Τα profile των παιδεραστών στην Ελλάδα
Τρεις επιστήμονες σκιαγραφούν το σκοτεινό υπόστρωμα των ανθρώπων "υπεράνω υποψίας"
Με αφορμή την τραγική υπόθεση των βιασμών της 12χρονης στα Σεπόλια ανοίγει ξανά ο φάκελος της παιδεραστίας στην Ελλάδα.
Τίτλοι στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης αναφέρουν πως οι θύτες είναι άνθρωποι υπεράνω υποψίας και πως κανένας από αυτούς δεν έδωσε το παραμικρό δικαίωμα, αλλά κρύβουν επιμελώς ένα αρρωστημένο μυαλό και κινούν τα βλέμματα σε διαφορετική όψη ζωής από εκείνη που στην πραγματικότητα επιλέγουν να κάνουν.
Ο καθηγητής Εγκληματολογίας, κ. Αντώνης Μαγγανάς εξηγεί πως οι παιδεραστές έχουν μία διαστροφή στην προσωπικότητα τους και ποτέ δεν παραδέχονται πως φέρουν την οποιαδήποτε ευθύνη σχετικά με τις πράξεις τους, το σφάλμα το ρίχνουν κατεξοχήν στο παιδί ή στους γονείς του: “Ουδέποτε δέχονται ότι οι ίδιοι φταίνε κι αυτό αποτελεί μεγάλο πρόβλημα γιατί δεν μπορούμε να τους διαχειριστούμε γι’ αυτό τονίζουμε πως χρειάζονται ειδικό χειρισμό. Η παιδεραστία αφορά κυρίως μικρές ηλικίες και δεν έχει φύλο, το κύριο θέμα στην όλη τραγική κατάσταση είναι η μεταχείριση των δραστών. Ακούμε για ευνουχισμούς, για θανατική ποινή σε άλλες χώρες όπως στον Καναδά, εφαρμόζονται ποινές κάθειρξης και όταν ολοκληρωθούν εφαρμόζεται περίοδος κοινωνικής παρακολούθησης. Ακόμη και τα ισόβια όμως κοστίζουν στον κάθε φορολογούμενο, από την άλλη πλευρά οι άνθρωποι αυτοί είναι επικίνδυνοι, είναι πολύ εύκολο γι αυτούς μετά την κάθειρξη να πλησιάσουν ξανά ένα παιδί, γι αυτό τα μέτρα κοινωνικής επιτήρησης οφείλουν να είναι αυστηρά. Δηλαδή, απαγορεύεται να πλησιάσουν παιδικές χαρές και σε άλλα μέρη που υπάρχουν παιδιά και φυσικά είναι υπό συνεχή επιτήρηση.”
Η διδάκτωρ του Τμήματος ΕΜΜΕ ΕΚΠΑ, φιλόλογος και Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος, Αγγελική Καρδαρά από την πλευρά της εξηγεί πως οι δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων όπως διαπιστώνεται μέσα από επιστημονικές έρευνες σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι άγνωστοι του παιδιού θύματος: “Μπορεί να είναι μέλη της οικογένειας, μπορεί να είνα φίλοι και γνωστοί της οικογένειας, άνθρωποι που έχουν σχέση με το παιδί σε εκπαιδευτικό επίπεδο. Είναι πολύ σημαντικό εμείς οι γονείς να δείχνουμε μία ιδιαίτερη προσοχή στα πρόσωπα στα οποία εμπιστευόμαστε τα παιδιά μας. Υπάρχουν βέβαια και οι υποθέσεις που ο δράστης βρίσκεται στο οικογενειακό περιβάλλον, μπορεί να είναι ο πατέρας του, ο σύντροφος της μητέρας του και φυσικά παρατηρείται ακόμη και συγκάλυψη ή συμμετοχή από άλλα μέλη της οικογένειας.”
Βάσει αυτών των δεδομένων που προκύπτουν από διάφορες υποθέσεις που έχουν εξεταστεί, θα πρέπει να υπάρξει μία εκτεταμένη κοινωνική μέριμνα και πρόνοια για τα παιδιά που βρίσκονται σε κίνδυνο μέσα στην οικογένεια τους και τα παιδιά που ζουν μέσα σε οικογένειες με σοβαρές δυσλειτουργίες ορατές και μη. Βλέπουμε πως οι δράστες τέτοιου τύπου εγκλημάτων (παιδεραστία) πολύ δύσκολα παραδέχονται την πράξη τους, αντίθετα προσπαθούν είτε να αναφέρουν πως υπήρχε συναίνεση του θύματος, το οποίο προφανώς και προκαλεί τεράστια οργή σε όλους μας όταν ακούγονται τέτοιες προκλητικές φράσεις. Προσπαθούν επίσης να ρίξουν ευθύνες σε άλλα μέλη της οικογένειας, ακόμη και στους δικαστές για τις σκληρές ποινές που μπορεί να τους επιδοθούν. Παρατηρούμε επίσης πως μπορεί να μειώσουν την κοινωνική απαξία αυτών των εγκληματικών πράξεων ή να χρησιμοποιήσουν τις λεγόμενες τεχνικές εξουδετέρωσης, ελαφρύνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την τεράστια βαρύτητα των εγκληματικών τους πράξεων.”
Ο κ. Μαγγανάς λέει πως τα παιδιά είναι αθώα και παρασύρονται από πολύ μικρά πράγματα, συνήθως οι παιδεραστές προσελκύουν παιδιά τα οποία δεν προφυλάχθηκαν σωστά από τους γονείς: “Το θέμα της παιδεραστίας αφορά ξεκάθαρα την προφύλαξη των γονέων προς τα παιδιά τους. Δεν υπάρχουν αστεία που αφορούν τα παιδιά. Πρέπει να υπάρχουν ξεκάθαρα όρια απέναντι στα παιδιά, ακόμη και προληπτικά να προστατεύουμε τα παιδιά απέναντι σε “ύπουλες κινήσεις ή διαλόγους”. Δεν τα αγγίζουμε τα παιδιά, τυπικό φιλί και τυπική αγκαλιά, και σταματάμε εκεί. Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχουν κινητοποιηθεί και δραστηριοποιηθεί οι αρχές για να εντοπίζουν το φαινόμενο της παιδεραστίας πιο γρήγορα. Πρέπει να υπάρχει υποχρέωση με ποινή να καταγγέλει κανείς όταν έχει υποψίες ότι ένα παιδί κακοποιείται, σε άλλες χώρες τιμωρείσαι αν δεν καταγγείλεις ένα τέτοιο περιστατικό. Το συγκεκριμένο φαινόμενο που αφορά την παιδεραστία πρέπει να το πάρουμε πολύ σοβαρά, έχουμε κάνει βήματα αλλά δεν είναι αρκετά. Σε άλλες χώρες υπάρχει μία κεντρική υπηρεσία κρατική προστασίας της νεότητας, όταν ένα παιδί γίνεται θύμα παιδεραστίας, πρέπει να περάσει από μία διαδικασία για να μην ξαναπέσει.”
Όπως τονίζει η κ. Καρδαρά το ζήτημα των σεξουαλικών εγκλημάτων είναι πολυσύνθετο και πολυδιάστατο και μέσα από αυτές τις υποθέσεις με θύμα τα παιδιά που βλέπουν το φως της δημοσιότητας παρατηρούνται τα πολύ σοβαρά και σύνθετα προβλήματα στον πυρήνα των οικογενειών: “Τα παιδιά είναι εκτεθειμένα σε σοβαρούς κινδύνους και αυτοί αποκαλύπτονται μόνο όταν η υπόθεση τους δει το φως της δημοσιότητας. Εδώ έρχεται η ανάγκη για ενημέρωση της κοινωνίας για αυτά τα ζητήματα. Ο ρόλος της εκπαίδευσης είναι καίριας σημασίας, το παιδί περνά την μεγαλύτερη διάρκεια της ημέρας στο σχολείο, επομένως οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να επιμορφωθούν σε ζητήματα που αφορούν την ενδοοικογενειακή βία, τους βιασμούς ανηλίκων κτλπ, ώστε να μπορούν και οι ίδιοι έγκαιρα να εντοπίζουν κάποια προειδοποιητικά σημάδια στα παιδιά. Ένα παιδί το οποίο είναι θύμα μακροχρόνιας και εξακολουθητικής κακοποίησης, θα πηγαίνει στο σχολείο προβληματισμένο, θα φαίνεται ακόμη και με την στάση του σώματος της πως κάτι το προβληματίζει. Και φυσικά το σχολείο αν παρατηρήσει κάτι τέτοιο οφείλει να ενημερώσει τους αρμόδιους φορείς.” Όπως τονίζει ο κ. Μαγγανάς το τραύμα σε ένα παιδί που έχει πέσει θύμα σεξουαλικής κακοποίησης παραμένει για πάντα: “Yπάρχουν μέτρα, λόγου χάριν η ψυχολογική υποστήριξη τα οποία βοηθούν να απαλυνθεί έστω και ελάχιστα η πληγή. Το παιδί έχει χάσει την εμπιστοσύνη του προς τους μεγάλους. Το φαινόμενο της παιδεραστίας αφορά περισσότερο τους άνδρες για δράστες, υπάρχουν και γυναίκες όμως η κακοποίηση από τον άνδρα εμφανίζεται πιο κραβγαλαία. Στην πλειοψηφία στις φυλακές οι κρατούμενοι είναι άνδρες για τα συγκεκριμένα κακουργήματα. Πρέπει να ευαισθητοποιηθούμε, δεν αγγίζουμε τα παιδιά, πρέπει να αλλάξει η νοοτροπία του κόσμου, πρέπει η χώρα γίνει πιο παιδοκεντρική αυτή τη στιγμή δεν είναι. Παρατηρώ σε οικογένειες αγκαλιές από πατέρες και θείους που είναι επικίνδυνες. Χρειάζεται πρόληψη και φυσικά να γίνουν οι αρμόδιες υπηρεσίες.”
Η κ. Καρδαρά δηλώνει επίσης πως πρέπει να συμβάλλουν τα Μέσα στην ενημέρωση των πολιτών για τέτοιου είδους ζητήματα: “Παρατηρούμε πως στα Μέσα γίνονται τέτοιου τύπου συζητήσεις μόνο όταν συμβαίνει κάποια ακραία υπόθεση, χρειάζεται σταθερή βάση ενημέρωσης. Εμάς μας ενδιαφέρει να προλάβουμε τέτοιες υποθέσεις όχι να συμβούν και να βγει στον απόηχο η ενημέρωση. Δυστυχώς αυτή η πολύ σοβαρή υπόθεση του Κολωνού, κρούει πολλά καμπανάκια κινδύνου και αναδεικνύει και φωτίζει σκοτεινές πτυχές αυτών των υποθέσεων. Υπάρχει σιωπή, παγερή αδιαφορία από ένα ολόκληρο κοινωνικό σύνολο γιατί ένα παιδί είναι μέλος κοινωνικού συνόλου. Επίσης θα πρέπει να ψάξουμε λίγο το κομμάτι της έκθεσης των ανηλίκων στα κοινωνικά δίκτυα, ένας πολύ μεγάλος αριθμός παιδιών εκτίθεται στα social media σε πολύ μικρή ηλικία, εκεί χρειάζεται η γονική επίβλεψη και ο έλεγχος και σίγουρα για τα παιδιά τα οποία δεν έχουν αυτή την επίβλεψη θα πρέπει να υπάρξει κοινωνική μέριμνα. Είναι αδιανόητο κοινωνικά να αφήνουμε ένα παιδί έρμαιο σε κάθε επιτήδειο και σε κάθε εγκληματία.”
Η Εγκληματολόγος και Κοινωνιολόγος του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Παυλίνα Μωραϊτη το 2017 πραγματοποίησε μία μεγάλη επιστημονική έρευνα με τίτλο «Το φαινόμενο της παιδεραστίας στην Ελλάδα. Οι περιπτώσεις των καταστημάτων κράτησης Τρίπολης και Γρεβενών». Η έρευνα έλαβε χώρα στο πλαίσιο του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Εγκληματολογία» του Παντείου Πανεπιστημίου και αποτέλεσε μέρος της διπλωματικής εργασίας της ερευνήτριας, υπό την επίβλεψη του Ομότιμου Καθηγητή Εγκληματολογίας, κ. Αντώνη Μαγγανά. Στην έρευνα παρουσιάζονται τα βασικά ερευνητικά πορίσματα, στα οποία κατέληξε η ερευνήτρια κατόπιν της ποιοτικής ανάλυσης των ερωτηματολογίων της:
- Πρώτον, οι δράστες δεν παραδέχονται εύκολα την εγκληματική τους πράξη, ενώ ορισμένοι αρνούνται εντελώς ότι έχουν διαπράξει το συγκεκριμένο έγκλημα ή χρησιμοποιούν «τεχνικές εξουδετέρωσης» για να ελαφρύνουν αυτό που θεωρούν ότι τους αποδίδεται και για το οποίο έχουν εν τέλει καταδικαστεί.
- Δεύτερον, οι δράστες στις περισσότερες περιπτώσεις, πριν από τη διάπραξη του εγκλήματος, βρίσκονταν στον οικείο χώρο του παιδιού – θύματος, είτε με συγγενική μορφή, είτε με συμβουλευτική μορφή (δάσκαλος, προπονητής κ.ά.), είτε απλώς με τη μορφή ενός οικογενειακού φίλου. Επομένως το παιδί-θύμα, στις περιπτώσεις που διερευνήθηκαν, δεν ήταν ποτέ εντελώς άγνωστο για τον δράστη και ο ίδιος κατάφερνε να το προσεγγίσει ευκολότερα, καθώς βρισκόταν κοντά του, σε έναν οικείο μάλιστα χώρο του. Όταν ο δράστης θεωρούσε πως οι ευκαιρίες διάπραξης του εγκλήματος ήταν κατάλληλες, τότε προέβαινε στις εγκληματικές του ενέργειες.
- Τρίτον, στις περισσότερες περιπτώσεις οι δράστες ισχυρίστηκαν πως ανατράφηκαν σε ένα υγιές οικογενειακό περιβάλλον και ότι ουδέποτε έπεσαν οι ίδιοι θύματα σεξουαλικής κακοποίησης: «Πάρα πολύ καλές σχέσεις με τους γονείς, ένα ήσυχο και ήρεμο περιβάλλον χωρίς εντάσεις. Ήρεμη παιδική ζωή, δεν υπήρξε κακοποίηση από το οικογενειακό περιβάλλον, εκτός από το ότι ήμουν αριστερόχειρας κι έτρωγα ξύλο για να γράψω με το δεξί», ήταν κάποιες από τις μαρτυρίες που καταγράφηκαν στη διάρκεια της έρευνας.
- Τέταρτον, μέσα από τα λεγόμενα των ίδιων των δραστών, δεν έγινε ιδιαίτερα αισθητή στις περισσότερες περιπτώσεις, η έννοια της μετάνοιας -όχι από θρησκευτικής απόψεως, όπως εξηγεί η ερευνήτρια, αλλά συνειδησιακά και βάσει της δικής τους ενσυναίσθησης και νοηματοδότησης της πράξης τους.