Ρεπορτάζ

Καθυστέρηση στη Δικαιοσύνη και κατάργηση Eιρηνοδικείων: Ποιοι είναι οι λόγοι και οι επιπτώσεις

Μια δικαιοσύνη που αργεί και απομακρύνεται - Ένα σύστημα που φθείρει την εμπιστοσύνη

Αντώνιο Παντέλη
καθυστέρηση-στη-δικαιοσύνη-και-κατάρ-824033
Αντώνιο Παντέλη

Η απονομή της δικαιοσύνης είναι πυλώνας κάθε δημοκρατικού πολιτεύματος καθώς και του κράτους δικαίου. Κύρια στοιχεία επεξεργασίας των υποθέσεων είναι η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα, κάτι που επηρεάζει την ατομική δικαίωση αλλά και την συνολική κοινωνική και οικονομική ευημερία. Στην Ελλάδα, το δικαστικό σύστημα αντιμετωπίζει σημαντικές καθυστερήσεις με αποτέλεσμα όχι μόνο οι πολίτες, αλλά και οι επαγγελματίες του χώρου να έχουν την αίσθηση της απογοήτευσης αλλά και της αναστάτωσης.

Τα προβλήματα των καθυστερήσεων στην απονομή της δικαιοσύνης, δεν αποτελεί μονάχα ένα οργανωτικό ή διαδικαστικό ζήτημα αλλά επηρεάζει τις ζωές των πολιτών, τις επιχειρήσεις, τα δικαιώματα των ανθρώπων και σε γενικό πλαίσιο την αποτελεσματικότητα όλης της κοινωνίας.  Οι συνέπειες των αργών αποφάσεων που διαρκούν χρόνια είναι καταστροφικές για τους εμπλεκόμενους. Ειδικότερα σε μια κοινωνία όπου η οικονομική αβεβαιότητα και οι κοινωνικές ανισότητες αυξάνονται, η εμπιστοσύνη των πολιτών στο δικαστικό σύστημα αμφισβητείται έντονα.

Οι καθυστερήσεις στην δικαιοσύνη δεν επηρεάζουν απλώς το προσωπικό μας επίπεδο αλλά επιδρούν αρνητικά και στην επιχειρηματική δραστηριότητα, την ανάπτυξη της αγοράς, αλλά και τη θέση της χώρας στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα για τους επιχειρηματίες συχνά να διστάζουν να αναλάβουν νομικές δεσμεύσεις ή να προσφύγουν στη δικαιοσύνη, γνωρίζοντας ότι η διαδικασία μπορεί να πάρει χρόνια.

  • Τα προβλήματα του συστήματος
  1.  Χρονοβόρες διαδικασίες και αναβολές: Οι υποθέσεις στα ελληνικά δικαστήρια συχνά εκδικάζονται μετά από πολλά χρόνια, με συνεχείς αναβολές και καθυστερήσεις. Αυτή η αργή διαδικασία δημιουργεί αίσθημα αδικίας στους πολίτες, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για υποθέσεις που επηρεάζουν άμεσα την καθημερινότητά τους — από εργατικές διαφορές έως οικογενειακά ζητήματα.
  2.  Έλλειψη προσωπικού και υποδομών: Τα δικαστήρια υποφέρουν από υποστελέχωση, τόσο σε επίπεδο δικαστών όσο και γραμματειακής υποστήριξης. Παράλληλα, οι υλικοτεχνικές υποδομές είναι συχνά ανεπαρκείς ή απαρχαιωμένες, κάτι που δυσχεραίνει την ομαλή λειτουργία των υπηρεσιών και επιβραδύνει την εξέλιξη των υποθέσεων.
  3. Περιορισμένη χρήση τεχνολογίας: Η ψηφιοποίηση των διαδικασιών είναι σε χαμηλό επίπεδο. Η απουσία ενός ολοκληρωμένου ηλεκτρονικού συστήματος διαχείρισης υποθέσεων και η καθυστερημένη εφαρμογή ψηφιακών υπηρεσιών οδηγούν σε περιττή γραφειοκρατία και χρονοβόρες διαδικασίες, τη στιγμή που η τεχνολογία θα μπορούσε να επιταχύνει σημαντικά την απονομή δικαιοσύνης.
  • Αιτίες των καθυστερήσεων 
  1. Υπερφόρτωση των δικαστηρίων: Ο μεγάλος όγκος υποθέσεων που συσσωρεύονται καθημερινά στα δικαστήρια, σε συνδυασμό με τον περιορισμένο αριθμό δικαστών, οδηγεί σε καθυστερήσεις στην εκδίκαση. Πολλές φορές οι υποθέσεις προσδιορίζονται για δικάσιμο μετά από χρόνια, λόγω έλλειψης διαθέσιμου χρόνου στα πινάκια.
  2. Έλλειψη προσωπικού και πόρων: Η υποστελέχωση των δικαστικών υπηρεσιών, τόσο σε επίπεδο δικαστών όσο και διοικητικού προσωπικού, επιβραδύνει τις διαδικασίες. Ταυτόχρονα, η περιορισμένη χρηματοδότηση σημαίνει ότι οι υποδομές και τα τεχνολογικά μέσα είναι ανεπαρκή για να στηρίξουν ένα σύγχρονο, γρήγορο και αποτελεσματικό σύστημα.
  3. Πολυπλοκότητα και γραφειοκρατία στις διαδικασίες: Οι διαδικασίες στα ελληνικά δικαστήρια χαρακτηρίζονται από πολυπλοκότητα και περιττή γραφειοκρατία, με αποτέλεσμα καθυστερήσεις ακόμα και σε απλές υποθέσεις. Η έλλειψη ψηφιακών εργαλείων, η ανάγκη φυσικής παρουσίας και οι πολλαπλές διατυπώσεις καθιστούν δύσκολη την έγκαιρη ολοκλήρωση των υποθέσεων.
  • Συνέπειες των καθυστερήσεων 
  1. Αποδυνάμωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς: Όταν οι υποθέσεις καθυστερούν υπερβολικά, οι πολίτες αισθάνονται ότι η δικαιοσύνη δεν λειτουργεί υπέρ τους. Η αίσθηση αδικίας και η αναμονή χωρίς αποτέλεσμα ενισχύουν τη δυσπιστία απέναντι στους θεσμούς και αποδυναμώνουν το κράτος δικαίου.
  2. Οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις για τους εμπλεκόμενους: Οι καθυστερήσεις μπορεί να έχουν σοβαρές συνέπειες για ιδιώτες και επιχειρήσεις, όπως χαμένες ευκαιρίες, οικονομική αστάθεια ή ψυχολογική εξουθένωση. Σε υποθέσεις οικογενειακού ή εργατικού δικαίου, η καθυστέρηση στην έκδοση απόφασης μπορεί να σημαίνει ότι οι άνθρωποι μένουν χωρίς κρίσιμη στήριξη για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
  3. Αρνητική εικόνα της χώρας διεθνώς: Η αργή απονομή δικαιοσύνης επηρεάζει και την εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό, καθώς θεωρείται δείγμα αναποτελεσματικότητας και αστάθειας. Αυτό μπορεί να αποτρέψει επενδύσεις και να μειώσει την ανταγωνιστικότητα της χώρας σε διεθνές επίπεδο.

Στην Ελλάδα, οι χρονοβόρες διαδικασίες κατά την εκδίκαση των περισσότερων κατηγοριών υποθέσεων αποτελούν πρόσκομμα στην ανάπτυξη επιχειρηματικότητας στη χώρα. Έτσι, υπονομεύεται η προσπάθεια διαμόρφωσης ενός φιλικού στις επενδύσεις επιχειρηματικού τοπίου, που θα υποστηρίζεται από υψηλού βαθμού αποτελεσματικότητα και εμπιστοσύνη θεσμούς. Πάνω από 4,5 χρόνια ο χρόνος οριστικής επίλυσης μιας δικαστικής διαφοράς για τις ελληνικές επιχειρήσεις το 2020, σύμφωνα με την έκθεση Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας 1 . Αυτή η επίδοση κατατάσσει την Ελλάδα 146η μεταξύ 190 χωρών και στην τελευταία θέση στην ΕΕ (Δ1). Το εύρημα αυτό συνάδει και με τα συμπεράσματα της Τράπεζας της Ελλάδος στην Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής (12/2021), όπου η ψηφιοποίηση της δικαιοσύνης συμπεριλαμβάνεται στις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να επιταχυνθούν προς όφελος της οικονομίας. Ενώ σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα κατατάσσεται χαμηλά όσον αφορά την ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης. Η επίλυση αστικών και εμπορικών υποθέσεων μπορεί να ολοκληρωθεί σε έξι μήνες σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ στην Ελλάδα οι διαδικασίες διαρκούν πολύ περισσότερο.

