Ζωή Καρέλλη: Αγάπησα τη γλώσσα, αχ Θεέ μου πόσο!
Στις αρχές του αιώνα μια εύπορη οικογένεια της Θεσσαλονίκης απέκτησε παιδιά. Ο Νίκος – Γαβριήλ και η Χρυσούλα, δυο απ΄τα παιδιά αυτής της οικογένειας, αγάπησαν με πάθος τη γλώσσα, τα γράμματα και την ιστορία. Εκείνος έγινε ο μέγας Πεντζίκης, εκείνη, στο δικό της μονοπάτι, βαφτίστηκε Ζωή Καρέλλη και έγινε, για πολλούς, η μεγαλύτερη ποιήτρια του […]
Στις αρχές του αιώνα μια εύπορη οικογένεια της Θεσσαλονίκης απέκτησε παιδιά. Ο Νίκος – Γαβριήλ και η Χρυσούλα, δυο απ΄τα παιδιά αυτής της οικογένειας, αγάπησαν με πάθος τη γλώσσα, τα γράμματα και την ιστορία. Εκείνος έγινε ο μέγας Πεντζίκης, εκείνη, στο δικό της μονοπάτι, βαφτίστηκε Ζωή Καρέλλη και έγινε, για πολλούς, η μεγαλύτερη ποιήτρια του αιώνα.
«Μ΄ έθρεψαν αντίθετες εποχές. Έχω εκφράσεις διπλές και αλλού μου λείπουν οι γραμμές κανονικές… Έχω το ανέπαφο βλέμμα μου, μαρτυράει αληθινή, τη δική μου αγωνία».
Το 1989, ο Δημήτρης Χορν σε μια από τις σπάνιες εμφανίσεις του τις τελευταίες δεκαετίες, διάβασε δημόσια ποιήματά της. Με φωνή συγκινημένη είπε εκείνο το βράδυ: «Η καρδιά μου είναι πολύ μικρή μπροστά στη δική της καρδιά».
Γεννημένη στα 1901 στη Θεσσαλονίκη πέρασε τα παιδικά της χρόνια κλεισμένη στο σπίτι, λόγω μιας σειράς ασθενειών που την ταλαιπωρούσαν, Οι ατέλειωτες ώρες του αναγκαστικού εγκλεισμού, οι ώρες της περισυλλογής και της μελέτης, άναψαν μέσα της τη σπίθα της αναζήτησης. Οι μεγάλες της αγάπες κατόπιν, τα άλογα και οι αποδράσεις. Ονειρευόταν να μπαρκάρει σε καράβι ως ναυτικός, επιβιβάστηκε όμως στο καράβι της ποίησης στα 37 της χρόνια, στα χρόνια της κατοχής. Από τότε μέχρι σήμερα οι τιμές δεν της έλειψαν. Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (ήταν η πρώτη γυναίκα που αναγορεύθηκε αντεπιστέλλον μέλος, το 1982), τιμημένη δυο φορές με το βραβείο Ουράνη, αγαπημένη μιας ολόκληρης γενιάς ποιητών που την ακολούθησαν.
Στα 96 της χρόνια ζει σε μια πάροδο της οδού Κρήτης, σε ένα φτωχικό διαμέρισμα, παρέα με τις αναμνήσεις ενός ολόκληρου αιώνα και το πιάνο της. Φωτογραφίες από ευτυχισμένες μέρες στους τοίχους, συγγενικά πρόσωπα, αναμνηστικά. Κάθεται στην πολυθρόνα της γαλήνια, «είμαι λίγο άρρωστη», μου λέει και με παράπονο απορεί γιατί της λιγόστεψαν τη σύνταξη που έπαιρνε απ΄το σύζυγό της.
