Τι έκαναν οι Ελληνίδες όταν οι αμβλώσεις ήταν παράνομες;
Οι κρυφές επεμβάσεις, ο έρανος των φιλενάδων και τα προβλήματα συνείδησης: Μία γυναικολόγος μοιράζεται όσα συνέβαιναν στη χώρα πριν το 1986
Φωτογραφίες: προσωπικό αρχείο Ευτυχίας Λεοντίδου
Παρασκευή, 25 Ιουνίου 2022. Πάνω που ξεκινούσαμε δειλά να βρέχουμε τα πόδια μας στο καλοκαίρι, μας διαπέρασε το ρίγος της απόφασης.
Ένα ρίγος που τρεμούλιασε διαφορετικά τα γυναικεία σώματα, που σήκωσε τα γυναικεία δέρματα αλλιώς. Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ ακύρωσε μετά από 50 χρόνια την ιστορική απόφαση «Ρόου εναντίον Γουέιντ», με την οποία αναγνωρίστηκε το συνταγματικό δικαίωμα στην άμβλωση, δίνοντας πλέον το ελεύθερο στις επιμέρους πολιτείες να απαγορεύουν τη διαδικασία.
Ένα άλλο καλοκαίρι, σχεδόν σαράντα χρόνια πριν, οι Ελληνίδες χαιρέτιζαν μία επίσης ιστορική απόφαση. Ήταν Ιούλιος του 1986 και η άμβλωση είχε μόλις νομιμοποιηθεί στη χώρα μας. Με τον νόμο 1609/1986 «η μέριμνα για την προστασία της υγείας της γυναίκας και την εξασφάλιση περίθαλψης σε οργανωμένες νοσηλευτικές μονάδες κατά την τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης» ήταν πλέον «υποχρέωση της πολιτείας».
Η Ευτυχία Λεοντίδου, μαιευτήρας-γυναικολόγος και φεμινίστρια, μιλάει για την κατάσταση που επικρατούσε όσο οι εκτρώσεις ήταν παράνομες στη χώρα μας. «Πριν το 1986 η διαδικασία ήταν παράνομη. Υπήρχαν, βέβαια, ορισμένες εξαιρέσεις, όπως οι περιπτώσεις βιασμού ή κατάχρησης ανικάνου προς αντίσταση, οι οποίες φυσικά θα έπρεπε να αποδειχθούν στο δικαστήριο. Συνήθως οι υποθέσεις δεν έφταναν ως εκεί, παρά μόνον αν κάτι πήγαινε πάρα πολύ στραβά, δηλαδή αν υπήρχε μία επιπλοκή πολύ σοβαρή και προέκυπταν μηνύσεις. Αυτό, όμως, ήταν σπάνιο».
Η απαγόρευση των αμβλώσεων, ωστόσο, δε σήμαινε ότι δεν γίνονταν οι επεμβάσεις. «Οι εκτρώσεις γίνονταν, παρόλο που ήταν παράνομο επίσημα. Βέβαια, σημαντικό ρόλο έπαιζαν οι συνθήκες. Αν η γυναίκα είχε μια οικονομική, αλλά και μια κοινωνική άνεση, αν ήταν δηλαδή εντός γάμου και ο σύζυγος συμφωνούσε να γίνει η διακοπή της κύησης, τότε τα πράγματα ήταν σχετικά απλά. Η επέμβαση μπορούσε να γίνει σ’ ένα κανονικό χειρουργείο ή ιατρείο, όχι βέβαια δημόσιο, αλλά ιδιωτικό, σε συνθήκες χειρουργείου και με κάποιο προεγχειρητικό έλεγχο. Σε περίπτωση όμως που η γυναίκα ήταν κοινωνικά σε πιο δύσκολη θέση, αν ήταν για παράδειγμα ανήλικη, από επαρχία, σε δύσκολη οικονομική κατάσταση και δεν ήταν εντός μίας σχέσης με κατανόηση και συμπαράσταση, υπήρχε μεγαλύτερη δυσκολία και η επέμβαση γινόταν σε πιο μικρές κλινικές, ακόμα και σε ιατρεία, με πολύ πιο υποτυπώδεις συνθήκες».
Ρωτάω την Ευτυχία για τις υποτυπώδεις αυτές συνθήκες που αναφέρει. «Θυμάμαι σε κάποιες κλινικές που η επέμβαση προγραμματιζόταν με πολύ μεγάλη μυστικότητα, ό,τι γινόταν ήταν χωρίς γάντια, χωρίς μάσκες, και με αποστείρωση των εργαλείων μέσα σε μία λεκάνη με οινόπνευμα που της βάζαμε φωτιά. Οι διαδικασίες συνέβαιναν με τρομερή προσοχή και είχαν αρκετούς κινδύνους» μου απαντάει. «Πιστεύω ότι ο λόγος που πήγαιναν καλά οι περισσότερες περιπτώσεις ήταν επειδή, αφενός οι γυναικολόγοι προσέχαμε πάρα πολύ, αφετέρου είχε αποκτηθεί πολύ μεγάλη εμπειρία λόγω της πληθώρας των επεμβάσεων. Κατά κάποιον τρόπο και λόγω της παρανομίας, γιατί δεν ήταν μια διαδικασία που τη μαθαίναμε στην ειδικότητα, τη μαθαίναμε όμως ο ένας με τον άλλον στην πράξη, underground».
Επέμβαση στα πεταχτά
Με την εχεμύθεια και τη μυστικότητα να αποτελούν το κύριο άγχος των γυναικών, οι ενδεχόμενοι κίνδυνοι μιας έκτρωσης έμπαιναν σε δεύτερη μοίρα. «Οι κίνδυνοι υπήρχαν, υπήρχε όμως και η μεγάλη εμπειρία των μαιευτήρων, γιατί γίνονταν πάρα πολλές εκτρώσεις εκείνον τον καιρό. Με τη νομιμοποίηση οι επεμβάσεις αυτές μειώθηκαν» σημειώνει η Ευτυχία. «Στον ελληνικό χώρο δεν έχουμε, βέβαια, αξιόπιστες στατιστικές μελέτες για τις αμβλώσεις που να αναφέρουν επιπλοκές και άλλα στοιχεία. Το σίγουρο είναι ότι τώρα οι κίνδυνοι είναι σαφώς μικρότεροι, γιατί όταν η επέμβαση είναι νόμιμη, τότε γίνεται σ’ ένα οργανωμένο ιατρικό κέντρο, με προεγχειρητικό έλεγχο που παλιά -σε πολλές περιπτώσεις- απουσίαζε. Δεν γνώριζαν δηλαδή οι γιατροί αν η γυναίκα έχει πιθανά προβλήματα με την καρδιά της, προβλήματα πηκτικότητας του αίματος ή αναπνευστικά και άλλα, που θα την έκαναν να κινδυνεύσει, είτε με τη νάρκωση είτε με την ίδια την επέμβαση. Η επέμβαση γινόταν στα πεταχτά, ‘σήμερα ήρθα, σήμερα την κάνω, σήμερα φεύγω’, για να μην το μάθει κανένας. Δεν υπήρχε η δυνατότητα να κάνεις υπέρηχο, να ελέγξεις πόσων εβδομάδων έγκυος είναι, με αποτέλεσμα πολλές γυναίκες να έρχονται με προχωρημένες εγκυμοσύνες και αυτό φυσικά αυξάνει τους κινδύνους».
Φυσικά, δεν έλειπε η μεγάλη παραφιλολογία, με τις φήμες να τρομοκρατούν γενιές και γενιές γυναικών. «Παλιά, συνήθιζαν να λένε στις γυναίκες ότι πιθανότατα μετά από μία έκτρωση να μην μπορούν να κάνουν παιδιά. Το ότι υπήρχαν, στις προηγούμενες γενιές, γυναίκες με διψήφιο αριθμό εκτρώσεων, αποδεικνύει την παραφιλολογία που κυριαρχούσε. Μια γυναίκα μπορούσε να έχει κάνει έκτρωση και τον επόμενο μήνα να είναι πάλι έγκυος. Οι μύθοι αυτοί μπορεί να οδηγούσαν κάποιες γυναίκες να αμελήσουν την προφύλαξη, με αποτέλεσμα να κάνουν και άλλη έκτρωση».
Τα άτυπα δίκτυα αλληλεγγύης
«Ήταν η αυτονόητη συμπαράσταση σε μια γυναίκα, που θα μπορούσαμε να είχαμε βρεθεί στη θέση της ή να βρεθούμε αύριο στη θέση της. ‘Σήμερα εσύ, αύριο εγώ’ που λέει και το τραγούδι. Στις νεαρότερες ηλικίες και όταν δεν υπήρχε οικογενειακή υποστήριξη -γιατί όλη η ιστορία ήταν να μην το μάθει η οικογένεια, γιατί αυτό θα αποκάλυπτε τη σεξουαλική ζωή της γυναίκας- γινόταν ένας έρανος ανάμεσα στις φίλες για να βρεθούν τα χρήματα για την έκτρωση, κανονιζόταν μια προσωρινή φιλοξενία στο σπίτι μιας φίλης για λίγες ώρες μετά την επέμβαση, για να μην την καταλάβουν οι γονείς της και ετοιμαζόταν η παραδοσιακή κοτόσουπα για μεσημεριανό. Η φίλη ετοίμαζε τη σούπα και έστρωνε τον καναπέ για να ξαπλώσει η κοπέλα μερικές ώρες να συνέλθει από τη νάρκωση. Κάθε γυναίκα που βρισκόταν σ’ αυτή τη θέση ήταν η προστατευόμενη όλων των υπολοίπων. Υπήρχε ένα κλίμα ‘συνωμοτικό’ και συμπαραστατικό. Τότε αυτό δεν ονομαζόταν «δίκτυο» γιατί δεν ήταν συνειδητό, αλλά ήταν κάτι αυτονόητο όμως. Έπρεπε τη φίλη να τη βοηθήσουμε, να την περιθάλψουμε, να την παρηγορήσουμε ενδεχομένως γιατί κάποιες φορές έβγαινε και ένας έντονος συναισθηματισμός».
«Το πρόβλημα δεν ήταν η ίδια η έκτρωση»
Η κουβέντα μας φτάνει στη φοβερή υποκρισία που σέρνεται πίσω απ’ το συγκεκριμένο ζήτημα, κάνοντας φασαρία. «Πιστεύω ότι το ‘ηθικό’ πρόβλημα δεν ήταν τόσο η ίδια η έκτρωση, όσο η σεξουαλική ζωή των γυναικών» εξομολογείται η Ευτυχία. «Γι’ αυτό κάνω και αυτήν τη διάκριση: για μια γυναίκα που ήταν σε γάμο, μ’ έναν σύζυγο συμπαραστατικό και με οικονομική άνεση ήταν κατά κάποιον τρόπο αποδεκτό. Δε μιλάω φυσικά για τους εκκλησιαστικούς κύκλους, αλλά για μια ευρύτερη κοινωνική συναίνεση. Όλοι ήξεραν ότι γίνονται εκτρώσεις και όλες έκαναν, όταν βρίσκονταν στη δύσκολη θέση να έχουν μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Κακά τα ψέματα. Ωστόσο, για τις νεότερες, μόνες και φτωχές γυναίκες που έρχονταν από την επαρχία, η σεξουαλική ζωή δεν ήταν αποδεκτή. Πλήττονταν, επομένως, όσες δεν είχαν χρήματα, όσες ήταν ανήλικες ή σε μικρή ηλικία και όσες δεν ήταν σε σχέση γάμου ή έστω σε μια σχέση συμπαραστατική, στην οποία να υπάρχει ένας σύντροφος να βοηθήσει».
Η υποκρισία φαίνεται να είναι αρκετά ανθεκτική στην πορεία των χρόνων. «Και σήμερα που υπάρχουν κάποιοι υπερσυντηρητικοί και παραεκκλησιαστικοί κύκλοι που κόπτονται και διατείνονται ότι η έκτρωση είναι φόνος, πιστεύω ότι σε μεγάλο βαθμό είναι η σεξουαλικότητα των γυναικών που δεν είναι αποδεκτή από αυτούς. Γιατί το να ισχυρίζεται κάποιος ότι ένα ον που αποτελείται από μερικά κύτταρα και είναι πλήρως εξαρτημένο από το γυναικείο σώμα είναι άνθρωπος με πλήρη δικαιώματα είναι τραβηγμένο απ’ τα μαλλιά. Είναι σαν να λες ότι το ωάριο που χάνεται σε κάθε περίοδο είναι ένα ανθρωπάκι! Δεν στέκουν αυτά, αλλά υποστηρίζονται και μάλιστα δημόσια. Ο νόμος μπορεί να έχει αλλάξει, αλλά η κοινωνική αντίληψη αλλάζει πάρα πολύ αργά. Μπορεί βέβαια η σεξουαλική ζωή μιας γυναίκας να είναι πιο αποδεκτή σήμερα, μετά από σχεδόν 40 χρόνια, αλλά το να κάνει μια έκτρωση είναι και δεν είναι. Κάθε γυναίκα που έχει μια τέτοια εμπειρία ξέρει πολύ καλά ότι δεν πρόκειται ποτέ να γεννήσεις ένα παιδί που δεν θέλεις. Υπάρχουν όμως και οι ηθικολόγοι που κάνουν κηρύγματα στους άλλους για το τι πρέπει να κάνουν και τι όχι. Τα κοινωνικά ήθη αλλάζουν πραγματικά αργά».
Επιλεκτική συνείδηση
«Τότε, οι γιατροί δεν προέβαλαν θέματα συνείδησης, αυτά μας προέκυψαν τα τελευταία χρόνια και κυρίως από γιατρούς του Ε.Σ.Υ. Οι ιδιώτες γιατροί, που πληρώνονται για τις επεμβάσεις, δε φαίνεται να έχουν πρόβλημα με τη συνείδησή τους. Στη δική μου περίπτωση αυτό ήταν και ένα θέμα για το οποίο ήρθα σε σύγκρουση με τον διευθυντή μου στο νοσοκομείο. Όταν ψηφίστηκε ο νόμος, ήθελα να φτιάξουμε μια κλινική εκτρώσεων στη γυναικολογική κλινική μας και τότε ο διευθυντής μου παρουσίασε –ξαφνικά- πρόβλημα συνείδησης. Θύμωσα πολύ, γιατί όταν πραγματοποιούσαμε τις εκτρώσεις κρυφά και ιδιωτικά, με αρκετά κέρδη δεν υπήρχε κανένα κώλυμα. Είναι ένας νεοσυντηρητισμός, αλλά όπως έχουμε συζητήσει με φίλες και συναγωνίστριες, απ’ τη στιγμή που ένας γιατρός είναι τοποθετημένος σ’ αυτή τη θέση, που είναι μια θέση δημόσια, έχει υποχρέωση να τηρεί τον νόμο. Αν ο ίδιος δεν μπορεί για λόγους συνείδησης, πρέπει να αντικατασταθεί από έναν άλλον που δεν έχει τέτοιο πρόβλημα. Δεν μπορείς να πεις από μια δημόσια θέση “έχω πρόβλημα συνείδησης και άρα εσύ θα γεννήσεις ένα παιδί που δεν θέλεις να κρατήσεις”.
«Η γυναίκα με το ζόρι δεν γεννάει, πάντα θα γίνονται εκτρώσεις»
Η κουβέντα μας δεν μπορεί να μην γδαρθεί από το αγκάθι της επικαιρότητας. Η Ευτυχία είναι πιο ψύχραιμη από εμένα: «Αυτό που με ανησυχεί είναι πως ό,τι συμβαίνει στην Αμερική –αργά ή γρήγορα- ταξιδεύει στην Ευρώπη και ειδικά στη χώρα μας που ακολουθεί κατά πόδας. Πρέπει, επομένως, να επαγρυπνούμε και βλέπω ότι, όντως, υπάρχει μεγάλη κινητοποίηση και αναταραχή στην Ελλάδα, με την έννοια ότι έχουμε ευαισθητοποιηθεί. Εγώ, ως αισιόδοξος άνθρωπος, θέλω να πιστεύω ότι αυτή η απόφαση που –δικαίως- λέμε ότι μας πάει χρόνια πίσω, στον μεσαίωνα, ταυτόχρονα θα μας αφυπνίσει, ώστε να καταλάβουμε ότι δεν υπάρχει δικαίωμα που είναι οριστικά και αμετάκλητα κερδισμένο. Τα δικαιώματα χάνονται και ξανακερδίζονται κάθε μέρα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, ειδικά για τις νεότερες γενιές που έχουν ζήσει σε μια κοινωνία όπου επιτρέπεται και η αντισύλληψη και η διακοπή της κύησης. Να μη νομίζουν πως αυτά που κερδίσαμε το ’86 είναι δεδομένα. Βλέπουμε ότι τώρα, σχεδόν σαράντα χρόνια αργότερα, μπορεί να κινδυνεύουμε με ανατροπή αυτού του δικαιώματος, γι’ αυτό πρέπει να βρισκόμαστε σε συνεχή επαγρύπνηση. Ανά πάσα στιγμή, μπορεί να χρειαστεί να διεκδικήσουμε πάλι».
«Η εφευρετικότητα των γυναικών είναι ατελείωτη και πάντα βρίσκονται τρόποι –όχι βέβαια για όλες, σε όσο πιο δύσκολη θέση είναι η γυναίκα, τόσο πιο δύσκολα βρίσκονται και λύσεις- είτε στα πλαίσια μιας αλληλοσυμπαράστασης, είτε ενός κινήματος. Οι εκτρώσεις θα γίνονται, δεν υπάρχει περίπτωση μια γυναίκα να γεννήσει με το ζόρι. Το θέμα είναι σε ποιες συνθήκες θα συμβαίνει αυτό. Η νομοθεσία είχε αυτόν τον σκοπό: να προστατεύσει την υγεία των γυναικών, γιατί η διαδικασία είναι πολύ απλή με την προϋπόθεση ότι γίνεται από έναν γιατρό, μέσα σε ένα χειρουργείο».
Η ενθάρρυνση της Ευτυχίας για συνεχή διεκδίκηση μου φέρνει στο μυαλό τον αγώνα της Θεραπαινίδας για ζωή, στη δυστοπία της Μάργκαρετ Άτγουντ. Η πραγματική αντίσταση της πρωταγωνίστριας είναι ότι σκέφτεται. Μόνο έτσι επιβιώνει σ’ αυτές τις συνθήκες.