Πότε σπάει το ιατρικό απόρρητο;
Στην Ελλάδα, η υποχρέωση αυτή κατοχυρώνεται τόσο στο Σύνταγμα όσο και σε νομοθετικές διατάξεις, όπως με τον Νόμο 3418/2005, γνωστός και ως Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας.
Το ιατρικό απόρρητο αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα των ασθενών και είναι ένας από τους κεντρικούς άξονες της ιατρικής δεοντολογίας.
Στην ουσία, πρόκειται για την υποχρέωση του γιατρού και των επαγγελματιών υγείας να διατηρούν απόρρητες τις πληροφορίες που σχετίζονται με την υγεία του ασθενούς. Το απόρρητο καλύπτει όχι μόνο τη διάγνωση, αλλά και οποιαδήποτε άλλη ιατρική πληροφορία, είτε αυτή αφορά την παθολογική κατάσταση του ατόμου, είτε την οικογενειακή του κατάσταση ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο το οποίο έχει γνωστοποιηθεί στον γιατρό στο πλαίσιο της φροντίδας.
Στην Ελλάδα, η υποχρέωση αυτή κατοχυρώνεται τόσο στο Σύνταγμα όσο και σε νομοθετικές διατάξεις, όπως με τον Νόμο 3418/2005, γνωστός και ως Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας. Ο ιατρικός απόρρητος κανόνας υφίσταται εδώ και αιώνες, βασισμένος σε αρχαίες αρχές, όπως ο Ιπποκρατικός Όρκος. Ωστόσο, με τη σύγχρονη νομοθεσία και την εξέλιξη της ιατρικής πρακτικής, ο νόμος ενισχύθηκε, θεσπίζοντας αυστηρότερους όρους για την προστασία των δεδομένων υγείας.
Παρά την αυστηρότητα της προστασίας αυτής, υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες το ιατρικό απόρρητο μπορεί να σπάσει. Ένα παράδειγμα είναι όταν η ζωή ή η υγεία τρίτων τίθεται σε σοβαρό κίνδυνο. Αν ο γιατρός διαπιστώσει πως κάποιος ασθενής έχει μια μεταδοτική ασθένεια που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την υγεία του κοινού, έχει δικαίωμα (και κάποιες φορές υποχρέωση) να το αναφέρει στις αρμόδιες αρχές, προκειμένου να ληφθούν τα αναγκαία μέτρα προστασίας.
Επίσης, όταν ένας ασθενής εκφράσει απειλές προς τον εαυτό του ή άλλους, ο γιατρός μπορεί να χρειαστεί να παρακάμψει την υποχρέωση του απορρήτου για να προστατέψει ζωές. Σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν θεωρείται ότι ο γιατρός παραβιάζει τον κανόνα, αλλά μάλλον ότι λειτουργεί σύμφωνα με το ηθικό του καθήκον να προστατεύει την κοινωνία.
Εξίσου σημαντικές είναι οι περιπτώσεις όπου ο νόμος απαιτεί την αποκάλυψη ιατρικών δεδομένων, όπως σε δικαστικές υποθέσεις. Εάν υπάρξει δικαστική εντολή, ο γιατρός είναι υποχρεωμένος να παράσχει συγκεκριμένες πληροφορίες, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις κακοποίησης ή εγκληματικών ενεργειών, όπου η ιατρική μαρτυρία μπορεί να είναι κρίσιμη για την απονομή της δικαιοσύνης.
Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, το απόρρητο μπορεί να αρθεί για λόγους επαγγελματικής ασφάλειας. Επαγγέλματα που σχετίζονται με υψηλά επίπεδα ευθύνης και κίνδυνο για το κοινωνικό σύνολο, όπως πιλότοι ή οδηγοί βαρέων οχημάτων, απαιτούν κάποιες φορές τη γνωστοποίηση συγκεκριμένων ιατρικών πληροφοριών για να διασφαλιστεί ότι η κατάσταση της υγείας του ατόμου δεν θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια των άλλων.
Σε κάθε περίπτωση, ο ιατρός πρέπει να ζυγίσει προσεκτικά την ηθική του ευθύνη απέναντι στον ασθενή και το κοινωνικό σύνολο. Ο στόχος δεν είναι να παραβιάζεται το απόρρητο χωρίς λόγο, αλλά να διασφαλίζεται ότι οι πληροφορίες αποκαλύπτονται μόνο όταν αυτό είναι απολύτως απαραίτητο και με τον σωστό τρόπο.
H ψυχολόγος Ειρήνη Σπυρά αναφέρει πως το ιατρικό απόρρητο αποτελεί θεμελιώδη αρχή της σχέσης μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου, διασφαλίζοντας την ιδιωτικότητα και την εχεμύθεια των πληροφοριών που μοιράζεται το άτομο.
“Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες εξαιρέσεις όπου ο ψυχολόγος μπορεί να σπάσει το απόρρητο, πάντα με βάση το νόμο και το επαγγελματικό του καθήκον. Αν ο ψυχολόγος αντιληφθεί ότι ο θεραπευόμενος αποτελεί άμεση απειλή για τη ζωή του (αυτοκτονικές σκέψεις ή πράξεις) ή για τους άλλους (επικείμενη βία), τότε μπορεί να ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές για την πρόληψη αυτής της απειλής. Eπίσης, σε περιπτώσεις που ο ψυχολόγος αντιληφθεί ή υποπτεύεται ότι ο ασθενής είναι δράστης ή θύμα κακοποίησης ανηλίκων ή ατόμων που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες (όπως ηλικιωμένοι ή άτομα με αναπηρίες), είναι υποχρεωμένος να ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές. Τέλος, αν υπάρξει δικαστική εντολή, ο ψυχολόγος μπορεί να υποχρεωθεί να καταθέσει πληροφορίες που κατέχει σχετικά με τον θεραπευόμενο σε δικαστήριο ή να παραδώσει τα αντίστοιχα αρχεία. Γενικά, η παραβίαση του ιατρικού απορρήτου γίνεται μόνο όταν υπάρχει σοβαρός λόγος και πάντοτε στο πλαίσιο της προστασίας της ασφάλειας του ατόμου ή της κοινωνίας.”
Περιπτώσεις που το ιατρικό απόρρητο “έσπασε” στην Ελλάδα
Υπόθεση HIV (2012): Μια από τις πιο γνωστές περιπτώσεις παραβίασης του ιατρικού απορρήτου στην Ελλάδα συνέβη το 2012, όταν τα προσωπικά δεδομένα και οι φωτογραφίες γυναικών που ήταν φορείς του ιού HIV δημοσιεύθηκαν από τις αρχές με τη δικαιολογία της “προστασίας της δημόσιας υγείας”. Οι γυναίκες αυτές κατηγορήθηκαν για διάδοση του ιού μέσω πορνείας. Η δημοσιοποίηση προκάλεσε αντιδράσεις και θεωρήθηκε παραβίαση του ιατρικού απορρήτου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Διαρροή ιατρικών δεδομένων επωνύμου (2019): Το 2019, υπήρξαν καταγγελίες για διαρροή ιατρικών δεδομένων επώνυμου ατόμου στην Ελλάδα. Τα προσωπικά στοιχεία του ατόμου, καθώς και πληροφορίες για τη διάγνωση και την θεραπεία του, διέρρευσαν στα μέσα ενημέρωσης, προκαλώντας ανησυχίες για την ασφάλεια των ιατρικών αρχείων και την προστασία των δικαιωμάτων των ασθενών.
Διαρροή ιατρικών στοιχείων σε υπόθεση διαζυγίου: Υπήρξε περίπτωση όπου τα ιατρικά δεδομένα χρησιμοποιήθηκαν σε δικαστική υπόθεση διαζυγίου χωρίς τη συγκατάθεση του ατόμου. Η διαρροή πληροφοριών για την ψυχική υγεία του ενός συζύγου θεωρήθηκε παραβίαση του ιατρικού απορρήτου και χρησιμοποιήθηκε με σκοπό να επηρεάσει την απόφαση του δικαστηρίου.
Διαρροή ιατρικών πληροφοριών ασθενή με COVID-19 (2020): Κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, υπήρξαν καταγγελίες για διαρροές ιατρικών στοιχείων ασθενών που διαγνώστηκαν με τον ιό. Σε κάποιες περιπτώσεις, τα ονόματα ασθενών δημοσιεύτηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, παραβιάζοντας το δικαίωμά τους στην ιδιωτικότητα και το ιατρικό απόρρητο.
Διαρροή ιατρικών δεδομένων σε φαρμακευτικές εταιρείες: Υπήρξαν καταγγελίες για περιπτώσεις όπου ιδιωτικές κλινικές ή ιατρικά κέντρα στην Ελλάδα διέρρευσαν ιατρικά δεδομένα ασθενών σε φαρμακευτικές εταιρείες χωρίς την έγκρισή τους, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για εμπορικούς σκοπούς ή για κλινικές έρευνες, κάτι που επίσης συνιστά παραβίαση του απορρήτου.