Η ωμή βία των ανηλίκων σκεπάζει τις ζωές τους με φόβο και μίσος
Tρεις ειδικοί εξηγούν.
“15χρονα παιδιά κακοποίησαν σεξουαλικά συνομήλικο τους σε σχολική εκδρομή”, “ομάδα ατόμων ξυλοκόπησε στην μέση της πλατείας Αριστοτέλους 16χρονο”, “ομάδα ατόμων επιτέθηκε σε άτομα LGTBQ+”. Καθημερινοί τίτλοι στα Μέσα Μαζικής ενημέρωσης που αποδεικνύουν την έξαρση της βίας ανάμεσα στους ανηλίκους, περιστατικά βίαια, δράστες που ζουν ομαδικώς και ποτέ κατά μόνας, το bullying πλέον δεν ελέγχεται, στα σχολεία δημιουργούνται αρένες πάλης με άνησους αντιπάλους, η ευαισθησία πλέον έχει εξατμιστεί από τα παιδικά μυαλά, γονείς που εγκαταλείπουν ή δίνουν λάθος πρότυπα στα παιδιά τους κι εκείνα προχωράνε σε παραβατικές συμπεριφορές και νόμοι που δεν λειτουργούν όπως θα έπρεπε.
Τι συμβαίνει με την έξαρση της βίας ανάμεσα στους ανηλίκους στην Ελλάδα; Ελέγχεται;
Τον Νοέμβρη του 2023, η ΕΛ.ΑΣ. δημοσιοποίησε, τα στοιχεία της για τις συλλήψεις, τα αδικήματα και τις αιτίες όσον αφορά τα περιστατικά της νεανικής βίας και εγκληματικότητας. Ήταν αυξημένα και ανησυχητικά. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Αστυνομίας, μόνο τον περασμένο Σεπτέμβριο συνελήφθησαν συνολικά 1.353 ανήλικοι για διάφορα αδικήματα και σχηματίστηκαν 1.201 δικογραφίες για ισάριθμες υποθέσεις (η πλειονότητα των υποθέσεων αφορά στην Αττική).
Στην κορυφή των αδικημάτων με δράστες ανήλικους βρίσκονται οι κλοπές και οι ληστείες, τα λεγόμενα εγκλήματα κατά ιδιοκτησίας (292 συλλήψεις) και έπονται παραβάσεις του ΚΟΚ και της οδικής ασφάλειας (242). Στην τρίτη θέση των αδικημάτων βρίσκονται οι σωματικές βλάβες (86), ακολουθούμενες από παραβάσεις περί ναρκωτικών (75) και όπλων (28), ενώ κατά τον ίδιο μήνα έγιναν 17 συλλήψεις που αφορούσαν αδικήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας (βιασμοί, πορνογραφία ανηλίκων, προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας κ.ά.). Αξιοσημείωτο -σύμφωνα με την ανάγνωση των στοιχείων- είναι το γεγονός ότι το ίδιο διάστημα υπήρχαν επτά συλλήψεις για συγκρότηση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση.
Κατά το σύνολο του 2022, το Μονομελές Δικαστήριο Ανηλίκων Θεσσαλονίκης (με αντικείμενο τη χαμηλή και μεσαία εγκληματικότητα, σε αντίθεση με το Τριμελές Δικαστήριο (που δικάζει υποθέσεις για τις οποίες αν τελούνταν από ενήλικα απειλούνται με ισόβια κάθειρξη), ασχολήθηκε με 1474 υποθέσεις, όταν ο αντίστοιχος αριθμός το 2019, δηλαδή προ πανδημίας, ήταν 661. Οι αντίστοιχοι αριθμοί για το 2023 φαίνεται ότι θα ξεπεράσουν αυτούς του προηγούμενου έτους, αφού μόνο κατά το πρώτο εξάμηνο της προηγούμενης χρονιάς, εισήχθησαν 826 υποθέσεις προς εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο.
Ποινικολόγοι που ασχολούνται με τέτοιες υποθέσεις παρατηρούν, εξάλλου, ορισμένες σημαντικές ποιοτικές διαφοροποιήσεις σε επιμέρους αδικήματα, συγκριτικά με το παρελθόν. Για παράδειγμα, αναφέρουν τα αδικήματα βίας, όπου, όπως επισημαίνουν, υπάρχει μεγαλύτερη αγριότητα στην τέλεση των πράξεων αλλά και μείωση του μέσου όρου ηλικίας όσων εμπλέκονται σε τέτοια περιστατικά. Σε ό,τι αφορά τα αδικήματα βίας, όπως περιγράφονται στα άρθρα 308 και 309 του ΠΚ (απλές και επικίνδυνες σωματικές βλάβες) στη Θεσσαλονίκη δεν φαίνονται σημαντικές ποσοτικές διαφοροποιήσεις τα δυο τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Θεσσαλονίκης, το 2022 εξιχνιάστηκαν 44 υποθέσεις σωματικών βλαβών και κατέστησαν κατηγορούμενοι 85 ανήλικοι (οι 8 εξ αυτών για επικίνδυνες βλάβες), ενώ στο πρώτο 9μηνο του 2023 οι αντίστοιχες υποθέσεις ήταν 19 με συνολικά 35 δράστες (οι 10 για επικίνδυνες κακώσεις). Το 2021, κατά το οποίο ίσχυαν οι περιορισμοί λόγω της πανδημίας, εξιχνιάστηκαν συνολικά 10 υποθέσεις σωματικών βλαβών, συνεπεία κρουσμάτων βίας με 16 δράστες (6 για βαριές βλάβες).
H διδάκτωρ του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ ΕΚΠΑ, Φιλόλογος, Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος, Συγγραφέας-Εισηγήτρια και Εκπαιδεύτρια E-Learning ΕΚΠΑ, Αγγελική Καρδαρά μίλησε στην Parallaxi για την έξαρση του φαινομένου και τόνισε πως η θυματοποίηση ανηλίκων μπορεί να λάβει χώρα σε διαφορετικά περιβάλλοντα: “Οι ανήλικοι μπορούν να υποστούν βία μέσα στο σπίτι τους, στο σχολείο, στη γειτονιά, στο διαδίκτυο. Η βία σε βάρος παιδιών μέχρι σήμερα αποτελεί ένα πολύ σοβαρό φαινόμενο, με σύνθετες διαστάσεις και προεκτάσεις που απασχολεί την παγκόσμια κοινότητα. Σύμφωνα με στοιχεία της Unicef ένα στα τέσσερα παιδιά παγκοσμίως υφίσταται σωματική κακοποίηση, ενώ 7.500 παιδιά κάτω των πέντε ετών υφίστανται κάποιας μορφής κακοποίηση κάθε χρόνο στην Ελλάδα. Στη χώρα μας η πλειοψηφία των παιδιών θυμάτων αφορά κυρίως σε παιδιά ηλικίας μέχρι δεκατεσσάρων ετών (Προστατεύουμε τα παιδιά από κάθε μορφή βίας. | UNICEF Ελλάδα). Τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας σε βάρος ανηλίκων αποτελούν από τα πιο ειδεχθή εγκλήματα, ενώ αξιοσημείωτο είναι ότι στα εγκλήματα αυτά, σε έναν υψηλό αριθμό υποθέσεων, τα παιδιά θύματα γνωρίζουν προσωπικά τον δράστη, καθώς μπορεί να είναι ο γονιός τους ή κάποιο άλλο συγγενικό τους πρόσωπο ή ακόμα κάποιος φίλος της οικογένειας ή εκπαιδευτικός του παιδιού, συνεπώς καταλαβαίνουμε ότι σε αυτές τις περιπτώσεις πρόκειται για ένα «πρόσωπο αναφοράς» για το παιδί με το οποίο σε πολλές περιπτώσεις έχει καταφέρει να αναπτύξει μια σχέση εμπιστοσύνης προτού προβεί στις αποτρόπαιες σε βάρος του πράξεις.
Όσον αφορά σε υποθέσεις θυματοποίησης ανηλίκων από άλλα ανήλικα άτομα, εδώ και αρκετά χρόνια τονίζουμε πως οι ανήλικοι δράστες που θα προβούν σε βίαιες επιθέσεις σε βάρος ενός συμμαθητή ή μιας συμμαθήτριας, λειτουργούν συνήθως σε ομάδες και όχι κατά μόνας. Στα βίαια περιστατικά, παρατηρούμε πως υπάρχουν ομάδες παιδιών που επιτίθενται σε βάρος ακόμα και ενός μόνο ανυπεράσπιστου ατόμου, με ιδιαίτερη πολλές φορές σκληρότητα και συναισθηματική απάθεια απέναντι στον πόνο που προκαλούν στο θύμα τους. Μας προβληματίζει, επίσης, ο ρόλος των αυτοπτών μαρτύρων σε αυτές τις υποθέσεις, οι οποίοι παρατηρούν να εξελίσσονται αυτά τα βίαια περιστατικά αλλά δεν αντιδρούν για να υποστηρίξουν το θύμα, εν αντιθέσει βιντεοσκοπούν το βίαιο περιστατικό συμμετέχοντας με αυτό τον τρόπο στη διαπόμπευση του παιδιού θύματος. Αυτό είναι ένα στοιχείο που αναδεικνύει τις κοινωνικές διαστάσεις του φαινομένου και κατά την άποψή μου καταδεικνύει παράλληλα και ένα έλλειμμα παιδείας, αξιών, ενσυναίσθησης και ιδανικών που οφείλει να μας απασχολήσει, συνολικά, ως κοινωνία”.
Σημαντικό ρόλο στη δράση των θυτών φυσικά παίζει η οικογένεια. Σύμφωνα με την κ. Καρδαρά, στο σπίτι το παιδί εκλαμβάνει διδάγματα και πρότυπα που σε πολλές περιπτώσεις μέσα από αυτά προκύπτει η βία.
“Ένα παιδί το οποίο υφίσταται, μέσα στο οικογενειακό του περιβάλλον, βία που μπορεί να είναι ποικίλων μορφών, όπως σωματική, λεκτική, ψυχολογική, σεξουαλική, ή ένα παιδί που δεν έχει καμία επίβλεψη από τους γονείς του και αφήνεται ανεξέλεγκτο, ενδεχομένως θα προσπαθήσει με τις δικές του επιθετικές και βίαιες συμπεριφορές στο σχολείο ή στη γειτονιά να “συγκροτήσει” την ταυτότητα του και να κερδίσει την αποδοχή των ομηλίκων του, διότι πλέον η βία γι’ αυτά τα παιδιά γίνεται ο μοναδικός τρόπος “έκφρασης”. Μέσα από αυτές τις βίαιες και επιθετικές πράξεις αισθάνονται πως “αξίζουν”, πως είναι δυνατοί και πως κερδίζουν -έστω και με τον πλέον αρνητικό τρόπο- την προσοχή του περίγυρου, την οποία και επιζητούν. Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι σε αρκετές περιπτώσεις οι δράστες μπορεί να είναι ταυτόχρονα και θύματα μέσα στην οικογένειά τους, ως εκ τούτου δεν μπορούμε παρά να αναδείξουμε τη στενή σχέση μεταξύ βίας και θυματοποίησης και να εστιάσουμε στο πώς θα «σπάσει» αυτός ο επικίνδυνος φαύλος κύκλος για ένα μέρος των ανηλίκων που μεγαλώνουν σε οικογένειες με σοβαρές δυσλειτουργίες. Όταν αναφερόμαστε σε παιδιά που συγκρούονται με τον νόμο, είναι επομένως σημαντικό να εξετάζουμε και το προφίλ των γονέων, γιατί η οικογένεια είναι ο πρώτος βασικός πυλώνας για τις αξίες και τις συμπεριφορές που θα υιοθετήσει ο ανήλικος. Οφείλουμε να επικεντρώσουμε το ερευνητικό μας ενδιαφέρον στην έννοια της πρόληψης και της έγκαιρης παρέμβασης για ζητήματα ανηλικότητας. Η πρόληψη να ξεκινά από τις μικρές ηλικίες, όπου τα περιθώρια παρέμβασης είναι μεγαλύτερα.
Το modus operandi, o τρόπος δηλαδή δράσης, ανήλικων δραστών προβληματίζει. Οι πράξεις ανηλίκων σε βάρος άλλων ανήλικων ατόμων πολλές φορές διέπονται από μεγάλη βιαιότητα, ενώ η εξοικείωση με μαχαίρια, που μπορούν να οδηγήσουν ακόμα και σε θανάσιμο τραυματισμό, αναμφίβολα δεν μπορεί να μας αφήσει απαθείς ως προς την αρνητική εξελικτική πορεία του φαινομένου. Σημαντική παράμετρος που επίσης πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν για την έξαρση της βίας είναι ο μιμητισμός. Ο νέος που θα θελήσει να κερδίσει την αποδοχή των ομήλικων του αντιγράφοντας βίαιες συμπεριφορές. Γι’ αυτό είναι αναγκαίο να θωρακίσουμε τα παιδιά με ισχυρά εφόδια για να μπορούν να πουν «όχι» στη βία και να κατανοήσουν το πόσο σοβαρά είναι αυτά τα ζητήματα. Με προβληματίζουν οι κοινωνικές διαστάσεις που λαμβάνει η βία ανηλίκων, το φαινόμενο πλέον έχει λάβει σκληρές διαστάσεις και γι’ αυτόν τον λόγο οφείλουμε να ενισχύσουμε και το κομμάτι της εποπτείας στα σχολεία. Όσοι ασχολούμαστε με το φαινόμενο έχουμε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για την έξαρση της βίας. Πλέον πρέπει να εστιάσουμε στο πώς θα διαχειριστούμε την επομένη μέρα και στο σχολείο. Να υπάρξει μια επέκταση της εκπαίδευσης των οικογενειών και της ενημέρωσης εκπαιδευτικών και μαθητών, μια ευρύτερη αφύπνιση, ευαισθητοποίηση. Να δούμε στην πράξη το σύγχρονο σχολείο να ‘συνδέεται’ ακόμα περισσότερο με την κοινωνική πραγματικότητα, με όλα αυτά τα κρίσιμης σημασίας ζητήματα που αφορούν την ανηλικότητα”.
Η ψυχολόγος και οικογενειακή ψυχοθεραπεύτρια Ελένη Περράκη αναφέρει, πως οι λόγοι για τους οποίους τα παιδιά γίνονται βίαια είναι πολλοί και ανάλογα με τις διαφορετικές σχολές σκέψης πηγάζουν από ποικίλες αιτίες:
“Παρατηρούμε πως κάποιες φορές τα παιδιά καταλήγουν στη βία γιατί νιώθουν πολύ θυμωμένα γιατί ίσως ζουν σε ένα απαγορευτικό και τιμωρητικό περιβάλλον. Άλλες φορές παρατηρούμε πως ένα παιδί φέρεται βίαια για να αποκτήσει υπόσταση, για να νιώσει αρχηγός, για να είναι στο κέντρο του ενδιαφέροντος. Μάλιστα συχνά οι θύτες είναι πρώην θύματα που εκτονώνουν τη βία που δέχτηκαν για να μπορέσουν να την επεξεργαστούν μέσα τους αντιληπτικά και συναισθηματικά, να νιώσουν ισορροπημένα και να μπορέσουν να προχωρήσουν παρακάτω. Συχνά έχουν την ανάγκη να κυριαρχήσουν και να έχουν τον έλεγχο και χρησιμοποιούν τη βία ως μέσο διαχείρισης των προβλημάτων τους, ή αποζητούν τα βλέμματα και την επιβολή σε μια ομάδα για να νιώσουν επιβεβαίωση. Άρα είναι πολλές οι πηγές από τις οποίες ένα παιδί μπορεί να ξεκινήσει να λειτουργεί βίαια. Και επίσης είναι πολλές οι πηγές που μπορεί να δημιουργήσουν ένα παιδί που θα είναι θύμα βίας χωρίς να προστατεύεται, όπως ότι συχνά είναι τα υπερπροστατευμένα παιδιά. Τα θύματα είναι συχνά πιο παθητικά ή υποτακτικά άτομα τα οποία εκπέμπουν άγχος, ανασφάλεια, αδυναμία, ή μπορεί να έχουν κάποιο χαρακτηριστικό διαφορετικότητας το οποίο τα κάνει να ξεχωρίζουν. Είναι συνήθως πιο ήσυχα, ευαίσθητα και εσωστρεφή άτομα με λίγους φίλους (αδύναμο υποστηρικτικό περιβάλλον).”
Η κ. Καρδαρά, σκιαγράφησε το προφίλ των ανήλικων παραβατών στην χώρα μας.
“Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι ανήλικοι δράστες είναι αγόρια, ηλικίας 13-18 ετών, είναι παιδιά τα οποία προέρχονται από οικογένειες με σοβαρές δυσλειτουργίες – οι οποίες διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες, στις ορατές και μη ορατές – οι ορατές δυσλειτουργίες αφορούν τα παιδιά που προέρχονται από οικογένειες με πολύ σοβαρά και σύνθετα στην επίλυσή τους προβλήματα. Οι μη ορατές δυσλειτουργίες, αφορούν οικογένειες που φαινομενικά δεν έχουν κανένα ορατό πρόβλημα, μπορεί ακόμα να έχουν ένα καλό κοινωνικό, οικονομικό, εκπαιδευτικό υπόβαθρο, όμως σε αυτές τις περιπτώσεις η επικοινωνία γονέων-παιδιών είναι πολύ περιορισμένη ή και μηδαμινή και δεν υπάρχει καμία ουσιαστική επίβλεψη των γονέων προς τα παιδιά. Οι ανήλικοι δράστες στη χώρα μας μπορεί να κάνουν χρήση ουσιών, να έχουν συναισθηματικές διαταραχές, η σχέση τους με το σχολείο συνήθως είναι δυσλειτουργική, δεν έχουν μάθει να θέτουν στόχους, ούτε να έχουν όνειρα και φιλοδοξίες για το μέλλον, ενώ η εμπιστοσύνη τους σε πρόσωπα και θεσμούς είναι κλονισμένη. Οι νεαροί παραβάτες δεν φαίνεται να βλέπουν στη ζωή τους ένα καλύτερο μέλλον και τελικά συγκροτούν την ταυτότητά τους μέσα από τη βία, την επιθετικότητα και τις παραβατικές τους πράξεις. Σκιαγραφώντας λοιπόν το προφίλ τους εμφανώς καταδεικνύονται σοβαρά κοινωνικά ζητήματα, τα οποία, όπως φαίνεται από την αρνητική εξελικτική πορεία του φαινομένου, πρέπει να εξεταστούν σε μεγαλύτερο βάθος και ταυτόχρονα να υπάρξει μια αποτελεσματικότερη διαχείρισή τους.”
Aπό την πλευρά της η κ. Περράκη σχολιάζει πως στο σχολείο τα παιδιά ήταν πάντα σκληρά μεταξύ τους, ωστόσο τα τελευταία χρόνια ο μέσος όρος ηλικίας θυτών και θυμάτων έχει πέσει δραματικά:
“Η βία αυτή αγγίζει και τις δυο πλευρές και του θύτη και του θύματος και αξίζει να αναρωτηθούμε και για τα δυο παιδιά, τι ανάγκες έχει κάποιο παιδί και φέρεται έτσι και τι ανάγκες έχει το άλλο και ανέχεται αυτή τη βία. Είναι γεγονός πάντως πως το τελευταίο διάστημα παρατηρείται μια τάση να δημιουργούνται οργανωμένες ομάδες παιδιών που επιτίθενται σε άλλα παιδιά, σαν αποτέλεσμα μιας αποκοινωνικοποίησης των παιδιών τα δυο χρόνια της καραντίνας, που έχασαν τη δομημένη καθημερινότητα τους, που έχασαν το δίκτυο τους, τις παρέες εκτός σχολείου, που δεν επικοινωνούν σωστά, δεν έχουν τρόπους να διαχειριστούν δυσκολίες, ούτε να εκφράσουν τα συναισθήματα τους. Συνήθως υπάρχουν προειδοποιητικά φαινόμενα εκδήλωσης μορφών επιθετικότητας στο σχολείο, όπως η έκφραση συχνής βίας, ο ανεξέλεγκτος θυμός, οι παρορμητικοί τσακωμοί που κλιμακώνονται, η σοβαρή λεκτική απειλή με βία και κατοχή επικίνδυνων αντικειμένων, η κοινωνική απομόνωση ως απάντηση στην απόρριψη από συνομηλίκους και άλλα. Αξίζει ωστόσο να αναφέρουμε πως είναι εύλογη απορία πως συμβαίνει συχνά οι εκπαιδευτικοί να μαθαίνουν τελευταίοι για κάτι που λαμβάνει χώρα στο σχολικό χώρο. Τέλος, στο επίπεδο του σχολείου και της κοινωνίας, δε διευκολύνει η γενικότερη έξαρση βίας, το καθεστώς της ατιμωρησίας, της ανύπαρκτης συνέπειας που υπάρχει γύρω και προβάλλεται κατά κόρον στα ΜΜΕ και η απουσία ουσιαστικών σχέσεων.”
Ο δικηγόρος Κωνσταντίνος Παυλίδης, σχολιάζει το νομικό πλαίσιο στο οποίο τιμωρούνται οι ανήλικοι παραβάτες:
“Γενικότερα, η ποινική καταστολή των ανηλίκων αποτελεί σημείο τριβής και δοκιμασίας του ποινικού συστήματος κάθε ευνομούμενης πολιτείας ενώ πρέπει να χρησιμοποιείται ως «ultimum refugium» δηλαδή ως εσχάτη λύση αφού προηγουμένως έχουν εξαντληθεί όλα τα υπόλοιπα θεσμικά προληπτικά μέτρα. Αρχικά όταν αναφερόμαστε σε εγκληματικότητα ανηλίκων, θα πρέπει να καταστήσουμε ξεκάθαρο πως ανήλικοι νοούνται αυτοί που έχουν ηλικία από 12έως 18 ετών. Ο ισχύων Ποινικός Κώδικας διακρίνει τους ανηλίκους σε 3 κατηγορίες με κριτήριο την ηλικία τους: Αρχικά, υπάρχουν οι ανήλικοι έως 12 ετών οι οποίοι για το ποινικό μας σύστημα είναι ποινικά αδιάφοροι και των οποίων οι πράξεις αποτελούν αντικείμενο ενασχόλησης των δομών κοινωνικής πρόνοιας και όχι των ποινικών δικαστηρίων. Έτσι οποιοδήποτε αδίκημα και να τελέσει ένας ανήλικος κάτω των 12 ετών δεν κινητοποιεί τον μηχανισμό της ποινικής καταστολής εναντίον του. Πιθανές ποινικές ευθύνες μπορεί να αναζητηθούν μόνο στους γονείς του ή τα άτομα που είχαν την επιμέλεια του. Έπειτα, μια δεύτερη κατηγορία ανηλίκων είναι όσοι βρίσκονται ανάμεσα στο 12ο έως 15ο έτος της ηλικίας τους, οι οποίοι είναι ποινικά ανεύθυνοι. Με άλλα λόγια για την κατηγορία αυτοί ισχύει ως τεκμήριο η απόλυτη ανικανότητα για καταλογισμό οπότε το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει μόνο αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα. Περιεχόμενο των μέτρων αυτών μπορεί να είναι η επίπληξη, η ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειας του ανηλίκου σε επιμελητές ανηλίκων, η παρακολούθηση ψυχολογικών και κοινωνικών προγραμμάτων κλπ.
Η μοναδική κατηγορία ανηλίκων, λοιπόν, που έχουν ποινική ευθύνη είναι αυτοί που βρίσκονται μεταξύ του 15ου και 18ου έτους της ηλικίας τους. Το δικαστήριο εδώ μπορεί να επιβάλει αναμορφωικά ή θεραπευτικά μέτρα ή αν κριθεί αναγκαίο τον περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων με βάση τα άρθρα 121 παράγραφος 2 και 126 παράγραφος 2 ΠΚ. Ως προς τον περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων αυτός προβλέπεται στο άρθρο 127 του Ποινικού Κώδικα. Μέχρι σήμερα ο περιορισμός αυτός επιβάλλεται σε ανήλικους που έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας τους, εφόσον η πράξη τους αν την τελούσε ενήλικος θα ήταν κακούργημα και εμπεριέχει στοιχεία βίας ή στρέφεται κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας ενός ή περισσοτέρων προσώπων. Η τελευταία αυτή προϋπόθεση βέβαια, άλλαξε με τον νέο ΠΚ του 2024 οπότε πλέον απαιτείται απλώς ο ανήλικος ηλικίας 15-18 ετών να τελέσει ένα αδίκημα που αν τελούσε ενήλικος θα χαρακτηρίζονταν ως κακούργημα, χωρίς να απαιτείται και το στοιχείο της βίας ή απειλής της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας. Πρακτικά αυτό σημαίνει το εξής.
Έως σήμερα για να οδηγηθεί ένας ανήλικος σε Κατάστημα Κράτησης θα έπρεπε να είχε τελέσει κάποιο αδίκημα όπως βιασμό, ανθρωποκτονία, βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη, ληστεία κλπ. Από τη στιγμή που θα τεθεί σε ισχύ ο νέος Ποινικός Κώδικας, ένας ανήλικος ηλικίας από 15- 18 ετών θα κινδυνεύει να βρεθεί σε Ειδικό Κατάστημα Κράτησης για μια σειρά ακόμα αδικημάτων όπως διακεκριμένες κλοπές με κακουργηματικό χαρακτήρα (πχ ομάδα ανηλίκων που διαπράττει συστηματικά κλοπές από κοσμηματοπωλεία, ή ανήλικος που κλέβει μια εικόνα από εκκλησία ή ένα έργο τέχνης από γκαλερί ), διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, κακουργηματικής έκρηξης (πχ ρήψη βόμβας μολότωφ κατά κτιρίου κοινής ωφέλειας), παράνομης διακίνηση πολιτών τρίτων χωρών στην ελληνική επικράτεια κλπ. Ο περιορισμός αυτός βέβαια πρέπει να αιτιολογείται ειδικά στην δικαστική απόφαση δηλαδή να εξηγείται για ποιο λόγο τα αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα δεν κρίνονται στην προκειμένη περίπτωση επαρκή. Η διάρκεια κράτησης ενός ανηλίκου σε Ειδικό Κατάστημα Κράτησης κυμαίνεται από 6 μήνες έως 5 έτη και από 2 έτη έως 8 έτη αναλόγως με το πλαίσιο της απειλούμενης ποινής. Σε περίπτωση δηλαδή που κάποιος ανήλικος τελέσει ένα αδίκημα το οποίο αν τελούσε ενήλικος θα κινδύνευε με ποινή κάθειρξης έως δέκα έτη, τότε ο ανήλικος μπορεί να εισαχθεί σε Ειδικό Κατάστημα Κράτησης από 6 μήνες έως 5 έτη. Αντίθετα, αν τελέσει κάποιο αδίκημα το οποίο αν τελούσε ενήλικος θα απειλούνταν με ποινή πρόσκαιρης ή ισόβιας κάθειρξης τότε ο ανήλικος απειλείται με εισαγωγή σε Ειδικό Κατάστημα Κράτησης από 2-8 έτη.”