“Μετά τους αγανακτισμένους η χούντα έπαψε να είναι ταμπού”

Του Γιάννη Σφήκα Τα κρούσματα βίας πληθαίνουν αποτελώντας σχεδόν καθημερινό φαινόμενο. Δυο πανεπιστημιακοί και μια δημοσιογράφος αναλύουν το φαινόμενο εξετάζοντάς το μέσα από το πρίσμα των ΜΜΕ αλλά και τον πανεπιστημίων. Ομοιότητες και διαφορές μεταξύ των πολιτικών άκρων, δημοσιογραφική ευθύνη και κατανομή προνομιακών πεδίων στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης. Η αίθουσα ήταν από νωρίς γεμάτη, […]

Parallaxi
μετά-τους-αγανακτισμένους-η-χούντα-έ-11484
Parallaxi
aganaktismenoi.jpg

Του Γιάννη Σφήκα

Τα κρούσματα βίας πληθαίνουν αποτελώντας σχεδόν καθημερινό φαινόμενο. Δυο πανεπιστημιακοί και μια δημοσιογράφος αναλύουν το φαινόμενο εξετάζοντάς το μέσα από το πρίσμα των ΜΜΕ αλλά και τον πανεπιστημίων. Ομοιότητες και διαφορές μεταξύ των πολιτικών άκρων, δημοσιογραφική ευθύνη και κατανομή προνομιακών πεδίων στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης.

Η αίθουσα ήταν από νωρίς γεμάτη, πέρα από κάθε προσδοκία. Το κοινό, κυρίως πανεπιστημιακοί που οι περισσότεροι γνωρίζονταν μεταξύ τους, έδινε την αίσθηση μιας ατμόσφαιρας οικείας. Λίγο αργότερα, αυτό ακριβώς το κλίμα θα αποδεικνυόταν ο καταλυτικότερος παράγοντας για να ειπωθούν πράγματα που σπάνια οι πανεπιστημιακοί μέχρι τώρα έθιξαν από δημόσιο βήμα. Ήταν την προηγούμενη Τετάρτη, 15 Μαΐου, και ο «Σύνδεσμος Καθηγητών ΑΠΘ» διοργάνωνε στο Κέντρο Ιστορίας την πρώτη του εκδήλωση με το επίκαιρο θέμα «Βία και Νόμος: ΜΜΕ- Πανεπιστήμιο», σε μια σπάνια προσπάθεια των πανεπιστημιακών να τοποθετηθούν συλλογικά με τον νηφάλιο και τεκμηριωμένο ακαδημαϊκό τους λόγο σε τρέχοντα ζητήματα. 

Στην Θεσσαλονίκη, σε αντίθεση με την πρωτεύουσα Αθήνα, ο δημόσιος διάλογος είναι φτωχός. Συνήθως περιορίζεται σε αξιόλογες πανεπιστημιακές εκδηλώσεις, κυρίως στον χώρο των δύο ιδρυμάτων, ενώ, λιγότερο συχνά, οι πανεπιστημιακοί συμμετέχουν σε συζητήσεις για τρέχοντα ζητήματα με αφορμή την παρουσίαση κάποιου νέου βιβλίου ή στα πλαίσια ευρύτερων θεματικών. Η συζήτηση λοιπόν αποτελούσε από μόνη της είδηση. Έγιναν τρεις εισηγήσεις από δύο καθηγητές και μια δημοσιογράφο που αποτέλεσαν και το πιο ενδιαφέρον μέρος ενώ ακολούθησε συζήτηση με θέματα πιο τεχνικά και οργανωτικά για το πανεπιστήμιο, όπως η φύλαξή του κλπ.

Το πλαίσιο

Η απλοϊκή απεικόνιση ενός ευθύγραμμου τμήματος, όπου στα δύο άκρα του τοποθετούνται οι πολιτικοί χώροι Δεξιά και Αριστερά, αποτελεί την συνήθη και απλοϊκή αναπαράσταση του πολιτικού φάσματος έτσι ώστε να οριστεί η θέση των πολιτικών σχημάτων σε αυτό. Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης, πολιτικός επιστήμονας, ιστορικός και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, υποστήριξε ότι «η διαφορά μεταξύ των δύο άκρων είναι δεδομένη. Ταξική ισότητα, διεθνισμός από τη μία και ρατσισμός, εθνικισμός από την άλλη».

Για τον κ. Μαραντζίδη «υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής» γιατί σημαντικότερος είναι ο προσδιορισμός τους σε σχέση με την αντισυστημικότητα και την αντίθεσή τους στην φιλελεύθερη αντιπροσωπευτική δημοκρατία και την κουλτούρα της.

Σε τι όμως εχθρεύονται τα δύο άκρα την δημοκρατία; Πού συναντιούνται οι στόχοι και πού μοιράζονται τα ίδια εργαλεία; Το πρώτο σημείο σύγκλισης των δύο άκρων αποτελεί η αντίθεση προς τον κοινοβουλευτισμό, την αντιπροσώπευση και τις διαδικασίες της. Ο Λένιν έλεγε ότι «το Κοινοβούλιο είναι απάτη» ενώ, με κομψότερο τρόπο, την ίδια επιχειρηματολογία υιοθετούσε στις πρόσφατες εκλογές και η κ. Παπαρήγα. Αν κάτι επέβαλλε αυτόν τον κομψότερο τρόπο ήταν το προηγούμενο της δικτατορίας και η ευαισθησία της κοινής γνώμης. Για τον κ. Μαραντζίδη οι αγανακτισμένοι αποτέλεσαν την πρώτη στιγμή που έλληνες πολίτες αντιτάχθηκαν ευθέως στην Βουλή, γι’ αυτό και υποστήριξε ότι τότε τελείωσε και η Μεταπολίτευση, αφού η 21 Απριλίου έπαυε πλέον να είναι ταμπού, όπως αποτυπώθηκε και σε πρόσφατη δημοσκόπηση.  Η Χρυσή Αυγή εκφράζει ακριβώς αυτήν την τάση γιατί, όπως υποστήριξε, αποτελεί το «σημαντικότερο γέννημα» των αγανακτισμένων, της γνωστής και ως «επάνω πλατεία Συντάγματος».

Επισήμανε ακόμα, ότι τα δύο άκρα νομιμοποιούν την δράση τους μέσω του πλήθους, αναδεικνύοντας την λατρεία για την κινητοποίηση ως το δεύτερο σημείο τομής και, αναφερόμενος σε παραδείγματα όπως της Κερατέας και της Χαλκιδικής, υποστήριξε ότι «δεν μετράνε τόσο οι ψήφοι όσο η δυνατότητα κινητοποίησης αυτή καθ’ αυτή, θυμίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο μεσοπόλεμο. Αρκεί η κινητοποίηση και όλα παραλύουν, όπως οι αγανακτισμένοι παρέλυσαν την λειτουργία της Βουλής».

«Η αίσθηση των άκρων είναι ότι η βία είναι η μαμή της ιστορίας κι αυτό γιατί και για τις δύο πλευρές η Κοινοβουλευτική δημοκρατία αποτελεί μεταβατικό στάδιο». Το πολυσυζητημένο πλέον θέμα της βίας αναδεικνύεται, σύμφωνα με τον κ. Μαραντζίδη, ως το τρίτο σημείο συνάντησης των δύο άκρων, ενώ παρέθεσε και την αποστροφή ενός διανοητή «η επανάσταση δεν είναι ορθογραφία να κοιτάζει τους τόνους, θα ‘χει αίμα και απώλειες».

Πώς όμως μπορεί να αντιμετωπίσει η αμήχανη, μέχρι σήμερα, «φιλελεύθερη αντιπροσωπευτική δημοκρατία» τις προκλήσεις αυτές; Για τον κ. Μαραντζίδη η εφαρμογή του νόμου δεν αρκεί. Κάνοντας μια αναδρομή στον 19ο αιώνα με τα δημοκρατικά αιτήματα των δεκαετιών 1830-40 και την «επαναστατική» παροχή του καθολικού δικαιώματος ψήφου στους άνδρες προς τα τέλη του ίδιου αιώνα, υποστήριξε ότι αν κάτι απαιτείται σήμερα είναι η διεύρυνση των δημοκρατικών θεσμών, ώστε να επέλθει η ανανέωση και να ανακτηθεί η κοινωνική ηγεμονία.   

Τα ΜΜΕ

Κι αν το αμήχανο ελληνικό πολιτικό σύστημα, εδώ κι έναν χρόνο, βρίσκεται αντιμέτωπο με μία πρωτοφανή απονομιμοποίηση, παραμένει το ερώτημα για το πώς αντιμετωπίζεται το φαινόμενο της βίας από τα ΜΜΕ. Η δημοσιογράφος του ραδιοφωνικού σταθμού Αθήνα 984, κ. Τζίνα Μοσχολιού, υποστήριξε ότι η διαχείριση των περιστατικών βίας από τα ΜΜΕ «διαμορφώνεται και με επιχειρηματικούς και εμπορικούς όρους. Ο βίαιος λόγος είναι κι αυτός μια εμπορική επιλογή και μια εύκολη λύση, ένα χάδι στα ένστικτα του κοινού και μια μορφή πίεσης σε μια περίοδο που τα ΜΜΕ  δεν έχουν πια τις ίδιες πηγές εσόδων που είχαν στο παρελθόν».

Τα ΜΜΕ αποτελούν τον δίαυλο που διαμεσολαβεί το μήνυμα ανάμεσα σε θεσμούς και πολίτες όμως η προϋπόθεση εμπιστοσύνης που απαιτείται σήμερα απλά δεν υφίσταται. Η άποψη που έχει επικρατήσει είναι ότι αποτελούν, σύμφωνα με την κ. Μοσχολιού, «χέρι του συστήματος. Ακόμα και τα ιδιωτικά μέσα ζούσαν από κρατικό χρήμα μέσα από διαφημίσεις και δάνεια που ενέκριναν τα κόμματα». Κι αν σήμερα ο κόσμος δεν εμπιστεύεται τα κόμματα, στην αμφίδρομη αυτή σχέση, η έλλειψη εμπιστοσύνη αγγίζει και τα ΜΜΕ.

Η ίδια δημοσιογράφος επισήμανε ότι «όπως η αντιπολίτευση για ψηφοθηρικούς λόγους χαϊδεύει τους ψηφοφόρους και πολλοί δημοσιογράφοι νιώθουν την ανάγκη να κάνουν το ίδιο με το κοινό ώστε να επιβιώσουν». Υποστηρίζοντας ότι η βία σήμερα είναι αποπολιτικοποιημένη, αναφέρθηκε στην υιοθέτηση των συνθημάτων των αγανακτισμένων ενώ παρατήρησε ότι οι δημοσιογράφοι σήμερα «πρέπει να φοβούνται και να είναι έξαλλοι (hate speech), να υιοθετούν τον λαϊκισμό, τις λυρικές περιγραφές και τους επιθετικούς προσδιορισμούς, βαφτίζοντας ‘χαράτσι’ τον φόρο ακίνητης περιουσίας, το μνημόνιο ‘ανθρωποκτόνο’ κ.λπ.».

Πλέον γίνεται ανοικτά λόγος, και με αφορμή το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, γύρω από την αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής και της δράσης της. Η δημοσιογράφος υποστήριξε ότι «το παιχνίδι χάθηκε προεκλογικά όταν αυτό το κόμμα προβλήθηκε με όρους lifestyle. Σήμερα με μισό εκατομμύριο κόσμο από πίσω είναι δύσκολο να τους αγνοήσεις, ίσως η καλύτερη αντιμετώπιση έρχεται με την αποκάλυψη των θέσεών τους για όλα τα ζητήματα, από την εξωτερική πολιτική μέχρι τα αγροτικά θέματα και την οικονομία».

Το πανεπιστήμιο

Η γερμανίδα φιλόσοφος Χάνα Άρεντ στα τέλη της δεκαετίας του ’60 διαπίστωνε ότι «είναι μικρή η ενασχόληση της βιβλιογραφίας με τη βία». Με την φράση αυτή ξεκίνησε την ομιλία του ο κ. Ιωάννης Στεφανίδης, καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στην Νομική Σχολή του ΑΠΘ.

Τα κρούσματα βίας απασχολούν, πλέον, σε καθημερινή βάση την ελληνική κοινωνία. Διανύοντας ήδη τον τέταρτο χρόνο ύφεσης, δίπλα στα φαινόμενα διαφθοράς, ανομίας, ανεργίας και φτωχοποίησης στρωμάτων του πληθυσμού, που προκαλούν έξαρση της εγκληματικότητας, παρατηρείται, για πρώτη φορά μετά τον εμφύλιο πόλεμο, ένα άγνωστο ως τώρα φαινόμενο: «Αν και τις τελευταίες δύο δεκαετίες τα κρούσματα βίας αυξάνονται, ειδικά σήμερα, οργανωμένες ομάδες, οι οποίες διεκδικούν την ψήφο, υποθάλπουν ή ασκούν βία με την επίκληση ορισμένης στάσης ζωής ή ιδεολογίας» υποστήριξε ο κ. Στεφανίδης. Παράλληλα, διαπιστώνεται μια «άτυπη κατανομή προνομιακών πεδίων δράσης: γειτονιές με μετανάστες, νοσοκομεία και σχολεία για την μια πλευρά, πανεπιστημιακοί χώροι, κτίρια υπό κατάληψη και αστικοί θύλακες τύπου Εξαρχείων για την άλλη». Ωστόσο ο κ. Στεφανίδης τόνισε ότι δεν εξισώνει τα δύο άκρα, αν και δεν διαπιστώνει την επιθυμία της Χρυσής Αυγής να συγκρουστεί με την άκρα αριστερά, ενώ διαφώνησε και με την πρόσφατη τοποθέτηση του συναδέλφου του ιστορικού Μαρκ Μαζάουερ, ο οποίος υποστήριξε ότι διαφέρει η βία της άκρας αριστεράς με εκείνη της άκρας δεξιάς στην Ελλάδα.  

Τι συμβαίνει όμως με το φαινόμενο της βίας στον χώρο των πανεπιστημίων όπου μόλις το 2011 ο θεσμός του ασύλου καταργήθηκε; Ο κ. Στεφανίδης, αφού απαρίθμησε σειρά ποινικών πράξεων που έχουν τελεσθεί, υποστήριξε ότι η βία και η ανομία είναι διάχυτες «είτε με την μορφή ποινικών εγκλημάτων είτε ως μέσο πολιτικού ακτιβισμού» μετατρέποντας τα πανεπιστήμια σε «θερμοκήπια ποινικών συμπεριφορών και βίας με ευθύνη της πολιτείας και των πανεπιστημιακών. Η βία προβάλλεται ως ακτιβισμός και οι καταλήψεις αποτελούν θεμιτή βία απέναντι στο καθηγητικό κατεστημένο και την κοινωνική βία» που αποτελούν μια άλλη «κακή» βία με τους «θιασώτες της επαναστατικότητας να επιδιώκουν την διαιώνιση αυτής της κατάστασης ανομίας». Η αποτίμηση ήταν ότι ο θεσμός του ασύλου ουσιαστικά λειτούργησε παραλυτικά ως προς την αντιμετώπιση της βίας, απειλώντας την ίδια την ακαδημαϊκή ελευθερία και υποβαθμίζοντας την ίδια την ποιότητα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Τέλος, κλείνοντας ο κ. Στεφανίδης υπενθύμισε μία ακόμα, ανησυχητική αλλά επίκαιρη, φράση της Χάνα ΄Αρεντ «τα μέσα μπορεί να υπερβούν τον σκοπό. Όμως η εισαγωγή της πρακτικής της βίας έχει ήδη γίνει. Το αποτέλεσμα είναι ένας πιο βίαιος κόσμος».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα