Πέντε ημέρες μετά την …εκκένωση, πέντε χιλιόμετρα πριν την Ειδομένη
Η Ela από το Aleppo ζει εδώ και τρεις μήνες στο πρατήριο της ΕΚΟ -μια ανάσα από τα σύνορα.
Λέξεις-εικόνες: Γκέλη Δούμπη
«Ela είναι το όνομά μου. Ela Osman. Θα πει «come» στα ελληνικά –έτσι δεν είναι;»
Η Ela από το Aleppo ζει εδώ και τρεις μήνες στο πρατήριο της ΕΚΟ -μια ανάσα από τα σύνορα. Πέντε μόλις χιλιόμετρα πριν τον πολυσυζητημένο καταυλισμό της Ειδομένης που «εκκενώθηκε με επιτυχία και χωρίς παρατράγουδα».
Ζει σε μια φαβέλα που ρίζωσε δίπλα στο δρόμο και απλώνεται χωρίς να την αγγίζουν μέχρι τώρα οι διάφορες εξαγγελίες, τα επιχειρησιακά σχέδια μετεγκατάστασης και οι ατελέσφορες «μεταναστευτικές πολιτικές». Από μπροστά περνούν, εδώ και μήνες, νταλίκες και αυτοκίνητα ξερνώντας λάσπες και καυσαέρια και, καθώς καλοκαιριάζει, θα αρχίσουν να ανοίγουν οι στρόφιγγες του οδικού τουρισμού από τη βαλκανική ενδοχώρα. Ένα θλιβερό «θεματικό πάρκο» στη διαδρομή τους θα είναι η φαβέλα –λίγο πριν φτάσουν στις δροσερές θάλασσες για να ξεπλύνουν την εικόνα της.
Ο καταυλισμός στο βενζινάδικο αντιστέκεται και ίσως η συναισθηματικά φορτισμένη ερμηνεία της Ela να είναι μια (αφελής) εξήγηση για αυτό: «Εδώ είναι καλύτερα από τα στρατόπεδα γιατί αισθανόμαστε ελεύθεροι, επικοινωνούμε με ανθρώπους, κινούμαστε. Τα στρατόπεδα είναι σαν φυλακές –μας το λένε όλοι όσοι είναι εκεί. Θέλουν να φύγουν γιατί νιώθουν παγιδευμένοι.»
H αλήθεια είναι όμως πολύ πιο σύνθετη και η Ela ίσως και να μην τη μάθει ποτέ.
«I would go anywhere! I just don’t want to stay here.»
Το λέει κάνοντας με το χέρι της μια κυκλική κίνηση που νοητά ορίζει την αθλιότητα που την περιβάλει. Με αξιοθαύμαστη ψυχραιμία, χωρίς ένταση στη φωνή και με την ωριμότητα ενός προσγειωμένου ανθρώπου που γνωρίζει τα όρια των ονείρων και των προσδοκιών του. «Και στην Ελλάδα θα ήθελα να μείνω, αρκεί να είχαμε ένα σπίτι και να μπορούσα να σπουδάσω.»
«Τώρα δεν έχω πια όνειρα. Παλιά ήθελα να γίνω γιατρός αλλά αυτό τέλειωσε.»
Η Ela είναι 18 χρονών. Η δευτερότοκη κόρη μιας οικογένειας κουρδικής καταγωγής με έξι παιδιά. Φέτος θα ξεκινούσε τις σπουδές της στην ιατρική. Αυτό ήταν το όνειρό της. «Αν μπορέσουμε να εγκατασταθούμε κάπου, να αποκτήσουμε ένα σπίτι, τότε θέλω να γίνω μεταφράστρια. Μιλάω αραβικά, κουρδικά, τουρκικά, αγγλικά και λίγα γαλλικά. Όσο καιρό είμαστε εδώ έχω γίνει …πολύτιμη για όλους επειδή μπορώ να μεταφράζω και να βοηθάω τους ανθρώπους. Αυτό σκέφτηκα και έτσι το αποφάσισα.»
«Ο πατέρας μου ήταν οδηγός σε επαγγελματικά οχήματα. Έβγαζε πολλά λεφτά και ζούσαμε σε ένα μεγάλο σπίτι».
Το λέει με έμφαση και με μια λάμψη περηφάνιας στα μάτια. Θέλει να το πιστέψω. «Ήμασταν πλούσιοι», λέει, καθώς με ξεναγεί στο νοικοκυρεμένο κατάλυμά τους που βράζει από την υγρή ζέστη. Μουσαμάδες, μάλλινες κουβέρτες και παλέτες είναι τα δομικά υλικά του σπιτικού. Και από κάτω τρία αντίσκηνα για δωμάτια.
«Οι καρδιές είναι για τους γονείς μας».
Η αγάπη που ξέρει να αντέχει και κλείνει το μάτι στις δυσκολίες σημαδεύει την κρεβατοκάμαρα των γονιών. Με μια ζωγραφιά που έφτιαξε η Ela στην είσοδο του αντίσκηνού τους.
«Αυτό είναι το κρεβάτι μου».
Μου δείχνει ο καθένας τη γωνιά που κουρνιάζει και ησυχάζει. Και όλοι μαζί με τραβολογούν γελώντας για να μου αποκαλύψουν στην …πίσω αυλή το μυστικό τους θησαυρό: ένα μποστάνι στο οποίο φύτεψαν πριν λίγες μέρες ντοματιές. Σε λιγότερο από ένα τετραγωνικό μέτρο θα ριζώσουν και θα καρπίσουν μερικές ψηφίδες κανονικής ζωής.
«Είχαμε μποστάνια και λουλούδια στο σπίτι μας. Πολλά λουλούδια με όμορφα χρώματα», λέει η Ela και τα μάτια της φλέγονται. «Και αυτά τα μπουκάλια τα αφήνουμε στον ήλιο για να ζεσταθεί το νερό. Με αυτό πλενόμαστε», μου εξηγεί με αμηχανία.
Τι σου λείπει πιο πολύ; «Ο εαυτός μου όπως ήταν πριν.»
Και πώς περνάς τη μέρα σου;
«Κάθομαι. Απλώς κάθομαι. Και σκέφτομαι. Και καθώς σκέφτομαι ζωγραφίζω. Δες το χέρι μου; Δεν είναι όμορφο; Στα αραβικά σημαίνει: Ζωή, Αγάπη, Ελευθερία και Πόλεμος –όπως αυτός στη Συρία. Τέτοια πράγματα σκέφτομαι. Φύγαμε από έναν πόλεμο αλλά ήρθαμε σε έναν άλλο. Στον πόλεμο με την αθλιότητα, Ζούμε σαν ζώα. Ένας καθημερινός πόλεμος είναι και αυτός. Σκέφτομαι πως είναι καλύτερα να γυρίσω στη Συρία και να πεθάνω εκεί παρά να πεθαίνω κάθε μέρα εδώ. Αργά, μέσα στη λάσπη και στο χώμα. Μια μέρα εδώ κρατάει όσο εκατό. Κυλάει δύσκολα ο χρόνος.»
Κλαις, Ela;
«Δεν μπορώ να κλάψω.»
Δεν θα σε ανακούφιζε;
«Έκλαψα πολύ. Όταν αναγκαστήκαμε να φύγουμε από το σπίτι μας, όταν αφήσαμε πίσω τους παππούδες, τους θείους, τα ξαδέρφια και τους φίλους μας, όταν ήμασταν στη βάρκα και φοβόμουν πολύ… Τώρα έχω μεγάλο πόνο. Δεν θα τον διώξω όμως αν κλάψω.»
Με κοιτάει στα μάτια με βλέμμα βαθύ και καθαρό. Στεγνό.
«Έχω χάσει όλους μου τους φίλους. Δεν ξέρω πού βρίσκονται ούτε αν ζουν.»
Γνώρισα, βέβαια, κάποιες κοπέλες εδώ και κάνουμε παρέα. Είμαστε όλοι από τη Συρία σε αυτόν τον καταυλισμό. Οικογένειες με παιδιά. Ήσυχοι άνθρωποι. Έλα να σου δείξω τις καινούριες μου φίλες. Έλα να σου δείξω το σχολείο, το σπίτι των γυναικών όπου φτιάχνουμε τα νύχια μας και τα μαλλιά μας, τις κουζίνες, τη σκηνή που παίζουν τα παιδιά, τα μπάνια…»
Με πήρε από το χέρι και με ξενάγησε παντού. Μου σύστησε ανθρώπους, επισκεφθήκαμε τα σπιτικά των φίλων της, μου έδειξε το μωράκι που γεννήθηκε πριν ένα μήνα στο Κιλκίς και τώρα μεγαλώνει στον καταυλισμό.
Με τη διάθεσή της να παλινδρομεί. «Ξέρεις τι σκέφτομαι;» Κοιτούσαμε, με ένα κράμα έκπληξης και θλίψης, μια γυναίκα που πάλευε να μαγειρέψει σε μια αυτοσχέδια ψηστιέρα από παλιοσίδερα και ένα βαρέλι. «Σκέφτομαι πως ζούσαμε καλά στη Συρία. Με όλα αυτά που συμβαίνουν είναι σαν να γυρίσαμε στη λίθινη εποχή.»
«Τρεις φορές φιλιόμαστε».
Ανταλλάξαμε τηλέφωνα, δώσαμε υποσχέσεις και αποχαιρετιστήκαμε. Την φίλησα σταυρωτά και αυτή με τράβηξε ανεπαίσθητα προς το μέρος της. «Τρεις φορές φιλιόμαστε», μου είπε και γέλασε με την καρδιά της.
Τις ιστορίες τις ακούς. Αφήνεις να ξετυλίγονται σαν το κουβάρι και ο παλμός τους να συντονίζεται με το σφυγμό σου. Και, στο τέλος, το κόσκινο της αλήθειας κρατάει όσα αξίζουν. Την άκουγα, λοιπόν, την Ela επί τρεις ώρες να μου μιλάει με τα σπαστά αλλά γεμάτα αυτοπεποίθηση αγγλικά της.
Υστερόgραφο: Η Ela και η οικογένειά της έφυγαν από το Aleppo το 2013, κυνηγημένοι από τον πόλεμο. Έζησαν σχεδόν τρία πολύ δύσκολα χρόνια στη Μερσίνα της νότιας Τουρκίας. Η κουρδική καταγωγή τους ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα. Ξεσηκωμένοι από τις ελπίδες της φυγής προς την Ευρώπη, ξεκίνησαν για τα παράλια της Τουρκίας. Πέρασαν από τη Σμύρνη στη Χίο με μια μικρή βάρκα φορτωμένη με 90 ανθρώπους. Στον δουλέμπορο ο πατέρας της πλήρωσε 8.000 ευρώ –χίλια για κάθε μέλος της οικογένειας. Έμειναν δέκα μέρες στη Χίο. Με καράβι έφτασαν στον Πειραιά και από εκεί, με λεωφορείο, στη Λάρισα. Έμειναν στο στρατόπεδο προσφύγων της Μάνδρας αλλά, ύστερα από δέκα μέρες, κανόνισαν με 50 ακόμη ανθρώπους, βρήκαν ένα λεωφορείο, πήγαν στη Λάρισα και από εκεί, με το τρένο, έφτασαν στη Θεσσαλονίκη. Τρία ταξί μετέφεραν την οικογένειά της στη Νέα Καβάλα. Ισχυρίζεται ότι δεν τους δέχτηκαν γιατί το στρατόπεδο ήταν πλήρες και έτσι κατέληξαν στον άτυπο καταυλισμό στο βενζινάδικο της ΕΚΟ –ελάχιστα χιλιόμετρα πριν την Ειδομένη.