Ρεπορτάζ

The survivors

Όχι μόνο βγήκαμε ζωντανοί από την avant premiere του «I will survive», αλλά μιλήσαμε και με τους δύο επιζώντες, τον Αντίνοο Αλμπάνη και τον Γιώργο Παπαγεωργίου. -Η παράσταση ανεβαίνει για δεύτερη φορά στη Θεσσαλονίκη. Το χαίρεστε περισσότερο επειδή είναι κάτι δικό σας; Γ.Π: Είμαστε πάρα πολύ ενθουσιασμένοι που κλείνουμε τον κύκλο των παραστάσεων μας στη […]

Μιχάλης Αποστολίδης
the-survivors-32774
Μιχάλης Αποστολίδης
1.jpg

Όχι μόνο βγήκαμε ζωντανοί από την avant premiere του «I will survive», αλλά μιλήσαμε και με τους δύο επιζώντες, τον Αντίνοο Αλμπάνη και τον Γιώργο Παπαγεωργίου.

-Η παράσταση ανεβαίνει για δεύτερη φορά στη Θεσσαλονίκη. Το χαίρεστε περισσότερο επειδή είναι κάτι δικό σας;

Γ.Π: Είμαστε πάρα πολύ ενθουσιασμένοι που κλείνουμε τον κύκλο των παραστάσεων μας στη Θεσσαλονίκη και συγκεκριμένα στο θέατρο Σοφούλη που ξεκίνησε όλη αυτή η ιστορία με το «I will survive». Σκέψου ότι μικρός έπαιζα κρυφτό και τζαμί στις γειτονιές γύρω από το θέατρο. Οι παρέες μου ήταν εδώ. Πρόκειται για μία interactive σουρεαλιστική μαύρη κωμωδία που έχουμε γράψει εγώ, ο Αντίνοος και ο σκηνοθέτης μας, ο Γιάννης Σαρακατσάνης, που πραγματεύεται το τέλος του κόσμου. Έχει μέσα της στοιχεία αφηγηματικού θεάτρου, stand-up comedy και νατουραλίστικου θεάτρου. Θελήσαμε να κάνουμε μία αντισυμβατική παράσταση η οποία θα παίζει με την έννοια του Pocket Theater.

Α.Α: Η χαρά είναι διπλή και τριπλή και πενταπλή ακριβώς επειδή είναι δικό μας προϊόν, δικό μας παιδί. Έχουμε μάθει δυστυχώς αυτή η γενιά να δουλεύουμε σε μία ασφάλεια ενός παραγωγού, ενός σκηνοθέτη ο οποίος μας καλεί να είμαστε σε ένα σχήμα, κάτι που πολλές φορές μας στερεί κάτι από τη δημιουργικότητά μας και το κέφι μας και αναγκαζόμαστε να είμαστε σε δουλειές που ούτε μας εκφράζουν απόλυτα, ούτε τελικά καταλήγουμε να τις υποστηρίζουμε 100%. Αυτή η δουλειά ακριβώς επειδή έγινε με τους δικούς μας όρους και επειδή θέλαμε πολύ να πούμε μία ιστορία στον κόσμο και να γουστάρει, να περνάει το ίδιο καλά με εμάς που είμαστε στη σκηνή, νομίζω ότι τη χαιρόμαστε ακόμα περισσότερο.

Ποιος από τους δύο εντελώς διαφορετικούς ήρωες που βλέπουμε στην παράσταση θα κατέστρεφε τον κόσμο; Ο καταπιεσμένος ή ο κυνικός;

Γ.Π: Η παράσταση έχει μερικές αλληγορίες μέσα. Έχουμε διαλέξει δύο διαφορετικούς χαρακτήρες σε ιδιοσυγκρασία. Το μήνυμα που θέλουμε να περάσουμε είναι ότι όταν τελειώνουν όλα γύρω σου, όταν μένεις μόνος και τα πάντα καταρρέουν, είναι καλό να έχεις κάποιον για παρέα, ακόμα κι αν αυτός ο κάποιος είναι εντελώς διαφορετικός από σένα. Το τέλος εποχής που ζούμε σήμερα δεν είναι το τέλος της εποχής της Βάνας Μπάρμπα. Την Βάνα τη χρησιμοποιούμε σαν σύμβολο, σαν περσόνα. Η παράσταση κλείνει το μάτι στα 90’s, στο cult, στο trash και σε πράγματα που μας αρέσουνε. Αγαπάμε όλες αυτές τις αναφορές στη δική μας γενιά, στα παιδικά μας χρόνια.

Είναι εντάξει να γελάμε σήμερα; Το χιούμορ οφείλει να έχει σήμερα μία εντονότερη κοινωνική σημασία;

Γ.Π.: Για μένα το καλό χιούμορ είναι ουσιαστικά πολιτική πράξη. Ο χιουμοριστικός κώδικας που αναπτύσσεις μαζί με τους θεατές στοχεύει να τους κάνει όχι απλά να ξεχάσουν αυτά που του συμβαίνουν αλλά να πάρουν μία θέση σε αυτά. Το χιούμορ είναι πολύ δυνατό όπλο. Μια αυτοσχεδιαστική κωμωδία απαιτεί πλήρη απενοχοποίηση από τον ηθοποιό. Δεν χωράνε ψωνίσματα και ενοχές. Ποντάρει τα πάντα στην ελευθερία και την αμεσότητα. Αυτό το παρεΐστικο το έχει ανάγκη η εποχή. Είναι ανάγκη να είμαστε ο ένας δίπλα στον άλλο.

Το άλλο δεν αρχίζει να γίνεται γελοίο; Όλη αυτή η απόσταση που υποτίθεται μας χώριζε όλα αυτά τα χρόνια από τους σταρ;

Γ.Π.: Ακριβώς. Για μένα αυτό είναι το μεγάλο κέρδος αυτής της εποχής. Το γεγονός ότι οι σταρούμπες νιώθουν τώρα πιο γυμνοί από ποτέ. Ας νιώσουν. Ούτως ή άλλως αυτό που είχε στηθεί ήτανε κάτι ψεύτικο. Δεν ήταν ουσιαστικό, δεν ήταν αληθινό.

Εγώ είναι ένας άλλος λέει ο Ρεμπώ. Ο ηθοποιός το κάνει πράξη αυτό κάθε βράδυ.

Γ.Π Είναι πράγματι από τα λίγα επαγγέλματα που σου επιτρέπουν να βγεις από τον εαυτό σου. Για μία, δυο ώρες, ξεφεύγεις από τα ίδια σου τα προβλήματα. Για μένα ακόμα πιο μαγικό είναι να γίνεται αποδεκτός ο ίδιος σου ο εαυτός. Στο «I will survive» έχουμε βάλει δικά μας πράγματα όχι μόνο σαν ιδέες αλλά και σαν κώδικες επικοινωνίας. Όταν βλέπεις ότι αυτό έχει αποδοχή, είναι ακόμα πιο μεγάλη η αίσθηση της επιβεβαίωσης που παίρνεις. Δεν είναι ότι έπαιξες απλά καλά ένα ρόλο, είναι ότι ο θεατής βρήκε ενδιαφέρον ένα δικό σου κομμάτι. Μου αρέσει να παίζω με την έννοια της μεταμόρφωσης αλλά ταυτόχρονα να μπορώ αν μου δίνεται η ευκαιρία να εκθέτω και τον εαυτό μου κι ό,τι γίνει.Κι ας φάω και τα μούτρα μου.

Η τέχνη δεν μας βοηθάει να ζήσουμε αλλά να πεθάνουμε (Εγγονόπουλος). Εσάς σας βοηθάει να ζήσετε; Τι σας ανεβάζει στη σκηνή κάθε βράδυ;

Α.Α.: Όχι απλά μας βοηθάει να ζήσουμε. Είναι ο λόγος για τον οποίο ζούμε. Σκέψου ότι κάνουμε μία δουλειά από την οποία το πιθανότερο είναι να βγούμε ζημιωμένοι. Ελλοχεύει ένας μαζοχισμός που αν δεν μας έδινε οξυγόνο, θα ήμασταν πολύ δυστυχισμένο είδος ανθρώπου. Πραγματικά παίρνουμε ανάσες, νιώθουμε ολοκληρωμένοι, δημιουργικοί και αυτό μας ολοκληρώνει. Οι τέχνες είναι ανάγκη. Τώρα που είναι ακόμα πιο δύσκολες εποχές, κανένας ηθοποιός που ξέρω δεν σταμάτησε να ασχολείται επειδή ασχήμυναν τα πράγματα. Έχω πει και στο παρελθόν πως είμαι διατεθειμένος να βγω σε δρόμους και πλατείες προκειμένου να κάνω παραστάσεις τζάμπα. Το κίνητρο δεν είναι το χρήμα, είναι αυτό που συμβαίνει εκείνη τη στιγμή πάνω στη σκηνή.

Οι Θεοί σας είναι όλοι στο θέατρο ή βρίσκονται κι αλλού;

Γ.Π: Οι προσωπικοί μου Θεοί βρίσκονται στην Καλαμαριά, στην Τούμπα, στη Δράμα, στο Παγκράτι αλλά και σε μνήμες που με ορίζουνε ολοένα και πιο πολύ. Οι άνθρωποι δηλαδή που αγάπησες στην παιδική σου ηλικία γίνονται οι προσωπικοί σου μάγοι. Μπορεί να είναι άνθρωποι όπως η γιαγιά μας, ο μπαμπάς μας, ακόμα και μία πολύ απλή ατάκα ενός ανθρώπου που άκουσες κάποια στιγμή μπορεί να χαραχτεί μέσα σου. Θυμάμαι έναν φίλο μου που γύρισε και με ρώτησε:«Γιατί δεν γίνεσαι ηθοποιός;». Αυτός ο άνθρωπος μου έσπειρε κάτι το οποίο μετά άρχισε να μεγαλώνει.

Το τέλος του κόσμου έχει κάτι κωμικό από μόνο του γιατί φαντάζει μακρινό. Το τέλος του δικού μας κόσμου είναι το ίδιο αστείο; Δεν είναι πιο τρομακτική η καταστροφή των δικών μας βεβαιοτήτων;

Α.Α: Ο κόσμος, η γη, δεν υπάρχει περίπτωση να καταστραφεί. Αν κάτι καταστραφεί, θα είναι αυτό που έχουμε φτιάξει εμείς πάνω στη γη. Η γη έχει επιβιώσει εκατομμύρια χρόνια. Όποτε μιλάμε για την καταστροφή του ανθρώπινου είδους. Για μένα πιο τρομακτικό από όλα δεν είναι το τέλος του δυτικού πολιτισμού. Είναι αυτό που ζούμε τώρα. Αυτό που ζούμε τώρα με φοβίζει κι αυτό είναι που πρέπει να μελετήσουμε και να αναλύσουμε. Αυτό που συμβαίνει δεν είναι σωστό. Πρέπει να το αλλάξουμε, να πάψουμε να φοβόμαστε και να το κάνουμε πιο ανθρώπινο, πιο υγιές.

Η αληθινή συντέλεια του κόσμου είναι η καταστροφή του πνεύματος έγραφε ο Κράους.

Α.Α: Συμφωνώ απολύτως. Βιώνουμε αυτή τη στιγμή την απόλυτη καταστροφή του πνεύματος. Με τον τρόπο που λειτουργεί η κοινωνία μας προσπαθεί να διαγράψει από παντού την έννοια της παιδείας. Απαίδευτοι άνθρωποι δεν μπορούν να στήσουν κοινωνίες υγιείς. Και σε αυτό πρέπει να πάμε κόντρα.

Πώς θα αισθανόσασταν αν δίπλα από το Θέατρο Σοφούλη για παράδειγμα άνοιγε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης μεταναστών. Ποια στάση κρατάει ένας ηθοποιός όταν αυξάνεται συνεχώς η βαρβαρότητα γύρω του;

Α.Α: Το πιο πιθανό θα ήταν να μη βρισκόμουν ούτε σε ακτίνα χιλιομέτρου από το στρατόπεδο, πόσο μάλλον να παίζω δίπλα του. Μάλλον θα μάζευα υπογραφές από όλο το τετράγωνο και τη γειτονιά: Ή να φύγει το θέατρο ή να φύγει το στρατόπεδο. Για μένα αυτό είναι μία αστειότητα που συμβαίνει το 2012. Ζούμε την περίοδο του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου ξανά και ξανά και δεν μαθαίνουμε από τα λάθη μας. Οφείλουμε να θυμόμαστε ότι πρωτίστως είμαστε άνθρωποι ίσοι μεταξύ μας.

