Στους οίκους ευγηρίας: Η νέα ελληνική πραγματικότητα
Τα γηροκομεία "πολυτελείας" στην καρδιά της πόλης - Η αυξημένη ανάγκη του ηλικιωμένου κόσμου για φροντίδα
Βλέπεις τον άνθρωπό σου, τον μπαμπά σου, τη γιαγιά σου, να μεγαλώνει, να γερνάει, τα προβλήματα που κάποτε ήταν μικρά, τώρα όλο και μεγαλώνουν και τον βασανίζουν. Αρχίζει να ξεχνάει, μπερδεύει τον δρόμο για το σπίτι, δυσκολεύεται να περπατήσει, δεν μπορεί πλέον να λειτουργήσει όπως παλιά.
Οι ρυθμοί της καθημερινότητας του μέσου Έλληνα δυστυχώς δεν του επιτρέπουν να φροντίσει τον άνθρωπό του, όπως χρειάζεται. Οι οίκοι ευγηρίας είναι η αμέσως επόμενη και αρκετά παρεξηγημένη λύση.
Η οικονομική κρίση, οι μεγάλες ελλείψεις σε χώρους και προσωπικό, η πανδημία του κορονοϊού, τα περιοριστικά μέτρα που ισχύουν μέχρι και σήμερα, έχουν κάνει τη λειτουργία τους ένα μαρτύριο. Τα κακώς κείμενα κυκλοφορούν καθημερινά, με περίεργες συμπεριφορές προσωπικού, ανεξήγητους θανάτους, οικονομική εκμετάλλευση και άθλιες συνθήκες διαβίωσης.
Οι Έλληνες γερνάνε και λιγοστεύουμε με ταχύτατους ρυθμούς. Το δημογραφικό πρόβλημα είναι Πανευρωπαϊκό και όχι μονάχα ελληνικό, ωστόσο η Ελλάδα θεωρείται από τους πιο «γερασμένους» λαούς. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, ο πληθυσμός της χώρας μας προβλέπεται ότι θα έχει την τρίτη μεγαλύτερη μείωση από όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα με τις δημογραφικές προβολές της Eurostat του 2023, ο πληθυσμός της χώρας μας αναμένεται να μειωθεί από τα 10,46 εκατ. άτομα το 2022 στα 7,8 εκατ. άτομα το 2070, εκτίμηση η οποία είναι κατά 800.000 άτομα μειωμένη σε σχέση με τις αντίστοιχες δημογραφικές προβολές που είχε εκπονήσει η Eurostat το 2019. Την τελευταία πενταετία οι Ελληνίδες ηλικίας 20-40 ετών μειώθηκαν κατά 150.000, ενώ ένας στους 3 κατοίκους της χώρας είναι ηλικιωμένος (άνω των 65 ετών).
Οι επιλογές που υπάρχουν για την φροντίδα των πολλών ηλικιωμένων είναι περιορισμένες στη χώρα μας. Υπάρχουν τα δημόσια γηροκομεία τα οποία μετρούμε στο δάχτυλα των χεριών μας, τα οι μονάδες της εκκλησίας και φυσικά τα ιδιωτικά, τα οποία τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει και αναβαθμίζονται με εντυπωσιακούς ρυθμούς. Νέοι οίκοι ευγηρίας κάνουν την εμφάνισή τους, πλέον στο κέντρο της πόλης, αλλάζοντας τα δεδομένα που γνωρίζαμε μέχρι τώρα. Τα επίπεδα είναι πολυτελείας, οι χώροι ολοκαίνουργιοι και ανανεωμένοι, προσφέροντας μία νέα οπτική και αναθεωρώντας τελείως αυτό που γνωρίζαμε μέχρι τώρα ως το κλασικό γηροκομείο του παρελθόντος.
Ο οίκος ευγηρίας Elisabeth Holistic ElderCare ανήκει στην τελευταία κατηγορία, με τις πολυτελείς εγκαταστάσεις του να βρίσκονται στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. O διευθυντής, Αναστάσιος Μαλλίας, εξηγεί ότι «η επιλογή της τοποθεσίας, είναι μέρος όλης της ολιστικής προσέγγισης που θέλουμε να προσφέρουμε στους φιλοξενούμενους μας» και προσθέτει:
«Στον τομέα της φροντίδας ηλικιωμένων υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις, γι’ αυτό και θελήσαμε να κάνουμε μία οργανωμένη, υπερσύγχρονη μονάδα. Μέσα από το αποτύπωμα της 15ετούς εμπειρίας του Ομίλου μας στο χώρο της υγείας και συγκεκριμένα στο ιατρικό εμπόριο, αναγνωρίσαμε την αναγκαιότητα για μία πιο ολιστική και εξειδικευμένη προσέγγιση της τρίτης ηλικίας και της σύγχρονης τραυματιολογίας.
Ο τομέας της γηριατρικής αποτελεί ένα δημογραφικό γεγονός που αφορά όχι μόνο την Ελλάδα αλλά και τον παγκόσμιο πληθυσμιακό χάρτη, με αρκετές ελλείψεις στην προαγωγή της ενεργούς και υγιούς γήρανσης.
To κέντρο της πόλης δίνει την ευκαιρία μίας συνεχούς κοινωνικοποίησης και διάδρασης των φιλοξενουμένων με το οικείο περιβάλλον τους».
«Έχουμε επιλέξει ένα δυναμικό μοντέλο φροντίδας», λέει ο κ. Μαλλίας ενώ προσθέτει ότι «Το κόστος διαμονής εξαρτάται από τον τύπο δωματίου που επιθυμεί ο κάθε φιλοξενούμενος».
«Είναι γεγονός η αύξηση της ανάγκης των ηλικιωμένων σε μονάδες, αλλά ταυτόχρονα αυξάνονται και οι ανάγκες φροντίδας τους», σύμφωνα με τον κ. Μαλλία:
«Έχει αυξηθεί η ανάγκη των ηλικιωμένων ανθρώπων σε μονάδες φροντίδας και αυτό συμβαίνει γιατί ο αριθμός των ηλικιωμένων ανθρώπων βαίνει αυξανόμενος σε παγκόσμιο επίπεδο. Παράλληλα πληθαίνουν και οι ανάγκες φροντίδας του. Η αύξηση των κοινών παθήσεων και προβλημάτων που συνοδοιπορεί με τη μακροβιότητα των ατόμων, χρίζει της κατάλληλης και ολιστικής διαχείρισής τους και αυτό είναι κάτι που αρχίζει ο πληθυσμός και το αντιλαμβάνεται σιγά σιγά».
«Η μετάβαση ενός ηλικιωμένου γονέα σε μονάδα φροντίδας είναι μια δύσκολη διαδικασία για το παιδί του και τη σχέση τους», όπως εξηγεί ο κ. Μαλλίας:
«Ένα μεγάλο βήμα και δύσκολο στάδιο στη σχέση παιδιού – γονέα είναι η μετάβαση του γονέα σε κάποια μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων. Συνήθως υπάρχουν ενοχές που συνοδεύουν όσο ένας γονιός βρίσκεται σε μία μονάδα που έχει επιλεχθεί, ακόμα και στην περίπτωση που κάποιος έχει κάνει μία ενδελεχή έρευνα για την εύρεση της καλύτερης δυνατής επιλογής. Είναι η μία στερεοτυπική κουλτούρα που χρειάζεται χρόνο και προσπάθεια για να μπορέσει να αλλάξει. Δεν είναι εύκολο. Οι φιλοξενούμενοι δύναται να δέχονται καθημερινά επισκεπτήριο από τους οικείους σε ώρες που έχουν καθοριστεί. Επιπλέον μπορούν με κάποιον από το οικείο περιβάλλον τους να βγουν ν’ απολαύσουν μία βόλτα στη Θεσσαλονίκη».
Μία από τις παλαιότερες μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων, το Χαρίσειο γηροκομείο, στεγάζεται στην περιοχή της Μαλακοπής Θεσσαλονίκης, στις παρυφές του Κέδρινου λόφου. Ο διοικητικός υπάλληλος του γηροκομείου, κ. Θόδωρος Εκκλησίαρχος:
«Το Χαρίσειο είναι εθνικό κληροδότημα αλλά νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Νομοθετική προϋπόθεση για να διαμείνει κάποιος στους χώρους μας, είναι να είναι πλήρως εμβολιασμένος, κάτι που δεν θεωρείται αυτονόητο για όλους. Προσφέρουμε στους ηλικιωμένους ένα περιβάλλον καλύτερο από πολλά σπίτια στα οποία θα βρισκόντουσαν. Παρέχουμε 24ωρη νοσηλευτική παρακολούθηση, ιατρική φροντίδα, βραδινή φύλαξη, φυσικοθεραπευτή, ο οποίος κινητοποιεί όλους τους ηλικιωμένους και όχι μόνο αυτούς που έχουν προβλήματα, έτσι ώστε να γυμνάζονται και να περπατάνε. Φυσικά υπάρχουν δραστηριότητες για την διασκέδασή τους, οι οποίες είναι ομαδικές και περιλαμβάνουν χειροτεχνίες, ζωγραφική, χορό και τραγούδι. Οι άνθρωποι σε μία τέτοια ευάλωτη ηλικία, χρειάζονται να έχουν μία ευχάριστη καθημερινότητα και να επιθυμούν την διαμονή τους σε έναν τέτοιον χώρο.
Τα περιστατικά που αντιμετωπίζουμε ως εισαγωγές, ειδικά μετά την πανδημία, είναι με προβλήματα υγείας, είτε μικρότερα, είτε μείζονα. Με βάση του νόμου και λόγω του κορονοϊού, τα τελευταία δύο χρόνια δεν λειτουργούσε το επισκεπτήριο. Κανένας σώφρων και υγιής ηλικιωμένος δεν θέλει να περιορίσει τον εαυτό του σε ένα γηροκομείο, με τα ισχύοντα μέτρα προστασίας. Για παράδειγμα, έχουμε τρεις παππούδες οι οποίοι θα περάσουν τις γιορτές με τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Αυτοί οι άνθρωποι που θα βγούνε από το γηροκομείο και θα συναναστραφούν και με άλλους, πρέπει να επιστρέψουν με αρνητικό μοριακό τεστ και να μπούνε σε πενθήμερη καραντίνα, καθώς αυτό προβλέπει το πρωτόκολλο».
«Υπάρχουν τεράστιες ελλείψεις σε κλίνες και εξειδικευμένο προσωπικό στα γηροκομεία», όπως εξηγεί ο κ. Εκκλησίαρχος:
«Έχουν δυσκολέψει πολύ τα πράγματα στους οίκους ευγηρίας και αυτό επηρεάζει και τη διαμονή ηλικιωμένων. Έχουμε πρόβλημα με τις εξόδους, καθώς τα μέτρα προστασίας, έχουν γίνει πολύ δύσκολα μετά την πανδημία. Παλαιότερα υπήρχε η δυνατότητα οι άνθρωποι να βγούνε από τη μονάδα φροντίδας και να κάνουν τη βόλτα τους μέχρι το ΚΑΠΗ που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση. Εκεί περνούσαν όμορφα την ώρα τους, να παίξουνε παιχνίδια, τάβλι, να χορέψουν. Μπορούσαν να πάνε στον φούρνο, στο κέντρο της πόλης, να δούνε την οικογένειά τους, τους φίλους τους. Πλέον, αυτά απαγορεύονται και υπάρχει έντονος φόβος για διασπορά του κορονοϊού.
Αυτή τη στιγμή υπάρχει το κατάλληλο προσωπικό και καλύπτουμε σε ένα μεγάλο ποσοστό τις ανάγκες που υπάρχουν. Αυτό που έχει παρατηρηθεί όμως, είναι ότι τα περιστατικά έχουν αρχίσει και γίνονται «βαριά». Οι ανάγκες για ανοϊκούς, μη περιπατητικούς και πλήρως κατακλιμένους ανθρώπους, έχουν αρχίσει να αυξάνονται σε ραγδαίο βαθμό. Αυτό σημαίνει ότι παράλληλα υπάρχει ανάγκη για εξειδικευμένους νοσηλευτές, οι οποίοι στη χώρα μας είναι γενικότερα σε έλλειψη, όχι μόνο στα γηροκομεία. Δεν υπάρχει η ειδική κατάρτιση που χρειάζεται. Έχουμε δει βιογραφικά από Έλληνες νοσηλευτές του εξωτερικού, στα οποία αναγράφεται πιστοποιημένη εξειδίκευση στους ασθενείς με άνοια. Κάτι τέτοιο στην Ελλάδα δεν συναντάται.
Υπάρχει μεγάλη ανάγκη όχι μόνο για προσωπικό αλλά και για εξειδικευμένους χώρους για αυτούς τους ανθρώπους. Σαν παροχές μπορεί να έχουν αναβαθμιστεί οι μονάδες φροντίδας, ωστόσο οι διαθέσιμες κλίνες σε σχέση με τα Ευρωπαϊκά δεδομένα, είναι εξαιρετικά λίγες. Θεωρητικά η Θεσσαλονίκη, με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα, θα έπρεπε να έχει πάνω από 25.000 κλίνες στα γηροκομεία. Δεν έχει ούτε το 10%. Και με βάση τα δημογραφικά στοιχεία, αυτή η ανάγκη θα πολλαπλασιαστεί και δεν υπάρχει καμία απολύτως πρόνοια από την Πολιτεία πάνω σε αυτό το κομμάτι».
«Τον πέταξαν στο γηροκομείο». Η φράση, η οποία ακουγόταν περισσότερο στις προηγούμενες γενιές, αλλά παραμένει εδραιωμένη, δεν συμβαδίζει με τα δεδομένα των γηροκομείων την σήμερον ημέρα, σύμφωνα με τον κ. Εκκλησίαρχο:
«Οι παροχές και το περιβάλλον δεν έχουν καμία σχέση με παλαιότερα, έχουν αναβαθμιστεί κατά πολύ, αλλά φυσικά με τις ανάλογες τιμές. Οι τιμές στα γηροκομεία της Αθήνας, συγκριτικά με τη Θεσσαλονίκη, είναι αρκετά πιο αυξημένες, για τις ίδιες παροχές. Κάτι που θέλει πάρα πολύ προσοχή και δυστυχώς παραβλέπεται από τους ανθρώπους που ψάχνουν γηροκομεία για τους ανθρώπους τους, είναι η άδεια λειτουργίας. Οφείλουν να ζητάνε να την δούνε, γιατί δεν είναι αυτονόητο ότι όλες οι μονάδες φροντίδες ηλικιωμένων είναι αδειοδοτημένες. «Θα δώσεις 600 ευρώ για τον άνθρωπό σου, δεν θα πάρεις απόδειξη και θα μένει σε ένα δωμάτιο χωρίς φως όπου ο γιατρός θα περπατάει πάνω στα κρεβάτια για να τον δει». Αυτές είναι ιστορίες του τώρα. Μία μέση τιμή στους οίκους ευγηρίας είναι τα 800 ευρώ, η οποία φυσικά αυξάνεται ανάλογα με τις παροχές. Αν κάποιος δεν έχει την οικονομική ευχέρεια και έχει τις ελάχιστες οικονομικές απολαβές, μπορεί πολύ εύκολα να στραφεί σε μία επιλογή χωρίς άδεια λειτουργίας, εφόσον βέβαια δεν έχει κάποια άλλη λύση».
Η μητέρα του Χάρη είναι 93 ετών. Επισκέπτεται ιδιωτική μονάδα φροντίδας στη Θεσσαλονίκη, για μερικές ώρες και μέρες την εβδομάδα. Η κατάσταση αυτή όμως σκοπεύει να αλλάξει και η διαμονή της να γίνει μόνιμη, όπως εξηγεί ο Χάρης:
«Η μητέρα μου πλέον δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί μόνη της και επειδή δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική αποφασίσαμε την διαμονή της σε έναν οίκο ευγηρίας, τον οποίο ήδη επισκέπτεται και έχει οικειοποιηθεί. Οι συνθήκες εκεί είναι άριστες, αλλά φυσικά με το ανάλογο αντίτιμο. Στον συγκεκριμένο οίκο υπάρχουν τρεις διαβαθμίσεις. Τα μονόκλινα δωμάτια, τα δίκλινα και τα τετράκλινα. Οι υπηρεσίες που παρέχουν, καλύπτουν καθαριότητα, τροφή, φροντίδα, θέρμανση, πλύσιμο, ψυχολογική υποστήριξη, τα πάντα δηλαδή. Γίνεται πολύ τακτικός έλεγχος ως προς το ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει από την μονάδα, αναφορικά με τον κορονοϊό, με μοριακά τεστ και μάσκες. Δίνουν πολύ μεγάλη σημασία στην υγεία των ανθρώπων που βρίσκονται εκεί. Είναι μία ολοκληρωμένη μονάδα, η οποία μακάρι να μπορούσε να ενισχύεται και κρατικά».
Είναι φυσικά μακριά από το κέντρο της Θεσσαλονίκης, βρίσκεται εκτός πόλης, αλλά δεν με ενοχλεί σαν συνθήκη, καθώς οι επισκέψεις γίνονται με ραντεβού. Για τις δομές που υπάρχουν στο κέντρο έχω αμφιβολίες, διότι είναι παλιά κτίρια, τα οποία όσο ανακαινισμένα και σύγχρονα να είναι τώρα, παραμένουν κτίρια του 1950, γίνονται πολλά «μπαλώματα».
Το εύρος της τιμής στο συγκεκριμένο γηροκομείο κυμαίνεται από 1000 μέχρι 2.500 ευρώ τον μήνα, αναλόγως με τις παροχές που θα επιλέξεις. Η διαβίωση ενός ανθρώπου έξω από μία μονάδα κοστίζει πολλά παραπάνω, αφού ένας ηλικιωμένος άνθρωπος έχει εκτός από το ενοίκιο και τους λογαριασμούς του σπιτιού, έχει ανάγκη για καθημερινή φροντίδα, τις περισσότερες φορές ολόκληρο το 24ωρο. Και αν η οικογένεια δεν μπορεί να το παρέχει αυτό, τότε χρειάζεται ένας υπεύθυνος και καταρτισμένος άνθρωπος. Ο συνδυασμός όλων αυτών και το ψυχολογικό βάρος που προσθέτει στην οικογένεια να βρίσκεται ο άνθρωπος σε μια τέτοια κατάσταση στο σπίτι, φέρνουν με ευκολία τη λύση του γηροκομείου. Είναι μία κατάσταση για την οποία το κράτος δεν μεριμνά αρκετά, δεν υπάρχει η κρατική φροντίδα που χρειάζεται».