Με ρωτάει ξανά το όνομα του περιοδικού. Απορεί με το πόσα έντυπα βγαίνουν. «Τα περιοδικά και οι εφημερίδες είναι αντανάκλαση της ζωής. Παίρνοντάς τα οι άνθρωποι αποκτούν αντίληψη του κόσμου, συνείδηση. Με όλα αυτά μαζί δεν μπορεί παρά να τα χάνουν. Βλέπουν σε όλο τον κόσμο τη ζωή κατά ένα τρόπο. Βλέπουν την επιφάνεια, την εξωτερική κίνηση». Μου λέει πόσο εντύπωση της κάνει στα έντυπα η κυριαρχία της εικόνας. «Οι φωτογραφίες είναι η ψυχή μας. Βέβαια δεν είναι όπως παλιά, όπως η ζωγραφική που ήταν ένα πόρισμα εικόνων. Τώρα είναι απλά γεγονότα. Το ένα πάνω στο άλλο δίχως κρίση. Πολλές φορές επαναλαμβάνονται, πολλαπλασιάζονται, τα ίδια, χωρίς να χρειάζεται. Κοιτάζω τις εφημερίδες πώς ξοδεύονται επιπολαίως. Οι πληροφορίες είναι πολλές και γραμμένες έτσι που δεν σου κάνουν εντύπωση».
Θαμπώνομαι από την ευστοχία των παρατηρήσεών της, την καθαρότητα της σκέψης. Απέναντί μου μια γυναίκα που κοντεύει τα εκατό. Που αγαπάει τη ζωή όσο λίγοι. Που έζησε και ζει, όπω μου λέει, τον αιώνα έντονα. Που πάλεψε για να αλλάξει τη θέση της γυναίκας στην Ελλάδα. Δεν θέλω να τη διακόψω με ερωτήσεις. Κάποια στιγμή αστειευόμενη μου λέει: «Είστε πονηρός, με αναγκάζετε να σας κάνω εξομολόγηση».
Δίπλα της μια εφημερίδα που διάβαζε το πρωί. Μου δείχνει μια μεγάλη φωτογραφία. «Δεν πρέπει οι άνθρωποι να επαφίονται στις φωτογραφίες που είναι έτσι κι αλλιώς ενσταντανέ. Πόσοι είναι οι άνθρωποι που δεν σταματούν σ΄αυτά και διαβάζουν τα άρθρα που τα συνοδεύουν;» Τα μάτια της λάμπουν καθώς μιλάει. Οι ιστορίες της είναι οι ιστορίες του έθνους. Δεν αντέχει την έλλειψη σοβαρότητας στην αντιμετώπιση των πραγμάτων. «Σήμερα τα πράγματα δεν έχουν την ίδια αξία. Έπαψε η αυστηρότητα του ανθρώπου προς τον εαυτό του. Η μελέτη στις μέρες μας παραγκωνίζεται. Ο άνθρωπος δέχεται την άμεση επίδραση των γεγονότων που το ένα μετά το άλλο διεκδικούν τα πρωτεία. Αν συμμεριστεί κανείς τι ζητούσε άλλοτε η ζωή. Μια αντίληψη καθηκόντων και ύστερα των δικαιωμάτων. Σήμερα υπάρχουν ευκολίες που στην ουσία είναι διευκολύνσεις στον τρόπο ζωής, που φθείρουν όμως. Δεν υπάρχουν ιδέες και χωρίς ιδέες ο άνθρωπος δεν στέκεται ακέραιος».
Είδε τον κόσμο να αλλάζει πολλές φορές. Αντιστάθηκε με διάφορους τρόπους στην ισοπέδωση. «Τα ποιήματά μου κουβαλούν μια βαθυτερη μελαγχολία. Έζησα απόλυτα την εποχή μου. Πέρασα τα χρόνια της δύσκολης ζωής μου υπέυθυνα. Δεν αφέθηκα στις ευκολίες του πολιτισμού. Σήμερα η κοινωνία δεν είναι ευχαριστημένη. Γιατί δεν υπάρχει εκλεκτικότητα στην εκλογή».
Ξεφυλλίζω τις ποιητικές της συλλογές και το μάτι μου μένει σε ένα στίχο:
«Έχω φτάσει την παγερή αδιαφορία για ό,τι αφορά τα μετά θάνατον. Έχω παραδεχτεί το κενό, το μηδέν και με κυριεύει της ζωής το πάθος».
Φοβάστε καθόλου; τη ρωτάω δειλά. «Δεν φοβάμαι καθόλου ότι θα πεθάνω. Μια εποχή πέρασα από κάτι τέτοιο. Ότι περνάει η ζωή και ο καθένας δεν μπορεί να κάνει όσα θέλει. Ζω ακόμα έντονα, αν και τελευταίως αρρώστησα. Μέσα μου γίνεται διαρκώς μια μάχη. Είναι το πάθος να δημιουργήσω και όχι να επιζήσω».
Στα 1956 ο Άρης Δικταίος έγραφε πως η Ζωή Καρέλλη έρχεται από το Βυζάντιο όπως και ο Καβάφης. Ο αγαπημένος της Καβάφης. «Ένας άνθρωπος παραδομένος στο γράψιμο ήταν. Ο ίδιος δεν φυλαγόταν από πουθενά. Έζησε μια ζωή τόσο χτυπημένη, από τον ίδιο του τον εαυτό πρώτα από όλους. Από την ιδιοσυγκρασία του. Λογαριάστε τι κουβαλούσε μέσα του».
Έζησε τα πιο δημουργικά χρόνια της ζωής της πλάι στην κορυφαία μορφή του αδελφού της. Ένα πρόσωπο που θαύμασε και λάτρεψε όσο λίγα. «Ο Πεντζίκης ήταν ένας μεγάλος επαναστάτης. Ένας άνθρωπος που ανήκει στο Παρελθόν. «Έζησε» το Βυζάντιο όσο κανένας. Έτσι κατάλαβε την ψυχολογία του σύγχρονου Έλληνα και αντιστάθηκε. Ήμασταν διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες. Εκείνος ήταν ένα φιλελεύθερο πνεύμα. Δεν επηρεαζόταν από κανέναν, μόνο από το πάθος του για τη ζωή. Εγώ ως θήλυ πλάσμα είχα μια άλλη ευαισθησία».
Η ποίηση τη «χτύπησε», όπως λέει, στο κεφάλι μια μέρα του 1938 και από τότε στα γραπτά της ψάχνει διαρκώς. Αποτυπώνει ανησυχίες. Πάλλεται. Προτιμά να συναναστρέφεται με νέους ανθρώπους. Δεν της αρέσει να μιλά για τα παλιά. Είναι τώρα ένας νέος κόσμος, λέει. «Παλιά οι νέοι εξαρτώνταν από τους παλιότερους. Σήμερα οι πιο παλιοί εξαρτώνται από τους «άγνωστους» νέους. Φέρνουν έναν καινούριο κόσμο. Μακάρι να ‘ναι καλύτερος. Οι νέοι έχουν μέσα τους τον βαθύ καημό της αβεβαιότητας. Σήμερα δυστυχώς γίνονται πολλές παραχωρήσεις. Πολλές φορές καταντούν οι άνθρωποι να γίνονται λαχεία, σαν αυτά που αγοράζουν. Οι νέοι δεν πρέπει να ξεχάσουν την ψυχή τους».
Θυμάται έντονα πέντε πολέμους και άπειρα δεινά. Ανησυχεί πολύ. «Έχω μια βαθιά αγάπη για τον Ελληνισμό. Όσα περνά το έθνος δεν είναι συμβάντα, αλλά περιπέτειες. Ο καλλιτέχνης δεν ήταν ποτέ υποχρεωμένος να παλέψει με τόσα πράγματα όσο σήμερα».
Η Ζωή Καρέλλη έγραψε πράγματα καινοτόμα, σε χρόνια δίσεκτα. Έγραψε θέατρο, δοκίμια, μετέφρασε (κυρίως Τόμας Έλιοτ). «Έγραψα με ψευδώνυμο γιατί ήμουν υποχρεωμένη να εργάζομαι πολύ. Η ζωή με βοήθησε να δώσω ουσιαστικά πράγματα. Σήμερα ξαναδιαβάζω δικά μου πράγματα για να τα κρίνω».
Ένας επίμονος βήχας την ενοχλεί. Μιλάμε ήδη μιάμιση ώρα και δεν θέλω να την κουράσω άλλο. Πίνει μια γουλιά κονιάκ, γέρνει το κεφάλι πίσω και με κοιτάει στα μάτια. «Αγάπησα τη γλώσσα, αχ Θεέ μου, πόσο!!!» Στα λόγια της και στα γραφτά της ένα θρησκευτικό συναίσθημα τη συντροφεύει πάντα. Μου μιλάει για την ανθρώπινη αγάπη, την αληθινή φροντίδα όχι τη διευκόλυνση. «Ο αγώνας της ζωής δοκιμάζει τον άνθρωπο, του δίνει υπόσταση».
Την αποχαιρετώ και μου λέει να θυμάμαι πως μπορεί ο ηλεκτρισμός να κινεί τον κόσμο, ο εσωτερικός ηλεκτρισμός της ψυχής όμως κινεί τον άνθρωπο. Προχωράω προς την εξώπορτα και κείνη βυθίζεται ξανά στις σκέψεις της σιωπηλή. Τα μάτια της λάμπουν ακόμα.
Σωπαίνει γεμάτη κατάνυξη,
γεμάτη Ελπίδα για τη ζωή,
νυν και αεί,
έως της συντέλειας
του χρόνου των ανθρώπων.
Το Σταυροδρόμι, 1973
Εν συντομία…
Η Ζωή Καρέλλη (κατά κόσμον Χρυσούλα Αργυριάδου το γένος Πεντζίκη), πέθανε το 1998. Ασχολήθηκε με την εκμάθηση ξένων γλωσσών και τη μουσική και παρακολούθησε μαθήματα Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Μετά το 1944 ταξίδεψε σε πολλά μέρη του κόσμου. Πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο των ελληνικών γραμμάτων το 1935 από τις στήλες του περιοδικού «Το 3ο μάτι», όπου δημοσίευσε το πεζογράφημα «Διαθέσεις». Μερικά από τα πιο γνωστά της ποιητικά έργα είναι: «Πορεία», «Εποχή του θανάτου», «Φαντασία του χρόνου», «Της μοναξιάς και της έπαρσης», «Χαλκογραφίες και εικονίσματα» κ ά., καθώς και τα θεατρικά «Ο διάβολος και η 7η εντολή», «Ορέστης» κ.ά.
Της Σελήνης II
Αργυρόηχη, μελίχροη, χρυσορόδινη,
μειλιχόμειδη ερωμένη, ασύλληπτη.
Ηδονή ομιχλώδης η χάρη σου,
η καλλονή πάρα πολύ σιωπηλή,
βασίλισσα
στο μαβί, στιλπνό στερέωμα,
του σκοταδιού αργυρή αρχόντισσα, μακρινή.
Είναι το φως σου παράξενα οδυνηρό
και μαγικό, σαν τη σκιά
εκείνων που αγαπήσαμε τρυφερά
και ξανάρχονται να μας ψιθυρίσουν,
να πουν για τ’ ανύπαρχτα, για τα φανταστικά,
για κείνα τα μυστικά,
που μόνο οι ανήσυχες ψυχές
έχουν μέσα τους.
Παρηγοριά εκείνων που γνωρίζουν τη μοναξιά,
την πλήρη ονείρων κατάσταση
που το φως σου ξυπνά,
καθώς τις σκιές διαπερνά,
δίχως να τις κυνηγά να φύγουν.
Τόσο υπερήφανη, ασυγκίνητη στην εμορφιά σου
λάμψη διαβρωτική, ύπουλα διαπεραστική
εντός μου σταλάζεις
τα μυστικά της νύχτας.
Από τη συλλογή «Το πλοίο» (1955)
*Στην αρχική φώτο η Ζωή Καρέλλη με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο στην Παλιά Παραλία εν έτει 1959.
*Ο Γιώργος Τούλας μίλησε με τη Ζωή Καρέλλη τον Μάρτιο του 1997. Η συνέντευξη αυτή δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Best Seller (ένα περιοδικό της Θεσσαλονικης, βραχείας ύπαρξης – 1995 έως 1999 , για το βιβλίο).