Επικαιρότητα

Στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων η Ιστορία θα σε βρει σε κάθε σοκάκι

Οδοιπορικό στο νησί των θρύλων, της παράδοσης και των ψαράδων της λίμνης

Ιωάννα Κακούρη
στο-νησί-της-λίμνης-των-ιωαννίνων-η-ιστ-904055
Ιωάννα Κακούρη

Το καραβάκι σφυρίζει, δίνοντας μια τελευταία ευκαιρία στους περιπατητές του μόλου, που κινούνται υπνωτισμένοι από τη θέα της λίμνης, να επιβιβαστούν. Οι μηχανές βάζουν μπρος για το παρελθόν.

Τα μάτια γυρίζουν να δουν τα Γιάννενα που μικραίνουν, ενώ στη συνέχεια σκαρφαλώνουν στα ψηλά τείχη του κάστρου, αγγίζοντας την κορυφή του μιναρέ στο τζαμί του Αρσλάν Πασά.

Πριν προλάβουν να χορτάσουν αυτήν την όψη –η διαδρομή διαρκεί το πολύ δέκα λεπτά- οι φωνές των παιδιών στρέφουν τα κεφάλια προς την αντίθετη κατεύθυνση. «Το νησί!».

Για τους επισκέπτες είναι το Νησί της λίμνης Παμβώτιδας ή το Νησί των Ιωαννίνων. Για τους ντόπιους, το νησάκι. Ένα καταπράσινο κομμάτι γης, σμαραγδένιο μενταγιόν της λίμνης, που δεν ξεπερνάει τα 240 στρέμματα κι όμως καταφέρνει να χωρέσει στα ασβεστωμένα σοκάκια του μια πλούσια ιστορία αιώνων. Πάσχα και καλοκαίρι ο κόσμος που το ζει αυγατίζει, αφού στους 150 ανθρώπους που κατοικούν μόνιμα εκεί προστίθενται περίπου άλλοι τόσοι.

Κατεβαίνοντας στη μικρή προκυμαία, προσπερνάμε τα ενυδρεία με τα μεγάλα, νωχελικά ψάρια της λίμνης μπροστά απ’ τις ταβέρνες, για να κατευθυνθούμε στην ενδοχώρα του παραδοσιακού οικισμού. Τα μαγαζάκια με είδη λαϊκής τέχνης, γιαννιώτικα κοσμήματα και σουβενίρ -όπου θ’ ακούσεις σίγουρα κάποια αεικίνητη ηλικιωμένη να σε φωνάζει «τσούπρα» ή λεβέντη- φτιάχνουν έναν παλλόμενο, ζωντανό διάδρομο που εκβάλλει στην κεντρική πλατεία του νησιού. Εκεί, στο κέντρο της τροχιάς καφενείων, παλιών κατοίκων και επισκεπτών, στέκει ο πλάτανος. Η διαδρομή μας, εξαρχής ορισμένη από τις πινακίδες, σύντομα μας αποκαλύπτει το μουσείο του νησιού.

Το μουσείο που άλλαξε το νησί

Σημείο αναφοράς στο νησί αποτελεί το Μουσείο Αλή Πασά και Επαναστατικής Περιόδου. Εκεί, οι επισκέπτες έχουν την ευκαιρία να θαυμάσουν τη σπουδαία συλλογή του Φώτη Ραπακούση, συλλέκτη και ιδιοκτήτη του μουσείου.

«Το μουσείο στεγάζεται στον ιστορικό χώρο όπου σκοτώθηκε ο Αλή-πασάς, στα ταπεινά κελιά της Μονής του Αγίου Παντελεήμωνος του 15ου αιώνα» λέει ο κ. Ραπακούσης. «Ο χώρος εγκαινιάστηκε σαν υποτυπώδες μουσείο, χωρίς συλλογές, το 1958, οι επισκέψεις όμως σ’ αυτόν ξεκινούν από πολύ παλιά. Έχουμε φωτογραφίες από τον ελληνικό στρατό το 1913, όταν απελευθέρωσαν τα Γιάννενα, που πήγε στη συνέχεια να τον επισκεφτεί. Ο χώρος είναι ιδιαίτερα φορτισμένος από τα ιστορικά γεγονότα και κυρίως από τον θάνατο του Αλή-πασά από τα οθωμανικά στρατεύματα, στις 5 Φεβρουαρίου 1822».

Τα μοναδικά ιστορικά κειμήλια της μόνιμης συλλογής του μουσείου περιλαμβάνουν το περίφημο χρυσοποίκιλτο καριοφίλι του Αλή Πασά, το ξιφίδιο του εθνικού ευεργέτη Απόστολου Αρσάκη, παραδοσιακές ελληνικές φορεσιές –μεταξύ των οποίων η αυθεντική μεταξωτή φορεσιά της Κυρα-Βασιλικής, συζύγου του Αλή Πασά- οθωμανικές στολές και, φυσικά, εξαιρετικά δείγματα από τη μεγάλη παράδοση των Ηπειρωτών στην αργυροτεχνία. Οι σχισμές στο παλιό πάτωμα, μέσα από τις οποίες πυροβολήθηκε ο Αλή Πασάς, αλλά και η συγκινησιακότητα της αίθουσας με την αναπαράσταση του πνιγμού της Φροσύνης Βασιλείου ξεβολεύουν από μια απλή, γεγονοτική ανασκόπηση των ιστορικών γεγονότων. 

Ο κ. Ραπακούσης ντύνει τα λόγια του με εκείνο το μεράκι των εργατικών ανθρώπων. Η πορεία του εντυπωσιακή σαν τις συλλογές του. Μέσα από τις εξιστορήσεις του, ξεπηδούν ιδέες ακριβές. «Το μουσείο πήρε τη σημερινή μορφή του μετά το 2012, όταν και το ανέλαβα. Η συλλεκτική μου προσπάθεια ξεκίνησε από την ηλικία των 17 και στη συνέχεια, μαζί με τη σύζυγό μου, ασχοληθήκαμε ενεργά με τη διάσωση και την περισυλλογή ελληνικών –και ιδιαίτερα ηπειρώτικων- κειμηλίων».

«Όταν αυτά άρχισαν να πληθαίνουν και να δημιουργούν μια ικανοποιητική συλλογή, είχα δύο επιλογές. Ή να τα έχω στο σπίτι μου και να τα απολαμβάνω μόνο εγώ, ή να μοιραστώ αυτούς τους θησαυρούς με όλο τον κόσμο. Επειδή όμως είναι βαθιά μου πεποίθηση ότι ο κόσμος γίνεται πιο όμορφος όταν τον μοιραζόμαστε, διάλεξα το δεύτερο».

Όσο για την απόφασή του να ιδρύσει ένα μουσείο σχετικό με τον Αλή Πασά, λέει: «Στα Γιάννενα υπάρχει ένα οθωμανικό παρελθόν, που δεν γίνεται να το κρύψουμε –και γιατί να το κρύψουμε; Το θέμα είναι να γίνεται μια σωστή διαχείριση στην προβολή του. Εγώ τόλμησα να κάνω μουσείο Αλή-πασά, ερχόμενος πολλές φορές σε σύγκρουση με ανθρώπους που ήταν συντηρητικοί ή είχαν άλλες απόψεις. Στην πόλη υπάρχουν τα παλιά τζαμιά και πολλά δημόσια κτίρια φτιαγμένα επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είναι, λοιπόν, κομμάτι της ιστορίας μας. Άλλωστε η ‘συμβολή’ του Αλή-πασά, μέσω της αποστασίας του στον Σουλτάνο Μαχμούτ τον Β’, στην ελληνική επανάσταση ήταν μεγάλη, διότι άθελά του βοήθησε στην εδραίωσή της στην Πελοπόννησο».

Το μουσείο συνέβαλε θεαματικά στην αύξηση του τουρισμού στο νησί των Ιωαννίνων. Ενδεικτικά, το 2012 στο νησί λειτουργούσαν γύρω στα δέκα μαγαζιά, τώρα είναι σχεδόν σαράντα. Ο Πρόεδρος του τοπικού συμβουλίου της πρώην Κοινότητας Νήσου, Άρης Λιούμπος, μιλά γι’ αυτήν την εξέλιξη: «Την περίοδο της κρίσης αντιμετωπίσαμε πολύ σοβαρό πρόβλημα, οι επιχειρήσεις έκλειναν η μία μετά την άλλη. Είχαμε όμως την τύχη να γίνει η ανακαίνιση του μουσείου το 2012, όπου έγινε εκπληκτική δουλειά και γι’ αυτόν τον λόγο χιλιάδες επισκέπτες έρχονται στο νησί κάθε χρόνο. Να φανταστείτε ότι όταν άνοιξε το μουσείο ο κ. Ραπακούσης, η τουριστική κίνηση ήταν 70% κάτω σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα».

Η σκιά της πανδημίας, όμως, κάθισε σαν πάχνη πάνω απ’ τη λίμνη. «Τους 18 μήνες που το μουσείο ήταν κλειστό λόγω της πανδημίας, περάσαμε πολύ δύσκολα. Επειδή το μουσείο είναι ιδιωτικό και δεν χρηματοδοτήθηκε, συνέχισα να πληρώνω κανονικά τα υψηλά ενοίκια. Δεν έκανα καμία απόλυση, ούτε μείωση μισθού στους υπαλλήλους. Το φετινό, όμως, καλοκαίρι καταφέραμε να φτάσουμε στα επίπεδα του 2019 και είμαστε πολύ ευχαριστημένοι. Είναι τιμητικό για μένα να μπορώ μόνο και μόνο από τα εισιτήρια του κοινού να πληρώνω τους εργαζομένους και να βγάζω τα έξοδα λειτουργίας του μουσείου. Το επιπλέον κέρδος ούτε υπάρχει τις περισσότερες φορές, αλλά ούτε και μ’ ενδιαφέρει. Η αγωνία μου, βέβαια είναι μεγάλη. Αν ο τουρισμός δεχτεί κι άλλο πλήγμα, όπως έγινε με τον κορονοϊό, το μουσείο θα κλείσει, δεν έχω τα χρήματα για να το διατηρήσω».

Τα εφτά μοναστήρια και ο «Παρθενώνας» της Ηπείρου

«Το νησάκι έχει μια μεγάλη ιστορία, δε σημαδεύτηκε μόνο από τον Αλή-πασά» εξηγεί ο κ. Ραπακούσης. «Μετά την τέταρτη Σταυροφορία του 1204, πολλοί Βυζαντινοί άρχοντες και λόγιοι έφυγαν από την Κωνσταντινούπολη και ήρθαν στα Γιάννενα, ιδρύοντας στο νησί την τρίτη μοναστική κοινότητα της χώρας μας, μετά το Άγιο Όρος και τα Μετέωρα, με εφτά μοναστήρια».

Συγκεκριμένα, δύο από τα βυζαντινά μοναστήρια του νησιού, οι μονές Στρατηγοπούλου και Φιλανθρωπηνών, χαρακτηρίζονται για την ιδιαίτερη ιστορική και θρησκευτική τους αξία. Τα μονοπάτια που οδηγούν σ’ αυτές γαληνεύουν, με το αεράκι και τα πεσμένα φύλλα να δίνουν την αίσθηση ενός φθινοπώρου που λαγοκοιμάται πάντα κάτω από το καλοκαίρι της πόλης.

«Η Μονή των Φιλανθρωπηνών είναι ένα κορυφαίο μνημείο, ο Παρθενώνας της Ηπείρου θα έλεγα εγώ. Είναι ολόκληρη αγιογραφημένη και έχει, μάλιστα, μια σπάνια εικονογραφία με τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους» λέει ο κ. Ραπακούσης. 

Η μάνα λίμνη

«Στο νησί έχουμε έναν μεγάλο αλιευτικό συνεταιρισμό, που ήταν απ’ τους πρώτους στην Ελλάδα» με ενημερώνει ο κ. Άρης Λιούμπος. «Χρονολογείται στο 1926 και είχε το πρώτο φορτηγό ψυγείο στην Ελλάδα. Οι νησιώτες, παραδοσιακά, ήταν ψαράδες. Ήταν όλοι ψαράδες, δεν υπήρχε περίπτωση να ήσουν από το νησί και να μην ήσουν ψαράς, εκτός αν ήσουν παπάς ή δάσκαλος. Ή πρόεδρος της κοινότητας!» λέει γελώντας.

«Σήμερα αποτελείται από 60 περίπου μέλη, 40 από τα οποία είναι ενεργοί ψαράδες. Η αλιεία στη λίμνη και το εμπόριο των ψαριών συνεχίζεται δεκαετίες τώρα. Στην Κατοχή, η λίμνη τάισε όλα τα Γιάννενα, πολύ ψάρι». Η μάνα λίμνη, η Παμβώτις, εκείνη που σύμφωνα με την ετυμολογία της και τα παλιά στόματα των Γιαννιωτών έτρεφε τους πάντες. 

Με τα χρόνια, ωστόσο, η γενναιοδωρία της αυτή πέρασε στη λήθη και η μέγγενη της αλόγιστης ανάπτυξης υποβάθμισε τον φυσικό της πλούτο. «Τα τελευταία χρόνια η λίμνη έχει καθαρίσει, δεν έχει για παράδειγμα καμία σχέση με πέντε χρόνια πριν. Πιστεύω ότι για να συμβεί μια μεγαλύτερη αλλαγή προς το καλό, τόσο αισθητική, όσο και στο οικοσύστημα, πρέπει να μπει νερό από ποτάμια, ώστε να δημιουργηθεί ροή νερού. Παλιότερα, υπήρχαν οι πηγές, τώρα η λίμνη αυτοσυντηρείται. Γίνονται βέβαια προσπάθειες προς αυτήν την κατεύθυνση και η επιστήμη έχει τον πρώτο λόγο σ’ αυτό. Κάτι που όμως κανείς δε σκέφτεται είναι να λάβει υπόψη και τη γνώση των παλιών ψαράδων, που γεννήθηκαν μες στο νερό και ξέρουν τα πάντα για τη λίμνη» λέει ο κ. Λιούμπος.

«Έχει να μείνουμε κάπου;»

Ο τουρισμός είναι πλέον η κύρια ενασχόληση των κατοίκων. «Μετά από μεγάλο αγώνα, υπομονή και κοινή στρατηγική, καταφέραμε να ξεπεράσουμε τα χρόνια της κρίσης. Φέτος το καλοκαίρι, μάλιστα, η τουριστική κίνηση του νησιού ξεπέρασε την πολύ καλή χρονιά του 2019. Αυτό είναι πολύ ενθαρρυντικό, ο κόσμος έρχεται και αυτό μόνο μας τιμά. Τώρα έχουμε, βέβαια, να παλέψουμε με την πανδημία, την ενεργειακή κρίση και τη γενικότερη ακρίβεια. Είναι δύσκολα» εξομολογείται ο κ. Λιούμπος.

«Το 90% των επισκεπτών είναι Έλληνες» με πληροφορεί ο κ. Ραπακούσης. «Λόγω των δύο μεγάλων οδικών αρτηριών, της Ιονίας και της Εγνατίας, τα τελευταία χρόνια οι τουριστικές ροές αυξήθηκαν, οι ξένοι τουρίστες παραμένουν ωστόσο μειοψηφία. Στο νησί έχουμε επισκέπτες από την Κύπρο, το Ισραήλ, λιγότερους από τη Γαλλία και τη Γερμανία και, φυσικά, αρκετούς από την Αλβανία. Τα Γιάννενα αποτελούν γι’ αυτούς τον κοντινότερο προορισμό και μην ξεχνάμε και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον τους για την ιστορία του Αλή-πασά».

Δύο πράγματα δεν υπάρχουν στο νησί. Το πρώτο είναι τα αυτοκίνητα. Οι μόνιμοι κάτοικοι παρκάρουν τα αυτοκίνητά τους στην απέναντι, κοντινή όχθη, που απέχει περίπου 180 μέτρα, και φτάνουν εκεί με τα βαρκάκια τους. Τα στενά σοκάκια του οικισμού, εκτός από χάρμα οφθαλμών, είναι και απαγορευτικά για τα οχήματα. 

Όσον αφορά τη δεύτερη έλλειψη, ο κ. Λιούμπος τη σχολιάζει με παράπονο, προφταίνοντας την ερώτησή μου. «Το μοναδικό πράγμα που μας λείπει είναι τα καταλύματα. Δεν είναι ότι δεν υπάρχουν γιατί δεν τα θέλουμε. Έχουμε πρόβλημα γης. Δεν υπάρχουν άλλα οικόπεδα και με ένα μικρό σπιτάκι στο νησί μπορεί να έχουν να κάνουν 15 άνθρωποι, επομένως η συνεννόηση δύσκολα μπορεί να επιτευχθεί. Με τον χρόνο οι κληρονόμοι τους πληθαίνουν και γίνεται χαμός. Οι γονείς μας έχουν όλοι από ένα σπιτάκι 70-80 τετραγωνικά, με μια μικρή αυλίτσα. Η υπόλοιπη έκταση του νησιού ανήκει από το 1952 στο Δασαρχείο. Όσοι έρχονται στο νησί ζητάνε κάποιο δωμάτιο για να μείνουν».

Στο τέλος, ρωτάω τον κ. Λιούμπο τι είναι αυτό που δεν μπορεί κάποιος να φανταστεί εύκολα για το νησί. «Ότι είναι ένα κανονικό νησί. Με τα θετικά του και τις δυσκολίες του, με τις συγκοινωνίες, για παράδειγμα, ή τις ιδιαιτερότητες του χειμώνα. Κάτι που πολύς κόσμος δε φαντάζεται είναι ότι το νησί έχει τελείως διαφορετικό καιρό απ’ αυτόν στην πόλη, παρόλο που απέχει μόλις 1.800 μέτρα. Όσοι νησιώτες το επισκέφτηκαν και το βίωσαν, κατάλαβαν αμέσως την ομοιότητα μ’ ένα οποιοδήποτε νησί που βρίσκεται στη θάλασσα».