The Italian way: Το Τρέντο, οι τρέντι Γερμανοί και το (Τ)Ροβερέτο
Ιστοριών ιταλικής τρέλας συνέχεια και ταξιδιού επόμενη ημέρα… Αφήνω οτιδήποτε αλά μπολονέζ, βάζω τ΄ ακουστικά στ΄ αυτιά, τον Ρον να τραγουδάει E l Italia che va (Είναι η Ιταλία που προχωράει) κι εγκαταλείπω την Εμίλια Ρομάνια. Ο αυτόματος πωλητής εισιτηρίων έναντι 13.30 ευρώ (πάντα κόβουμε ρατζονάλε) μου παραχώρησε μια διαδρομή 170 χιλιομέτρων περίπου με το […]
Ιστοριών ιταλικής τρέλας συνέχεια και ταξιδιού επόμενη ημέρα… Αφήνω οτιδήποτε αλά μπολονέζ, βάζω τ΄ ακουστικά στ΄ αυτιά, τον Ρον να τραγουδάει E l Italia che va (Είναι η Ιταλία που προχωράει) κι εγκαταλείπω την Εμίλια Ρομάνια. Ο αυτόματος πωλητής εισιτηρίων έναντι 13.30 ευρώ (πάντα κόβουμε ρατζονάλε) μου παραχώρησε μια διαδρομή 170 χιλιομέτρων περίπου με το τρένο για το Τρέντο. Αποφάσισα να τραβήξω βόρεια μπας κι ανακαλύψω τι είναι αυτό που τρελαίνει τους Γερμανούς και πού τους χάνεις πού τους βρίσκεις, στο Τρεντίνο θα είναι και στο Άλτο Άντιτζε.
Η πόλη του Τρέντο βρίσκεται στο τέλος της κοιλάδας του ποταμού Αδίγη και 100χλμ βόρεια της Βερόνα, 3 ωρίτσες δρόμο με άλλα λόγια από την Μπολόνια. Αξίζει τον κόπο να την επισκεφτεί κανείς. Είναι μικρή, συμμαζεμένη, γραφική, πολύ φιλόξενη και με πολύ καλά οργανωμένο το κομμάτι της προβολής της. Η πόλη έγινε παγκοσμίως γνωστή μετά τη Σύνοδο του Τριδέντο στα 1500 τόσο – δε θυμάμαι πόσο, η οποία έθεσε τις βάσεις για την Αντιμεταρρύθμιση. Είναι εκείνη η σύνοδος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας που κράτησε δεκαοκτώ χρόνια και αναθεμάτισε τον Μαρτίνο Λούθηρο και τον Ιωάννη Καλβίνο.
Η πρώτη έκπληξη για τον τουρίστα που βγαίνει από το σταθμό δεν είναι το άγαλμα του Δάντη, αλλά η τεράστια κατασκευή μιας πάπιας. Είναι το πάρκο της πάπιας, του ελεύθερου μαύρου (κυκλοφορούν κατά εκατοντάδες και υποθέτω πως βρίσκονται εδώ λόγω πανεπιστημίου) και της λαϊκής αγοράς των βιολογικών κερασιών τρομακτικού μεγέθους, που κοστίζουν μόλις 3.5 ευρώ (κι όχι 6.5 όπως τα δικά μας). Και πριν καλά – καλά προλάβω να δω τα αξιοθέατα της πόλης, το Καστέλο ντελ Μπουονκονσίλιο, την κρήνη του Ποσειδώνα και το εκπληκτικό Ντουόμο, νάτοι οι Γερμανοί που έρχονται και κάνουν κατάληψη της κεντρικής πλατείας. Πλακώνουν νταλίκες, φορτηγά και σε χρόνο μηδέν έχουν στηθεί πανό, πλακάτ, διάδρομοι, διαφημιστικά, φουσκωτές αηδίες, τερματικές κορδέλες… Ποδηλατικούς αγώνες έχει σήμερα, μαθαίνω. Καλά, κι όλο αυτό το πράγμα πρέπει να το διοργανώσουν και να το στήσουν Γερμανοί; Συγχύζομαι κι αποχωρώ.
Τέρμα το Τρέντο, τρένο πάλι, 4 ευρουλάκια και πάμε βορειότερα. Σιδηρόδρομος που πάει πλάι με τον αυτοκινητόδρομο, ταιριαστό ζευγάρι δε λέω. Η πρασινίλα σου βγάζει το μάτι κι ο ποταμός Αδίγης μας χωρίζει από τον δρόμο που έχει κίνηση. Στο ένα ρεύμα οι γερμαναράδες με τα τροχόσπιτά τους προς τις λίμνες της Βαλσουγκάνα και στο άλλο οι νταλίκες και τόνοι φορτωτικές. Στα πολυαξονικά φυσικά, όπου υπάρχει συνοδηγός, συνήθως θηλυκός, είναι σκυμμένος προς τον οδηγό, προσκυνώντας τα θεία, προσδοκώντας την κοινωνία της επικοινωνίας.
Θεριεμένα τα αμπέλια έξω από τα παράθυρα, θεριεμένες και οι κατακόκκινες αρπαγμένες γκόμενες μέσα στο κουπέ, οι οποίες αρνούνται να μιλήσουν μια συγκεκριμένη γλώσσα. Αρχίζουν την πρόταση στα ιταλικά, τη συνεχίζουν στα γερμανικά, την τελειώνουν δεν ξέρω καν σε πια διάλεκτο. Μάλλον η ιταλική γλώσσα ατονεί όσο τραβάει κανείς προς το Βορρά.
Αρχίζουν κι οι σταθμοί τη διγλωσσία. Οι πινακίδες των τοπωνυμίων είναι και στα ιταλικά και στα γερμανικά. Νάτη η «επαναφορά» μου στην Ελλάδα και η επικαιρότητα του Σακελλάριου, σκέφτομαι. «Οι Γερμανοί ξανάρχονται!». Εκνευρίζομαι και κατεβαίνω πριν φτάσω στο Μπρεσανόνε.
Το Μπολτζάνο είναι μια πόλη απίστευτης ομορφιάς που μάλλον δεν μιλάει ιταλικά. Στα δρομάκια της ακούς μόνο γερμανικά και συναντάς ατέλειωτους ροδαλούς, καλοντυμένους τρέντι γερμαναράδες, που έχουν πιάσει τα τραπεζάκια στον ήλιο και κατεβάζουν τα άπειρα ποτήρια μπύρας. Αργότερα από το γραφείο τουρισμού μου έδωσαν την πληροφορία: Η πόλη έχει πληθυσμό 98.500 κατοίκων. 74% εξ αυτών μιλούν ιταλικά, 24% μιλούν γερμανικά και λιγότερο από 1% μιλούν λαδινικά. Σιγά που θα πιστέψω αυτά τα νούμερα. Πιστεύω μόνο αυτό που βλέπω. Την κεντρική πλατεία τους την ονομάζουν Βάλτερ και στο κέντρο της δεσπόζει το άγαλμα του Βάλτερ φον ντερ Βόγκελβάιντε.
Την κάνω προς νοτιότερα με ελαφρά πηδηματάκια… Στο βαγόνι του τρένου, όπου και πάλι δεν δουλεύει το κλιματιστικό, πέφτω «ω του θαύματος» σε τροφαντές ιταλογερμανιδούλες οι οποίες μιλούν ακατάπαυστα, ταχύτατα (ιταλικό χαρακτηριστικό), με γερμανικές όμως ατάκες που διανθίζουν την κουβέντα τους. Το αποκορύφωμα ο αποχαιρετισμός τους: «Αουφίντερζεν, Μπουόν Γουίκ Εντ».
Και το φως μου έχασα και την υπομονή μου και την πραότητά μου και την αθωότητά μου και τη στάση του Τρέντο και κατέβηκα στην επομένη, το Ροβερέτο, Τροβερέτο όπως το λέει κι ένας παιχνιδιάρης φίλος, από το τροβάρε, που σημαίνει βρίσκω, ανακαλύπτω, Τρομερέτο θα το έλεγα εγώ αυτό το μέρος του κόσμου.
Είναι μια μικρή πόλη 33.000 κατοίκων που θα πρέπει να ανακαλύψουμε, αφού μάλλον την αγνοούμε οι περισσότεροι, ενώ εάν μας απασχολούσε λίγο η ιστορία θα θυμόμασταν πως το Ροβερέτο υπήρξε επίκεντρο άγριων μαχών κατά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Γι αυτό μάλλον και οι άνθρωποι εκεί, το μεγάλο βενετσιάνικο κάστρο που έχουν από το 1416 μ.Χ. το μετέτρεψαν σε Ιστορικό Μουσείο Πολέμου. Αλλά κι εκεί μέσα, μόλις είδα γερμανικά κράνη και στολές δεν άντεξα, κατέρρευσα..
Για να παρηγορηθώ και να ορθοποδήσω σκέφτηκα το αποτέλεσμα 2 – 1 του αγώνα Ιταλίας – Γερμανίας και τράβηξα για το Πέρτζινε Βαλσουγκάνα…