Μιλώντας με αυτόπτες μάρτυρες του προσφυγικού: “Βγήκε από την βάρκα και φίλησε τη γη”
Οι άνθρωποι στην πρώτη γραμμή του προσφυγικού εξιστορούν... - Ένας πατέρας μου είπε μέσα στο νεκροτομείο, "φύγαμε για το καλύτερο και καταλήξαμε εδώ, χάνοντας και τα δύο μωρά μας. Όλο τον κόσμο μας."
Στον απόηχο ενός ναυαγίου με 78 νεκρούς, 104 διασωθέντες, αρκετούς τραυματίες και εκατοντάδες αγνοούμενους ξεκινά μία έρευνα στα μέτωπα του προσφυγικού της τελευταίας δεκαετίας στην Ελλάδα.
Η Parallaxi μίλησε με ανθρώπους που βρέθηκαν στα προσφυγικά πεδία, για όλα όσα συμβαίνουν στα ελληνικά νησιά και για την καταγραφή των συνθηκών διαβίωσης στα campus.
Η Εύα Σαββοπούλου από την UNHCR Hellas, περιγράφει τι συμβαίνει αυτή την στιγμή στην Καλαμάτα όπου και μεταφέρθηκαν οι επιζώντες από το πολύνεκρο ναυάγιο της Πίλου.
“Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα ναυάγια των τελευταίων ετών στην θάλασσα της Ελλάδας. Το κλιμάκιο της Ύπατης Αρμοστείας βρέθηκε στην Καλαμάτα από την πρώτη στιγμή όπου και μεταφέρθηκαν οι επιζώντες για να στηρίξει το έργο των αρχών και να αξιολογήσουν τις σχετικές ανάγκες. Είχαμε θέσει στην διάθεση του Λιμενικού σώματος είδη πρώτης ανάγκης για την βοήθεια στους επιζώντες και μετέπειτα έφτασαν στην Αθήνα και μοιράστηκαν στους επιζώντες κάποια είδη ατομικής υγιεινής. Οι αρμόδιες αρχές ακολουθούν τις διαδικασίες ώστε να μπορέσουν οι άνθρωποι αυτοί να μεταφερθούν στο κέντρο υποδοχής και ταυτοποίησης στην Μαλακάσα. Στο πεδίο ήταν συγκινητική η ανταπόκριση της τοπικής κοινωνίας των τοπικών αρχών, των εθελοντών και των πυροσβεστικών.
Η ομάδα μας μετά από αίτημα της ομάδας “αναγνώρισης θεμάτων καταστροφών” της αστυνομίας ακόλουθά την διαδικασία της διαχείρισης των νεκρών και αγνοούμενων με την σχετική ταυτοποίηση σορών και την προσπάθεια να συνδεθούν οι συγγενείς που αναζητούν τους ανθρώπους τους που πιθανόν αγνοούνται με τις αναφορές για τους αγνοούμενους. Οι διασωθέντες είναι σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση, οι άνθρωποι είναι σε πολύ δύσκολες συνθήκες, βρίσκονται σε μεγάλη αγωνία, προτεραιότητα μας είναι η ψυχολογική υποστήριξη. Η κύρια αγωνία τους είναι να ενημερώσουν τους συγγενείς τους. Είναι επιζώντες από ένα ναυάγιο με πολλούς νεκρούς, αυτό είναι ακόμη πιο δύσκολο. Πρέπει να ερευνηθούν τα πάντα, να βρεθούν ασφαλείς δίοδοι για την μεταφορά αυτών των ανθρώπων, να σταματήσουν οι συρράξεις, πρέπει τα κράτη να βρουν λύση με σκοπό να υπάρχει συντονισμένη έρευνα και διάσωση στην θάλασσα ώστε να μην έχουμε πλέον αυτές τις ζωές που τόσο άδικα χάνονται. Παραμένουμε στην διάθεση των αρχών γιατί είναι μακρά η διαδικασία που ακολουθείται σε ένα ναυάγιο που πιθανόν να έχουμε τόσες πολλές απώλειες, για την διαδικασία της διαχείρισης και της ταυτοποίησης των αγνοουμένων. Σύμφωνα με όσα λένε οι επιζώντες υπήρχαν γυναίκες και παιδιά αλλά είναι πολύ νωρίς για να μπορέσουν να διασταυρωθούν οι πληροφορίες, όμως σημειώνεται πως πράγματι τα γυναικόπαιδά βρίσκονται σε πιο προστατευμένα μέρη, αυτών των πλεούμενων.”
Ο κ. Θάνος, είναι ψαράς στην Λέσβο, το 2015 έσωσε χιλιάδες πρόσφυγες με την βάρκα του: “To 2015, είχαμε δεχθεί χιλιάδες εισροές προσφύγων από την Συρία, μόλις είχε αναλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ, τα πράγματα ήταν ανοργάνωτα, κανείς δεν μπορούσε να ελέγξει την κατάσταση γιατί το προσφυγικό κύμα ήταν πολύ δυνατό, σκεφτείτε ημερησίως έφταναν στο νησί 50-70 βάρκες, υπήρξε μέρα που έφτασαν στην στεριά 130 βάρκες, 60 άτομα το λιγότερο ήταν πάνω σε κάθε μία από αυτές. Οι παραλίες είχαν γεμίσει, σωσίβια, βάρκες, μηχανές, σε όλες τις παραλίες υπήρχαν πρόσφυγες στο νησί, ήταν χιλιάδες. Ήταν τότε η εποχή που απαγορευόταν να τους μετακινήσεις, περπατούσαν οι φουκαράδες μέσα στην ζέστη, με 40 βαθμούς. Προσπαθήσαμε όλοι εκείνη την περίοδο και βάλαμε λεωφορεία για να μεταφερθούν οι άνθρωποι. Σώσαμε πολύ κόσμο, γυναίκες εγκύους, παιδιά, βγάλαμε πολλές βάρκες, οι περισσότερες δεν είχαν καν μηχανές, ήταν μέχρι πάνω γεμάτες με νερά, ανάμεσα στο πλήθος έβλεπες παιδικά μάτια, ηλικιωμένους ανθρώπους, παράλυτους, η κατάσταση πραγματικά ήταν απελπιστική, αν την ζούσες θα έβαζες τα κλάματα.
Το 2015 όλος ο χρόνος κύλησε με αυτό τον τρόπο κάθε μέρα δεκάδες βάρκες μέσα στη νύχτα σε μία μαύρη και αβέβαιη θάλασσα. Εκείνο τον Οκτώβρη, η παγωνιά ήταν τόσο δυνατή, οι φουρτούνες και τα μποφόρ έσκαγαν η μία πάνω στην άλλη, πρώτη φορά μας κάνει τέτοιο Οκτώβρη στο νησί. Μπροστά στα μάτια μου πεθάνανε παιδιά, ένα αγόρι 28 χρονών και μία κοπέλα 32, πεθάνανε από το κρύο, μέσα σε μία ημέρα. Υπήρχαν γιατροί, αλλά δεν τους προλάβαμε. Εκείνο τον χρόνο, 5 μήνες δεν είχα κλείσει μάτι, δεν μπορούσα να πάω στην δουλειά μου, ήμουν συνέχεια εκεί, εγώ και άλλοι 5 ψαράδες. Θυμάμαι επιστρέφαμε στο σπίτι μας να ξαπλώσουμε μία ώρα, μας έπαιρναν τηλέφωνο όσοι είχαν ενημέρωση από το Λιμενικό και μας έλεγαν “μια βάρκα βουλιάζει στην τάδε τοποθεσία ανοιχτά”, εμείς τρέχαμε για να προλάβουμε όσους μπορούσαμε. Κάποια στιγμή εγώ απελπίστηκα, ξάπλωσα στον καναπέ μου και είχα πεισμώσει, ήρθε η γυναίκα μου να με σηκώσει και της έλεγα “δεν πάω πουθενά.” Εκείνη την στιγμή μου είπε “αν το πρωί μάθεις πως πνίγηκαν δέκα άτομα, τί θα κάνεις;” σηκώθηκα κατευθείαν. Τί να κάναμε, δεν γινόταν διαφορετικά. Πηγαίναμε κοντά στις βάρκες και εκείνες βυθιζόντουσαν. Να κολυμπάνε οι άνθρωποι μέσα στο κρύο, έτοιμοι να βουλιάξουν. Και ποιον να πρωτοσώσεις; Τί να κάνεις; Οι άνθρωποι αυτοί ήταν σε άθλια κατάσταση, το να βγαίνουν από την βάρκα, να γονατίζουν και να φιλάνε την άμμο της παραλίας, με αυτή την εικόνα καταλαβαίνεις τι έχουν περάσει. Βρισκόντουσαν όλοι μεταξύ ζωής και θανάτου.
