Θεσσαλονίκη: Οι νέοι αφήνουν την πόλη για να μείνουν σε χωριά;
Η τάση που «κερδίζει» τα νέα ζευγάρια.
Είτε μένεις μόνος σου είτε συγκατοικείς η αναζήτηση σπιτιού και η μετακόμιση είναι μία διαδικασία που όλοι θέλουμε να αποφύγουμε με κάθε τρόπο. Βέβαια αυτό δεν είναι εφικτό. Σε κάθε περίπτωση αν κανείς βρίσκεται σε αναζήτηση και κοιτάξει τις τιμές των ενοικίων στη Θεσσαλονίκη, θα τον διαπεράσει ένα «ηλεκτροσόκ».
Γι’ αυτό πολλοί είναι εκείνοι που αναζητούν άλλες λύσεις. Πολλά είναι τα νέα ζευγάρια που εγκαταλείπουν την πόλη και επιλέγουν κοντινά χωριά είτε για δουλειά είτε επειδή έχουν σπίτι.
Εμείς μιλήσαμε με δύο γυναίκες που έχουν πάρει αυτή την απόφαση – την Μαρία, η οποία ζει στο χωριό «Άγιος Πέτρος» κοντά στο Κιλκίς αλλά και την Δέσποινα που μετακόμισε πριν μερικά χρόνια στο χωριό Ελληνικό όμως τελικά γύρισε πίσω στην πόλη.
Η Μαρία μιλώντας για την απόφαση της αυτήν αναφέρει ότι ο ιδιοκτήτης που έμενε ήθελε φέτος να πουλήσει το σπίτι, επομένως όταν άρχισε να κοιτάει τα ενοίκια με τον άνδρα της έπαθαν σοκ με τις τιμες.
«Ήταν διπλάσιες από αυτά που δίναμε γιατί τόσο καιρό εμάς ο σπιτονοικοκύρης δεν μας είχε αυξήσει το ενοίκιο. Έτσι σε μία ξαφνική στιγμή, όταν ήμουν έγκυος και πήγαμε στο δικό μου χωριό, είπα στον Γιώργο μου που κατάγεται από τον Άγιο Πέτρο να πάμε να μείνουμε στο χωριό του. Έτσι το αποφασίσαμε σε εκείνο τον καφέ και το ανακοινώσαμε. Στην αρχή πολλοί ήταν εκείνοι που φοβήθηκαν την απόφαση μου γιατί εγώ είμαι μεγαλωμένη στην πόλη οπότε ζορίστηκαν όταν τους το είπα και δεν με εμπιστεύτηκαν ότι εμένα θα μου αρέσει. Όμως όταν έχεις ένα παιδί οι προτεραιότητες είναι διαφορετικές. Έτσι ξεκινήσαμε να το φτιάχνουμε γιατί ήθελε να γίνουν κάποιες διορθώσεις. Τώρα ζούμε ήδη 1,5 μήνα και όλα είναι πολύ πιο ωραία από όσο φανταζόμουν»
Αναφορικά με τα θετικά της απόφασης αυτής η Μαρία επισημαίνει ότι:
«Αρχικά το σπίτι μας είναι πολύ μεγάλο – δύο φορές μεγαλύτερο από της πόλης, έχει εξωτερικό χώρο. Οπότε αυτό από μόνο του είναι κάτι πολύ θετικό. Και το δεύτερο πολύ μεγάλο συν είναι πως το σπίτι είναι δικό μας. Ο χρόνος διαφορετικός. Όλα γίνονται σε άλλες ταχύτητες χωρίς άγχος και πίεση. Τελειώνεις τη δουλειά σου, πηγαίνεις στο κρεοπωλείο, στο φαρμακείο, στο σουπερμάρκετ που είναι όλα πάνω στον δρόμο και δεν έχεις να σκεφτείς που να παρκάρεις, που έχει κίνηση και όλο αυτό το στρες που σου δημιουργεί η πόλη.
Ακόμη μέχρι να πας σε όλα αυτά τα μαγαζιά υπάρχει μία επικοινωνία με τον κόσμο. Είναι όλοι ευγενικοί και πρόθυμοι να βοηθήσουν. Ένα «βοήθεια» να φωνάξεις έχουν μαζευτεί δέκα. Υπάρχει ανθρωπιά. Όταν ζούσα στην πόλη, τους υπόλοιπους ενοίκους στην οικοδομή δεν τους ήξερα όλους. Στο διάστημα που είμαι εδώ έχω ηρεμήσει πάρα πολύ. Βέβαια σ’ αυτό παίζει ρόλο και η ηλικία. Τη στιγμή αυτή δεν ζητάω την έντονη ζωή. Ωστόσο υπάρχουν επιλογές αν θέλεις, δίπλα είναι τα Γιαννιτσά, τα Κουφάλια, η Χαλκηδόνα».
Επίσης όπως μας εξηγεί εκεί μπορεί να κάνει μεγαλύτερη οικονομία.
«Όλα είναι πιο φθηνά. Από το να πιείς έναν καφέ, από το σουπερμάρκετ μέχρι τον μανάβη. Πολλοί θα σου δώσουν πράγματα και χωρίς χρήματα από τον κήπο τους. Μ’ αρέσει πολύ και αν μπορούσα θα το έκανα και νωρίτερα»
Φυσικά υπάρχουν Internet και τηλεόραση, όπως τονίζει η Μαρία, τα οποία βέβαια υπάρχουν μέρες που λόγω καιρού χάνεται η σύνδεση. Εκεί βέβαια η ίδια καταλαβαίνει την ηρεμία, ενώ στην αρχή της κακοφαινόταν, εν τέλει απολαμβάνει την ησυχία.