Περί ειρηνοδικείων 

Τα Ειρηνοδικεία υπήρξαν ένα θεμελιώδες στοιχείο της ελληνικής δικαιοσύνης για δεκαετίες, με αποστολή να εξυπηρετούν τις ανάγκες των πολιτών σε τοπικό επίπεδο. Ιδρύθηκαν για να εκδικάζουν απλές αστικές και ποινικές υποθέσεις, όπως μικροδιαφορές, οικογενειακά ζητήματα, μισθωτικές υποθέσεις, και εργατικά θέματα. Ωστόσο, η λειτουργία τους συνάντησε αρκετά προβλήματα, κυρίως λόγω της υπερφόρτωσης των υποθέσεων και της έλλειψης πόρων, γεγονός που οδήγησε σε σημαντικές καθυστερήσεις στην εκδίκαση των υποθέσεων.

Αυτή η καθυστέρηση, σε συνδυασμό με τη γραφειοκρατία και την αδυναμία εξυπηρέτησης του αυξανόμενου όγκου υποθέσεων, οδήγησε στην ανάγκη για μια δικαστική μεταρρύθμιση. Η κατάργηση των Ειρηνοδικείων αποτέλεσε μέρος αυτής της μεταρρύθμισης, με σκοπό να εξορθολογιστεί η δικαστική διαδικασία και να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα του συστήματος. Τα Ειρηνοδικεία αντικαταστάθηκαν από τα Πρωτοδικεία, τα οποία ανέλαβαν την εκδίκαση περισσότερων υποθέσεων, προσφέροντας μια πιο οργανωμένη και ενιαία δικαστική δομή.

Ωστόσο, η κατάργηση των Ειρηνοδικείων δεν πέρασε χωρίς αντιδράσεις. Ιδιαίτερα σε μικρές ή απομακρυσμένες περιοχές, οι πολίτες αντιμετώπισαν δυσκολίες λόγω της απόστασης από τα Πρωτοδικεία και της ανάγκης για μετακινήσεις. Παρά τις αλλαγές, οι κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες ήταν αισθητές, καθώς πολλοί θεώρησαν ότι η απομάκρυνση των τοπικών δικαστηρίων επηρέασε την προσβασιμότητα στη δικαιοσύνη.

Η μεταρρύθμιση των Ειρηνοδικείων αντανακλά την προσπάθεια εξυγίανσης του δικαστικού συστήματος, αλλά και την ανάγκη για συνεχιζόμενη προσαρμογή στις ανάγκες των πολιτών και των τοπικών κοινωνιών. Παρά τις προκλήσεις που έφερε αυτή η αλλαγή, το ζητούμενο παραμένει η αναβάθμιση και η επιτάχυνση της δικαιοσύνης για όλους.

Ο ποινικολόγος Σταύρος Συμεωνίδης μίλησε στην Parallaxi για την κατάσταση στα δικαστήρια, τα προβλήματα περί καθυστερήσεων δικών αλλά και για τα ειρηνοδικεία.

Σχετικά με τις καθυστερήσεις

«Όταν μιλάμε για δικαιοσύνη μιλάμε για τρεις πυλώνες, την αστική δικαιοσύνη, την ποινική οπού το κράτος διώκει αξιόποινες πράξεις πολιτών και την διοικητική δικαιοσύνη, διαφορές δηλαδή, μεταξύ των πολιτών με το κράτος. Και οι τρεις πυλώνες έχουν πολλά προβλήματα δυσλειτουργίας και καθυστερήσεων. Το βασικό πρόβλημα όμως που διαπιστώνω εγώ που υπάρχει παντού είναι η έλλειψη προσωπικού, δικαστών, και υποδομών, υπάρχουν και κάποια επιμέρους  ζητήματα που αφορούν διαδικασίες οι οποίες θα μπορούσαν να γίνουν πιο γρήγορες αλλά αυτά είναι λιγότερο επίπονα από τα προηγούμενα θέματα που ανέφερα. Δηλαδή δεν υπάρχουν δικαστές να αναλάβουν υποθέσεις και να της βγάλουν εις πέρας γρήγορα αλλά δεν υπάρχουν και υποδομές για να φιλοξενήσουν εκδικάσεις υποθέσεων.