Το 2016, οι εισροές ελαττώθηκαν ελάχιστα, αλλά το αποτέλεσμα παρέμενε ίδιο. Εις γνώση όλων πεθαίνουν οι άνθρωποι στην θάλασσα, να βλέπεις το τούρκικο λιμενικό να ρίχνει με την μάνικα νερά σε βάρκες, για να τους πνίξει. Ένα βράδυ θυμάμαι, μία φουσκωτή βάρκα είχε τρυπήσει στην μέση, είχε μέσα πολύ κόσμο και ανάμεσα τους γύρω στα 18 παιδιά, ήταν Σύριοι, τους αναγνωρίζαμε από τα σωσίβια. Οι Σύριοι φορούσαν πορτοκαλί ή κόκκινα ενώ οι Πακιστανοί και Αφγανοί είχαν μαύρα, αυτά ήταν φθηνά με λιγότερη ασφάλεια. Επέστρεφα από την δουλειά γύρω στη 1 το ξημέρωμα και είδα έναν φακό να αναβοσβήνει, πλησίασα πιο κοντά, η βάρκα ήταν σχεδόν βουλιαγμένη, οι γυναίκες κρατούσαν τα παιδιά στα χέρια τους για να μην πνιγούν. Δεν μπορούσαμε να πλησιάσουμε πολύ κοντά, γιατί οι άνθρωποι από τον πανικό τους, πηδούσαν στις βάρκες μας και δεν χωρούσαν όλοι θα βουλιάζαμε. Πήρα τηλέφωνο έναν φίλο μου, για να έρθει για βοήθεια με την βάρκα του, oι άντρες έμεναν στην θάλασσα για να βοηθήσουν τις γυναίκες και τα παιδιά, ένα παιδί ήταν τόσο μικρό το είχαν τυλίξει και φαινόταν μόνο τα ματάκια του. Στην στεριά ήταν αλληλέγγυοι και γιατροί, αγκάλιαζαν τα παιδιά και τα πήγαιναν στα ιατρεία. Κάποια στιγμή βλέπω μία μητέρα να ψάχνει το παιδί της, τρόμαξα νόμιζα πως το παιδί πνίγηκε. Ευτυχώς το παιδί το βρήκαμε το είχαν οι γιατροί. Το εντυπωσιακό ήταν πως κανένα μωρό δεν έκλαιγε. Οι αγνοούμενοι σε αυτές τις περιπτώσεις είναι τελειωμένοι, ακόμη είναι καλοκαίρι αν χειμωνιάσει έχουμε πολλά να δούμε. Ευτυχώς, στην πλειοψηφία, οι κάτοικοι της Λέσβου ήμασταν θετικοί από την πρώτη στιγμή, γι αυτό και επικρατήσαμε. Υπήρχαν κάποιοι που ήταν αντιδραστικοί, μέχρι σήμερα δεν τους θέλουν. Στην Μυτιλήνη με τα χρόνια, εκείνοι που δεν ήθελαν τους πρόσφυγες έγιναν περισσότεροι και δημιούργησαν προβλήματα. Θα το ξανάκανα, από την αρχή πρέπει να δείχνουμε αλληλεγγύη στους ανθρώπους.”
Η Ελένη Ζάχου είναι νοσοκόμα αντιμετώπισης καταστροφών και βρέθηκε χιλιάδες φορές στην πρώτη γραμμή, τόσο στην Ειδομένη όσο και στα νησιά: “Βρέθηκα στο μεγάλο ναυάγιο της Λέσβου με τους 300 επιβαίνοντες το 2015, εκείνη τη νύχτα χάσαμε 11 μωρά και 27 ενήλικους. Οι μέρες που ακολούθησαν με βρήκαν στο νεκροτομείο πλάι στις μητέρες που αναγνώριζαν τα παιδιά τους. Ένας πατέρας μου είπε μέσα στο νεκροτομείο, “φύγαμε για το καλύτερο και καταλήξαμε εδώ, χάνοντας και τα δύο μωρά μας. Όλο τον κόσμο μας.” Την ώρα που βυθίζεται ένα πλοίο ή μία βάρκα συμβαίνει το απόλυτο χάος, οι ντόπιοι κατεβαίνουν από τα σπίτια τους, με κουβέρτες και είδη πρώτης βοήθειας, οι διασώστες είναι εκεί και βοηθούν. Εκείνο το βράδυ εμείς ανοίξαμε την εκκλησία του Αγίου Νικολάου και φτιάξαμε ένα νοσοκομείο επί τόπου, υπήρχε κόσμος παντού, δεν μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε ποιοι είναι οι ντόπιοι και οι διασώστες και ποιοι οι πρόσφυγες. Τα ουρλιαχτά των μανάδων που έψαχναν τα μωρά τους ακόμη έχουν μείνει στην μνήμη μου. Στο νησί τότε δεν υπήρχαν πολλά ασθενοφόρα για να μεταφέρονται οι ασθενείς. Οι εθελοντές ήταν πολλοί και από διαφορετικές οργανώσεις, όμως δεν υπήρχε ένας να τους συντονίσει όλους, οπότε ακόμη κι αυτό προκαλούσε πανικό. Αισθανόμουν πολύ περήφανη για τους ντόπιους που κατέβηκαν από τα σπίτια τους και προσπαθούσαν να σώσουν όσες περισσότερες ανθρώπινες ζωές μπορούσαν. Εκείνη την ώρα δεν κοιτάς ούτε από που προέρχεται ο άλλος ούτε αν πιστεύετε στον ίδιο θεό. Έβλεπα την παπαδιά στον Άγιο Νικόλα να τρέχει πάνω-κάτω και να βράζει νερό για τα μωρά. Εκείνο το βράδυ τα μποφόρ ήταν πολύ ισχυρά, στεκόμασταν με τον Πάτερ βλέπαμε τα κύματα που σκάγανε τόσο δυνατά και λέγαμε πως σίγουρα θα βυθιστεί βάρκα αν έρθει. Όταν είσαι στην θάλασσα προσπαθείς να τραβήξεις όσο περισσότερο κόσμο μπορείς με τα χέρια σου. Στην Λέσβο το 2015 κάθε μέρα έφταναν περίπου 5.000 πρόσφυγες, πνιγόντουσαν άνθρωποι, το ναυάγιο συμβαίνει σε δευτερόλεπτα αλλά η διάσωση κρατά πολλές ώρες, μπορεί να κρατήσει ακόμη και 20 ώρες.
Όλοι τότε ψάχνουν με τεράστια αγωνία τους δικούς τους. Οι άνθρωποι φεύγουν από τον πόλεμο για μία καλύτερη ζωή και οι μισοί πνίγονται στον βυθό της Μεσογείου. Για να φύγεις από την πατρίδα σου σε όποια κατάσταση και αν βρίσκετε αυτή, παίρνεις μία πολύ μεγάλη απόφαση, ξεκινάς να πας κάπου και δεν ξέρεις ούτε αν θα φτάσεις, ούτε αν θα είσαι ασφαλείς εκεί. Σαν νοσηλεύτρια, αισθάνομαι πολύ περήφανη για τις διασωστικές ομάδες και τους εθελοντές, πρέπει να είμαστε ευγνώμονες. Είναι πολύ δύσκολο να ξεπεράσεις τις εικόνες που βλέπεις στην πρώτη γραμμή του προσφυγικού, βλέπεις έναν κόσμο να χάνεται, γι αυτό και πρέπει να τους στηρίξουμε όλοι τους ανθρώπους που αυτή την στιγμή βοηθούν στο ναυάγιο της Πύλου. Στα νοσοκομεία σε τέτοιες περιπτώσεις γίνεται χαμός, ακόμη κι εκεί θέλει τρομερή ψυχραιμία, βρίσκεσαι ανάμεσα σε πολύ δύσκολες καταστάσεις και έχεις να κάνεις με ανθρώπους που έχουν χάσει τα πάντα, είδαν με τα μάτια τους να πνίγονται άνθρωποι. Να σκεφτόμαστε όλους τους ανθρώπους που υπηρετούν στην πρώτη γραμμή τόσα χρόνια και να βάλουμε στο μυαλό μας πως οι πόλεμοι και οι πνιγμοί δεν έχουν φυλή.” Η Κωνσταντίνα εργάστηκε στην Λέσβο για έναν χρόνο, στην ΜΚΟ “Save The Children” ως υπεύθυνη υποθέσεων παιδικής προστασίας: Από το 2015 έως το 2016, βρισκόμουν στην Μόρια και στο Καρά-Τεπε, στα campus. Τα πράγματα ήταν δύσκολα κυρίως για τους πρόσφυγες, στην αρχή αισθανόμουν πολύ άσχημα που εγώ επιστρέφω από την δουλειά μου κι έχω ένα σπίτι, ένιωθα πως έχω πολυτέλειες, ενώ οι πρόσφυγες κοιμόντουσαν στον δρόμο και σε σκηνές. Όταν άρχισε να χειμωνιάζει και έπιασαν οι βροχές, κοιμόντουσαν σε βρεμένες επιφάνειες, δεν είχαν τρόπο να ζεσταθούν, οι συνθήκες διαβίωσης ήταν απάνθρωπες. Εγώ δεν ήμουν στις παραλίες σε φάση διάσωσης, παραλαμβάναμε τους πρόσφυγες από τα λεωφορεία που μόλις είχαν κατέβει από τις βάρκες, για να καταγραφούν. Ta πρόσωπα τους ήταν τόσο θλιμμένα, κρύωναν, ήταν βρεμένοι, καταρρακωμένοι επιζώντες, οι τυχεροί μέσα στην ατυχία τους. Κανείς δεν φανταζόταν πόσο καιρό θα καθόταν στην Μόρια και θα περίμεναν. Άκουγα μόνο λόγια δυστυχίας εκείνη την περίοδο, όμως υπήρχε και μία μεγάλη ανθεκτικότητα από ορισμένους, με το τίποτα έβρισκαν χαρά και χαμογελούσαν, ακόμη και όταν έβλεπαν τα παιδιά τους να παίζουν στην παιδική χαρά. Ήταν ένας άλλος κόσμος πολύ παράξενος, άκουγα ιστορίες για το πόσους έχασαν στην πατρίδα τους και στην θάλασσα, υπήρχε το αίσθημα του εγκλωβισμού στην Ελλάδα, ορισμένοι είχαν ακόμη και αυτοκτονικές σκέψεις. Τα παιδιά είχαν πολύ μεγαλύτερη ανθεκτικότητα από τους μεγάλους.
Είχα συνοδεύσεις μία οικογένεια στο νοσοκομείο, μπήκαμε όλοι μαζί στο αυτοκίνητο και αυτό το θεώρησαν πολυτέλεια, το παιδάκι έλαμπε και μας ζήτησε να βγούμε φωτογραφία έξω από το αμάξι, αισθάνθηκαν σαν να πηγαίνουν εκδρομή. Θυμάμαι ένα αγόρι γύρω στα 19, ήταν πολύ σοβαρά, είχε αυτοκτονικές σκέψεις, τον είχα στο νου μου μέρα νύχτα, τον έψαχνα κάθε μέρα, προσπαθούσα να τον πείσω να πάμε κάπου να βοηθηθεί και δεν ήθελε, τον κυνηγούσαν πρόσφυγες από άλλα έθνη, ήταν μόνος του και δεν ένιωθε πουθενά ασφαλής. Μία ημέρα μου είπαν ότι μπήκε σε ένα καράβι και πήγε Αθήνα, αυτό θέλω να πιστεύω κι εγώ. Οι άνθρωποι του νησιού ήθελαν να βοηθήσουν, καθόντουσαν με τους πρόσφυγες και τους έδειχναν να σχεδιάζουν ακόμη και επιχειρηματικά πλάνα, τους πρόσφεραν δουλειά αυτό ήταν θετικό. Ωστόσο, πολλοί ντόπιοι εκμεταλλεύτηκαν τους πλούσιους πρόσφυγες, το σάντουιτς μπορεί να κόστιζε ακόμη και 8 ευρώ, παντού όμως υπάρχουν και οι δύο πλευρές. Εγώ είμαι ψυχολόγος, όμως σε τέτοιες αποστολές κάνεις τα πάντα δεν έχεις τίτλους, δεν χωράνε, πρέπει να βοηθήσεις. Έπρεπε να κάτσω κι άλλο, έφυγα νωρίς, ήταν μία μοναδική εμπειρία για εμένα, ήμουν πιο δραστήρια με ελπίδα ότι θα σωθεί ο κόσμος μας, τώρα από μακριά τα βλέπω όλα και λέω πως δεν θα αλλάξουν και πολλά, με όλα αυτά που συμβαίνουν. Ήταν για εμένα μία πολύ σημαντική εμπειρία μου έδωσε να καταλάβω την ζωή και την αδικία εκ βάθους ψυχής.”