Γ.Π: Ένα πράγμα έχει φάει τη χώρα ολόκληρη και λέγεται μίζα. Όταν αποφασίσουμε να τελειώσουμε μαζί του, τότε όλα τα προβλήματα της χώρας θα αρχίσουν σιγά-σιγά να λύνονται. Το μεταναστευτικό ξεκινάει κι αυτό από εκεί. Από το ότι δεν υπάρχει σοβαρή πολιτική για κανένα ζήτημα και φτάνουμε συνεχώς σε λύσεις που δεν είναι λύσεις.

Εσύ Αντίνοε είσαι ο ωραίος. Σου απαγορεύεται να είσαι κάτι άλλο. Εσύ Γιώργο είσαι ο γιος της Φιλαρέτης (Κομνηνού). Και σένα σου απαγορεύεται να είσαι κάτι άλλο. Τα στερεότυπα θα καταστραφούν μετά το τέλος του κόσμου ή θα επιζήσουν;

Α.Α: Τα στερεότυπα υπάρχουν όσο επιτρέπουμε εμείς να υπάρχουν. Νομίζω ότι δεν πάω να παίξω τον ωραίο. Στην παράσταση έχω έντονη ροπή προς την καραγκιοζιά και το τσαλάκωμα. Οι επιλογές που έχω κάνει, αυτές που νιώθω πως με πάνε παρακάτω ως ηθοποιό, δεν ήταν επιλογές ρόλων ζεν πρεμιέ. Αν κάποιος θέλει να μείνει εκεί, θα μείνει εκεί. Δεν με αφορά όχι γιατί δεν το αποδέχομαι, αλλά γιατί δεν με εξελίσσει. Planet Earth is blue and there’s nothing I can do όπως λέει και ο Bowie.

Γ.Π: Όταν ξεκινούσαμε πέρυσι στο «I will survive» ήμουν στο προαύλιο να πάρω ένα τηλέφωνο και άκουσα μία τύπισσα που μιλούσε προφανώς με κάποια φίλη της στο κινητό:« Έλα, εδώ είμαι, στο Θέατρο Σοφούλη. Ο γιος της Καραμπέτη παίζει και ένας άλλος». Κατέβηκα στο καμαρίνι σκασμένος στα γέλια και λέω στον Αντίνοο:«Ειλικρινά, φίλε, δεν ξέρω τι είναι χειρότερο. Να είσαι ο γιος της Καραμπέτη ή ο ένας άλλος;»! Ό,τι έχω κάνει στο θέατρο ήταν σχεδόν προσωπικές δουλειές. Τα θεατρικά μου βήματα φροντίζω από ένα προσωπικό μου πείσμα να απέχουν από τα βήματα της μητέρας μου, απλά και μόνο επειδή ήθελα από την αρχή να πατήσω στα πόδια μου. Φέτος που ήμασταν υποψήφιοι με τον Αντίνοο για το βραβείο Χορν, η μάνα μου δεν μπορούσε να έρθει γιατί ήταν στη Θεσσαλονίκη, αλλά ήταν εκεί η Καρυοφυλιά Καραμπέτη!

Στην “Ταπείνωση” του Ροθ ένας ηθοποιός σταματάει να γοητεύει. Νιώθει ξαφνικά αδύναμος και ανασφαλής. Εξομολογείται σε ένα σημείο ας πούμε:« Άκουγα εκείνο το φρικαλέο τόνο στη φωνή μου και παρόλα αυτά τίποτα δεν μπορούσε να με σταματήσει από το να τα κάνω μαντάρα. Φρίκη». Έχετε ζήσει κάτι παρόμοιο;

Α.Α: Βέβαια και είναι μεγάλη παγίδα. Οι άνθρωποι που εκτίθενται σε κόσμο είναι ιδιαιτέρως ανασφαλείς. Και επειδή το εγώ μας αρχίζει να μεγαλώνει από τη σχολή ήδη, περιμένεις την ώρα που βγαίνεις στο σανίδι να έχεις την αποδοχή όλου του κόσμου. Όταν εισπράττεις μία ενέργεια που δεν είναι εφάμιλλη αυτού που έχεις φανταστεί, αρχίζεις και νιώθεις λίγος. Και εκεί αρχίζει η αυτοκριτική που είναι πολύ άσχημη γιατί στερείς από τον εαυτό σου το δικαίωμα του λάθους και της κακής μέρας.