«Επίσης τα παιδιά των γειτόνων παίζουν σε αλάνες. Ήρθαν τα ανίψια μου από την πόλη και καταχάρηκαν το παιχνίδι, έκαναν φίλους γιατί δεν είναι κλεισμένα σ’ ένα διαμέρισμα. Υπάρχουν χώροι για να παίξουν τα παιδιά. Υπάρχουν πεζοδρόμια με 2 μέτρα φάρδος και βγαίνω βόλτα με το μωρό. Στην πόλη δεν έβγαινα γιατί δεν είχε χώρο το πεζοδρόμιο»
Μιλώντας για τα αρνητικά η Μαρία αναφέρει πως υπάρχει κουτσομπολιό καθώς πρόκειται για μία πιο μικρή και κλειστή κοινωνία, το οποίο όπως τονίζει εξαρτάται από το πόσο το αφήνεις.
«Φοβόμουν για το ιατρικό κομμάτι. Υπάρχουν κέντρα υγείας αλλά δεν παύει να είσαι 40λεπτά μακριά από τη Θεσσαλονίκη. Αυτός ήταν ο μόνος μου ενδοιασμός γιατί έχω και ένα παιδί. Κι ενώ περίμενα να φοβάμαι να μείνω μόνη μου στο σπίτι, εν τέλει δεν υπάρχει καθόλου εγκληματικότητα και δεν έχω τον φόβο που είχα στην πόλη. Είμαι μακριά από τους δικούς μου αλλά μπορώ να πάω και να έρθουν. Υπάρχει μία απόσταση αλλά είναι εύκολο να την καλύψεις. Επίσης είναι ένα χωριό που έχει νηπιαγωγείο, δημοτικό. Έχει και δραστηριότητες για παιδιά σε κοντινές αποστάσεις. Κολυμβητήρια, ποδόσφαιρο, παραδοσιακοί χοροί κλπ. Γενικά πιστεύω πως ο κόσμος θα γυρίσει πίσω στα χωριά. Υπάρχει άλλη ποιότητα ζωής»
Από την άλλη πλευρά η Δέσποινα λόγω συνθηκών χρειάστηκε να μετακομίσει πριν από μερικά χρόνια στο Ελληνικό, ένα χωριό του Κιλκίς, όπου έμεινε για περίπου 1,5χρόνο και τελικά επέστρεψε. Όπως εξηγεί:
«Νοικιάζαμε ένα σπίτι στη Θεσσαλονίκη και η σπιτονοικοκυρά ήθελε να μας διώξει. Ταυτόχρονα μ’ αυτό ο άνδρας μου έμεινε χωρίς δουλειά. Έτσι είπαμε αφού δεν έχουμε χρήματα για να νοικιάσουμε, ας πάμε στο χωριό μέχρι να δούμε τι θα κάνουμε γιατί κάπου αλλού δεν είχαμε να μείνουμε. Εκεί πορευόμασταν με το ταμείο ανεργίας που έπαιρνε ο σύζυγος μου»
Όπως μας εξηγεί η Δέσποινα πρόκειται για ένα μικρό χωρίο με 50-100 κατοίκους που δεν έχει σουπερμάρκετ, μία παιδική χαρά για να παίξουν τα παιδιά, παρά μόνο έναν φούρνο.
«Γι’ αυτούς τους λόγους δεν μπορέσαμε να προσαρμοστούμε καλά. Μπορούσαμε να πάμε μόνο στο Κιλκίς με το αυτοκίνητο που απέχει 25χλμ. Ούτε η Θεσσαλονίκη ήταν πολύ μακριά, απέχει 40 λεπτά. Απλώς το θέμα με το συγκεκριμένο χωριό είναι ότι δεν μπορούσες να βρεις τα χρηστικά. Ένα γάλα και ένα ψωμί θα μπορούσες να βρεις, για όλα τα υπόλοιπα θα έπρεπε να πας στο επόμενο χωριό, στον Επτάλοφο»
Επίσης αναφέρει την έλλειψη σχολείου στο χωριό για τα παιδιά της ως ένα βασικό πρόβλημα.
«Υπάρχει ένα σχολείο, το οποίο δεν λειτουργεί. Ακόμα δεν υπάρχουν παιδιά, η κόρη μας δεν είχε να κάνει με κάποιον παρέα γιατί ήταν όλοι μεγάλοι σε ηλικία. Ο μέσος όρος ηλικίας των μόνιμων κατοίκων να αγγίζει τα 70 έτη. Κι αυτός ήταν ένας καθοριστικός παράγοντας για να φύγουμε. Όταν δηλαδή η μεγάλη μας κόρη έπρεπε να πάει σχολείο επιστρέψαμε στην Θεσσαλονίκη»
Στα θετικά του χωριού η Δέσποινα αναφέρει πως το σπίτι τους είναι μέσα στο πράσινο με αυλή για να παίζουν τα παιδιά τους και να αναπνέουν καθαρό αέρα.
«Σε περίπτωση ανάγκης μπορεί να το σκεφτόμουν να πάω πάλι να μείνω σε χωριό. Ακόμα και τώρα πάμε για ένα σαββατοκύριακο απλώς δεν υπάρχουν δραστηριότητες και σχολείο για τα παιδιά. Το σπίτι στο χωριό βέβαια είναι πάρα πολύ ωραίο και μεγάλο -καμία σχέση με το διαμέρισμα που μένουμε στη Θεσσαλονίκη. Αν το είχα στην πόλη αυτό το σπίτι θα ήταν υπέροχο»