Σχετικά με αυτά που γνωρίζω εγώ από την εισαγγελία Θεσσαλονίκης είναι ότι από την στιγμή που γίνεται μια μήνυση μέχρι να φτάσει στο ακροατήριο και να δικαστεί χρειάζεται περίπου ενάμιση με δύο χρόνια, αυτός είναι κατά μέσο όρο ο χρόνος εκδίκασης μίας υπόθεσης. Λίγο πιο σύντομες είναι οι υποθέσεις που αυτεπαγγέλτους διώκεται κάποιο πρόσωπο για πλημμέλημα ή κακούργημα κυρίως, όπου εκεί επιβάλλεται σε βάρος του συλληφθέντος μέτρο δικονομικού καταναγκασμού, προσωρινή κράτηση και εκεί ως εκ των προθεσμιών που θέτει ο κώδικας ποινικής δικονομίας πρέπει να δικαστεί η υπόθεση αυτή πιο γρήγορα. Δεν μπορείς να έχεις προσωρινά κρατούμενο κάποιον για μεγάλο χρονικό διάστημα. Εκεί δηλαδή ο χρόνος ανέρχεται περίπου σε δώδεκα μήνες. Σε επίπεδο ποινικής δικαιοσύνης που έχει να κάνει με βαρύτερες πράξεις, όταν κάποιος συλλαμβάνεται περνάει από ανάκριση και επιβάλλεται σε βάρος του το μέτρο της προσωρινής κράτησης, έτσι είναι υποχρεωμένος να περιμένει 12 και 15 μήνες – 18 είναι το ανώτερο που προβλέπει ο νόμος – μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεσή του στην ουσία προεκτίει ένα μέρος ποινής ως προσωρινά κρατούμενος.

Το 80% των διαφορών μεταξύ ιδιωτών ανήκουν στο λεγόμενο ενοχικό δίκαιο. “Μου χρωστάς λεφτά, σου κάνω αγωγή για να τα εισπράξω”. Το 2015 εφαρμόστηκε για πρώτη φορά ένα σύστημα στην ελληνική αστική δικαιοσύνη, η λεγόμενη νέα τακτική διαδικασία, όπου εκεί εντάσσονται, το 80% των διαφορών, με σκοπό να περιοριστεί η καθυστέρηση. Είναι ένα σύστημα το οποίο θέτει μια προθεσμία 100 ημερών για να καταθέσουν τα δύο μέρη της απόψεις τους και ο δικαστής παίρνει τους φακέλους και βγάζει μια απόφαση σπίτι τους στην ουσία. Εμείς τότε, όταν είχε εφαρμοστεί αυτό το σύστημα, οι δικηγόροι απεργήσαμε, διότι θεωρήσαμε ότι δεν μπορεί να καταργείται η προφορικότητα της διαδικασίας. Δεν μπορεί ο δικαστής να δικαιώνει εν τέλει αυτόν που γράφει πιο έξυπνες ένορκες βεβαιώσεις, διότι εδώ καταργείται η δυνατότητα του δικαστή να επισκοπήσει τους διαδίκους, να ακούσει τους μάρτυρες με τα ίδια του τα αυτιά και όλη η διαδικασία είναι έγγραφη.

Αυτό, λοιπόν, το 2015 εφαρμόστηκε προκειμένου να αποφευχθεί η καθυστέρηση στην έκδοση απόφασης, για να μην ζητώνται αναβολές. Στην πράξη, όμως, δεν βελτιώθηκε η κατάσταση, διότι από τη στιγμή που ο δικαστής που κλείνει την υπόθεση με κατάθεση φακέλων, η υπόθεση δικάζεται περίπου έναν χρόνο, τυπικά. Και αυτό γιατί? Γιατί δεν υπάρχουν αρκετοί δικαστές να χρεωθούν υποθέσεις και δεν υπάρχουν ακροατήρια για να δικαστούν οι υποθέσεις αυτές.  Επομένως, όχι ότι άλλαξε κάτι με την εφαρμογή αυτού του συστήματος, το μόνο το οποίο πλήγει είναι τα δικαιώματα των πολιτών, να ακουστούν ενώπιον του φυσικού τους δικαστή.

Τέλος, η μεγαλύτερη καθυστέρηση όλων παρουσιάζεται στη διοικητική δικαιοσύνη, όπου εκεί οι χρόνοι είναι τραγικοί. Δηλαδή, μια υπόθεση ενός ιδιώτη, ο οποίος αντιμετωπίζει ένα άδικο κατά την εκτίμηση του πρόστιμου του κράτους στο οποίο το προσβάλλει, θα δικαιωθεί τελεσιδίκως μετά από πέντε χρόνια, μετά από έξι χρόνια. Εκεί είναι η απόλυτη καταστροφή. Και εκεί δεν υπάρχουν δικαστές, και εκεί δεν υπάρχουν αίθουσες, και περιμένουμε ένα και ενάμιση χρόνο για να βγει απόφαση».

«Εμείς οι δικηγόροι στοχοποιούμαστε διαρκώς από το Υπουργείο ως υπεύθυνοι της καθυστέρησης».

«Δήθεν ζητάμε αναβολές διαρκώς με αποτέλεσμα να καθυστερεί η απονομή στη δικαιοσύνη. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα από αυτό. Η στοχοποίησή μας συμβαίνει προκειμένου να καλύψει το Υπουργείο και η πολιτεία τις δικές τους ευθύνες. Είναι ανθρώπινο ένας δικηγόρος ή να αντιμετωπίσει ενδεχομένως ένα πρόβλημα υγείας ή να προηγηθεί εκδίκαση μιας άλλης υπόθεσης που μπορεί να έχει ταυτόχρονα με την υπόθεση την οποία ζητεί την αναβολή. Αλλά αυτό δεν θα έπρεπε να επιφέρει καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης. Διότι εξαιτίας της έλλειψης υποδομών εάν ζητηθεί αναβολή αντί να οριστεί μια νέα δικάσιμο σε δύο ή τρεις μήνες, ορίζεται σε πολλές περιπτώσεις μια δικάσιμο σε ένα χρόνο. Αυτό δεν είναι ευθύνη του δικηγόρου. Έρχεται λοιπόν η πολιτεία να χρησιμοποιήσει τη δικαιοσύνη ως φοροεισπρακτικό μηχανισμό που υποτίθεται τιμωρεί τον δικηγόρο και τον αναγκάζει δια του εντολέα του να πληρώσει το λεγόμενο παράβολο της αναβολής να εισπράξει χρήματα το Υπουργείο και να πάει υπόθεση του να δικαστεί ένα χρόνο μετά.  Αυτό δεν έχει λογική, δεν ευθύνεται ο δικηγόρος για αυτό».

Οι σχέσεις σου με τους πελάτες δεν επηρεάζονται;

«Προφανώς δημιουργεί αντίκτυπο διότι έχει μια εικόνα ο κόσμος, ότι για να δικαιωθεί, θα περάσουν δύο, τρία μέχρι και τέσσερα χρόνια. Εάν η διαφορά που έχει με τον συμπολίτη του είναι μικρής οικονομικής αξίας δεν θα τη διεκδικήσει καθόλου διότι ξέρει ότι θα αργήσει να δικαιωθεί, θα έχει ξοδέψει άλλα τόσα λεφτά σε σχέση με αυτά που διεκδικεί και ενδεχομένως στο τέλος αυτής της οδύσσειας να μην μπορεί να εισπράξει τα χρήματα του, διότι ο αντίδικώς του μπορεί να πτωχεύσει, μπορεί να εξαφανιστεί, μπορεί να μην έχει περιουσιακά στοιχεία για να εισπραχθούν. Επομένως υφιστάμεθα ζημία εμείς οι δικηγόροι στο μέτρο που δεν μπορούμε να αναλάβουμε υποθέσεις εν όψει του γεγονότος ότι ο ιδιώτης ας πούμε αποθαρρύνεται από αυτό το οποίο βλέπει».

Σχετικά με την ψηφιοποίηση 

«Η αλήθεια είναι ότι έχουν ληφθεί μέτρα από την πολιτεία προς αυτή την κατεύθυνση δηλαδή να απλοποιήσει ίσως κάποιες διαδικασίες οι οποίες θέλουν τη φυσική παρουσία μέχρι σήμερα του δικηγόρου. Όμως συναντούμε πάλι το ίδιο πρόβλημα της υποστελέχωσης των υπηρεσιών, για να δώσω ένα παράδειγμα, παλαιότερα όταν χρειαζόμασταν ένα πιστοποιητικό –  πεθαίνει κάποιος, θέλουν να υπογράψουν πράξη της αποδοχής κληρονομίας, οι κληρονόμοι σε αυτή την πράξη έπρεπε να εκδώσουνε το λεγόμενο πιστοποιητικό μη δημοσίευσης διαθήκης ότι δηλαδή πέραν αυτής της διαθήκης που είναι δημοσιευμένη δεν υπάρχει άλλη πράξη του κληρονομούμενου- Πηγαίναμε στη θυρίδα εμείς οι δικηγόροι των δικαστηρίων πληρώναμε μισό ευρώ και παίρναμε το πιστοποιητικό την επόμενη μέρα. Έρχεται λοιπόν η τεχνολογία για να διευκολύνει υποτίθεται τις καταστάσεις αυτές και υποχρεώνει πλέον τον πολίτη να ξοδεύει πέντε ευρώ για το πιστοποιητικό αυτό, από μισό ευρώ το κόστος πήγε πέντε ευρώ κάνουμε πλέον την αίτηση ηλεκτρονικά για το πιστοποιητικό το οποίο βγαίνει σε μία βδομάδα – αυτό δεν έχει λογική δηλαδή την τεχνολογία τη φέρνεις για να διευκολύνεις τις καταστάσεις και να τις κάνεις πιο γρήγορες όχι να περιμένει ο άλλος μία βδομάδα από εκεί που περίμενε μία μέρα – και σε άλλες διαδικασίες η καθυστέρηση είναι μεγαλύτερη της μίας βδομάδας. Αυτά δηλαδή που ακούγονται κατά καιρούς από το Υπουργείο ή από διαφόρους Υπουργούς ότι απλοποιούμε τις διαδικασίες και με ένα κουμπί πλέον θα πατάει ο πολίτης και θα βγαίνουν όλα τα πιστοποιητικά αυτά είναι ανοησίες λέγονται ας πούμε για ψηφοθηρικούς λόγους».

«Η κατάργηση των ειρηνοδικείων ήταν μια καταστροφή» 

«Μετά τα ειρηνοδικεία είναι τα πρωτοδικεία και σε δεύτερο βαθμό είναι τα εφετεία. Αυτή ήταν η δομή της αστικής δικαιοσύνης μέχρι τότε στην Ελλάδα. Αποφάσισαν εν μία νυκτία να παύσουν τη λειτουργία των ειρηνοδικείων, να την καταργήσουν ως θεσμό και να υπάγονται πλέον όλες οι διαδικασίες απευθείας στα πρωτοδικεία.  Κλείνουν λοιπόν αυτές τις δομές και στην ουσία στερεί  από τον κόσμο την άμεση πρόσβαση στη δικαιοσύνη – διότι ο κάτοικος ενός απομακρυσμένου χωριού του νομού Θεσσαλονίκης θα πρέπει να επισκεφτεί να κάνει ένα ταξίδι μίας και μιάμισης ώρας για να έρθει στη Θεσσαλονίκη να αναζητήσει τη δικαίωσή του μέσω των θεσμών του πρωτοδικείου. Επίσης δεν μπορείς να ψηφίζεις το νόμο το καλοκαίρι και να λες ότι από τον Σεπτέμβριο θα ισχύσει. Καθώς και δεν μπορείς τους ειρηνοδίκες, ξαφνικά, να τους κάνεις τακτικούς δικαστές πρωτοδίκες διότι ο ειρηνοδίκης είναι άλλο πράγμα. Προφανώς υπάρχουν και ενημερωμένοι και νομικά καταρτισμένοι οι ειρηνοδίκες αλλά δεν είναι όλοι».

Ο δικηγόρος Στράτος Ζήσης μίλησε στην Parallaxi για τα ειρηνοδικεία.

Για τις επιπτώσεις στους πολίτες και την απονομή της δικαιοσύνης με βάση την κατάργηση ειρηνοδικείων 

«Πέραν του ζητήματος της κατάργησης των Ειρηνοδικείων σε περιοχές με μικρότερο πληθυσμό, όπως θα εξηγήσω στη συνέχεια, η ιδέα της “ενοποίησης” του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας ίσως να μην ήταν καταρχήν αρνητική. Ωστόσο, κατά την γνώμη μου, η κυβέρνηση μέσω του μανδύα της “αναδιάρθρωσης” προσπαθεί να καλύψει την αδυναμία και απροθυμία της, ας μου επιτραπεί το σχόλιο αυτό, να πάρει ουσιαστικά μέτρα στήριξης της λειτουργίας της δικαιοσύνης, κατεύθυνση, η οποία μπορεί να υπηρετηθεί μόνο μέσα από προσλήψεις δικαστικών υπαλλήλων και δικαστών, τη δημιουργία νέων υποδομών, Για να μην κουράσω, αυτή τη στιγμή, η ήδη εφαρμοζόμενη κατάργηση των Ειρηνοδικείων, ακόμη και αν θεωρήσουμε ότι ο αριθμός των δικαστών και των υπαλλήλων παραμένει ο ίδιος, σημαίνει πρακτικά ότι όλη η ύλη των δικαστηρίων των Βασιλικών και των Κουφαλίων, για να πάρουμε το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης, αναγκαστικά θα πρέπει να στριμωχτεί κτιριακά και χρονικά στη Θεσσαλονίκη. Πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω πως αυτό υπηρετεί τον “άγιο” σκοπό της ταχύτητας της Δικαιοσύνης. Να πω ότι όσες “αναδιαρθρώσεις”, “ηλεκτρονικές διακυβερνήσεις” και αν γίνουν, αν δεν υπάρχουν άνθρωποι να διεκπεραιώσουν αυτές τις υποθέσεις το πρόβλημα θα γίνεται μόνο μεγαλύτερο και αυτό ακριβώς βιώνουν μέχρι στιγμής τουλάχιστον οι πολίτες».

