Ρεπορτάζ

Ο τελευταίος αχθοφόρος

της Άννας Ποδάρα Δύο-τρεις φορές την εβδομάδα, παίρνει το λεωφορείο από το σπίτι του στην Νεάπολη και κατεβαίνει στα Λαδάδικα. Ξέρει την περιοχή σαν την παλάμη του χεριού του. Πίνει καφέ στο μπαχαράδικο, λέει 2-3 κουβέντες στον Κουκοβίτη με τα σαλάμια, συζητάει με τους μεταφορείς της πλατείας Ωρολογίου για την δουλειά. Ο Ανέστης Σκλιβάνης είναι […]

Άννα Ποδάρα
ο-τελευταίος-αχθοφόρος-7137
Άννα Ποδάρα
1.jpg

της Άννας Ποδάρα

Δύο-τρεις φορές την εβδομάδα, παίρνει το λεωφορείο από το σπίτι του στην Νεάπολη και κατεβαίνει στα Λαδάδικα. Ξέρει την περιοχή σαν την παλάμη του χεριού του. Πίνει καφέ στο μπαχαράδικο, λέει 2-3 κουβέντες στον Κουκοβίτη με τα σαλάμια, συζητάει με τους μεταφορείς της πλατείας Ωρολογίου για την δουλειά. Ο Ανέστης Σκλιβάνης είναι ο τελευταίος, εν ζωή, αχθοφόρος της περιοχής.

Ψώνιζα φέτα στους αδελφούς Κουκοβίτη όταν τον γνώρισα. Άκουγα ιστορίες πως ως παιδιά είχαν για παιδική χαρά τα στενά δρομάκια, που μύριζαν λάδι, όταν ένα γεροντάκι, σκυφτό, γύρω στα 80, που έκανε βόλτα απέξω, σταμάτησε για να συμπληρώσει: «Να της πεις και για το στενάκι στην Εδέσσης, εκεί που ήταν η Τράπεζα…» -«Όλα τα θυμάσαι, κυρ-Ανέστη»!

Γεννήθηκε το ’32 , στις προσφυγικές παράγκες της Μοναστηρίου. Οι γονείς του πρόσφυγες από την Ραιδεστό και την Χάλκη. Όταν ήρθαν στη Θεσσαλονίκη ο πατέρας του έπιασε δουλειά ως αχθοφόρος στα Λαδάδικα. Τα καΐκια φορτωμένα με λάδια, φρούτα και εδώδιμα-αποικιακά από όλη την Ελλάδα ξεφόρτωναν κάθε μέρα στην πρώτη προβλήτα και γέμιζαν με φαγώσιμα εμπορεύματα τα μικρά διώροφα κτίρια. Κάποτε, όλο το κέντρο της Θεσσαλονίκης έμοιαζε με αυτήν την γειτονιά, αλλά μετά την μεγάλη φωτιά του ’17 μόνο αυτή η περιοχή έμεινε ανέπαφη. Οι φλόγες, τότε, αφού έγλυψαν όλο το κέντρο σταμάτησαν στην άκρη της πόλης, εκεί που χτίστηκε αργότερα η Τράπεζα της Ελλάδας.

Ο πατέρας του έδενε πίσω στη μέση του το σαμάρι, ένα στρογγυλό πάνινο κύλινδρο γεμισμένο με ψαθί. Και κουβάλαγε διάφορα. Αυτή ήταν η δουλειά του αχθοφόρου. Κουβαλητής. Τους διηγιόταν διάφορα. Μια φορά λέει, που σκάβανε τα θεμέλια ενός κτιρίου στην πλατεία Εμπορίου είχαν βρει ογκόλιθους και κάτι μεγάλους χαλκάδες που είχαν για να δένουν τα πλοία. Από το βυζαντινό λιμάνι τους είπαν ότι ήταν. Τους είδε ο πατέρας του με τα ίδια του τα μάτια!

Όταν μεγάλωσε ο κυρ-Ανέστης πήγε στη δουλειά σαν έκτακτος χαμάλης, μαζί με τον αδελφό του. Τα Λαδάδικα έσφυζαν από ζωή τότε. Δουλειά είχε πολύ. Κάθε αγώγι το παζάρευαν. Αν το αφεντικό έδινε λίγα λεφτά δεν την έπαιρναν την δουλειά. Κάθε ομάδα χαμάληδων είχε το δικό της «σημείο δράσης». Απαγορευόταν να πάρεις αγώγι, από περιοχή άλλου. Ο κυρ-Ανέστης δούλευε στην πλατεία Εμπορίου. Και ο αδελφός του και πιο πριν ο πατέρας του. Οικογενειακή υπόθεση, που λέμε.

Τον παρακαλάω για ένα τελευταίο αγώγι, να με «κουβαλήσει» στο παρελθόν… Την εποχή εκείνη τα Λαδάδικα δεν χωρίζονταν από την επέκταση της Τσιμισκή. Η γειτονιά ήταν ενιαία. Το κτίριο, στην γωνία Κατούνη με Τσιμισκή, με το ντουβάρι να προεξέχει είναι η απόδειξη. Γκρέμισαν τα διπλανά κτίρια και αυτό το κόψανε στην μέση για να περάσει ο δρόμος, αρχές του ‘60. Σχεδίαζαν και την επέκταση της Μητροπόλεως, αλλά ευτυχώς ακυρώθηκε.

Στη μέση της πλατείας Moριχόβου, το σημερινό συντριβάνι ήταν τότε μια τουλούμπα (αντλία) με νερό. Εκεί πότιζαν τα άλογα οι αραμπατζήδες. Στο ροκαδικο Κισμέτ είχε τις εγκαταστάσεις του το εργοστάσιο ντοματοπελτέ Πελεκάνος. Στο εστιατόριο Παλάτι ήταν αποθήκες με πατάτες και κρεμμύδια. Στο ουζερί 1901, με σκούπες, χορτάρινες. Δίπλα στο σημερινό Βερύκοκο αποθήκες με λάδι.

Θυμάται τα πάντα σαν να ήταν χτες. Εκεί που σήμερα είναι η Παπαρούνα ήταν οι αποθήκες με τα μονοπώλια. Αλάτι και Σπίρτα. Μέχρι το …ανήκαν αποκλειστικά στην κυβέρνηση. Στη γωνία απέναντι μένανε… κοπέλες. Αναπόσπαστο στοιχείο σε κάθε λιμάνι, οι κοπέλες. Το Rover ήταν αποθήκη με σύκα και σταφίδες. Μπροστά από το ξενοδοχείο Mediterannean απλώνονταν αρχικά η λαχαναγορά της Θεσσαλονίκης, πριν μεταφερθεί πάνω από την Αγ. Δημητρίου.

Δεν κουράζεται να περπατάει. Το αγώγι τελειώνει, όταν φτάνουμε Ίωνος Δραγούμη. Από δω και πέρα δεν έχει τι να μου πει, καλύτερα να επιστρέψουμε στην περιοχή του. Στην πλατεία Εμπορίου. Μετά τον σεισμό του ‘78 οι αποθήκες άρχισαν να εγκαταλείπονται. Άλλωστε είχε αλλάξει και η εποχή. Τα αμάξια αντικατέστησαν τους χαμάληδες, τα πολυκαταστήματα και τα σούπερ-μάρκετ αντικατέστησαν τα μαγαζάκια και τα Λαδάδικα άρχισαν να παρακμάζουν. Η περιοχή κάτω από την Τσιμισκή, σώθηκε, μετά την ανάπλαση του ΄89, λουστραρίστηκε και άλλαξε χρήση.

Τα Άνω Λαδάδικα όμως, κρατούν λίγη ακόμα , ελάχιστη, μυρωδιά μιας άλλης εποχής. Σε κάποιες γωνιές, το πλακόστρωτο σκάει κάτω από την άσφαλτο. Αν κοιτάξεις ψηλά θα δεις περίτεχνα εβραϊκά κτίρια. Κάποιες θεσσαλονικιές «Καρυάτιδες» να κοιτάνε αφ΄ υψηλού. Ξεφτισμένες ταμπέλες από μπαχαρικά και ξηρούς καρπούς να κρέμονται ακόμα πάνω από κλειδαμπαρωμένα καταστήματα. Όσοι έφυγαν δεν τις κατέβασαν. Κι αυτοί που έχουν απομείνει δεν είναι πολλοί. Αλλά κουβαλούν στην πλάτη τους, πολλά κιλά ιστορίας. Σαν τον τελευταίο αχθοφόρο.

Ο Ανέστης Σκλιβάνης φωτογραφήθηκε από την Αιμιλία Κουγιουμτζόγλου

*Οι αρχικές φωτογραφίες είναι από την έκθεση Η Δύση της Ανατολής που παρουσιάζεται στο Μ.Ι.Ε.Τ. και το ομώνυμο βιβλίο από τις εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα