαστικής εξουσίας, που είναι η τρίτη εξουσία στο κράτος».
«Υπάρχει κίνδυνος, έτσι όπως αποκλείονται τεχνολογικά μέσα τα οποία απλώς καταγράφουν την εξέλιξη της διαδικασίας, εκ των πραγμάτων να εξουδετερωθεί η πλήρης και αποτελεσματική πληροφόρηση των πολιτών. Ο περιορισμός λοιπόν αυτός, ο οποίος πλήττει χωρίς κανένα λόγο, καμία έλλογη δικαιολογία, τη δυνατότητα όσων παρακολουθούν τη δημόσια δικαστική διαδικασία να καταγράφουν τα δρώμενα στο ακροατήριο, είναι ένας δραστικότατος περιορισμός, δεδομένου ότι μέσα, με ανάλογη λειτουργία, όπως είναι η στενογραφία, δεν απαγορεύονται και δεν θα μπορούσαν θεμιτά να απαγορευτούν», επισημαίνει η καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου.
«Η πρόσφατη αυτή απαγόρευση μπορεί εύκολα να νομιμοποιήσει την εξουσία της σύνθεσης του δικαστηρίου, να περιορίσει την πρόσβαση προσώπων και οργανώσεων στο ίδιο το ακροατήριο, αλλά σίγουρα πλήττει δραστικά τη δυνατότητα των πολιτών να πληροφορούνται τα όσα διαδραματίζονται σε δίκες με ιδιαίτερο κοινωνικό, πολιτικό, θεσμικό ενδιαφέρον. Ιστορικά, η παρουσία του Τύπου σε τέτοιου είδους δίκες ήταν εξαιρετικά κρίσιμη για τη δημοκρατία της εκάστοτε χώρας, όπως η δίκη Dreyfus στη Γαλλία που αποτυπώθηκε ολόκληρη στον Τύπο και πιο πρόσφατα, η δίκη του Μαξ Μέρτεν, ο οποίος είχε οργανώσει την εξολόθρευση των Εβραίων Θεσσαλονικιών. Η ιστορία λοιπόν, μαρτυρά ότι η παρουσία του Τύπου στις δίκες μείζονος σημασίας, ενίσχυσε τη δημοκρατία, βελτίωσε το κράτος δικαίου και μας έχει διαφυλάξει πολύτιμα κριτήρια για τον τρόπο απονομής δικαιοσύνης», προσθέτει.
Η κ.Καμτσίδου καταληκτικά υπογραμμίζει: «Η δε δημοσιότητα της δίκης στις ποινικές δίκες, είναι εξαιρετικά σημαντική, ενόψει της αρχής της ηθικής απόδειξης. Το περιεχόμενο αυτής της αρχής συνίσταται στην ευχέρεια που έχουν οι δικαστές να αποτιμούν ανέλεγκτα τα πραγματικά περιστατικά, καθώς το πώς αξιολογούν το πραγματολογικό υλικό της δίκης δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Εφόσον λοιπόν, δεν μπορεί να ελεγχτεί αναιρετικά η στάση του δικαστή απέναντι στα στοιχεία της δικογραφίας, είναι κρίσιμο, τουλάχιστον το κοινωνικό σύνολο να πληροφορείται για αυτά τα πραγματικά στοιχεία, ώστε να μπορεί και αυτό με τη σειρά του να αποτιμήσει τον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης».