Παντελής Βούλγαρης: Ψυχή βαθιά
του Γιώργου Τούλα Πέρσι στις 4 Οκτώβρη, σε ειδική εκδήλωση στο Τελλόγλειο, το Α.Π.Θ. τίμησε τον Παντελή Βούλγαρη αναγορεύοντάς τον επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Κινηματογράφου. Στο σινεμά συμπλήρωσε 45 χρόνια. Οι ταινίες του, από το “Προξενιό της Άννας” μέχρι τις “Νύφες” και από το “Ακροπόλ” μέχρι το “Ψυχή βαθιά”, είναι ασκήσεις τρυφερότητας πάνω στον άνθρωπο. […]
του Γιώργου Τούλα
Πέρσι στις 4 Οκτώβρη, σε ειδική εκδήλωση στο Τελλόγλειο, το Α.Π.Θ. τίμησε τον Παντελή Βούλγαρη αναγορεύοντάς τον επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Κινηματογράφου. Στο σινεμά συμπλήρωσε 45 χρόνια. Οι ταινίες του, από το “Προξενιό της Άννας” μέχρι τις “Νύφες” και από το “Ακροπόλ” μέχρι το “Ψυχή βαθιά”, είναι ασκήσεις τρυφερότητας πάνω στον άνθρωπο. Ακόμα και στις πιο σκληρές εποχές, όπως τα «Πέτρινα Χρόνια» ή το «Χάπι Ντέι». Σήμερα κάνει πρεμιέρα στις αίθουσες η νέα του ταινία που διαδραματίζεται στην Άνδρο και περιγράφει τη ναυτική ζωή της Άνδρου από το 1930 μέχρι και το 1950. Οι ιστορίες πίσω από τα κυρίαρχα πρόσωπα των «ξενιτεμένων» ναυτικών, βασίζονται στο βραβευμένο μυθιστόρημα της συζύγου του, Ιωάννας Καρυστιάνη, «Μικρά Αγγλία».
Στα 1995 ανέβηκε εδώ πάνω για να σκηνοθετήσει την «Αγγέλα» του Σεβαστίκογλου, στο Κρατικό θέατρο. Στη συνέχεια διηύθυνε το πρόγραμμα Εγνατία της Πολιτιστικής, σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα. Μετά ξεκίνησε τα γυρίσματα μιας ταινίας. Την ονόμασε «Όλα είναι δρόμος» και μοίρασε τότε τη ζωή του ανάμεσα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Τότε, πριν 15 χρόνια, χρησιμοποίησε τα γραφεία της Parallaxi ως στρατηγείο του για τα γυρίσματα του ”Όλα είναι δρόμος”. Ένα απόγευμα εκείνου του καλοκαιριού ο Γιώργος Τούλας τον βρήκε χαλαρό και κουβέντιασε μαζί του για ταινίες, για το ελληνικό σινεμά, για τη φιλοσοφία του στη ζωή και την τέχνη του… Και για πολλά πράγματα που μένουν αναλλοίωτα στο χρόνο.
Εννιά ταινίες σε τριάντα χρόνια δεν είναι λίγες;
-Εγώ έχω την εντύπωση πως δεν έχω σταματήσει να δουλεύω. Δεν έχω σενάρια στο συρτάρι, εκτός από ένα δύο που δεν γυρίστηκαν ποτέ. Εκτός από τις ταινίες έχω κάνει όλες τις υπόλοιπες αμαρτίες που μπορεί να κάνει ένας σκηνοθέτης. Θέατρο, τηλεόραση, ραδιόφωνο, καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Δεν αισθανόμουν την ανάγκη να κάνω συχνότερα ταινίες. Δεν έχω απωθημένα. Ανάμεσα στις ταινίες θέλω να υπάρχει ένα διάστημα να κατασταλάζει η προηγούμενη και να σκέφτομαι την επόμενη. Έχω ακόμα λίγα χρόνια. Θέλω να κάνω δέκα, ώστε όταν κάνουν ένα κύκλο μιας βδομάδας προβολών, να παίρνουν ποσοστά τα παιδιά μου (γελάει).
Υπάρχουν όμως περιπτώσεις που δεν τις προκάλεσες εσύ τις ταινίες.
-Συνήθως αν δεν αποφασίσω εγώ να προκαλέσω τα πράγματα, να τα σπρώξω για να κάνω ταινία, δεν γίνεται. Όλα αυτά τα χρόνια, τρεις φορές μόνο χτύπησε τηλέφωνο, για να μου προτείνουν άλλοι. Ο Χατζιδάκις, που μου πρότεινε να κάνω τον «Μεγάλο Ερωτικό», ο Τζαβέλας, όταν ανέλαβε το κέντρο κινηματογράφου μετά τη δικτατορία, μου πρότεινε να κάνω μια ταινία και έκανα το «Χάπι Ντέι» και ο Γιάννης Χορν που είχε ένα όνειρο, μια ταινία για το Βενιζέλο. Σε όλες τις άλλες ταινίες κανείς δεν με ρωτούσε τι ιδέες έχω στο μυαλό μου. Ακόμα και σε τούτη τη νέα ταινία που έχω χρηματοδότη και συμπαραγωγό την Πολιτιστική, με τα χίλια ζόρια αποφάσισαν να με βοηθήσουν. Όσο περνούν τα χρόνια δυσκολεύουν τα πράγματα.
Τι κέρδισες όλα αυτά τα χρόνια στο σινεμά;
-Κέρδισα μία ψυχική ισορροπία, μια ηρεμία. Στις ταινίες μου έβαλα όλη μου την ψυχή, τις ικανότητες, τη ζωή μου την ίδια, χρήματα που ρισκάρισα. Δεν σταμάτησα μπροστά σε κάτι που ήθελα να κάνω. Αυτή η δουλειά σε ένα πολύ μεγάλο κοινό βρίσκει αποδοχή πολύ θετική. Το συνάντησα αυτό, τώρα με την ευκαιρία της ζωής εδώ, των ταξιδιών στην επαρχία. Συνάντησα πολύ μεγάλη αγάπη. Αισθάνομαι ήσυχος με τη συνείδηση μου, αυτό είναι το κέρδος. Κατάφερα, παρότι ζούσα από αυτή τη δουλειά χωρίς να έχω άλλα εισοδήματα, να μην κάνω μεγάλες αμαρτίες που να μου χρεωθούν στη συνείδηση μου. Τα προς το ζην αφορούν πολλές φορές διαφημιστικές ταινίες που είναι ανώδυνες και με έζησαν σε στιγμές που δεν είχα χρήματα.
Φιλίες καλές έκανες στο χώρο; Από όσο ξέρω φίλοι σου είναι ο Καζάν και ο Σκορτσέζε.
-Δεν είναι τυχαίο ότι αυτές οι δύο περιπτώσεις προέρχονται από την Αμερική, όπου η επαφή με μεγάλους σκηνοθέτες σου δημιουργεί την αίσθηση ότι η σχέση είναι ισότιμη. Που σε τελευταία ανάλυση έτσι είναι. Πέρα από το μέγεθος μιας παραγωγής την ίδια αγωνία που θέλει να εκφράσει ο Σκορτσέζε σε μια ταινία την έχει και ένας νέος που φτιάχνει την πρώτη του ταινία για να πάει στη Δράμα. Τα μεγέθη είναι διαφορετικά. Για να μην πω και κάτι άλλο. Τώρα που ήταν ο Καζάν στη Θεσσαλονίκη είδε την ομάδα που έχω φτιάξει εδώ και μου είπε σε ζηλεύω για την παρέα που έχεις, αν νοσταλγώ κάτι στο σινεμά είναι αυτή η ατμόσφαιρα. Πέρα από το αν κάνεις μια καλή η κακή ταινία, η ζωή στο σινεμά δημιουργεί μια δεύτερη οικογένεια. Πολλές φορές έχω την αίσθηση, πως έχω στερήσει από την οικογένεια μου πράγματα και τα έχω δώσει σε μια άλλη οικογένεια. Πάντα το πρόβλημα και το προτέρημα του ελληνικού κινηματογράφου ήταν πως οι ταινίες είναι μικρές, χειρωνακτικές χειρονομίες. Περνάνε όλα απ’ τα χέρια σου, δεν πας στο γύρισμα απλά για να διευθύνεις. Οι άνθρωποι που γνώρισα και πέρασαν από δίπλα μου, οι βοηθοί μου που δεν έμειναν στο επίπεδο του βοηθού, αλλά έκαναν ταινίες, είναι το κέρδος και το καμάρι μου.
Παρ’ όλα αυτά σε πολλές περιπτώσεις έχεις πει σκληρά πράγματα, που όμως ήταν αλήθειες. Πράγματα που συνήθως δεν λέγονται σ’ αυτό το μικρό συνάφι. Αυτό δε σου δημιούργησε προβλήματα;
-Συζητούσα με φίλους ηθοποιούς, αν είναι σωστό να λες αυτό που σκέφτεσαι όταν βλέπεις μια παράσταση. Καταλαβαίνω πως ο ηθοποιός στην πρεμιέρα θέλει ν’ ακούσει τα καλύτερα λόγια, αλλά θεωρώ σαν ηθικό χρέος εφ’ όσον με τίμησαν και με κάλεσαν να λέω τη γνώμη μου. Αυτό συχνά δημιουργεί πρόβλημα. Αυτή η στάση μου ξεκινάει από δική μου εμπειρία. Βρέθηκα διαγωνιζόμενος στο φεστιβάλ όπου άλλα άκουγα μπροστά μου και άλλα πίσω μου. Μου κόστισε, διότι επειδή είμαστε μια οικογένεια, τι πιο φυσικό απ’ το να σου πουν έχεις κάνει μια κακή ταινία. Έτσι θεωρώ πως το να λέω τη γνώμη μου είναι φυσικό γεγονός. Έχασα δυο φίλους τα τελευταία χρόνια, όταν τους είπα πως οι ταινίες τους δεν μου άρεσαν.
Σε κάποιον που παρατηρεί το χώρο απ’ έξω υπάρχει η αίσθηση πως ο πυρήνας του εβδομήντα που είσαστε εσείς οι σκηνοθέτες διαλύθηκε. Πως το δέσιμο δεν υπάρχει πια… Είναι έτσι;
-Στο ξεκίνημα μας οι κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις ήταν αλλιώς. Η δικτατορία μας ένωσε. Υπήρχε ένα κοινό αίτημα ν’ αλλάξει κάτι. Στη πορεία άλλαξαν οι συνθήκες παραγωγής, δημιουργήθηκε το Κέντρο που συντηρεί την τέχνη, αλλά και μια ανταγωνιστική διάθεση δημιουργήθηκε. Παρέες, συμφέροντα, φιλίες, έχθρες μπλόκαραν τις πιο ανθρώπινες συμπεριφορές. Αντί να αισθάνεσαι φίλος και συνάδελφος, αισθάνεσαι αντίπαλος. Αυτό διέλυσε τον ιστό που ένωνε τη δική μας γενιά. Μας συνδέουν γεγονότα, κοινές αγωνίες, αλλά τώρα πια σαν μια ανάμνηση. Φτιάχνεις συνήθως ταινίες πόλεων και διαμερισμάτων.
Από πού προέρχονται οι συγκινήσεις σου;
-Οι αισθήσεις μου είναι διαρκώς ανοιχτές για να δεχτώ τη συγκίνηση. Μπορεί να έρθει από ένα κομμάτι του δελτίου ειδήσεων, από ένα δημοσίευμα, ένα στίχο, ένα τραγούδι. Όλα αυτά τροφοδοτούν μέσα μου και κινητοποιούν διεργασίες που αντέχουν και καταλήγουν σε μια ιστορία. Είμαι παιδί της πόλης. Γεννήθηκα στην Αθήνα, μεγάλωσα σε σπίτια μικροαστικά, αστικά, φτωχικά, αργότερα μπήκα και σε πιο πλούσια σπίτια. Από την πόλη προέρχονται οι συγκινήσεις μου.
Ακόμα όμως και σε εποχές που το πρωτεύον ήταν το κοινωνικό, εσύ τον άνθρωπο έβαζες μπροστά.
– Γιατί μ’ αρέσει να παρατηρώ. Έχω την εντύπωση ότι οι καλύτερες ταινίες και παραστάσεις που έχω δει, είναι μέσα στη ζωή. Μπορεί να βρεθώ σ’ ένα εστιατόριο και η σκηνή που βλέπω απέναντι μου, να έχει δομή και μια αίσθηση κινηματογραφική. Να μείνω άναυδος και να κάθομαι με τις ώρες. Με συγκινούν οι χειρονομίες. Το πώς κινούν τα χέρια οι άνθρωποι, πώς χαμογελάνε. Σαν λαός έχουμε μια άλλη γλώσσα, των βλεμμάτων. Που είναι πιο σαφής, πιο ακριβής και πιο αδιόρατη. Αυτό προσπάθησα να κάνω στις ταινίες μου. Χαρά, πίκρα, μίσος, ζήλια, μέσα απ’ τα βλέμματα, όσα βλέπεις στην καθημερινή ζωή είναι κάτι που έλεγα πάντα στους μαθητές μου. Η ενέργεια και η διάθεση για αποκρυπτογράφηση της ζωής δεν θα πρέπει να χάνει ούτε ένα εικοσιτετράωρο. Ένας σκηνοθέτης θα πρέπει να είναι διημερεύων και διανυκτερεύων, σαν τα φαρμακεία. Ταξίδεψα για χρόνια με το πρόγραμμα Εγνατία της πολιτιστικής, είδα κοινωνίες κλειστές σε μια πόλη και λίγα χιλιόμετρα παρακάτω άλλη αντιμετώπιση. Ταξίδεψα στην επαρχία, μπήκα σε σπίτια και κουβέντιασα νύχτες. Έζησα σε πόλεις σε χωριά. Τα βίωσα. Στην ταινία μου “Όλα είναι δρόμος” το πιο βασικό ήταν το μυστήριο που κρύβει ο Έλληνας. Είμαστε μια ράτσα απροσδιόριστη, αντιφατική, πολλές φορές ανεξέλεγκτη ή σιωπηλή. Άλλες φορές φαντεζίστικα εξωτερικευόμενοι, σχεδόν θεατρικά. Όσο δουλεύω παραμένω περίεργος.
Τη μυθολογία του δρόμου πώς την έχεις στο μυαλό σου; Μέσα από βιβλία, ταινίες ή τα δικά σου ταξίδια;
Περισσότερο με τα ταξίδια που οδηγώ εγώ. Χωρίς παρέα, χωρίς κινητό που το μισώ, χωρίς τίποτα που να σε αποσπάει απ’ το ταξίδι. Φτιάχνεις τις ωραιότερες σκέψεις, μπορείς να δώσεις λύσεις σε προβλήματα, να σκεφτείς τι έχεις αφήσεις πίσω σου, τι ανθρώπινες εκκρεμότητες έχεις. Μια φορά ερχόμουν Θεσσαλονίκη, βρήκα μια κασέτα των παιδιών μου μ’ ένα τραγούδι του Μικρούτσικου, ένα ζεϊμπέκικο με τον Νταλάρα. Μ’ άρεσε, το γύριζα και το ξανάκουγα. Για πέντε ώρες. Μόλις έφτασα πήρα το Μικρούτσικο πως έφτασα μ’ ένα τραγούδι του. Αυτή η άνεση και η ελευθερία, η ευκαιρία να συνομιλήσεις με τον εαυτό σου, συμβαίνει μόνο όταν οδηγείς.
Ποια είναι τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα μιας σπονδυλωτής ταινίας σε σχέση με άλλες που βασίζονται σε μυθιστόρημα;
Οι πρώτες μου μικρού μήκους, ο “Κλέφτης” και ο “Τζίμης ο τίγρης”, με κάλυπταν και σαν φόρμα και σαν χρόνος. Αν ήμουν συγγραφέας ίσως να μην περνούσα στο μυθιστόρημα, να έμενα στο διήγημα που μ’ αρέσει. Παλιά η σπονδυλωτή ήταν κατάσταση, ιδίως στην Ιταλία. Κάποτε ο Παπαλιός φώναξε τον Αγγελόπουλο, τον Παναγιωτόπουλο και μένα, να κάνουμε μαζί μια ταινία. Δεν έγινε αλλά ήταν ενδιαφέρον. Αυτές οι τρεις διαφορετικές πλευρές της ζωής που καταγράφονται εδώ, έχουν το δικό τους ενδιαφέρον. Καλύπτει πλευρές της Μακεδονίας και της Θράκης, που θα στεναχωριόμουν αν άφηνα έξω. Το τοπίο στο σινεμά πρέπει να συνδέεται με το εσωτερικό ψυχικό τοπίο των ηρώων.
Έχω την αίσθηση πως είσαι από τα αγαπημένα παιδιά του ελληνικού τύπου. Είναι έτσι;
Υπάρχουν δύο περιπτώσεις, ο «Ελευθέριος Βενιζέλος 1910-1927» και το «Ακροπόλ» που θα έπρεπε κανονικά να είχα φύγει. Τον είχε δει τον Βενιζέλο ο Ντασέν, είδε και όσα τράβηξα και είπε: «Είστε κακοί οι Έλληνες, αν ήμουν ο Βούλγαρης θα είχα φύγει από την Ελλάδα». Αισθανόμουν ότι συνειδητά δεν ήθελαν να δουν, τι θέλανε να πουν οι ταινίες. Δεν υπάρχει ταινία, πέρα από τα δέκα αριστουργήματα του Αιζεστάιν και του Γουέλς που να μην έγιναν από ανθρώπους. Υπάρχουν αδύνατες πλευρές πάντα. Συνηθίζω να μιλάω μόνο όταν υπάρχει λόγος.
Τα εισιτήρια που γίνονται τα τελευταία χρόνια στον ελληνικό κινηματογράφο πως σου φαίνονται;
-Υπάρχουν νέες συνήθειες, αίθουσες που μοιάζουν με καζίνο, αλλά έχουν καλές συνθήκες προβολής. Δημιουργήθηκε νέο κοινό. Άλλος τρόπος πλασαρίσματος. Εμείς οι παλιότεροι δεν τα γνωρίζουμε αυτά. Οι νέες ταινίες μπήκαν στην καινούργια συλλογιστική και τα κατάφεραν. Οφείλουμε να πάρουμε διδάγματα.
Αυτές οι ταινίες όμως είχαν αναγνωρίσιμα στοιχεία για το κοινό.
-Πρόβλημα του σκηνοθέτη που ζει στη κοινωνία είναι να βλέπει τον τρόπο ζωής, τα νέα ρεύματα. Οφείλει να προσαρμοστεί, να συναντήσει το κοινό σε πράγματα που το αφορούν. Άλλωστε και οι ξένες ταινίες μιλάνε για πράγματα που αφορούν το κοινό. Αυτό δεν είναι παραχώρηση ούτε έκπτωση. Οφείλει να το κάνει.
Πώς προέκυψαν οι “Νύφες” και ο Σκορτσέζε;
Είναι μια ιδέα που ξεκίνησε από ένα ταξίδι στο Έλις Άιλαντ, μετά από ένα δημοσίευμα των Τάιμς της Νέας Υόρκης. Μας συγκίνησε πολύ, εμένα σαν σκηνοθέτη και τη γυναίκα μου (Ιωάννα Καρυστιάνη) σαν συγγραφέα. Εκείνη έγραψε την προσωπική της ιστορία, που είναι ένα πολύ δυνατό υλικό, ένας μεγάλος όγκος δουλειάς, που δεν ξανάγινε στην Ελλάδα και συγκίνησε τον Σκορτσέζε, που μας διέθεσε το μηχανισμό του δικού του γραφείου παραγωγής στην εξεύρεση των χρημάτων. Το σενάριο το περιμένουν τέσσερις μεγάλες εταιρείες. Είναι μεγάλο πρόγραμμα που έτσι και γίνει έχει καλώς. Είναι ένα όνειρο μεγάλο.
Πες μου κλείνοντας πώς αποτίμησες την Πολιτιστική που την έζησες από κοντά;
-Υπάρχουν οι χώροι που κάποτε θα τελειώσουν και που θα ζητήσουν δράση, είτε από δω είτε από κάτω. Τα σκάνδαλα με τις εργολαβίες τα άκουγα, αλλά δεν παίρνω θέση αν δεν δω κάποιον να βάλει το φάκελο στην τσέπη. Είναι πολύ βαρύ. Γίνανε πολλές εκδηλώσεις σε μια προσπάθεια να καλυφθούν από αντιφατικά ως συγκρουόμενα πράγματα. Σημαντικά αλλά και αδιάφορα. Δεν έχω γνώση για τη συμμετοχή του κοινού. Εγώ σε όσα κάναμε εμείς αισθάνθηκα διαφορετικές συμπεριφορές. Αλλού αναζητούσαν την ευκαιρία να δουν πράγματα και αλλού έμειναν μακριά. Υπήρξε περίπτωση να έχουμε δύο θεατές και στο τοπικό Βαρελάδικο να είναι 3000 άτομα. Αν ήμουν υπουργός πολιτισμού θα μάζευα αυτές τις εμπειρίες και θα έβγαζα συμπεράσματα. Αν μια περιοχή δεν γουστάρει, δεν θα έκανα εκδήλωση. Θα έκανα νέο σχεδιασμό πολιτιστικής πολιτικής.
*Μικρά Αγγλία του Παντελή Βούλγαρη με τους Πηνελόπη Τσιλίκα, Σοφία Κόκκαλη, Αννέζα Παπαδοπούλου, Ανδρέα Κωνσταντίνου, Μάξιμο Μουμούρη, Βασίλη Βασιλάκη, Χρήστο Καλαβρούζο, Ειρήνη Ιγγλέση
Η 20χρονη Όρσα είναι παράφορα ερωτευμένη με τον υποπλοίαρχο Σπύρο Μαλταμπέ. Η μικρότερη αδελφή της, Μόσχα, δυναμική και γεμάτη όνειρα θέλει να φύγει από την Άνδρο, να αποδράσει από τη μοίρα των γυναικών του νησιού να παντρεύονται ναυτικούς που όλο λείπουν ή θαλασσοπνίγονται. Για τη μητέρα τους, ο έρωτας είναι κακός μπελάς και πόνος. Παρακάμπτοντας τα αισθήματα των κοριτσιών της, συνωμοτεί, αξιοποιεί γνωριμίες και τις παντρεύει με γνώμονα το συμφέρον και άθελά της ναρκοθετεί το ίδιο της το σπιτικό. Στο κάτω σπίτι η Όρσα. Στο πάνω η Μόσχα. Το σενάριο της Ιωάννας Καρυστιάνη βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο της που η ιστορία του διαδραματίζεται στο ναυτικό νησί της Άνδρου, τις δεκαετίες του ’30 και ’40. Ο Βούλγαρης για μία ακόμη φορά, όπως στο “Ψυχή Βαθιά”, εμπιστεύεται τους πρωταγωνιστικούς ρόλους σε πρωτοεμφανιζόμενους ηθοποιούς.