Για το αν υπάρχουν προβλήματα στην πρόσβαση στην δικαιοσύνη απο μικρές και απομακρυσμένες περιοχές

«Ένα κομμάτι δικαστικής ύλης με την κατάργηση των Ειρηνοδικείων συγκεντρώνονται στα Πρωτοδικεία που κατά κανόνα εδρεύουν στις περισσότερες περιπτώσεις στις έδρες των άλλοτε νομών. Πέραν των συνεπειών που μπορεί να έχει μια τέτοια αλλαγή για τις τοπικές κοινωνίες, τους εργαζόμενους σε αυτές, θα ήθελα να σταθώ στο ζήτημα της αύξησης του κόστους των δικηγορικών και δικαστικών υπηρεσιών. Για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων ενώπιον Δικαστηρίων, οι Δικηγόροι οφείλουν να πληρώνουν ένα γραμμάτιο προείσπραξης εισφορών και ενσήμων υπολογισμένα με βάση μια προκαθορισμένη αμοιβή, σαφώς μικρότερη στην περίπτωση των Ειρηνοδικείων. Η κατάργηση των Ειρηνοδικείων σήμανε πρακτικά την σε μια μέρα αύξηση των γραμματίων για τις υποθέσεις των παλιών Ειρηνοδικείων στα επίπεδα των Πρωτοδικείων, ό, τι αυτό συνεπάγεται για το κόστος πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Πέραν αυτού, η κατάργηση των Ειρηνοδικείων οπωσδήποτε έχει επιπτώσεις για τον κύκλο δραστηριοτήτων Δικηγόρων μικρών επαρχιακών πόλεων. Ο πολίτης πρακτικά θα επωμιστεί το κόστος των μετακινήσεων για τις δικηγορικές υπηρεσίες, ίσως σε μια πόλη όπως η Θεσσαλονίκη δεν μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό, καθώς ήδη η συντριπτική πλειοψηφία των δικηγορικών γραφείων βρίσκονται εντός του πολεοδομικού συγκροτήματος». 

Για το ποιοι παράγοντες θα μπορούσαν να κάνουν την κυβέρνηση να σκεφτεί την επαναφορά ειρηνοδικείων

«Το ζήτημα δεν είναι η ύπαρξη των Ειρηνοδικείων, αλλά κατά πόσο η κυβέρνηση εξασφαλίζει τους όρους παροχής ποιοτικών δικαστικών υπηρεσιών. Η κυβέρνηση, κάτω από το χαλί των διοικητικών αναδιαρθρώσεων βάζει όλα τα προβλήματα. Ας μου επιτραπεί να δώσω δυο παραδείγματα για την ταχύτητα της δικαιοσύνης.

  1.  Ο νόμος προβλέπει προθεσμίες για την έκδοση δικαστικών αποφάσεων. Πρόσφατα σε μία υπόθεση εντολέα μου, ο δικαστής έβγαλε μέσα σε ένα μήνα απόφαση, η οποία απέρριπτε την αγωγή μου, υιοθετώντας, κατά τη γνώμη μου πάντα, ερμηνεία, η οποία ήταν εσφαλμένη και αντικείμενη σε πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου. Ωστόσο, αυτή η ερμηνεία του Δικαστή του έδωσε τη δυνατότητα να μπει μόνο σε τυπικά ζητήματα της αγωγής μου, χωρίς να μπει στην χρονοβόρα εξέταση της ουσίας, γεγονός που εξασφάλισε την από “εξωτερική” άποψη εμπρόθεσμη και γρήγορη έκδοση απόφασης. Τι θέλω να πω; Χωρίς καμία διάθεση να δικαιολογήσω τον συγκεκριμένο δικαστή ή δικαστές που αδικαιολόγητα καθυστερούν υπέρμετρα στην έκδοση αποφάσεων, όταν έχεις τον βούρδουλα “της ταχύτητας” συνδεόμενο σύμφωνα με κυβερνητικές απόψεις και με πειθαρχικούς ελέγχους και ελλείψει επαρκούς αριθμού δικαστικών λειτουργών και υπερχρεώνεις τους υπάρχοντες με πολλούς φακέλους, ακόμα και να μην υπάρχει κάποια τυπική έλλειψη, το σύστημα από μόνο του ωθεί τους δικαστικούς λειτουργούς στην αναζήτηση της τυπικής εξωτερικής ταχύτητας, η οποία συνεπάγεται την επιβάρυνση της ουσιαστικής ταχύτητας.
  2. Στο δεύτερο παράδειγμα θέλω να κάνω ένα σχόλιο, ίσως ξεφεύγοντας λίγο από το θέμα, ως προς τον παραπάνω “άγιο” σκοπό της ταχύτητας στην απονομή της δικαιοσύνης. Οι πολίτες ξέρουν πολύ καλά τι σημαίνει καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης. Θα ήθελα να αναφέρω μια φωτεινή εξαίρεση σε αυτήν την πραγματικά άθλια κατάσταση. Ο Άρειος Πάγος δημοσίευσε σε λιγότερο από 10 ημέρες από τη δικάσιμο (εντυπωσιακό, ε;) την υπ’ αριθ. 1/2023 απόφασή του. Ποιο ήταν η κρίση του ανώτατου ακυρωτικού στη διαφορά αυτή; Μα φυσικά η διευκόλυνση των funds στη διενέργεια πλειστηριασμών, κάτι που επικρίθηκε αυτονόητα από τη συντριπτική πλειοψηφία του δικηγορικού κόσμου. 

Έτσι, η ταχύτητα δεν είναι πάντα καλή, ειδικά όταν πρόκειται να σου πάρουν το σπίτι. Οι κυβερνήσεις, κοντολογίς, αν θέλουν, πράγματι μια απλή υπόθεση να μη χρονίζει, ας εξασφαλίσουν για τον πολίτη δικαστές, δικαστικούς υπαλλήλους, αίθουσες να δικάζονται οι υποθέσεις, ώστε να μην παίρνει μια υπόθεση αρχική δικάσιμο μετά από δέκα χρόνια και από κει και πέρα αν πάνω η απόφαση γράφει Ειρηνοδικείο ή Πρωτοδικείο είναι δευτερεύον ζήτημα. Η κατάργηση των Ειρηνοδικείων, χωρίς τα παραπάνω, δε λύνει απολύτως κανένα πρόβλημα».

Για την σημασία στον κλάδο των δικαστών – δικηγόρων
«Ως προς τους δικαστές γνωρίζω ότι υπήρξε ζήτημα σε σχέση με την ένταξη των Ειρηνοδικών στην επετηρίδα των Πρωτοδικών, ωστόσο για να είμαι ειλικρινής, για το θέμα αυτό, αλλά και για άλλα, παραδείγματος χάρι μισθολογικής φύσεως θέματα, δε γνωρίζω και δεν μπορώ να πάρω θέση. Για τους δικηγόρους, θα ήθελα να σημειώσω ένα μόνο παραπάνω ζήτημα που ενδεχομένως ανακύψει κατά την εφαρμογή του νέου δικαστικού χάρτη. Ο νέος δικαστικός χάρτης προβλέπει, όπως προείπα και Περιφερειακές έδρες, όπως αυτήν του Λαγκαδά. Κοντολογίς, αυτό σημαίνει ότι όλες οι υποθέσεις αρμοδιότητας υλικής Πρωτοδικείου και τοπικής Λαγκαδά θα δικάζονται στον Λαγκαδά. Δηλαδή, πλέον και οι παλιές υποθέσεις αρμοδιότητας Λαγκαδά που δικάζονταν στη Θεσσαλονίκη, τώρα θα δικάζονται στον Λαγκαδά. Αυτή η επιμέρους αλλαγή θα δημιουργήσει σίγουρα δυσκολίες στην καθημερινότητα των Δικηγόρων λόγω της ανάγκης συχνότερης μετάβασης στην πόλη του Λαγκαδά. Είναι προφανές ότι σε αυτό το καθήκον θα μπορέσουν να ανταποκριθούν καλύτερα δικηγορικές εταιρείες ή γραφεία με πιο εκτεταμένο δίκτυο συνεργατών και θα δυσκολέψει αντίστοιχα τους αυτοαπασχολούμενους συναδέλφους που δουλεύουν μόνοι τους, οι οποίοι ήδη έχουν μπει στο στόχαστρο της κυβέρνησης με τις πρόσφατες αλλαγές της φορολογικής νομοθεσίας για αυτούς. Γενικά η συνολική κυβερνητική στάση απέναντι στους Δικηγόρους συνοψίζεται στο “Κλείστο το ρημάδι αφού δεν μπορείς”».
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα