Τα μικρά και μεγάλα προβλήματα των ξενοδόχων στη Θεσσαλονίκη
Οι επιβαρύνσεις από τα Τέλη Διαμονής Παρεπιδημούντων και Ανθεκτικότητας - Ο φετινός μειωμένος τουρισμός στην πόλη και οι δυσκολίες των ξενοδόχων
Με συνεχείς αυξήσεις και νέες επιβαρύνσεις έρχονται αντιμέτωπες οι τουριστικές επιχειρήσεις, μετά τις ανακοινώσεις του Πρωθυπουργού στην 88η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, που προβλέπουν την αναλογική αύξηση του Tέλους Aνθεκτικότητας στην κλιματική κρίση για ξενοδοχεία, ενοικιαζόμενα δωμάτια και Airbnb.
Συγκεκριμένα, ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε ότι αυξάνεται το Τέλος Ανθεκτικότητας στην Κλιματική Κρίση που επιβάλλεται στους τουρίστες για τους καλοκαιρινούς μήνες, δηλαδή από Απρίλιο έως Οκτώβριο. Βάσει των εξαγγελιών, μέρος των εσόδων θα είναι ανταποδοτικό και θα κατευθυνθεί στις τοπικές κοινωνίες για την υποστήριξη των υποδομών τους.
Kαμία σχετική αναφορά δεν έγινε στο ζήτημα της σχεδιαζόμενης αύξησης του Τέλους Παρεπιδημούντων υπέρ των Δήμων, το οποίο έχει γίνει γνωστό ότι εξετάζεται να αυξηθεί από 0,5% σε 2%.
Οι ολοένα και αυξανόμενες φορολογίες, οι μειωμένες διεθνείς αφίξεις στη Θεσσαλονίκη και η υπερχείλιση της πόλης από Airbnbs έχουν προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στους επιχειρηματίες, πλήττοντας την οικονομία και ταυτόχρονα την ανταγωνιστικότητα του ξενοδοχειακού κλάδου.
Ιδιοκτήτες ξενοδοχείων και ενοικιαζόμενων δωματίων, αναλύουν στην Parallaxi τα μικρά και μεγάλα προβλήματα που ταλανίζουν τον τουριστικό κλάδο και συγκεκριμένα τις επιχειρήσεις φιλοξενίας στη Θεσσαλονίκη.
Ο Γιάννης Ασλάνης, ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου Grand Hotel Palace στη Θεσσαλονίκη, εξηγεί με απλά λόγια τι είναι το Τέλος Ανθεκτικότητας στην Κλιματική Κρίση, καθώς και το πώς επηρεάζει η αύξησή του στον τουριστικό κλάδο:
«Το Τέλος Ανθεκτικότητας στην Κλιματική Κρίση εφαρμόστηκε για πρώτη φορά μετά τις καταστροφές στις πληγείσες περιοχές από την κακοκαιρία Daniel. Ο φόρος σε κάθε ξενοδοχείο διαμορφώθηκε ανάλογα με τον τύπο του καταλύματος. Για παράδειγμα, αρχικά, τα ξενοδοχεία 5 αστέρων, φορολογήθηκαν με το τέλος στα 4 ευρώ και σε σύντομο χρονικό διάστημα αποφασίστηκε το ποσό αυτό να αυξηθεί στα 10 ευρώ, για τους μήνες από Μάρτιο μέχρι Οκτώβριο. Στη ΔΕΘ ανακοινώθηκε ότι ο φόρος για τα 5άστερα ξενοδοχεία θα αυξηθεί στα 15 ευρώ, για τους μήνες Απρίλιο μέχρι Οκτώβριο, ενώ τον χειμώνα θα παραμένει στα 4 ευρώ. Αντίστοιχο τέλος ανθεκτικότητας εφαρμόζεται για πρώτη φορά στα Airbnb.
Αυτός ο φόρος δεν εισπράττεται μόνο από τους τουρίστες, αλλά και από τους Έλληνες επισκέπτες, οι οποίοι μπορεί να έρχονται στη Θεσσαλονίκη για επαγγελματικούς σκοπούς. Είναι ένα οριζόντιο τέλος, σε όλα τα ξενοδοχεία, ανάλογα με την κατηγορία τους, ενώ υπάρχουν ξενοδοχεία που η διαφορά στην τιμή χρέωσης του δωματίου είναι τεράστια. Ένα δωμάτιο 5 αστέρων στην Ξάνθη μπορεί να κοστίζει 70 ευρώ το βράδυ, ενώ στη Θεσσαλονίκη 150 ευρώ και στη Μύκονο 1000 ευρώ. Αν υποθέσουμε ότι είναι δίκαιο το Τέλος Ανθεκτικότητας, τουλάχιστον να υπάρχει μια αναλογικότητα με την τιμή πώλησης, ένα ποσοστό και όχι ένα απόλυτο νούμερο. Τα 15 ευρώ για εμάς είναι σχεδόν το 15% της πώλησης του δωματίου, μιλάμε για ένα τεράστιο ποσό.
Η ερώτηση που θέτουμε είναι γιατί πρέπει αυτό το τέλος να το εισπράττουν τα ξενοδοχεία και οι επιχειρήσεις φιλοξενίας, ενώ υποτίθεται ότι η ανθεκτικότητα στην κλιματική αλλαγή αφορά το σύνολο της οικονομίας;».
Ο κ. Ασλάνης εξηγεί ότι οι ξενοδόχοι δεν γνωρίζουν πού ακριβώς “πηγαίνουν” τα χρήματα από τη συγκεκριμένη φορολογία:
«Από όταν ξεκίνησε να εφαρμόζεται το Τέλος Κλιματικής Αλλαγής, εμείς, ως ξενοδόχοι, δεν γνωρίζουμε που πηγαίνουν αυτά τα χρήματα. Θα έπρεπε να υπάρχει ένας απολογισμός κάθε έτος για το πού διατέθηκαν τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν από τις εισπράξεις του τέλους και να αρχίσουμε να βλέπουμε έργα σε όλη την Ελλάδα για το μέλλον του κάθε τόπου».
«Το Τέλος Διαμονής Παρεπιδημούντων επιβαρύνει με έναν διαφορετικό τρόπο τον επισκέπτη αλλά και τον επιχειρηματία», αναλύει ο κ. Ασλάνης:
«Με το Τέλος Διαμονής Παρεπιδημούντων φορολογούνται όλες οι τουριστικές επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανόμενης της εστίασης και αφορά τη συνεισφορά τους προς τον εκάστοτε Δήμο για υποστηρίξουν την ανάπτυξη και την συντήρηση της τουριστικής υποδομής. Ακόμα και σε αυτό, θα έπρεπε να υπάρχει ένας απολογισμός για να δούμε πού πηγαίνουν τα χρήματα που εισπράττονται. Αυτό που θέλουμε ως επιχειρηματίες είναι να ξέρουμε ότι αυτά τα χρήματα να πιάνουν τόπο σε πράγματα που αφορούν το τουριστικό προϊόν των Δήμων».
Ο κ. Ασλάνης εξηγεί πώς επηρεάζουν οι φορολογίες αυτές τους πελάτες των ξενοδοχείων αλλά και τις πιέσεις, στις οποίες τελικά υποκύπτουν οι επιχειρηματίες:
«Επειδή ο τελικός καταναλωτής, ο πελάτης μας, βλέπει την τιμή του δωματίου του στο ξενοδοχείο να προσαυξάνεται, εμείς γινόμαστε υπόλογοι και προσπαθούμε να εξηγήσουμε πού ακριβώς πηγαίνουν τα χρήματά του. Δεχόμαστε πιέσεις και λόγω ανταγωνισμού, αναγκαζόμαστε να υποχωρήσουμε σε αυτές, με αποτέλεσμα μέρος ή και πολλές φορές το σύνολο του τέλους ανθεκτικότητας, να το επιβαρύνονται τα ξενοδοχεία. Με αυτόν τον τρόπο πλήττεται και η ανταγωνιστικότητα του προϊόντος. Και φυσικά έρχεται και η απώλεια πελατών, οι οποίοι θα φύγουν από μία κατηγορία ξενοδοχείου και θα πάνε στην αμέσως χαμηλότερη, γιατί δεν μπορούν να αντέξουν το κόστος».
«Όλα αυτά πλήττουν την ανταγωνιστικότητα, τα ξενοδοχεία γίνονται ακριβότερα χωρίς να το επιθυμούν. Επωμιζόμαστε μειώσεις στις τιμές μας για να δικαιολογήσουμε την αύξηση της τιμής πώλησης των προϊόντων μας»
O Γιώργος Κουρτίδης, ιδιοκτήτης των ενοικιαζόμενων δωματίων, The Caravan – Bed and Breakfast στη Θεσσαλονίκη, σχολιάζει από την πλευρά του τις αυξήσεις των τελών:
«Μέσα από τις αυξήσεις προκύπτει τελικά ένα μη ανταγωνιστικό το προϊόν, με τη διαμονή να γίνεται ακριβότερη σε σχέση με περιοχές του εξωτερικού. Ο ξενοδόχος πολύ δύσκολα θα μειώσει την τιμή ενός δωματίου για να μπορέσει να απορροφήσει αυτόν τον φόρο. Αυτό σημαίνει δεν υπάρχει άλλη επιλογή από το να αυξηθούν οι τιμές στη διαμονή των ξενοδοχείων, όπως και στα Airbnb.
Αυτή τη στιγμή υπάρχει μεγάλο πρόβλημα με στρέβλωση στην αγορά. Μετά το δυστύχημα στα Τέμπη, ο κόσμος δεν ταξιδεύει με την ίδια συχνότητα με το τρένο, που αποτελούσαν μέρος των αφίξεων στη Θεσσαλονίκη. Ταυτόχρονα, υπάρχει μείωση των διεθνών στο αεροδρόμιο “Μακεδονία”. Αυτή η κατάσταση σε συνδυασμό με τα τέλη που εφαρμόζονται στα ξενοδοχεία, έχουν δημιουργήσει μία πίεση στην αγορά, με τα ξενοδοχεία και τα Αirbnb να δέχονται πιέσεις για χαμηλότερες τιμές και στις οποίες τελικά υποκύπτουν».
H Σοφία Μπρόβα, ιδιοκτήτρια του ABC Hotel, στη Θεσσαλονίκη, σχολιάζει από την πλευρά της τις επιβαρύνσεις στη φορολογία των ξενοδοχείων:
«Το Τέλος Ανθεκτικότητας είναι μία ελληνική εφεύρεση. Στα ξενοδοχεία σε όλον τον κόσμο, ανάλογα το μέγεθος της πόλης και της χώρας, ο επισκέπτης πληρώνει ένα χ ποσό για τη διαμονή του. Δεν μπορεί να υπάρχει ένα οριζόντιο τέλος για όλα τα ξενοδοχεία της Ελλάδας. Δεν γίνεται να συγκρίνουμε τις τιμές ενός ξενοδοχείου στη Σαντορίνη και τη Μύκονο, με τις τιμές αντίστοιχων ξενοδοχείων στη Θεσσαλονίκη και την Αλεξανδρούπολη. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί το Τέλος Ανθεκτικότητας στην Κλιματική Κρίση, επιβαρύνει μόνο τη διαμονή και όχι για παράδειγμα τα μέσα μεταφοράς. Η αύξηση για τα ξενοδοχεία 3 αστέρων, μέχρι τώρα ήταν 1,5 ευρώ και τώρα ακούγεται ότι θα αυξηθεί στα 5 ευρώ για τους καλοκαιρινούς μήνες. Μία τέτοια διαφορά είναι αστρονομική και δεν μπορούμε ούτε εμείς οι ίδιοι να την δικαιολογήσουμε στους πελάτες μας, οι οποίοι παραπονιούνται.
Το Τέλος Διαμονής θα είχε ένα νόημα εάν γνωρίζαμε ότι με τα χρήματα που συγκεντρώνονται, υποστηρίζουν και συντηρούν κάποιες υποδομές τουρισμού του δήμου. Για παράδειγμα ένα τουριστικό site που να δίνει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την περιοχή ή κάποια έργα για τις υποδομές της πόλης. Να πληρώνει ο πελάτης τον φόρο αλλά να έχει κάποιο νόημα για την κοινωνία και τις υπηρεσίες που του προσφέρονται».
Ο άνισος ανταγωνισμός ξενοδοχείων και Airbnb
Μεγάλο πλήγμα έχει δημιουργήσει στις επιχειρήσεις φιλοξενίας και η μεγάλη επιτυχία και πληθώρα των Airbnbs, τα οποία δεν λειτουργούν με τους ίδιους όρους, κόστη και φορολογίες των ξενοδοχειακών μονάδων και των ενοικιαζόμενων δωματίων, γεγονός που δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την λειτουργία των τελευταίων.
«Η πληθώρα τον Αirbnbs, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν λειτουργούμε επί ίσοις όροις, επηρεάζει πάρα πολύ άδικα τα ξενοδοχεία», τονίζει ο κ. Ασλάνης:
«Τα τουριστικά καταλύματα είναι υποχρεωμένα να τηρούν προδιαγραφές, οι οποίες δεν ισχύουν για τα καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης. Με αυτόν τον τρόπο, τα Airbnbs δεν έχουν την επιβάρυνση του κόστους όλων των απαιτήσεων του Δημοσίου για τη λειτουργία τους. Έτσι, έχουν ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, με αποτέλεσμα ο κόσμος που πλήττεται από την ακρίβεια και τον πληθωρισμό, να προτιμά τη φθηνότερη λύση ενός Airbnb, αντί για τις υπηρεσίες που του προσφέρει ένα ξενοδοχείο.
«Το ζήτημα όμως δεν είναι να ακριβύνουμε όλοι, ξενοδοχεία και Airbnb, αλλά να λειτουργούμε σε μία ανταγωνιστική αγορά, επί ίσοις όροις»
«Σε καμία περίπτωση δεν λέμε ως ξενοδόχοι, να καταργηθούν τα Αirbnb. Ξέρουμε πολύ καλά ότι για ένα μεγάλο μέρος των πολιτών, τα Airbnbs λειτουργούν ως ένα συμπληρωματικό εισόδημα. Όταν όμως καταλήγουν να είναι πλέον ολόκληρες επιχειρήσεις και να εκμεταλλεύονται έως και 300 διαμερίσματα στην πόλη, τότε έχουμε μεγάλο πρόβλημα, όχι για τους ξενοδόχους αλλά και για τους μόνιμους κατοίκους που δεν μπορούν να βρούνε οικίες για ενοικίαση», καταλήγει ο κ. Ασλάνης.
Από την πλευρά του, ο κ. Κουρτίδης τονίζει ότι «τα Airbnb πρέπει να υπάρχουν στην αγορά γιατί είναι κάτι διαφορετικό και το χρειαζόμαστε»:
«Αυτή τη στιγμή, στη Θεσσαλονίκη υπάρχουν γύρω στα 2.000 καταλύματα, εκ των οποίων τα ξενοδοχεία είναι μονάχα 150. Μέχρι στιγμής οι όροι για τη λειτουργία των Airbnbs ήταν ανεξέλεγκτοι και “έτρεχαν” αντιστρόφως ανάλογα με αυτούς των ξενοδοχείων. Οι όροι που πρέπει να λειτουργούν τα καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης, θα πρέπει να είναι ίδιοι με τους όρους των ξενοδοχείων, μιας και χρησιμοποιούμε τα ίδια μέσα.
Φυσικά, όλο αυτό έχει οικονομικές επιπτώσεις στις επιχειρήσεις φιλοξενίας, οι οποίες επιβαρύνονται συνεχώς από επιπλέον φόρους και αναγκάζονται να αυξάνουν τις τιμές τους, κάτι που δεν ισχύει για τα airbnb, τα οποία με ευκολία μπορούν να κρατήσουν χαμηλά τις τιμές τους».
Η κ. Μπρόβα εξηγεί ότι η κυβέρνηση «δεν θέλει να αγγίξει τα Airbnb»:
«Δεν υπάρχει μία απογραφή των καταλυμάτων Airbnb. Είναι σαν να μην θέλει η κυβέρνηση να τα “αγγίξει”, μιας και οι προτάσεις που ανακοινώθηκαν στη ΔΕΘ από τον Πρωθυπουργό είναι πολύ λίγες, σε σχέση με τα μέτρα που έχουν παρθεί σε Ευρωπαϊκές χώρες, όπως αυτή της Βαρκελώνης. Όχι απλά δεν λύνει το πρόβλημα που υπάρχει, ούτε καν το αγγίζει.
To πρόβλημα με τα Airbnb είναι Ευρωπαϊκό, αν όχι παγκόσμιο φαινόμενο. Πλέον και οι πολίτες αντιδρούν άσχημα γιατί έχει πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, όταν οι ίδιοι δεν έχουν σπίτια για ενοικίαση στις τουριστικές πόλεις. Αναφορικά με τα ξενοδοχεία, μιλάμε πλέον για έναν αθέμιτο ανταγωνισμό, μιας και λόγω του διαδικτύου, η κατάσταση είναι ανεξέλεγκτη και πολλά από αυτά λειτουργούν χωρίς να τηρούν τις κατάλληλες προϋποθέσεις».
Μειωμένες οι διεθνείς αφίξεις στη Θεσσαλονίκη φέτος – Πού οφείλεται;
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Fraport για το αεροδρόμιο Μακεδονία, τον φετινό Αύγουστο, ο αριθμός των επιβατών εξωτερικού κατέγραψε μείωση κατά 2,6%, με 609.407 επιβάτες, σε σύγκριση με το 2023, με 625.617 επιβάτες. Ο συνολικός αριθμός των επιβατών εσωτερικού και εξωτερικού, παρουσίασε οριακή άνοδο κατά 0,1%, ενώ ο αριθμός των διεθνών πτήσεων παρουσίασε πτώση κατά 1,5%.
«Φέτος το καλοκαίρι ήταν αρκετά πεσμένες οι αφίξεις από το εξωτερικό, σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά, ακόμα και στα Airbnb. Την μειωμένη τουριστική κίνηση την αποδίδουμε στην επιδείνωση των οικονομικών σε όλη την Ευρώπη, εξαιτίας των αυξημένων τιμών ενέργειας, μετακινήσεων και του πληθωρισμού.
Όλα αυτά αποτυπώθηκαν στη Θεσσαλονίκη, η οποία δεν έχει καθιερωθεί ως τουριστικός προορισμός παγκόσμιας εμβέλειας, μιας και χρησιμοποιείται συνήθως ως μία στάση μερικών ημερών που θα κάνει ο επισκέπτης πριν φτάσει στον τελικό προορισμό του, κάποιο ελληνικό νησί ή τη Χαλκιδική. Σε κάθε οικονομικό “παραπάτημα” που μπορεί να αισθανθεί ο τουρίστας, όπως είναι επόμενο, θα αποφασίσει να βγάλει τη Θεσσαλονίκη από τα πλάνα του και να πάει απευθείας στον προορισμό του», τονίζει ο κ. Ασλάνης.
Η κ. Μπρόβα σχολιάζει από την πλευρά της, τις αναμενόμενες αυξήσεις που οδήγησαν με τον τρόπο τους, στην πτώση της τουριστικής κίνησης στη Θεσσαλονίκη τη φετινή σεζόν:
«Αναφορικά με την ελληνική αγορά, ο Έλληνας φάνηκε ότι πλέον δεν μπορεί να κάνει διακοπές πολλών ημερών, όπως έκανε παλιά. Και όσοι πήγαν λιγότερες ημέρες διακοπές, ομολόγησαν ότι ήταν τελικά ακριβότερες από αυτό που περίμεναν. Για τους διεθνείς τουρίστες, αυτό που καταλαβαίνουμε είναι ότι ο πόλεμος Ρωσία – Ουκρανία, μας έχει επηρεάσει αρκετά. Ωστόσο, φέτος και οι Βαλκάνιοι μειώθηκαν αρκετά, σε σύγκριση με άλλες χρονιές.
Υπήρχε μία αύξηση στις τιμές όχι μόνο των ξενοδοχείων, αλλά και της γενικότερης παγκόσμιας οικονομίας, από το ρεύμα μέχρι το φαγητό και ο κόσμος φαίνεται να μην έχει τη δυνατότητα για τις διακοπές που έκανε σε άλλες εποχές. Όμως είμαστε και εμείς αναγκασμένοι, με τις πιέσεις που δεχόμαστε, να υποκύπτουμε τελικά σε αυξήσεις. Αντιμετωπίζουμε επίσης σοβαρά προβλήματα με την έλλειψη προσωπικού, που και αυτό ανεβάζει το κόστος στα ξενοδοχεία. Από την άλλη βέβαια μερικές περιοχές της Ελλάδας, κυρίως οι πολύ δημοφιλείς και τουριστικές, έχουν υπερβεί τις λογικές αυξήσεις και έχουν γίνει ανεξέλεγκτες».
Ελλιπείς οι χρηματοδοτήσεις για ανακαινίσεις στα ξενοδοχεία
Ενώ βλέπουμε τις μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες να προχωρούν σε διαρκείς προσθήκες, ανανεώσεις και ανακαινίσεις των καταλυμάτων τους, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν έχουν τον χώρο να προβούν σε τέτοιες κινήσεις, λόγω της έλλειψης της απαραίτητης χρηματοδότησης από τους αρμόδιους φορείς.
Ο κ. Ασλάνης τονίζει ότι η απόφαση μίας ξενοδοχειακής ανακαίνισης με ίδια κεφάλαια, έχει καταστεί δύσκολη ακόμη και για τις μεγάλες ξενοδοχειακές επιχειρήσεις:
«Η Θεσσαλονίκη τα τελευταία χρόνια έχει κάνει δυνατά βήματα, με το ξενοδοχειακό προϊόν να είναι σε πολύ καλή κατάσταση, κάτι που αποτυπώνεται και στα σχόλια των πελατών. Ωστόσο, όσο δεν υπάρχουν αναπτυξιακοί νόμοι, κατάλληλοι για να μπορέσουν να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις και προγράμματα ΕΣΠΑ, μία ανακαίνιση με ίδια κεφάλαια, είτε σε μεγάλο είτε σε μικρό ξενοδοχείο γίνεται εξίσου δύσκολη.
Η διαφορά έγκειται στο ότι το μεγάλο ξενοδοχείο έχει συνήθως μεγαλύτερο κύκλο εργασιών, οπότε ενδεχομένως να έχει και καλύτερη πρόσβαση σε χρηματοδότηση από την τράπεζα. Ταυτόχρονα όμως και τα έξοδα για ένα μεγάλο ξενοδοχείο είναι πολλαπλασιαστικά μεγαλύτερα. Τα μικρότερα ξενοδοχεία έχουν επιπροσθέτως και το πρόβλημα χρηματοδότησης από την τράπεζα».
«Οι χρηματοδοτήσεις ΕΣΠΑ αφορούσαν τα 4άστερα και τα 5άστερα ξενοδοχεία», τονίζει η κ. Μπρόβα:
«Προκηρύχθηκαν οι χρηματοδοτήσεις του ΕΣΠΑ και αρχίσαμε να κάνουμε σχέδια με τους συμβούλους μας για το πώς θα κινηθούμε. Μετά από μερικές ημέρες, συμπλήρωσαν ότι οι χρηματοδοτήσεις αυτές αφορούσαν μόνο τα 4άστερα και 5άστερα ξενοδοχεία. Τόνισαν μάλιστα ότι ότι τα ξενοδοχεία λιγότερων αστέρων θα μπορούν να συμμετέχουν, μόνο με την προϋπόθεση, ότι τα έργα που θα κάνουν, θα είναι για να αναβαθμιστούν σε 4 αστέρων. Τα χαμηλότερων αστέρων ξενοδοχεία είναι αυτά που στην τελική χρειάζονται περισσότερο τις χρηματοδοτήσεις για να μπορέσουν να κάνουν ανακαινίσεις και να ανταπεξέλθουν στον ανταγωνισμό.
Όλο αυτό έχει να κάνει με μία νοοτροπία της κυβέρνησης, που πλέον στηρίζει τα 4άστερα και 5άστερα ξενοδοχεία, καθώς και το glamping. Ο ελληνικός τουρισμός όμως, από την απαρχή του, έχει χτιστεί και υποστηριχθεί από τις μικρές ξενοδοχειακές μονάδες και είναι γνωστός για τη φιλοξενία που αυτές προσφέρουν. Αυτά δυστυχώς, δεν τα υποστηρίζει πλέον η κυβέρνηση».
Τα προβλήματα του τουριστικού κλάδου της Θεσσαλονίκης ταλανίζουν τους ξενοδόχους
Τέλος, οι επιχειρηματίες του κλάδου, αναφέρονται στα γενικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο τουριστικός τομέας στη Θεσσαλονίκη, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται οι δημόσιες υποδομές, ο εσωτερικός ανταγωνισμός και η απουσία “ηχηρών” επίσημων φορέων τουρισμού στην πόλη.
«Με λυπεί το γεγονός ότι στην πόλη μας, δεν γίνονται οι αναγκαίες ενέργειες από επίσημους φορείς τουρισμού. Ως επιχειρηματίας δεν έχω δει κανένα κάλεσμα, καμία σύμπραξη ανθρώπων που να ασχολούνται με τον τουρισμό, είτε με airbnb, είτε με ξενοδοχεία. Παλαιότερα γίνονταν προσπάθειες να συνευρεθούμε όλοι στο ίδιο τραπέζι, κάτι που πλέον δεν υπάρχει, ο καθένας “τραβάει” το μαγαζί του.
Υπάρχει και μία κακή ανταγωνιστική νοοτροπία μεταξύ των ξενοδοχειακών μονάδων που δεν ταιριάζει στη Θεσσαλονίκη, ειδικά όταν η πόλη μας δεν έχει ούτε το 1/10 των αφίξεων σε σχέση με άλλες ανταγωνιστικές πόλεις του εξωτερικού, όπως η Σόφια, η Μπολόνια, η Κωνσταντινούπολη ή το Βελιγράδι. Θα έπρεπε να έχουμε μία δυνατή μαζική παρουσία, με το βασικό προϊόν τουρισμού να είναι η Θεσσαλονίκη και όχι το κάθε ξενοδοχείο ξεχωριστά», σχολιάζει ο κ. Κουρτίδης.
«Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο τουριστικός κλάδος είναι τα αντίστοιχα που αντιμετωπίζουν οι πολίτες της Θεσσαλονίκης και αφορούν τις δημόσιες υποδομές. Υστερούμε πολύ σε δημόσιες υποδομές, από το Μετρό και τις επεκτάσεις του, μέχρι τα δρομολόγια ΟΑΣΘ, την καθαριότητα και το πράσινο. Ό,τι βλέπουμε εμείς ως μόνιμοι κάτοικοι, τα ίδια βλέπουν και οι τουρίστες», καταλήγει ο κ. Ασλάνης.