Τρεις παλιές ταβέρνες που άντεξαν στο χρόνο

Η «Δόξα», τα «Κουμπαράκια» και το «Άσυλο», βγαλμένα σαν από άλλη εποχή.

Στέλλα Παϊσανίδη
τρεις-παλιές-ταβέρνες-που-άντεξαν-στο-283201
Στέλλα Παϊσανίδη

Λέξεις: Στέλλα Παϊσανίδη

Εικόνες: Σοφία Λαμπρινοπούλου

Πάντοτε πίστευα στα μαγαζιά που κουβαλάνε στην πλάτη τους μια ιστορία. Στη Θεσσαλονίκη του σήμερα υπάρχουν μάλλον ελάχιστα τέτοια. Πολύ περισσότερο μετρημένα στα δάχτυλα είναι εκείνα που κατάφεραν να διατηρήσουν το παλιό στοιχείο αποφεύγοντας έναν αποτυχημένο “εκσυγχρονισμό”. Περιορίζοντας – φυσικά- την αναφορά μου σε χώρους με φαγητό, ιδού τρεις από τις ταβέρνες που ξεχώρισαν ανάμεσα σε άλλες και δικαίως άντεξαν στο χρόνο δεκαετίες.

ΔΟΞΑ: Ο ικανοποιημένος ουρανίσκος είναι το απόλυτο design του μαγαζιού 

Στην είσοδο του μαγαζιού συνάντησα ένα απόγευμα το Γιώργο Παπαδόπουλο, τη γυναίκα του Νίκη Παπαδοπούλου και το γιο τους Αναστάσιο. Από την πρώτη κιόλας στιγμή που πάτησα το πόδι μου είχα ήδη γίνει μόνιμος κάτοικος “Δόξας”.

Ξύλινα τραπεζάκια με καρό τραπεζομάντηλα, καρέκλες καφενείου και ένα τρανζίστορ να παίζει κατά βάση λαϊκή μουσική θύμισαν μέρος μιας άλλης πιο αληθινής και πιο αυθεντικής εποχής. Ένας χώρος σαν το σπίτι της γιαγιάς με τη γάτα- μασκότ, τον Ρόκυ, πάντα καθισμένη δίπλα στο φούρνο. Μαθαίνω ότι ο Ρόκυ τρώει καλά. Τον βρήκαν πριν δέκα σχεδόν χρόνια  στα τελευταία του και παρότι τους έλεγαν ότι πρέπει να του κάνουν ευθανασία εκείνοι τον κράτησαν. Τώρα τρώει συνέχεια κοτόπουλα και κιμάδες.

Γιατί Δόξα; Ρώτησα τον κυρίο Παπαδόπουλο. “Μα, είμαι από τη Δράμα” αποκρίθηκε και λίγο μετά παρατηρώ τα κρεμασμένα κασκόλ με το λογότυπο “Δόξα Δράμας”.

Η ιστορία του μαγαζιού τοποθετείται γύρω στο 1968 όταν ο πατέρας του ξεκίνησε να δουλεύει το μαγαζί ως καφενείο αλλά μόλις το έμαθαν οι φοιτητές έγινε φοιτητικό στέκι. Δύο χρόνια αργότερα ο ίδιος ήρθε από την Αθήνα όπου εργαζόταν και από τότε άρχισε να ασχολείται με το μαγαζί. Στη συνέχεια αποφάσισε να προσθέσει φαγητό στο μενού με αποτέλεσμα το μαγαζί να μετεξελιχθεί από καφεζυθοποιείο σε μαγειρειό. Πάντως μέχρι και σήμερα δεν θα έδινε κάποια ταμπέλα στο μαγαζί.

“Καρδιές, σπλήνες, αμελέτητα και γλώσσα γι’ αυτούς που ξέρουν βρίσκει κανείς εδώ” σχολιάζει και γελάει μην μπορώντας να παραλείψει την εξαιρετική τηγανιά κοτόπουλο και τα λουκάνικα της Δόξας.

Η προετοιμασία αρχίζει στις έντεκα το πρωί και οι ιδιοκτήτες φεύγουν στις δύο το βράδυ. Όλες οι συνταγές αποτελούν “κληρονομιά” του πατέρα του κυρίου Γιώργου, ο οποίος είχε ταβέρνα στη Δράμα στη διάρκεια της Κατοχής.

Σήμερα, στο μαγαζί δουλεύει και ο γιος τους Αναστάσιος, ο οποίος λέει με τη σειρά του “σε αυτό το μαγαζί έρχονταν κάποτε παιδιά και τώρα τα παιδιά των παιδιών τους.

Όσο για την κυρία Νίκη, η ίδια είναι με τον άντρα της 45 χρόνια. Περνάει πολλές ώρες στην κουζίνα αλλά όσο μπορεί τη βοηθάει και ο γιος της. Πηγαίνει το πρωί, φεύγει για λίγο το απόγευμα και ξανά πίσω. Στην αρχή ζούσε στη Γερμανία με τον άντρα της, έπειτα στη Δράμα, μετά στην Αθήνα και τελικά στη Δόξα. Αν και θεωρεί σπίτι της αυτό το μαγαζί θα ήθελε κάποια στιγμή να γυρίσει στη Δράμα.

*Δόξα, Αποστόλου Παύλου 25, ώρες λειτουργίας: Δευτέρα- Παρασκευή: 12:05 μ.μ- 1:55 π.μ., τηλ. 231 020 2608.

Τα Κουμπαράκια: H παραδοσιακή κουζίνα με τα επιτυχημένα fusion

Το  1974 ο Δημήτρης Βέττας, ηλεκτρολόγος από ένα μικρό χωριό στα σύνορα Κοζάνης- Λάρισσας, αποφάσισε να πιάσει δεύτερη δουλειά για τα προς το ζην του. Για καλή του τύχη πιάνει δουλειά “στο μαγαζί του Κώστα του Κουφού”. Το επίθετο του Κώστα ήταν πράγματι Κουφός αλλά είχε κατά μία περίεργη σύμπτωση όντως… πρόβλημα ακοής. Ο Κώστας ήταν ξακουστός στην πόλη καθώς διέθετε τρία μαγαζιά. Μετά το θάνατό του, το 1976, το μαγαζί αναλαμβάνει τελικά ο Δημήτρης. Κάνοντας συνέταιρο τον κουμπάρο του το μαγαζί αλλάζει όνομα και αποτελεί στο εξής “Τα Κουμπαράκια”.

Τα Κουμπαράκια, αν και κρυμμένα πίσω από το παρεκκλήσι “Μεταμόρφωση του Σωτήρος”, διατηρούν σήμερα σταθερά την πελατεία τους.

“Το 70 στο μαγαζί ερχόντουσαν φοιτητές, σήμερα έρχονται οικογένειες άνω των 30 κάποιοι όμως είναι αυτοί που ερχόντουσαν και τότε” λέει με υπηρηφάνεια ο γιος του ιδιοκτήτη, Χρήστος Βέττας.

Ο Χρήστος, επαγγελματίας μάγειρας, προσπαθεί σήμερα να διατηρήσει σε συνεργασία με τον πατέρα του το μενού που άφησε εποχή. Όπως λέει “έρχονται και μου λένε θέλουμε τα μύδια και τις γαρίδες σαγανάκι, τη σκορδαλιά, τα καλαμαράκια”.

Η σπεσιαλιτέ του μαγαζιού ήταν και θα είναι ο μπακαλιάρος γι’ αυτό και το μαγαζί είναι πάντοτε γεμάτο την ημέρα της 25ης Μαρτίου.

Σήμερα, ο Χρήστος έχει τις βάσεις για να εξελίξει χωρίς όμως να νοθεύσει το παλιό μενού. Έτσι, στις γευστικές επιλογές του μαγαζιού έχει προσθέσει και μας προτείνει το αρνάκι στη γάστρα, την προβατίνα στο φούρνο με το σπανάκι αλλά και το κουνέλι με μουστάρδα.

Ως λάτρης του καλού κρασιού έχει επίσης προσθέσει στα ποτά την επιλογή ποιοτικών εμφιαλωμένων κρασιών.

*Τα Κουμπαράκια, Εγνατίας 140, ώρες λειτουργίας: Δευτέρα κλειστά, Τρίτη- Πέμπτη: 12:00 π.μ- 9:00 μ.μ, Παρασκευή- Σάββατο 12:00 μ.μ- 12:00 π.μ, Κυριακή: 11:00 π.μ- 6:00 μ.μ, τηλ. 231 026 8442.

Άσυλο: Ένα jukebox, o Καζαντζίδης και το τζατζίκι φέρνουν την ευτυχία

Με μία μικρή δυσκολία ανοίγω τη φθαρμένη ξύλινη πόρτα και ακούω ένα τραγούδι μάλλον του Στέλιου Καζαντζίδη. Μόλις μπήκα στο άσυλο, ένα από τα τελευταία ιστορικά μαγαζιά της Θεσσαλονίκης στην είσοδο της Ευαγγελίστριας.

Ένα αμερικανικό jukebox, μία ξυλόσομπα, ένα γραμμόφωνο και μια ζυγαριά όλα όσα θυμάμαι από εκείνη τη μία ώρα που μοιράστηκα με τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού, Δημήτρη Γάκη και το γιο του Χρήστο.

Ο κύριος Δημήτρης περιγράφει μια ιστορία βγαλμένη από ελληνική ταινία: Μια νύχτα του 1978 ένας φουκαράς με χρέος μερικές χιλιάδες δραχμές, ξέφυγε από την αστυνομία και το νοσοκομείο “Άγιος Δημήτριος” όπου νοσηλευόταν και τρύπωσε στο μαγαζί που ως τότε δεν είχε όνομα. Σκαρφάλωσε στη μουριά της αυλής και σύντομα κατέφθασαν οι αστυνομικοί. Παρότι οι αστυνομικοί ρώτησαν τους θαμώνες για την τύχη του φυγάδα, εκείνοι τον “προστάτευσαν” από το κυνηγητό. Ο φυγάς ευχαρίστησε την παρέα εκείνη και τους είπε “Μου δώσατε άσυλο”. Στη συνέχεια, πήρε την κόκκινη μπογιά που βρήκε και έγραψε στον τοίχο “Μου δώσατε άσυλο”.

Όπως με πληροφορεί ο κύριος Δημήτρης το μαγαζί ήταν μαγειρείο ήδη από το 1940 έως το 1980 ωστόσο μέχρι να το πάρει ο ίδιος δεν είχε καταφέρει να “στεριώσει”.

Για τις αλλαγές στο χώρο ο γιος του κυρίου Δημήτρη λέει “Έχουμε προσθέσει το μπαρ αλλά και αυτό είναι από παλιό ακατέργαστο ξύλο. Όμως δεν πάμε να δημιουργήσουμε κάτι καινούριο με στοιχεία παλιού”. Μάλιστα, τονίζει αστειευόμενος “Ο πατέρας μου λατρεύει τον Καζαντζίδη και τώρα προσπαθούμε και αυτό κάπως να το μετριάσουμε”.

Στις σπεσιαλιτέ του μαγαζιού περιλαμβάνονται σίγουρα το μοσχάρι μαγειρεμένο σε πήλινο με πατάτες και κεφαλοτύρι, το συκώτι, το τζατζίκι, το κοκορέτσι και το κοντοσούβλι ενώ το πιο gourmet που θα βρει κανείς είναι η φέτα με μέλι και σουσάμι ή η σαλάτα “Άσυλο” με ανθότυρο και ρόδι.

Κατά καιρούς πολλοί διάσημοι τίμησαν το χώρο και τα πιάτα του Ασύλου. Μερικά από τα ονόματα που μνημονεύει ο κύριος Δημήτρης είναι ο Αγάθωνας, η Δέσποινα Βανδή και η Νένα Μεντή. Κυρίως θυμάται το Νίκο Παπάζογλου να έρχεται στο μαγαζί μετά από κάθε καλοκαιρινή συναυλία του στο Θέατρο Δάσους.

*Ταβέρνα Το Άσυλο, Πανεπιστημίου 2, ώρες λειτουργίας: Δευτέρα κλειστά, Τρίτη- Σάββατο: 11:00 π.μ- 2:00 π.μ, Κυριακή: 11:00 π.μ- 11:00 μ.μ, τηλ. 231 020 1973.

Η parallaxi γνωρίζει τη Θεσσαλονίκη καλύτερα. Αν θέλεις να ενημερώνεσαι για όλα τα θέματα που αφορούν την πόλη απλά κάνε like εδώ.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα