Παγκόσμια Ημέρα Μετανάστη: Άνθρωποι και αριθμοί – Ένα διαφορετικό σχολείο στη Θεσσαλονίκη
Μαρτυρίες εκείνων που αναζητούν καλύτερη τύχη σε μια ξένη χώρα
Σε έναν κόσμο που βρίσκεται συνεχώς σε κίνηση, διασχίζοντας σύνορα και γεφυρώνοντας πολιτισμούς, η Διεθνής Ημέρα Μεταναστών αποτελεί μια οδυνηρή υπενθύμιση των ανθρώπινων ιστοριών που είναι συνυφασμένες με τον ιστό της παγκόσμιας μετανάστευσης.
Με αφορμή την ημέρα, αναζητήσαμε και μιλήσαμε με ανθρώπους που είτε ήρθαν είτε έφυγαν από τη χώρα προσπαθώντας να αλλάξουν τις ζωές τους.
Πότε θεσμοθετήθηκε η Παγκόσμια Ημέρα;
Η Παγκόσμια Ημέρα των Μεταναστών υιοθετήθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη και εορτάζεται κάθε χρόνο στις 18 Δεκεμβρίου. Η ημερομηνία αυτή επιλέχθηκε επειδή στις 18 Δεκεμβρίου του 1990, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ενέκρινε τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Μεταναστών. Η ημέρα αυτή αποτελεί ευκαιρία για να εστιαστεί η προσοχή στα δικαιώματα των μεταναστών και να προωθηθεί η κατανόηση και η ευαισθητοποίηση σχετικά με τα θέματα της μετανάστευσης.
Ο στόχος της ημέρας είναι να αναδειχθεί η σημασία της προστασίας των δικαιωμάτων των μεταναστών, να προωθηθεί η αλληλεγγύη μεταξύ όλων των ανθρώπων, ανεξαρτήτως της χώρας καταγωγής τους.
Ένα σχολείο μεταναστών στην Θεσσαλονίκη
Στην Θεσσαλονίκη και συγκεκριμένα στην Αισώπου 24, κοντά στο Βαρδάρη, σε χώρους που έχει παραχωρήσει ευγενικά το ΜΑΚ.ΙΝ.Ε. (Μακεδονικό Ινστιτούτο Εργασίας), λειτουργεί εδώ και χρόνια το σχολείο αλληλεγγύης “Οδυσσέας”.
Το σχολείο του “Οδυσσέα” απευθύνεται σε ένα ευρύ φάσμα μεταναστών, παλιννοστούντων, προσφύγων και ντόπιων με διαφορετικό κοινωνικό, οικονομικό και μορφωτικό επίπεδο.
«Διδάσκουμε ελληνικά και άλλες γλώσσες δωρεάν με εθελοντές εκπαιδευτικούς, σε μετανάστες ως επί το πλείστον αλλά και σε πρόσφυγες, παλιννοστούντες και αναλφάβητους ντόπιους. Ο βασικός μας πληθυσμός που παρακολουθεί τα μαθήματα αποτελείται από μετανάστες, γύρω στο 80-90%» αναφέρει ο Αντώνης Γαζάκης, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του σχολείου αλληλεγγύης “Οδυσσέας”.
«Μέχρι το 2020, δηλαδή μέχρι την πανδημία είχαμε πάνω από 150 μαθητές και μαθήτριες. Και για ελληνικά και για ξένες γλώσσες. Μέσα στο κορονοϊό κάναμε online μαθήματα για μια χρονιά, αλλά το 2022 και φέτος ήταν δια ζώσης ξανά. Φέτος οι μαθητές μας είναι 70 με 80. Εξαιρετικά μικροί αριθμοί αν αναλογιστεί κανείς ότι το 2010 είχαμε 600! Ο λόγος που μειώθηκαν είναι γιατί πολλοί φύγανε από την Ελλάδα για να πάνε κάπου καλύτερα στην Ευρώπη, ενώ άλλοι έμαθαν πολύ καλά τα ελληνικά και δε χρειαζόταν άλλα μαθήματα. Οι μαθητές μας δεν είναι άνθρωποι που ήρθαν τώρα στην Ελλάδα. Έχουμε ανθρώπους που θέλουν να γράφουν και να διαβάζουν στην ελληνική γλώσσα. Είναι πολύ μικρό το ποσοστό που μένει ελάχιστους μήνες στην χώρα και έρχεται στα μαθήματά μας» προσθέτει ο κ. Γαζάκης.
«Οι ώρες των μαθημάτων είναι το απόγευμα. Θέλουμε μέσα από τις διαλέξεις να ικανοποιηθούν όσο το δυνατόν περισσότερο οι επικοινωνιακές τους ανάγκες, ώστε να καταφέρουν να συνεννοούνται πχ με δημόσιες υπηρεσίες, να ζητήσουν δουλειά, να έρθουν σε επαφή με το κράτος. Αρκετοί από αυτούς θέλουν να δώσουν εξετάσεις για άδεια παραμονής ή ακόμα και ιθαγένεια. Τα τελευταία χρόνια παρατηρώ πως έρχονται άτομα που θέλουν να εξεταστούν για να πάρουν την πολιτογράφηση. Φυσικό επόμενο να τους διδάσκουμε όλα τα μαθήματα.
Το σχολείο βρίσκεται στην Αισώπου 24, στον τέταρτο και πέμπτο όροφο. Οι εγγραφές γίνονται, μέσα Σεπτεμβρίου και αρχές Οκτωβρίου. Δύναται όμως και κάποιος να επικοινωνήσει μαζί μας και να ενταχθεί σε μια τάξη και κατά την διάρκεια της χρονιάς. Τα χρόνια φοίτησης δεν είναι ορισμένα. Όσα χρειαστεί ο καθένας, τόσα θα παραμείνει. Ανάλογα τις ανάγκες του» συμπληρώνει ο καθηγητής του σχολείου Οδυσσέας.
Αυτά τα 25 χρόνια που λειτουργεί το σχολείο έχουν περάσει πάνω από 60 με 70 εθνικότητες στα μαθητικά έδρανα. Μερίδα του λέοντος έχουν άτομα αλβανικής καταγωγής και από την πρώην σοβιετική ένωση. Είχαμε και άτομα αραβικής καταγωγής (από Μάγκρεμπ αλλά και Μέση Ανατολή) αλλά και από Υποσαχάρια Αφρική. Το 2015 έφυγε πολύς κόσμος προς την κεντρική Ευρώπη εκ νέου σαν μετανάστες. Οι αραβόφωνοι πάντως είναι αρκετά μικρότερο ποσοστό εδώ στο σχολείο μας. Μην ξεχάσω να αναφέρω ότι έχουμε υποδεχτεί στα μαθήματα και άτομα από την κεντρική Ευρώπη, όπως Γερμανοί».
Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε ο κ. Γαζάκης και στις μη διακρίσεις που υφίστανται στις τάξεις. «Στο σχολείο μας δεν υπάρχει καμία διάκριση, ούτε από που έρχονται ούτε μισθολογικά κριτήρια. Καμία ταξική διάκριση δηλαδή. Όλοι μπορούν να έρθουν. Ακόμα και Έλληνες φυσικά μπορούν να έρθουν. Όλοι μια αγκαλιά. Εμείς δε βλέπουμε τα μαθήματα και τον “Οδυσσέα” σαν ένα δωρεάν φροντιστήριο. Για εμάς είναι ένας κοινωνικός χώρος, όπου όλοι μπορούν να γνωριστούν με όλους. Ταυτόχρονα κάνουμε και πολλές δράσεις ώστε να νιώθουν πιο άνετα όλοι όσοι είναι μέρος αυτής της προσπάθειας. Διοργανώνουμε χορούς, πάρτι, ξεναγήσεις. Για εμάς, το εκπαιδευτικό προσωπικό, δεν είναι ζήτημα απλά να τους μάθουμε τη γλώσσα και τέλος, αλλά είναι ζήτημα και κοινωνικοποίησης. Θέλουμε να δουν κριτικά την κοινωνία στην οποία ζουν. Να έχουν άποψη».
Έλληνες μετανάστες στο εξωτερικό
«Αν είχα παραμείνει στη χώρα θα είχα βυθιστεί μέσα στη μιζέρια»
Ο Μάριος, 43 ετών, είναι ένας άνθρωπος που έχει εγκαταλείψει την Ελλάδα πάνω από μία δεκαετία και νιώθει δικαιωμένος από την επιλογή του.
«Έφυγα το 2011. Γενικά ήθελα να φύγω από πριν από την Ελλάδα. Να δοκιμάσω την τύχη μου στο εξωτερικό. Πήγα στην Αγγλία και συγκεκριμένα στον Λονδίνο. Ήθελα να ζήσω μια διαφορετική εμπειρία. Την περίοδο που έφυγα ήταν ακριβώς πριν “χτυπήσει” η μεγάλη οικονομική κρίση. Έπειτα όμως κατάλαβα ότι αν είχα μείνει Ελλάδα θα είχα πολύ μεγάλο θέμα με την πελατεία μου, καθώς θα γινόταν εξαιρετικά δυσεύρετη. Η δουλειά μου είναι προγραμματιστής ή αλλιώς web developer όπως συνηθίζουν να το λένε εδώ στο Λονδίνο. Αρχικά στην Ελλάδα δούλευα στη Θεσσαλονίκη κάνοντας μια μικρή εταιρεία μόνος μου. Αλλά ήθελα οπωσδήποτε να δοκιμάσω την τύχη μου έξω. Πέρασα από συνέντευξη σε ένα digital agency και αποφάσισα να μεταναστεύσω».
«Νιώθω πλήρως δικαιωμένος από την απόφασή μου να φύγω από την Ελλάδα. Αν είχα παραμείνει στη χώρα θα είχα βυθιστεί μέσα στη μιζέρια. Ήταν σωστή η απόφαση μου. Το επάγγελμα μου στην Αγγλία έχει μεγάλη πέραση, είναι πιο τεχνοκράτες από την Ελλάδα. Τα πρώτα χρόνια ήμουν απλός υπάλληλος σε εταιρείες που εδρεύουν στο Λονδίνο. Αλλά σιγά σιγά εξελίχθηκα και τα τελευταία 2 χρόνια διατηρώ το δικό μου μάλιστα digital agency. Παίρνουμε πιο μεγάλα projects και είμαστε ένας κύκλος ανθρώπων που τα δουλεύουμε. Επαγγελματικά μπορώ να πω πως όλα πάνε καταπληκτικά» συμπληρώνει χαρούμενος ο Μάριος, ο οποίος συνεχίζει:
«Η προσαρμογή βέβαια εδώ στα βρετανικά δεδομένα δεν ήταν και η πιο εύκολη. Η λογική των ανθρώπων και ο ρυθμός είναι τρελά διαφορετικός. Οι άνθρωποι είτε πάνε στη δουλειά τους είτε πάνε αλλού ξέρω εγώ, όπως για διασκέδαση, “τρέχουν”. Οι ρυθμοί είναι εξαιρετικά γρήγοροι. Καμία χαλαρότητα πουθενά, όλα είναι σε γρήγορη κίνηση εν αντίθεση με τους λαούς της Μεσογείου. Έκανα κάποιους μήνες να το συνηθίσω αλλά λόγω δουλειάς έπρεπε να προσαρμοστώ τάχιστα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά είχα φτάσει Αγγλία, Παρασκευή ή Σάββατο, τον Νοέμβρη του 2011 και Δευτέρα θα ήταν η πρώτη μου ημέρα στη δουλειά. Στον χώρο εργασίας που πρωτοστάθηκα υπήρχε φυσικά και το θέμα συνεννόησης και επικοινωνίας και αυτό διότι άλλη προφορά έχει ένας Άγγλος από το Λονδίνο και άλλος από άλλη περιοχή, ενώ ήμασταν και εργαζόμενοι από το εξωτερικό. Έπρεπε αρχικά να κάνω υπερπροσπάθεια ώστε να τα καταφέρω. Πίεσα τον εαυτό μου στο 100%, δυσκολεύτηκα αρκετά άλλα στο τέλος τα κατάφερα».
Στην ερώτηση ελληνικές συνήθειες και νοοτροπία ή βρετανικές, η απάντησή του, είναι ξεκάθαρη: «Προτιμώ τη νοοτροπία που έχω αποκτήσει εδώ στη Μεγάλη Βρετανία σε σχέση με το εσωτερικό. Έχοντας φίλους στην Ελλάδα, ακούω ιστορίες φρίκης. Τα “αφεντικά” στην Ελλάδα έχουν μια τελείως διαφορετική λογική σε σχέση με εδώ. Εδώ έχουμε ένα συγκεκριμένο τρόπο ροής των πραγμάτων. Έχουν θεσπιστεί κανόνες και δεν παρεκκλίνεις. Εργασιακά αυτό με βοηθάει εξαιρετικά. Βέβαια, ρουτινιάζεις και καμιά φορά το βαριέσαι. Στην Ελλάδα όμως από την άλλη όλα είναι χύμα και αυτό δεν είναι και το πλέον παραγωγικό».
«Επιπρόσθετα εδώ ο τρόπος ζωής είναι ολότελα διαφορετικός. Στην Ελλάδα θυμάμαι μετά τη δουλειά, έλεγα εύκολα κάποιο συνάδελφο ή φίλο να πάμε σε ένα μαγαζί για καφέ ή μπύρα και γινόταν έτσι απλά. Εδώ αν θελήσεις να κανονίσεις κάποια έξοδο με ένα άνθρωπο, θα βγάλει το καλεντάρι να δει τις διαθέσιμες ημερομηνίες που έχει και θα σε βάλει στο πρόγραμμα του, συγκεκριμένο μέρος και ώρα αλλά 2-3 βδομάδες αργότερα. Δε μου αρέσει καθόλου αυτό. Οι ευκαιρίες λίγες, όλοι είναι απορροφημένοι από τις εργασίες τους. Υπάρχει μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων στην αγγλική πρωτεύουσα που δουλεύει μόνο και μόνο για να πληρώνει νοίκι και λογαριασμούς και κάθεται σπίτι. Εγώ βέβαια λόγω των εσόδων μου είμαι αρκετά πιο άνετα αλλά δεν έχω αρκετά άτομα για να βγαίνω έξω. Δε θα πω ψέματα, μου λείπει η Ελλάδα σε αυτό. Βέβαια, το ιδεατό θα ήταν να έχω κάτι ενδιάμεσο. Κάποιες φορές σκέφτομαι και το πώς θα ήταν να ζω στην Ελλάδα, αλλά εντάξει δεν τρελαίνομαι κιόλας να επιστρέψω. Έχω βέβαια να δω αρκετό καιρό τους γονείς μου, μου λείπουν οι δικοί μου αλλά ανά κάποια χρονικά διαστήματα φροντίζω να τους επισκέπτομαι».
Ο Μάριος αν και έχει την δυνατότητα να επιστρέψει στην Ελλάδα, καθώς του το επιτρέπουν οι συνθήκες εργασίας, δεν φαίνεται πως βιάζεται για την επιστροφή του: «Ο λόγος που δε θέλω να επιστρέψω στην Ελλάδα είναι σίγουρα μισθολογικός. Καμία εταιρεία στην Ελλάδα δεν πιστεύω ότι θα μου δώσει τα λεφτά που παίρνω στην Αγγλία. Όμως η δουλειά που κάνω είναι online, επομένως θα μπορούσα να την κάνω και εξ αποστάσεως και τα λεφτά να εισέρχονται σε βρετανικό μου λογαριασμό. Αλλά ακόμα δε νιώθω πως θέλω να επαναπατριστώ. Θα δούμε τι θα γίνει στο μέλλον αλλά άμεσα δεν πρόκειται να αλλάξω απόφαση».
«Δεν έχω μετανιώσει ούτε μια μέρα που έφυγα. Το μόνο που μετανιώνω είναι που δεν το έκανα νωρίτερα».
Η Κωνσταντίνα, 30 ετών, είναι πλέον κάτοικος Νορβηγίας από το 2021. «Τον Ιανουάριο θα κλείσω δύο χρόνια παραμονής στο Τρονχαιμ της Νορβηγίας. Αρχικά ήθελα μια μεγάλη αλλαγή στην ζωή μου. Παράτησα της δουλειά που έκανα στην Ελλάδα. Ήρθα εδώ γιατί εδώ ζει και η αδερφή μου, που αυτό από μόνο του είναι μια μεγάλη βοήθεια. Δεν νομίζω ότι θα επέλεγα την Νορβηγία έτσι απλά».
«Στην καραντίνα λόγω της φύσεως της δουλειάς μου, αφού τελείωνα το οκτάωρο της εργασίας περνούσα πολύ χρόνο μόνη μου σπίτι. Εκεί άρχισα να κάνω μια ενδοσκόπηση. Ξεκίνησα να σκέφτομαι ότι δεν εξελίσσομαι στην δουλειά μου, επομένως ήταν η ώρα να ζυγίσω τις επιλογές μου. Έκανα οικονομίες έπειτα. Μίλησα με την αδερφή μου και μου πρότεινε να πάω Νορβηγία για 6 μήνες να δοκιμάσω την τύχη μου. Μου μπήκε αυτή η σκέψη στο μυαλό. Μετά την καραντίνα έβλεπα πως ζορίζομαι περισσότερο με τους ανθρώπους στην Ελλάδα. Ο στόχος ήταν πλέον μόνο να φύγω έξω»
Πως ήταν το πρώτο διάστημα παραμονή της στην σκανδιναβική χώρα; Η Κωνσταντίνα εξηγεί: «Μέσα Ιανουαρίου του 2021 έκλεισα εισιτήρια για να ταξιδέψω. Όταν έφτασα μαζί με τον σύντροφο μου στην Νορβηγία, μας υποδέχτηκε η αδερφή μου στο αεροδρόμιο και ήμουν τρομερά εξαντλημένη. Το πρώτο βράδυ ήταν φαΐ και ύπνος.
Στο μυαλό μου στην αρχή νομίζω ότι είχα την διάρκεια των 6 μηνών. Έλεγα στον εαυτό μου κοίταξε έχεις 6 μήνες να βρεις κάτι που να σου αρέσει. Αν σου αρέσει μπορεί να μείνεις και όλη την υπόλοιπη ζωή σου. Δεν ξέρω αν το σκεφτόμουν στην αρχή αρκετά ξεκάθαρα όμως. Βέβαια βοηθούσε πολύ ότι η αδερφή έμενε ήδη 6 χρόνια στην χώρα εκεί, άρα είχα λάβει ήδη αρκετές πληροφορίες στο πως λειτουργούν κάποια πράγματα».
Στην συνέχεα αναφέρει στην parallaxi τις μεγάλες διαφορές μεταξύ των δυο χωρών στον εργασιακό και όχι μόνο τομέα: «Σε σχέση με την Ελλάδα είδα τεράστιες διαφορές. Στο πως για παράδειγμα διαχειρίζονται τους μετανάστες. Εγώ ζώντας σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, όπου το μεταναστευτικό είναι μεγάλο θέμα, εγώ ποτέ δεν ένιωσα “α, ήρθε ο μετανάστης να μου πάρει την δουλειά ή να νιώθω μειονεκτικά”. Είδα έτσι τους Νορβηγούς με αρκετή θέληση να θέλουν να σε εντάξουν στη χώρα τους και στην κοινωνία τους, αν φυσικά δείξεις την απαραίτητη θέληση. Το εκτιμούν πάρα πολύ και θα στο δείξουν. Οπότε θεωρώ ότι αν έρθεις συνειδητοποιημένος στην Νορβηγία, και όχι με την “ελληνική νοοτροπία”, τότε θα εκτιμήσεις πράγματα που υπάρχουν εδώ. Παρόλο που αρχικά είναι δύσκολο να προσαρμοστείς γιατί χάνεις το περιβάλλον σου, που είχες για πολλά χρόνια».
Παρόλο που δεν ξέρει ακόμα καλά την τοπική γλώσσα δε νιώθει αποξενωμένη: «Το πολύ θετικό για μένα είναι ότι μιλάνε παντού αγγλικά, και αυτό βοηθάει εξαιρετικά στο ξεκίνημα. Μετέπειτα όμως καλό είναι να μάθεις την γλώσσα για την προσωπική σου εξέλιξη. Πάντως βλέπω μικρές και μεγάλες ηλικίες να μιλάνε αγγλικά με μεγάλη προθυμία. Δεν δυσανασχετεί κανείς. Είναι όμορφο και προσιτό να το βλέπεις. Εγώ προσπαθώ να μάθω την γλώσσα γιατί θέλω να μείνω εδώ. Είναι πιο εύκολη γλώσσα από την δικιά μας. Ίσως λίγο δύσκολη η προφορά.
Στην Ελλάδα δούλευα σε λογιστικό γραφείο, ενώ στη Νορβηγία εργάζομαι σε εστιατόριο. Στόχος μου είναι βέβαια να επιστρέψω στα λογιστικά και στην Νορβηγία πλέον. Απλά πρέπει να μάθω αρκετά καλύτερα την γλώσσα. Η λογιστική μου αρέσει πολύ σαν επάγγελμα, οι συνθήκες στην Ελλάδα δεν μου άρεσαν καθόλου. Είναι τρομερά διαφορετικές. Μπορώ να πω, πως καλύτερα σερβιτόρα στην Νορβηγία πάρα λογίστρια στην Ελλάδα. Ο τρόπος αντιμετώπισης των συναδέλφων και του εργοδότη εδώ είναι πολύ καλύτερος. Η επιθεώρηση εργασίας στην Νορβηγία για παράδειγμα, στηρίζει όντως τον εργαζόμενο. Δεν θα φοβηθείς να πεις το παράπονο σου. Αντίθετα στην Ελλάδα σου λένε μην πας γιατί δεν θα βρεις πουθενά αλλού δουλειά. Προφανώς δεν είναι όλα τέλεια εδώ, αλλά η κατάσταση είναι τρομερά διαφορετική».
Στο τέλος καταλήγει πως αυτή η απόφαση της μετανάστευσης της στα βόρεια της Ευρώπης, της επέφερε μόνο θετικές εξελίξεις: «Δεν έχω μετανιώσει ούτε μια μέρα που έφυγα. Το μόνο που μετανιώνω είναι που δεν το έκανα νωρίτερα. Είμαι χαρούμενη που πήρα την απόφαση. Στην Ελλάδα έζησα στρεσογόνες καταστάσεις και το σώμα μου άρχισε να αντιδράει. Αυτό ήταν ένα καμπανάκι. Πλέον εδώ νιώθω απόλυτα ήρεμη».
Στοιχεία και δεδομένα για τον ελληνικό χώρο
Με αφορμή την παγκόσμια αυτή ημέρα, το Ελληνικό Φόρουμ Μεταναστών αναφέρει: «Φέτος, την Παγκόσμια Ημέρα Μεταναστών, μετά από 23 χρόνια λειτουργίας του φορέα μας, του Ελληνικό Φόρουμ Μεταναστών (ΕΦΜ), τα αιτήματά μας παραμένουν ίδια και αφορούν στη χάραξη μιας πολιτικής ένταξης, τον σχεδιασμό και την υλοποίηση μιας ουσιαστικής μεταναστευτικής πολιτικής και όχι άλλα “μπαλώματα” με επιμέρους μέτρα.
Δεκαετίες τώρα, η μεταναστευτική πολιτική της χώρας δεν έχει καταφέρει να επιλύσει προβλήματα. Αντιθέτως, δημιουργεί νέα. Η ένταξη είναι σε αναμονή, μαζί με πάνω από 255.000 ανθρώπους να περιμένουν ακόμα να εκδοθεί η ανανέωση ή η νέα άδεια διαμονής τους. Το 62% εξ αυτών περιμένουν εδώ και 1 χρόνο, το 32% βιώνει καθυστερήσεις 2 ετών, και οι υπόλοιποι δεκάδες χιλιάδες συμπολίτες μας βρίσκονται σε αναμονή 3, 4 έως και πάνω από 5 έτη!
Επιπλέον, το 2022 που ξεκίνησε η ηλεκτρονική κατάθεση αιτήσεων, παρατηρήθηκε αύξηση της τάξης του 1087% των εκκρεμών αιτήσεων αδειών διαμονής των πολιτών τρίτων χωρών σε σχέση με το 2021 (παρόλο που ο αριθμός νέων αιτημάτων εκείνη τη χρονιά αυξήθηκε μόλις 40%). Ενώ το 2023 παρατηρήθηκε αύξηση 97% των εκκρεμών αιτήσεων σε σχέση με το 2022.
Η αναμονή για την ανανέωση ή την έκδοση άδειας διαμονής είναι ένα σοβαρότατο πρόβλημα που επηρεάζει την καθημερινότητα και τη ζωή χιλιάδων ανθρώπων στη χώρα, αφού δεν μπορούν να συνεχίσουν ομαλά την ζωή τους δίχως νομιμοποιητικά έγγραφα σε ισχύ».
Η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο περίπλοκη αν προστεθεί και το νούμερο των ατόμων που ήρθαν φέτος στην Ελλάδα ως μετανάστες. Σύμφωνα με στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ (UNHCR), για το 2023 στην Ελλάδα ήρθαν διά της θαλάσσιας οδού 44,924 μετανάστες.
Ορισμοί εννοιών μετανάστη και πρόσφυγα
Μετανάστης είναι το άτομο που μετακινείται από ένα μέρος σε ένα άλλο, συνήθως διασυνοριακά ή εντός μιας χώρας, με σκοπό να εγκατασταθεί προσωρινά ή μόνιμα στη νέα τοποθεσία. Η μετανάστευση μπορεί να συμβεί για διάφορους λόγους, όπως οικονομικές ευκαιρίες, καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, οικογενειακή επανένωση ή άλλους προσωπικούς παράγοντες.
Από την άλλη πλευρά, πρόσφυγας είναι ένα άτομο που έχει αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του λόγω διώξεων, πολέμου, βίας ή βάσιμου φόβου δίωξης για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων. Οι πρόσφυγες ζητούν διεθνή προστασία και δεν μπορούν ή δεν επιθυμούν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
Η βασική διαφορά μεταξύ μεταναστών και προσφύγων έγκειται στους λόγους της μετακίνησής τους. Οι μετανάστες μετακινούνται οικειοθελώς για διάφορους λόγους, ενώ οι πρόσφυγες αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις χώρες καταγωγής τους λόγω του φόβου δίωξης ή άλλων απειλητικών για τη ζωή περιστάσεων. Οι μετανάστες μπορεί να αντιμετωπίζουν ή να μην αντιμετωπίζουν προκλήσεις κατά την άφιξή τους σε έναν νέο τόπο, αλλά οι πρόσφυγες αναζητούν συγκεκριμένα προστασία και άσυλο από μια απειλή για την ευημερία τους στην πατρίδα τους.