Ο κ. Χ και τα παγκάκια του Πάρκου του Φωκά
της Βαγγελιώς Χρηστίδου Εικόνες: Ελένη Βράκα Τα καλά του να ξυπνάς σπίτι σου και να μην σε πιέζει ο χρόνος για το γραφείο…Μια σύντομη βόλτα στη γειτονιά για τα απαραίτητα ψώνια και ένα καφεδάκι σε γειτόνισσα κομμώτρια, που είναι πάντα φιλόξενη και πρόθυμη για παρέα. Παρέα της, με το που μπήκα στο μαγαζί της, ήταν […]
της Βαγγελιώς Χρηστίδου Εικόνες: Ελένη Βράκα
Τα καλά του να ξυπνάς σπίτι σου και να μην σε πιέζει ο χρόνος για το γραφείο…Μια σύντομη βόλτα στη γειτονιά για τα απαραίτητα ψώνια και ένα καφεδάκι σε γειτόνισσα κομμώτρια, που είναι πάντα φιλόξενη και πρόθυμη για παρέα. Παρέα της, με το που μπήκα στο μαγαζί της, ήταν ήδη ένας κύριος 67 χρονών. Ο οποίος μας αφηγήθηκε την ιστορία της ζωής του τα τελευταία χρόνια και το πώς, από ανοιχτοχέρης και καλόκαρδος μαγαζάτορας, έφτασε να περάσει ένα ολόκληρο καλοκαίρι στα παγκάκια του Πάρκου του Φωκά, στη Νέα Παραλία. Ήταν και η κρίση, αλλά όχι μόνο αυτή…
Τελικά, είναι στον άνθρωπο. Ο κ. Χ – έτσι θα τον ονοματίσω, δεν ήθελε να «βγει» στον αέρα (εννοώ, δεν ήθελε μια πραγματική συνέντευξη), οπότε και τα όσα θα αφηγηθώ, προκύπτουν μόνο μέσα από την τυχαία και σύντομη συνάντησή μας και χωρίς να αναφέρομαι σε ονόματα. Στη μισή ώρα περίπου που μοιραστήκαμε τον ίδιο καναπέ, αφηγήθηκε στην κομμώτρια, γνωστή του και σε εμένα, το πώς από ανοιχτοχέρης και – υπερβολικά ίσως – δοτικός σε γυναίκα, κόρη και άλλο κόσμο, έφτασε να χωρίσει, να χάσει κάθε επαφή με το παιδί του και να έχει το Πάρκο του Φωκά στη Νέα Παραλία για «σπίτι» του, επί ένα καλοκαίρι.
«Ήθελα την κόρη μου να τη βλέπω καλά και καλοντυμένη, να μη της λείπει τίποτα. Ήθελα να μπορεί να αγοράζει ότι χρειαζόταν. Της έδινα μεγάλα ποσά κάθε μήνα για να αγοράζει τα συνολάκια της, πήγαινα με την ίδια και τις φίλες της στα μπουζούκια όταν με καλούσε, για να τις κεράσω εάν δεν είχαν χρήματα. Το έκανα μέσα από την καρδιά μου κι επειδή μου άρεσε να περνάω χρόνο μαζί της σε μια δραστηριότητα που μας άρεσε και τους δύο. Όταν, όμως, έμεινα χωρίς λεφτά, έκοψε κάθε επαφή μαζί μου».
Αναπόφευκτα, συνέδεσα την ιστορία του με κάτι βίντεο που έβλεπα στο διαδίκτυο αυτές τις ημέρες, για οικογένειες που σταμάτησαν να μιλιούνται λόγω άδικων κατηγοριών κι έλλειψης εμπιστοσύνης, για «μαιτρέσσες» που έφτιαξαν ολόκληρα σπίτια με τα λεφτά των «παντρεμένων ανδρών» τους, ουσιαστικά με κύριο ενδιαφέρον το να «επωφεληθούν κι αυτές με κάποιο τρόπο από τη σχέση, αφού τα βράδια αυτές κατέληγαν μόνες τους κι ο άλλος με τη σύζυγό του». Του τα έλεγα και γελούσε. Ο κ. Χ ουδεμία σχέση βέβαια με «μαιτρέσσες». Το μόνο που έκανε στην πρότερη ζωή του, ήταν το να στηρίζει με κάθε τρόπο την οικογένειά του και φίλους του, που μπορεί να είχαν οικονομική ανάγκη. Το έκανε από την καρδιά του, μέχρι που βρέθηκε ο ίδιος στη δεύτερη θέση. Κι εκεί, ένιωσε έντονα το πόσο άδικος και απόμακρος μπορεί να γίνει κάποιος, όταν τον έχεις «συνηθίσει» στις απλοχεριές και πλέον δεν μπορείς να του προσφέρεις κάτι τέτοιο. «Η κόρη μου δεν μου σήκωνε το τηλέφωνο, ούτε το εγγόνι μου δεν έχω δει τόσο καιρό», ανέφερε κάποια στιγμή στη συζήτηση. «Χώρισα, αποφάσισα ότι δεν θα έχω κι εγώ καμία επαφή μαζί τους και ότι δεν θα έχουν τίποτα πια από εμένα και αυτοί που με στήριξαν ήταν, στην ουσία, φίλοι που και οι ίδιοι είχαν πρόβλημα οικονομικό και καταλάβαιναν τη θέση μου». Του έλεγα ότι μάλλον … «κακόμαθε» την κόρη του και με έναν τρόπο συμφωνούσε, απαντώντας όμως: «Το έκανα επειδή το ήθελα. Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι, όταν θα έμενα χωρίς χρήματα, δεν θα ήθελε επαφή μαζί μου».
Χρωστώντας, όπως οι περισσότεροι, σε Εφορεία, ΤΕΒΕ, κλπ., άφησε το σπίτι του για ένα ολόκληρο καλοκαίρι. Λίγο μετά που μπήκα στο μαγαζί της φίλης, ο κ. Χ της έλεγε ότι κοιμόταν στα παγκάκια του Πάρκου του Φωκά, πλενόταν στις βρύσες του, έτρωγε ελάχιστα, δεδομένου ότι είχε στην τσέπη του μόνο… 0,50 ευρώ. Και δεν το έλεγε απαρηγόρητος ή με οποιαδήποτε δόσης αυτολύπησης, απλώς το περιέγραφε ως εμπειρία, αφού και η κομμώτρια φίλη είχε την περιέργεια να ακούσει πώς το βίωσε.
Τελικά, με τη βοήθεια συγκεκριμένων φίλων και γνωστών, ορθοπόδησε ως ένα βαθμό, επέστρεψε στο σπίτι του κι εξακολουθεί να είναι ανοιχτόκαρδος, αλλά και περήφανος. «Αν έρθει κάποιος και μου πει “να, πάρε”, δεν θα δεχτώ χρήματα. Άλλο να ζητήσω εγώ, από κάποιον φίλο».
«Μα, σκέψου πόσους έχεις βοηθήσει κι εσύ με αυτόν τον τρόπο. Σε πόσους έχεις δώσει όταν είχες », του τονίζαμε για ώρα. «Ναι, αλλά δεν μπορώ. Έτσι είμαι», απαντούσε. «Και ξέρετε πότε μου “γύρισε” έτσι; Μια μέρα που είδα μια γυναίκα έγκυο να κάθεται στο δρόμο και σκέφτηκα να της δώσω χρήματα. Και η αμέσως επόμενη σκέψη μου, ήταν ότι μπορεί να την πρόσβαλα εάν έκανα μια τέτοια κίνηση. Δεν ξέρεις τι πραγματικά συμβαίνει στον άλλον. Τότε, σταμάτησα να δίνω χρήματα σε όποιον βλέπω στο δρόμο. Και η εμπειρία μου, μου έχει δείξει ότι οι περισσότεροι από αυτούς, έχουν σπίτια».
«Και σε τι φάση είσαι τώρα;», τον ρωτάμε. «Θέλω να φύγω από τη Θεσσαλονίκη», απαντά. «Δεν μου αρέσει πλέον αυτή η κατάσταση. Θέλω να πάω σε ένα νησί να μείνω, να μπορώ να ακούω πολλή μουσική. Μου αρέσουν τα παραδοσιακά, τα ανατολίτικα και τα ποντιακά. Θα πάω κάπου κι ας μη πιάσω δουλειά, δεν με ενδιαφέρει, ας βοηθάω απλώς. Έχω μάθει να ζω με λίγα και πλέον δεν με ενοχλεί».
«Πήγαινε στη Μυτιλήνη», τον προτρέπω και ένα λαμπερό χαμόγελο φωτίζει το πρόσωπό του, όσο του περιγράφω τις συνθήκες του νησιού – μουσικές και κοινωνικές.
Όταν δεν χρειάζεσαι πολλά
Τα είπαμε λίγο ακόμη και χωρίσαμε, ο καθένας για τις δουλειές του. Γυρνώντας σπίτι, σκεφτόμουν ότι ο κ. Χ, μετά από όσα πέρασε – και δεν είναι ο μόνος – έχει ουσιαστικά καταργήσει την επίδραση της κρίσης επάνω του. Έμαθε να ζει με λίγα, συνήθισε, έμαθε να μη γκρινιάζει και να βρίσκει τις δικές του διεξόδους. Κι έκανα μια ασυνείδητη «σύγκριση», καθώς θυμήθηκα ένα καλοκαίρι που είχα βρεθεί για λίγες μέρες διακοπές με φίλες στο Κεδρόδασος της Νότιας Κρήτης, χωρίς αυτοκίνητο και με μόνο τα απαραίτητα: νερό, φρούτα, λαχανικά και ντάκους. Μετά από μιάμιση ώρα περπάτημα στον ήλιο για να φτάσουμε, ξυπνήσαμε το πρωί για να δούμε όλες μας τις φρέσκιες προμήθειες που είχαμε κρεμάσει σε δέντρα, φαγωμένες από μύγες. Αντί να μας πιάσει πανικός, απλώς προσαρμοστήκαμε. Και για τέσσερις μέρες, πίναμε μόνο νερό και τρώγαμε μόνο ξερά παξιμάδια. Και γελούσαμε με την… κατάντια μας (είχαμε και τις μύγες να μας τσιμπάνε ολημερίς και τα κουνούπια ολονυχτίς και να μην μπορούμε ούτε να χαλαρώσουμε), απολαμβάνοντας όσο μπορούσαμε αυτό για το οποίο είχαμε πάει: την ησυχία και τη θάλασσα με την Πανσέληνο.
Δεν τίθεται θέμα πραγματικής σύγκρισης, φυσικά. Άλλο νηστικός τέσσερις μέρες και σε διακοπές και άλλο άστεγος και χωρίς την οικογένειά σου να σε στηρίζει. Αλλά, πιστεύω ότι η αλήθεια είναι πως, αν δεν έχεις, απλώς προσαρμόζεσαι. Και μπορεί να δεις και ότι δεν σου χρειάζονται πολλά στην πραγματικότητα…Ο κ. Χ, τουλάχιστον, έτσι έχει καταφέρει να το αντιμετωπίζει. Σχεδόν όπως ένας εδώ και χρόνια άστεγος Γερμανός, που τριγυρίζει στο κέντρο της Μυτιλήνης και δεν καταδέχεται χρήματα από κανέναν, παρά μόνο μαζεύει τα όσα μένουν στα τραπέζια των καφετεριών, πίνει έτσι το πρωινό καφεδάκι του και τρώει το κολατσιό του, τελειώνει αποτσίγαρα – τα τσιγάρα είναι τα μόνα που δέχεται να πάρει, συνήθως του αφήνουν πακέτα κάτοικοι της πόλης σε διάφορα σημεία απ’ όπου περνά – κοιμάται στα παγκάκια και έχει παρέα του σκύλους της περιοχής. Λένε ότι κάποια στιγμή τον άφησε στη Λέσβο το καράβι στο οποίο εργαζόταν ή ότι τον ξέχασε ένα τσίρκο, που περιόδευε τότε στην Ελλάδα. Ο ίδιος επέλεξε να μην επιστρέψει, να μείνει για χρόνια στην προκυμαία της Μυτιλήνης και να κάνει εκεί τις αέναες βόλτες του. Έχοντας απολύτως «σώας τα φρένας» και δηλώνοντας απόλυτα ευτυχισμένος και ικανοποιημένος από τη ζωή του…