Γ.Π: Προσωπικά εύχομαι να καταλάβω πολύ νωρίς ότι τα πάντα έχουν τέλος. Με το θέατρο προσπαθούμε λίγο να γίνουμε αθάνατοι κατά κάποιο τρόπο. Η αποτυχία ωστόσο θα έρθει μετά την επιτυχία, η κακή κριτική μετά την καλή. Όσον αφορά το κομμάτι της φθοράς, είμαστε όντως λιγάκι σαν αθλητές. Είναι ένα επάγγελμα που μπορεί πολύ εύκολα να σε οδηγήσει σε ματαιοδοξίες και θέλει πολλή δουλειά για να παραμένεις λογικός στα βήματά σου.

Ευκολότερο να πεθάνεις για μία γυναίκα παρά να ζήσεις μαζί της;(Λόρδος Βύρων).

Α.Α: Εγώ νομίζω ότι είναι πιο εγωιστικό να πεθάνεις για μία γυναίκα. Είναι σαν να φτάνεις στον προορισμό χωρίς να θες να ταξιδέψεις. Σαν να επιβεβαιώνεις λίγο το εγώ σου. Στον αγώνα φαίνονται όλα, στο παιχνίδι, στη σκηνή. Εκεί είναι η ουσία, εκεί η ζωή και ο θάνατος.

Γ.Π: Εγώ θα συμφωνήσω λίγο με τον Λόρδο Βύρωνα. Το να καταφέρεις να συμβιώσεις και να μοιραστείς τη ζωή σου, είναι μία πράξη πολύ συνειδητή. Πρέπει να θυσιάσεις πολλά κομμάτια από την αγορίστικη λογική σου. Δεν σταματάει να υπάρχει ένα παιδί μέσα σε έναν άντρα και οι γυναίκες καμία φορά αυτό δεν μπορούν να το καταλάβουν. Επειδή ακριβώς οι γυναίκες βλέπουν στο πρόσωπο ενός άντρα τον μπαμπά τους, έτσι είπε ο Φρόιντ τουλάχιστον, θέλουν μονίμως να είσαι στιβαρός, να είσαι μαχητής. Από την άλλη ο άντρας βλέπει στη γυναίκα τη μαμά του, πάλι Φρόιντ, η οποία του δίνει προστασία και θαλπωρή. Αυτά τα δύο δεν συναντιούνται ποτέ. Και οι δύο θέλουν προστασία από κάπου. Όποτε το ιδανικότερο είναι να υπάρχουν από την αρχή σαφείς ρόλοι σε μία σχέση αλλά και το απαραίτητο τσουρούφλισμα, φυσικά, που την κρατάει ζωντανή.

Δραματουργία: Αντίνοος Αλμπάνης, Γιώργος Παπαγεωργίου, Γιάννης Σαρακατσάνης

Παίζουν: Αντίνοος Αλμπάνης, Γιώργος Παπαγεωργίου

Σκηνοθεσία: Γιάννης Σαρακατσάνης

Σκηνικά-Κοστούμια: Μαργαρίτα Χατζηιωάννου

Μουσική: Γιώργος Χριστιανάκης

Πρεμιέρα: Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

Παραστάσεις: από Πέμπτη έως και Κυριακή στις 21:00 στο Θέατρο Σοφούλη

Εισιτήρια: 15 ευρώ και 12 ευρώ φοιτητικό Πληροφορίες και κρατήσεις θέσεων: Θέατρο Σοφούλη, Τραπεζούντος 5 & Σοφούλη

Τηλέφωνο κρατήσεων: 2310 423925

*Οι φωτογραφίες είναι της Δήμητρας Καρέτσου

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα