Πώς μετά τον COVID εγκαταλείψαμε το κέντρο και μεταφερθήκαμε στις γειτονιές
Καταστηματάρχες και πελάτες εξηγούν τι συμβαίνει στην Θεσσαλονίκη.
Εικόνα: Γιάννης Τριανταφυλλόπουλος
Με την έξαρση της πανδημίας και την εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων στραφήκαμε προς τις γειτονιές. Κατά την διάρκεια της καραντίνας τα πάρκα, οι πυλωτές, τα ξέμπαρκα παγκάκια και τα μπαλκόνια γέμιζαν ασφυκτικά με “πιστούς θαμώνες”.
Όσο χαλάρωναν τα μέτρα και επιτρεπόταν πια να επισκεφθείς και άλλους Δήμους οι άνθρωποι εγκατέλειψαν τα κέντρα των πόλεων και παρέμειναν στην γειτονιά την οποία και γνώριζαν πια καλύτερα. Ο Νίκος μένει στην Πολίχνη και τα τελευταία τρια χρόνια έχει ανακαλύψει μέρη εκεί τα οποία τον κρατούν μακριά από το κέντρο: “Για πολλά χρόνια πίστευα πως μπορώ να διασκεδάσω μόνο αν βγω στο κέντρο της πόλης. Θεωρούσα πως μόνο εκεί υπάρχουν επιλογές έτσι ώστε να περάσω καλά. Όλα μου τα φοιτητικά χρόνια δεν μου περνούσε από το νου πως μπορώ να βγω στη γειτονιά που μεγάλωσα. Μετά ήρθε ο κορονοϊός και κάπως έτσι μείναμε όλοι σπίτι μας για πολύ καιρό. Κι όταν πια μας είπαν “τώρα μπορείτε να βγείτε”, όλα ήταν διαφορετικά. Το καφέ της γειτονιάς έκλεισε. Δεν άντεξε τα απανωτά lockdown και την θέση του πήρε ένα τεράστιο “ενοικιάζεται”. Βέβαια δεν άλλαξε η όψη μόνο της γειτονιάς. Ίσως να άλλαξε και το πως σκέφτομαι εγώ κάποια πράγματα.” Ο ίδιος εξηγεί πως δύο χρόνια ήταν αρκετά για συζητήσεις, κουβέντες και αναθεωρήσεις: “Πλέον δεν βαριέμαι την γειτονιά.Ίσα ίσα την αναζητώ γιατί κατάλαβα πως στην πραγματικότητα δεν έχει σημασία το που είμαι αλλά με το ποιους. Οπότε άρχισα να ανακαλύπτω όλο και περισσότερο την άλλοτε “βαρετή” γειτονιά μου. Κι όντως έχει πολλά περισσότερα από όσα πίστευα πριν από καιρό. Τώρα αναζητώ τους γνωστούς σερβιτόρους του καφέ, μ’ αρέσει που τους ξέρω και με ξέρουν και οι σχέσεις μας δεν περιορίζονται στα τυπικά. Γνωρίζω πράγματα για εκείνους, όπως και αυτοί για μένα. Τα βράδια ειδικά, ακόμα και όταν δουλεύουν, γινόμαστε όλοι μία παρέα. Γι’ αυτό μάλλον αγαπώ τα καταστήματα της γειτονιάς και δεν πρόκειται να τα αλλάξω ακόμα και για την πιο must be καφετέρια που θα ανοίξει. Θα πάω και σ’ αυτήν. Όμως, καθημερινά θα επιλέξω εκείνο το καφέ του κύριου Γιάννη που θα με δει στον δρόμο να πηγαίνω προς τα εκεί, θα ετοιμάσει τον διπλό Αμερικάνο που πίνω και θα γράψει στο χάρτινο ποτήρι το όνομα μου χωρίς εγώ να πω τίποτα.” O κ. Θωμάς Μούτσελος ιδιοκτήτης του εστιατορίου “Πόρτα Ανοιχτή” στη Μονή Λαζαριστών εξηγεί πως υπάρχει αύξηση της κίνησης μετά τον COVID: “Βλέπουμε μία μεγάλη άνοδο το τελευταίο διάστημα. Το μαγαζί μας βρίσκεται στις Δυτικές Συνοικίες, εδώ οι άνθρωποι είναι τοπικιστές, αγαπάνε την γειτονιά και την στηρίζουν. Και φαίνεται γενικά στην κίνηση που υπάρχει, από το μπακάλικο μέχρι το δικό μας εστιατόριο. Γνωρίζουμε την κατάσταση που επικρατούσε μετά COVID στα καταστήματα εστίασης στο κέντρο και προέκυψε έτσι το συμπέρασμα ότι εμείς χτυπήθηκαμε λίγο λιγότερο. Ο κόσμος κινήθηκε τοπικά, υπήρξε κίνηση και προ πανδημίας αλλά μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων αυξήθηκε περισσότερο, φαίνεται να συνήθησαν το περπάτημα και να αγάπησαν τα στέκια της περιοχής τους. Έχουμε σταθερούς θαμώνες οι οποίοι μένουν στην περιοχή, περίπου το 90% της πελατείας μας και πλέον τους ξέρουμε. Οι ηλικίες κυμαίνονται από 30 έως και τα 60 έτη.” O Πέτρος μεγάλωσε και ζούσε για πολλά χρόνια στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, το 2018 πήρε την απόφαση να μετακομίσει στα σύνορα Χαρίλαου-Τούμπας: “Οι γονείς μου μου έλεγαν πως όποιος μένει στο κέντρο δεν το εγκαταλείπει ποτέ, έχει μία τεράστια γοητεία πράγματι. Είναι μαγικό το να έχεις τα πάντα δίπλα σου, όμως χάνεις το αίσθημα της γειτονιάς. Πριν από 4 χρόνια τα γραφεία της εταιρίας που εργάζομαι μεταφέρθηκαν στην Πυλαία κι έτσι πήρα την απόφαση να μετακομίσω. Επέλεξα τα σύνορα Τούμπας Χαριλάου στον Κήπο του Καλού για τους παλιούς. Μεγάλη αλλαγή από την φάση της απέραντης κίνησης μεταπήδησα στην ησυχία αλλά ήταν η πρώτη φορά που γνώρισα τον κλασικό όρο της γειτονιάς. Ξέρεις το μικρό μπακάλικο στο δίπλα στενό, ο φούρνος που οι κυράδες ξέρουν τι παίρνεις, το καφέ που πηγαίνεις πριν την δουλειά, η ταβέρνα που τρως την Κυριακή τα μεσημέρια. Την γειτονιά μου την γνώρισα στην διάρκεια του εγκλεισμού την είδα να κλείνεται, πολλές επιχειρήσεις της βάλανε λουκέτο την είδα όμως και γεμάτη. Μετά τα μέτρα έμεινα πολύ σε αυτήν μέχρι και σήμερα. Την προτιμώ για την καθημερινή μου έξοδο, είναι ωραίος ο συνοικιακός αέρας που έχει, μοναδικό το ότι πας στο καφενείο και ακούς τον παππού που μένει στην απέναντι πολυκατοικία να εξιστορεί την ζωή του, οι άνθρωποι από το ταβερνάκι που είναι κρυμμένο στα πάρκα να ξέρουν τι θα παραγγείλεις πριν μιλήσεις, η κλασική ατάκα “τα γνωστά;”. Πώς να ξαναμπλέξω στο μποτιλιάρισμα της Τσιμισκή όταν όλα είναι δίπλα στο σπίτι μου με μία ασυνήθιστη ζεστασιά;” Ο κ. Ηλίας κυριαζής είναι ιδιοκτήτης του εστιατορίου “Τουρλού” στα σύνορα Τούμπας-Χαριλάου και όπως αναφέρει παρατηρεί πως ο κόσμος αποφεύγει την μετακίνηση με το αυτοκίνητο: “Αλλάξαμε χώρο στο παλιό μαγαζί οι θαμώνες μας δεν ήταν της περιοχής, στον καινούριο μας χώρο η γειτονιά μας αγκάλιασε με τον καιρό. Στην αρχή ήταν δύσπιστη μετά είδαν πως έχουμε κίνηση και ξεκίνησε να μας προτιμάει. Βλέπω πως και τα άλλα καταστήματα εστίασης της περιοχής όμως έχουν κίνηση. Στην μετά COVID περιόδο, ανοίξαμε το νέο μαγαζί και ο κόσμος μας προσέγγισε, σίγουρα έπαιξε ρόλο η αλλαγή αλλά αυτό που μας έλεγαν οι πελάτες είναι ότι προτιμούν πια να μετακινούνται με τα πόδια. Ήταν το θετικό αποτύπωμα της πανδημίας. Ο κόσμος έδειξε μία εμπιστοσύνη στα συνοικιακά καταστήματα, σε εμάς παίζει ρόλο η γεύση σίγουρα και οι αποστάσεις που έχουμε κρατήσαν ανάμεσα στα τραπεζοκαθίσματα. Έχουμε σταθερούς θαμώνες από όλη την πόλη αλλά και από την γειτονιά.” Η Μαρία μένει στην περιοχή της Σοφούλη και έχει εγκαταλείψει πια την ιδέα της εξόδου στο κέντρου καθώς αποφεύγει να οδηγά και απολαμβάνει το περπάτημα: “Μεγάλωσα στην γειτονιά μου κι εκεί έβγαινα μέχρι την Δευτέρα Λυκείου, μετά μπήκε στην ζωή μου το κέντρο. Με την παρέα μου κατεβαίναμε κάθε Σαββατοκύριακο. Η κατάσταση αυτή άλλαξε ραγδαία με τον ερχομό της πανδημίας. Ξαφνικά έπρεπε να βρούμε μέρος για να περνάμε τον ελεύθερο μας χρόνο που να είναι εντός ορίων. Έτσι, ξαναπεράσαμε στην φάση της γειτονιάς όταν ζεις περίπου 7 μήνες υπό το καθεστώς εγκλεισμού αναγκάζεσαι να γνωρίσεις κάθε πτυχή της και ενώ πιστεύεις πως την βαρέθηκες γιατί ουσιαστικά τίποτε δεν αλλάζει ξαφνικά σε γοητεύει από την αρχή. Τους πρώτους μήνες του εγκλεισμού στέκι ήταν οι κήποι του Μεγάρου Μουσικής δεν ξέρω πόσες ώρες καθόμουν με παρέα εκεί. Μόλις άνοιξαν τα μέτρα μεταφερθήκαμε και πάλι στα τοπικά καταστήματα της περιοχής, την Λαϊκα, το Ωραίο Ντεπώ, το Αρχέγονο, στέκια που είχαμε στο Λύκειο και μείνανε αναλλοίωτα στο χρόνο. Παρατήρησα πως έκτοτε βγήκε τόσο σε εμένα όσο και σε όλη μου την παρέα μία άρνηση για την χρήση αυτοκινήτου. Θεωρώ πως υπεύθυνο συναίσθημα αυτής της αλλαγής είναι η συνήθεια, συνηθίσαμε τόσο καιρό να κινούμαστε με τα πόδια και όλα να είναι δίπλα μας. Σαν να έχουμε χτίσει και πάλι μία μικρή κινότητα ένα χωριό. Κατεβαίνω πολύ σπάνια στο κέντρο πια και η αλήθεια είναι ότι πλέον με ενοχλεί η βαβούρα του. Στην γειτονιά μου είναι όλα ήσυχα και είμαστε όλοι γνωστοί. Επίσης, είμαι τυχερή γιατί η γειτονιά μου παρέχει μαγαζιά για όλα τα γούστα και όλες τις ηλικίες.”