Ελλάδα

Σεισμοί 1953: 70 χρόνια από την τραγωδία στο Ιόνιο

Το χρονικό της ισοπέδωσης των Επτανήσων

Parallaxi
σεισμοί-1953-70-χρόνια-από-την-τραγωδία-στο-1001400
Parallaxi

Εικόνες: inkefalonia.gr

70 έτη συμπληρώνονται εφέτος τον Αύγουστο από τους καταστροφικούς σεισμούς του 1953 στη Ζάκυνθο, την Ιθάκη και την Κεφαλονιά.

Οι σεισμικές δονήσεις άφησαν πίσω τους- πέρα από εκτεταμένες καταστροφές- 455 νεκρούς, 2.412 τραυματίες και 21 αγνοούμενους.

Παρακάτω ένα πλήρες κείμενο με όσα τραγικά συνέβησαν τότε αλλά και όσα δυσάρεστα ακολούθησαν.

Πρόκειται άλλωστε για τους καταστροφικότερους σεισμούς στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας.

Στο κείμενο που ακολουθεί περιλαμβάνονται επίσης πάμπολλες μαρτυρίες που αποτυπώνουν την ανείπωτη τραγωδία:

Οι σεισμοί του Ιονίου το 1953 αποτέλεσαν σεισμική ακολουθία από τρεις κύριους καταστροφικούς σεισμούς αυξανόμενης έντασης και περισσότερους από 135 μετασεισμούς που σημειώθηκαν από τις 9 έως τις 12 Αυγούστου του 1953.

Άφησαν πίσω τους εκτεταμένες καταστροφές στη Ζάκυνθο, την Ιθάκη και την Κεφαλονιά. Υπάρχουν αναφορές για 455 νεκρούς, 2.412 τραυματίες και 21 αγνοούμενους.

Τα σοκαριστικά γεγονότα οδήγησαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού των νησιών σε φυγή.

Οι τρεις δονήσεις και οι μετασεισμοί

Την Κυριακή 9 Αυγούστου 1953, στις 9.41 π.μ. σημειώθηκε η πρώτη κύρια σεισμική δόνηση μεγέθους 6,4 βαθμών Ρίχτερ με επίκεντρο τον Σταυρό Ιθάκης. Αποτέλεσμα του σεισμού ήταν να καταστραφούν σπίτια στην Ιθάκη και στην Πύλαρο της Κεφαλονιάς, ενώ τραυματίστηκαν και αρκετά άτομα.

Την Τρίτη 11 Αυγούστου, στις 5.32 π.μ., σημειώθηκε ο δεύτερος σεισμός μεγέθους 6,8 Ρίχτερ, με επίκεντρο βορειοδυτικά της Ζακύνθου. Την ίδια ημέρα σημειώθηκαν δέκα μετασεισμοί οι μεγαλύτεροι των οποίων ήταν μεγέθους 5,3 και 5,1 βαθμών Ρίχτερ. Σημαντικές ήταν οι καταστροφές στη Σάμη, στα ανατολικά της Κεφαλονιάς αλλά και στις πόλεις του Αργοστολίου, του Ληξουρίου και της Ζακύνθου.

Την επομένη, Τετάρτη 12 Αυγούστου, το πρωί, σημειώθηκε σεισμός 5,2 Ρίχτερ και κατόπιν, στις 11.25 π.μ. την ίδια μέρα, έγινε ο ισχυρότερος και καταστροφικότερος σεισμός στην ιστορία της Κεφαλονιάς, μεγέθους 7,2 βαθμών Ρίχτερ, με επίκεντρο την νοτιοανατολική Κεφαλονιά. Η έντασή του προσδιορίστηκε ως Χ+ (10+) στην κλίμακα Μερκάλι , ήταν επομένως «Εξαιρετικά Καταστροφικός».

Ο σεισμός κατέστρεψε ολοσχερώς τις πόλεις του Αργοστολίου, του Ληξουρίου και της Ζακύνθου. Αξιοσημείωτο είναι ότι ανύψωσε την Κεφαλονιά κατά 60 εκατοστά. Στην πόλη της Ζακύνθου χαρακτηριστική ήταν η μεγάλη πυρκαγιά που ακολούθησε το σεισμό και διήρκησε μέρες. Ισχυρός μετασεισμός 6,3 Ρίχτερ σημειώθηκε μέσα στην ίδια μέρα.

Μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου σημειώθηκε σειρά μετασεισμών, πολλοί εκ των οποίων ήταν άνω των 5 Ρίχτερ. Στις 16 Οκτωβρίου σημειώθηκε σεισμός 5,2 Ρίχτερ στο Ληξούρι και στις 20 Οκτωβρίου σεισμός 5,1 στην Ιθάκη.

Όσα άφησαν πίσω τους οι σεισμοί 

Οι νεκροί ανήλθαν σε 455, οι αγνοούμενοι σε 21 και οι τραυματίες σε 2.412. Και τα τρία νησιά ισοπεδώθηκαν σχεδόν ολοκληρωτικά από τις δονήσεις. Σε Ζάκυνθο, Ιθάκη και Κεφαλονιά καταστράφηκαν ολοσχερώς τα 27.659 σπίτια (από τα 33.300 συνολικά). Μόλις 467 σώθηκαν κυρίως στην περιοχή της Ερίσου, στα βόρεια της Κεφαλονιάς. Στο Αργοστόλι έμειναν όρθια το ισόγειο του αρχοντικού της οικογένειας Γκιντιλίνη – Κοσμετάτου και το σπίτι του Βρεττού δίπλα στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη. Ελάχιστα ήταν και τα οικοδομήματα που σώθηκαν στο Ληξούρι, όπως το Γηροκομείο και το αρχοντικό των Ιακωβάτων, ενώ ανάμεσα στα λίγα εναπομείναντα σπίτια στη Λειβαθώ ήταν και το ιστορικό σπίτι του Λόρδου Βύρωνος.

Η πυρκαγιά στη Ζάκυνθο μετά τον τρίτο σεισμό, έπληξε υπέροχα μνημεία, όπως την Παναγία Φανερωμένη, και το Μέγαρο της Δημόσιας Βιβλιοθήκης όπου φυλάσσονταν χιλιάδες τόμοι βιβλίων, χειρογράφων και κειμηλίων. Μόνο τέσσερα κτίρια άντεξαν (ο ναός του Αγίου Διονυσίου, το Σχολείο του Άμμου, το αρχοντικό του Σαρακίνη και το κτίριο που στεγάζει την Εθνική Τράπεζα) ενώ από τις εκκλησίες, μέρος των οποίων σώθηκε, αξίζει αναφορά στην εκκλησία της Παναγίας της Φανερωμένης, η οποία αν και κάηκε, δεν κατέρρευσε.  Λευκάδα, Ηλεία και Αιτωλοακαρνανία βεβαίως και δεν έμειναν ανεπηρέαστες σε σχέση με τις καταστροφές. 

Αποστολή βοήθειας

Την 11η Αυγούστου φέρεται να έγινε η πρώτη κινητοποίηση για αποστολή βοήθειας στους πληγέντες. Υγειονομικά συνεργεία, ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός και δυνάμεις του στρατού και του πολεμικού ναυτικού κατέφθασαν στα νησιά.

Ο σεισμός της 12ης Αυγούστου 1953, έθεσε σε δράση και τις ναυτικές δυνάμεις από άλλες χώρες, που βρίσκονταν στην περιοχή. Πρώτες έφτασαν στο λιμάνι του Αργοστολίου οι δυνάμεις του Πολεμικού Ναυτικού του Ισραήλ. Στη διάσωση και περίθαλψη των σεισμοπαθών, σε συνεργασία με δυνάμεις του Ελληνικού στρατού, συμμετείχαμ δυνάμεις της Μ. Βρετανίας, των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ιταλίας, της Γαλλίας, της Νέας Ζηλανδίας και του Ισραήλ. Διατέθηκαν εναέρια μέσα για την ταχεία μεταφορά των τραυματιών, προμηθειών και υγειονομικού υλικού καθώς και διεθνής κινητοποίηση για συγκέντρωση εφοδίων και χρημάτων.

Η ελληνική κυβέρνηση, παρότι αρχικά δεν αντέδρασε άμεσα, σύντομα προχώρησε στη λήψη μέτρων.

Ο πρόεδρος Αλέξανδρος Παπάγος έδωσε εντολή ώστε όλα τα πλοία του ελληνικού πολεμικού στόλου να μεταβούν στις πληγείσες περιοχές. Παράλληλα, έσπευσαν τμήματα του πεζικού και νοσοκομειακές στρατιωτικές μονάδες προκειμένου να συνδράμουν στην όλη προσπάθεια. Ακόμη, επιτάχθηκαν όλα τα πλοία του εμπορικού ναυτικού. Ειδικά συνεργεία αναζήτησαν στα ερείπια επιζώντες και σορούς. Άλλα συνεργεία με μηχανήματα επιχειρούσαν να ανοίξουν τους δρόμους προς αποκατάσταση της επικοινωνίας. Ο 6ος Αμερικανικός Στόλος, ο Ιταλικός Ερυθρός Σταυρός και ο Βρεττανικός Στόλος ετέθησαν στην διάθεση της ελληνικής κυβέρνησης, για τη μεταφορά εφοδίων, φαρμάκων και σεισμοπαθών. Ελήφθη επίσης απόφαση για σύσταση διεθνούς συντονιστικής επιτροπής.

Κύμα εγκατάληψης

Οι δονήσεις και τα τραγικά παρεπόμενα αυτών οδήγησαν πολλούς σε φυγή από τα νησιά. Πάντως, η ελληνική κυβέρνηση απαγόρευσε την έξοδο από αυτά με σκοπό να αποφευχθεί εσωτερική μετανάστευση- προσφυγικό κύμα.

Σε βάθος χρόνου, η καταστροφή της τοπικής οικονομίας από τον σεισμό και η αδυναμία δημιουργίας των απαραίτητων οικονομικών δομών ώστε να αποτραπεί το κύμα φυγής οδήγησαν πολλούς στη μετανάστευση προς την Αθήνα και χώρες του εξωτερικού. Μέσα σε 20 χρόνια, από το 1951 έως το 1971, ο πληθυσμός των τριών νησιών μειώθηκε από 92.706 σε 66.929 (πρόκειται για μια μείωση 27,80%).

Προσωρινή στέγαση και ανοικοδόμηση

Όλες οι δυνάμεις συνετέλεσαν στο να στηθούν πρόχειροι καταυλισμοί για την προσωρινή στέγαση του πληθυσμού. Σύντομα λειτούργησαν ξανά οι δημόσιες υπηρεσίες, αποκαταστάθηκαν τα δίκτυα ηλεκτροδότησης και ύδρευσης και ξεκίνησε ο καθαρισμός των ερειπίων. Την 14η Αυγούστου 1953, γνωστοποιήθηκε προς όλα τα υπουργεία και τις γενικές διευθύνσεις διαταγή του πρωθυπουργού για προσωρινή στέγαση των σεισμόπληκτων σε ξύλινα παραπήγματα.

Το έργο της ανοικοδόμησης ξεκίνησε αμέσως μετά τους σεισμούς και διήρκεσε μέχρι το τέλος της δεκαετίας.

Κατασκευάστηκαν 27.394 οικήματα, δημόσια κτίρια, έργα υποδομών και δικτύων. Οι κατασκευές έγιναν σύμφωνα με αυστηρούς αντισεισμικούς κανονισμούς. Η διεθνής κοινότητα συνέβαλε στην ανοικοδόμηση κτιρίων αλλά και ολόκληρων οικισμών. Στην Κεφαλονιά ανοικοδομήθηκαν με τη βοήθεια της Μ. Βρετανίας η Σάμη και τα Βλαχάτα, και με αρωγή της Γαλλίας η Αγία Ευφημία και η Λακήθρα.

Οι νέοι οικισμοί σε Κεφαλονιά και Ιθάκη οικοδομήθηκαν βάσει σύγχρονων αρχιτεκτονικών προτύπων, με αποτέλεσμα να αγνοηθεί η ιστορική τους φυσιογνωμία. Υπήρξαν φυσικά και εξαιρέσεις. Ανάμεσα σε αυτές τα δημόσια κτίρια της πόλης της Ζακύνθου που διατήρησαν στοιχεία της επτανησιακής αρχιτεκτονικής.

Ο πληθυσμός των νησιών 20 χρόνια μετά τους σεισμούς 

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία τα οποία καταγράφει ο Γεώργιος Σαρρής στο ethnos.gr, “το 1951 ο πληθυσμός των τριών νησιών ανερχόταν σε 92.706 κατοίκους. Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1971, η απογραφή έδειξε ότι είχαν μείνει 66.929, τουτέστιν υπήρχε μια μείωση του πληθυσμού της τάξης του 27,8%. Τα νησιά όσο περνούσαν τα χρόνια άρχιζαν σταδιακά και πάλι να αναπτύσσονται. Νέες πόλεις όπως αυτή της Ζακύνθου πήραν εξ ολοκλήρου τη θέση των παλαιών, που θα ζουν για πάντα στην ανάμνηση και στη φαντασία μας. Μετά τον άγριο χαλασμό, οι νέοι οικισμοί είναι αυτοί που δέχονται τώρα το μυρωμένο αγέρι του Ιονίου Πελάγους”.

Οι σεισμοί του 1953 όπως καταγράφηκαν στον αθηναϊκό Τύπο

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο όπως δημοσιεύτηκε στο kefalonitis.com:

Και μόνον τους τίτλους να παραθέσομεν από εφημερίδα σε εφημερίδα θα μπορούσαμε να ανασυνθέσομε το πιο συγκλονιστικό ρέκβιεμ όλων των εποχών. Οχι μόνο για τη χώρα μας! H δημοσιογραφική πέννα, σφιγμένη έντιμα από δημοσιογράφους-καταγραφείς του κακού και του πόνου που προξένησαν αυτοί οι σεισμοί, μεταφέρουν στους χρόνους που θα ‘ρθουν ατόφιο το μέγεθος της τραγωδίας, όχι με τη στατικότητα του φωτογραφικού φακού μόνο, αλλά και με των συναισθημάτων τους τον παλμό και του μυαλού τους την εγρήγορση για το τι μέλλει γενέσθαι… Γιατί η αλήθεια – περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού – εδώ δεν μπορεί να κρυφτεί… Βγαίνει, αιμάσουσα, από τα ερείπια, σολωμική κόρη και τους εκλιπαρεί για βοήθεια… Ετσι που δεν έχουν παρά τη φωνή τους, στεντόρεια, να τηλεγραφεί στον υπόλοιπο κόσμο τη γνώση της καταστροφής, φτάνουν να γίνουν τόσο «επικίνδυνοι» ώστε δύο (δημοσιογράφοι) ο ένας μετά τον άλλον να συλληφθούν γιατί έσπερναν στους ζωντανούς την «ανησυχία», λέει, μέσ’ από τα ερείπια, καταγράφοντας τα αδιέξοδα των απελπισμένων και την, όχι μόνο συνηθισμένη, απρονοησία της επίσημης πολιτείας (μετά τον πρώτο σεισμό).

Τετάρτη 12 Αυγούστου

Το κακό άρχισε με έναν σεισμό με επίκεντρο τη Λευκάδα, την Κυριακή, που δεν φαίνεται να ελήφθη στα σοβαρά… Οι σεισμοί όμως της Τρίτης, ιδίως αυτός των 5.30 το πρωί, άλλαξαν το κλίμα. Οι εφημερίδες της Τετάρτης 12/8 παρουσίασαν τις νέες δονήσεις πρωτοσέλιδα με πεντάστηλα ως και οκτάστηλα, με έκδηλη ανησυχία.

H κυβέρνηση «έτι μάλλον» παρακολουθεί

H στάση της κυβέρνησης εξακολουθεί, όπως φαίνεται και στις ανταποκρίσεις από τα νησιά, που περιλαμβάνουν τις αγωνιώδεις εκκλήσεις για βοήθεια των τοπικών αρχών, να απέχει δραματικά από τις ανάγκες παρά τις προσπάθειες να εμφανιστεί, σε άλλες στήλες, ως άμεση και επαρκής. H φιλοκυβερνητική «Καθημερινή» θα σημειώσει μάλιστα ότι «άμεσος και ταχίστη εξεδηλώθη η μέριμνα της κυβερνήσεως διά της κατεπειγούσης αποστολής εφοδίων…». Το ρητορικό, μόνο, ενδιαφέρον της κυβέρνησης αποκαλύπτεται από το τηλεγράφημα του πρωθυπουργού Αλ. Παπάγου προς τον δήμαρχο Ιθάκης.

«H μεγάλη και απροσδόκητος καταστροφή η οποία έπληξε σοβαρώς τους κατοίκους της ιστορικής σας Νήσου συνεκίνησε βαθύτατα την κυβέρνησίν μου και ημάς προσωπικώς.Παρακαλώ διαβιβάσατε εις τον πληγέντα πληθυσμόν την συμπάθειαν και την λύπην την οποία ιδιαιτέρως ησθάνθημεν και διαβεβαιώσατε τούτον περί του ενδιαφέροντος και της στοργής με την οποίαν η Κυβέρνησης τον περιβάλλει. Ευρίσκεται καθ’ οδόν, με εφόδια και λοιπά υλικά μέσα, ο κ. υπουργός της Προνοίας, η δε κυβέρνησις θα συνεχίση έτι μάλλον το ενδιαφέρον και την προσπάθειάν της διά την πλήρην ανακούφισιν (…). Παρακαλώ, δώσατε ευρείαν δημοσιότητα παρόντος».

Ανάλογα τηλεγραφήματα απεστάλησαν και προς τους δημάρχους των λοιπών πληγεισών νήσων ενώ στον Τύπο έφθασε η είδηση ότι κατ’ εντολή του Προέδρου της Κυβερνήσεως «όστις παρηκολούθησεν εκ του σύνεγγυς την δημιουργηθείσαν συνεπεία των σεισμών κατάστασιν εις την Κεφαλληνίαν, Ιθάκην και Ζάκυνθον απεστάλησαν χθες διά του αρματαγωγού «Λήμνος» 450 σκηναί μεγάλου μεγέθους εκ των οποίων αι 250 προορίζονται διά την Σάμην, 150 διά την Ζάκυνθον και 50 διά την Κυλλήνην Πύργου. Επίσης μεταφέρονται 3.000 οκάδες αλεύρων, 2.000 ζαχάρεως, 2.000 κυτία γάλα εβαπορέ, 190 κλινοσκεπάσματα, 40 δέματα ιματισμού… Το «Λήμνος θα προεσεγγίση τας Πάτρας, από όπου θα επιβιβαστούν ένα τάγμα μηχανικού, υγειονομικά συνεργεία και θα φορτωθούν διάφορα εφόδια». Οπως θα δούμε παρακάτω, το τάγμα έφθασε… με άλλο καράβι.

H κυβέρνηση όμως μερίμνησε να φθάσει στις εφημερίδες τηλεγράφημα ληφθέν εις το υπουργείο Τύπου από τη λουτρόπολη του Λουτρακίου που καθησυχάζει ότι «ο χθεσινός σεισμός ουδεμίαν ζημίαν επροξένησεν εις τας εγκαταστάσεις της λουτροπόλεως». Οπως και η είδηση ότι οι αλλεπάλληλες σεισμικές δονήσεις από τις 5.30 ως τις 5.45 π.μ. έγιναν μόλις αισθητές στη Λάρισα και χαρακτηρίζονταν «μικρής εντάσεως»…

Την ίδια στιγμή σε ανταπόκριση από τον Πύργο, που αναφέρεται στις ζημιές της περιοχής και ιδίως σε Κυλλήνη, βρίσκουμε καταγραμμένες τις πρώτες ουσιαστικές ειδήσεις για τη Ζάκυνθο «από αφηγήσεις επιβατών αφιχθέντων στην Κυλλήνη το μεσημέρι της 11ης Αυγούστου (προερχομένων από Ζάκυνθο)». Μας πληροφορούν ότι «εις το βόρειον τμήμα της πόλεως, υπέστησαν καταστροφάς όλαι σχεδόν αι οικίαι. Εφονεύθησαν τρεις και ετραυματίσθησαν τριάκοντα κάτοικοι».

Αποκαλυπτική ανταπόκριση

Ο απεσταλμένος όμως του «Βήματος» Π. Λινάρδος, επιβαίνοντος του «Αλφειού», όπως επισημαίνει η έγκυρη εφημερίδα, μας βγάζει από τον εφησυχασμό σε ό,τι αφορά τουλάχιστον το Αργοστόλι και τη Σάμη: «Το μεσονύκτιον της Τρίτης η πόλις είναι βυθισμένη εις το σκότος και ομοιάζει με αληθινήν κόλασιν. Ο πληθυσμός εγκατέλειψε τας οικίας του και παραμένει εις την ύπαιθρον και εις την πραγματικότητα εις τα βουνά. Αυτοκίνητα μετέφεραν εις την πόλιν τραυματίας των πέριξ χωρίων. Το νοσοκομείον λειτουργεί εις το ύπαιθρον. Εκατοντάδες τραυματιών επί κλινών και φορείων κλαίουν οδυρόμενοι. «… Τηλεγραφικαί πληροφορίαι εκ Ζακύνθου αναφέρουν ότι κατά την σημερινήν πρωινήν σεισμικήν δόνησιν κατεστράφησαν τα 50% των οικιών εις την πρωτεύουσαν. Ο πληθυσμός παραμένει εις την ύπαιθρον και αναχωρεί μέρος αυτού διά Πάτρας. Αι φυλακαί κατεστράφησαν σχεδόν ολοσχερώς. Ο βουλευτής Βούλτσος διά τηλεγραφήματός του ζητεί αποστολήν δυνάμεως στρατού και χωροφυλακής προς εξασφάλισιν της τάξεως».

Το Αστεροσκοπείο με τον αραμπά

Ανακοίνωση του Αστεροσκοπείου που εξεδόθη την Τρίτη το πρωί, όπως διαβάζουμε στην «Καθημερινή» της Τετάρτης 12 Αυγούστου, που λέει ότι «σήμερον την πρωίν (σ.σ.: δηλαδή Τρίτη 11 Αυγούστου), 5ην ώρα, 33′, 13” ανεγράφη υπό των σεισμογράφων σφοδρότατος σεισμός, όστις προήρχετο εκ δυσμών και εξ αποστάσεως 258 χιλιομέτρων από των Αθηνών», αποκαλύπτει ότι αυτό εκινείτο με αραμπά. Τα μηχανήματά του δεν κατέγραψαν έγκαιρα τα ρίχτερ. Στην ίδια εφημερίδα θα βρούμε, πάλι στα «ψιλά» του εφησυχασμού,«ανακοίνωσιν του αμερικανού πρέσβη» που αναφέρει ότι «δυστυχώς, το μηχάνημα επακριβούς καταγραφής που έχουν ανακαλύψει στην Αμερική, δεν έχει έρθει στην Ελλάδα». Το ενδιαφέρον βέβαια του αμερικανικού παράγοντα στη χώρα μας δεν σταματούσε σ’ αυτό.«Αι ενταύθα αρμόδιαι αμερικανικαί Αρχαί, λαβούσαι αργά την εσπέραν γνώσιν της εκτάσεως των καταστροφών της Κεφαλληνίας, ειδοποίησαν αμέσως το ειδικόν σμήνος αεροπλάνων παροχής βοηθειών, το οποίον σταθμεύει εις την Τριπολίτιδα, όπως είναι έτοιμον προς αναχώρησιν… Το σμήνος τούτο διαθέτει και ελικόπτερα και θα ζητηθή η βοήθειά του από την ελληνικήν κυβέρνησιν» σημειώνεται.

13.8.1953 Μνήμες Χιροσίμα

Το ξημέρωμα της Πέμπτης 13ης Αυγούστου οκτάστηλα πρωτοσέλιδα πληροφορούν τους εμβρόντητους κατοίκους της χώρας και τον κόσμο ολόκληρο για τα «Ημερονύκτια αληθινής κολάσεως που ζουν οι κάτοικοι των τραγικών νήσων του Ιονίου»».

Πληροφορούμαστε ότι «Ελικόπτερα των Ηνωμένων Πολιτειών θα ρίψουν τρόφιμα και εφόδια εις τους δοκιμαζόμενους κατοίκους» («Βήμα»).

H «Καθημερινή» στον υπέρτιτλο θα σημειώσει «σκηναί Δαντικής Κολάσεως (είναι τώρα)εκεί όπου άλλοτε ήνθει το χαμόγελο της ζωής» και στον κύριο τίτλο ότι «Ολεθρος ασυλλήπτου εκτάσεως ηπλώθη εις τα Ιόνια Νησιά εκ των συνεχιζόμενων σεισμών» και ότι«Το όρος Αίνος Κεφαλληνίας ερράγη και η πόλις της Ζακύνθου φλέγεται απ’ άκρου εις άκρον». Οσο για τους νεκρούς θα σημειώσει ότι «ο αριθμός των νεκρών και τραυματιών είναι αδύνατον να υπολογισθή έστω και κατά προσέγγισιν». Αγνωστο πού όμως διακρίνει ότι είναι «σύντονα τα μέτρα της περιθάλψεως» και διαβεβαιώνει ότι «η κυβέρνησις θα ανοικοδομήση τάχιστα τας ερειπωθείσας πόλεις και χωρία».

Και οι δύο εφημερίδες έχουν την ίδια, την κλασική, τετράστηλη φωτογραφία, «της καιομένης Ζακύνθου, που ελήφθη από αεροπλάνο υπό του X. Χουρμούζη του αμερικανικού πρακτορείου Ασοσιέιτεντ Πρες» και αποδίδει όντως τη Δαντική Κόλαση της Χώρας. H λεζάντα που τη συνοδεύει στο «Βήμα» είναι χαρακτηριστική: «Δεν είναι αι εικόνες αυταί παρμέναι από τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι μετά την έκρηξιν της ατομικής βόμβας. Οχι.Από την άλλοτε γαλήνια Ζάκυνθο ο φωτογραφικός φακός μας δίδει μίαν ιδέαν της μεγάλης,της πρωτοφανούς τραγωδίας που εξέσπασε στις 11.30 το πρωί χθες, συμπαρασύροντας όλη σχεδόν την ειδυλλιακή πολιτεία. Σαν να μην έφθανε το έργον του Εγκελάδου, ήρθε και η φωτιά που από έξι σημεία ολοκλήρωσε την καταστροφή». Οπως και το σχόλιο αυτό της «Καθημερινής»: «Καθώς παρέρχονται αι ώραι αι τραγικαί διά τόσας χιλιάδας συμπατριωτών μας, το μέγεθος του ολέθρου γίνεται στιγμήν με την στιγμήν τρομακτικώτερον. Εντός ολίγων δευτερολέπτων η μοίρα μετέβαλεν εις λείψανα και εις ράκη και εις ανώνυμον πλήθος ενδεών και αποκλήρων πληθυσμούς εκ των ευγενεστέρων της πατρίδος μας. Αι πληροφορίαι που μεταδίδονται κατωτέρω, όπως εξ όλων των πηγών καταφθάνουν από ώρας εις ώραν,είναι ωχραί προ της πραγματικότητος».

Τι συνέβη νεότερο τη δεύτερη ημέρα;

* Ανταπόκριση από την Πάτρα (12/8). Το Αργοστόλι καίεται. H Ζάκυνθος παρουσιάζει το θέαμα της Χιροσίμα. Μέσω ασυρμάτου Ανωτέρας Διοικήσεως Χωροφυλακής ελήφθη το ακόλουθο σήμα: «Τεραστία πυρκαϊά εξαπλωθείσα εις το Αργοστόλι συμπληρώνει την καταστροφήν της πόλεως. Ελλείψει μέσων δεν είναι δυνατόν να περισταλή».

* Λονδίνον (12/8). Ιδιαιτέρα Υπηρεσία. Τηλεγραφήματα εξ Αθηνών αναφέρουν ότι αυτόπτης μάρτυς ο οποίος επιβαίνων ελικοπτέρου, υπερέπτη των υπό των σεισμών πληγεισών ελληνικών νήσων, ανέφερεν απόψε ότι ολόκληρη η περιοχή ομοιάζει με πεδίον μάχης. H πόλις της Ζακύνθου παρουσιάζει την όψιν μάζης φλογών ορατών από αποστάσεων πολλών μιλίων. Αι οδοί φαίνονται ως να ανετινάχθησαν υπό ναρκών. Το θέαμα εν συνόλω είναι πολύ φοβερώτερον από εκείνο το οποίον παρουσιάζεν η Χιροσίμα.

* Ζάκυνθος (12/8). Το κάτωθι τηλεγράφημα απεστάλη αργά την νύκτα προς την εν Αθήναις αμερικανικήν αποστολήν: «Καταστραφείσα νήσος ευρίσκεται καθ’ ολοκληρίαν υπό τας φλόγας. Απολύτως υπερεπείγουσα και πρωταρχική ανάγκη διά την αποστολήν ύδατος, τροφίμων, φαρμάκων δι’ εγκαύματα, τραύματα και κατάγματα. Τα ανωτέρω πρέπει να φθάσουν δι’ οιουδήποτε τρόπου και μέσου. Προνοήσατε διά ταχίστην άφιξιν βρετανικού στόλου. Κατάστασις απελπιστική, μη ενδεχομένη ουδέ λεπτού καθυστέρησιν. Παρακαλούμεν αλλάξατε δρομολόγιον ενός σκάφους, το οποίον πρέπει να μεταβή εις Ζάκυνθον, διά να προμηθεύση το πλείστον δυνατόν πόσιμον ύδωρ, του οποίου υπάρχει μεγίστη και πρωταρχική ανάγκη.

* Τα θύματα: Δίνονται στη δημοσιότητα τα ονόματα των πρώτων νεκρών και τραυματιών στις πληγείσες περιοχές της Σάμης και των γύρω χωριών της. Κάθε ηλικίας και κάθε φύλου, μωρά της αγκαλιάς, ηλικιωμένοι, παλικάρια.

* Εζητήθη βοήθεια Αμερικανών: Χθες την εσπέραν η ελληνική κυβέρνησις εζήτησεν από την ενταύθα αμερικανικήν πρεσβείαν όπως βοηθήση για να αντιμετωπισθεί η συμφορά της Κεφαλληνίας και της Ζακύνθου. Ειδικώτερον παρεκάλεσε όπως διατεθή νοσοκομειακόν σκάφος και ελικόπτερον για την μεταφοράν τραυματιών.

* Ο «Σταθμός Συμμοριτών»: Παρίσι, 12/8. Ιδιαιτέρα υπηρεσία (πρωτοσέλιδο μονοστηλάκι στο «Βήμα»). Ο ραδιοσταθμός των ελλήνων συμμοριτών εις αποψινήν εκπομπήν του, αναφερόμενος εις τους καταστρεπτικούς σεισμούς των Ιονίων νήσων, είπεν ότι πρέπει να παρασχεθή άμεση και επαρκής βοήθεια και περίθαλψις προς τους κατοίκους, να ληφθούν μέτρα διά την ζωήν και την υγείαν των φυλακισμένων «αγωνιστών», προς τούτο δε κατέστησαν υπεύθυνην την κυβέρνησιν του στρατάρχου Παπάγου. Ο σταθμός προσέθεσεν ότι διά τους σκοπούς της περιθάλψεως πρέπει να διατεθούν κονδύλια εκ των στρατιωτικών δαπανών και να λάβη μέρος εις το έργον της διασώσεως όλος ο στρατός και ο στόλος.

* Ανταπόκριση από την Πάτρα: «Κατά την γνώμην των αρμοδίων και ειδικών, συνεπεία του γεγονότος ότι αι σεισμικαί δονήσεις συνεχίζονται, δεν απομένει παρά μία λύσις προς αποτροπήν μεγαλυτέρων συμφορών του πληθυσμού: H λύσις αυτή είναι η εκκένωσις των πόλεων…». Ασκείται κριτική

H εφημερίδα της Αριστεράς «H Αυγή» κριτική στη στάση της κυβέρνησης στο φύλλο της της Τετάρτης που δεν θα περιορισθεί – κάτι που έκανε και στο προηγούμενο φύλλο της – μόνο στην κάλυψη των τραγικών συμβάντων. Θα θέσει με οξύτητα το ζήτημα του κατά πόσον η κυβέρνηση πήρε έγκαιρα μέτρα, προληπτικά στην αρχή, περίθαλψης μετά. Θα προβάλει, βεβαίως, τις ανησυχίες της για την τύχη των μαρτύρων της αιμάσουσας Αριστεράς: «215 πολιτικοί κρατούμενοι στη Ζάκυνθο ετάφησαν κάτω από τα ερείπια των φυλακών. Δεν τους είχαν βγάλει από τα μπουντρούμια μέχρι την τελευταία στιγμή…» θα σημειώσει και θα σχολιάσει: «Τι έγινε και τι μπορούσε να γίνει στη Ζάκυνθο; Αντί των καθησυχαστικών διαταγών έπρεπε να διαταχθή η εκέννωσις των πόλεων. Αντί των δύο τοπικών αντλιών, έπρεπε να σταλή εγκαίρως ο στόλος με πυροσβεστικούς σχηματισμούς και τάγματα σκαπανέων». Πυροδοτώντας έτσι – όπως ήταν φυσικό έντονη – αντιπαράθεση όχι μόνο με την κυβέρνηση Παπάγου, τους υπουργούς Τύπου (κ. Σιφναίο) και Εσωτερικών (κ. Σοφιανόπουλο) αλλά και συμπολιτευόμενες εφημερίδες.

Διαβάζουμε:

«Θα ήτο απόδειξις εσχάτης ηθικής καταπτώσεως αν οι τρομακτικοί σεισμοί των Επτανήσων εχρησιμοποιούντο ως ευκαιρία εξάψεως των αντιπολιτευτικών διαθέσεων. Αν υπό την θείαν απειλήν ότι έλληνες δεν ήτο δυνατόν να ενωθούν διά να κλαύσουν τους νεκρούς των και ανορθώσουν τα ερείπια του σεισμού, οι ένοχοι της παραφωνίας θα έμεναν διά παντός στιγματισμένοι και θα έπρεπε να θεωρηθούν οικειοθελώς απόβλητοι της εθνικής οικογενείας». «Το Βήμα» της 13.8.1953 τσι πάει να ισορροπήσει τα πράγματα.

Και η «Καθημερινή» την ίδια ημέρα δεν θα παραλείψει επίσης να απαντήσει. «Το κράτος ευρίσκεται παρά το πλευρόν των θυμάτων και αποτελούν κατωτάτης ποιότητος αντιπολίτευσιν αυτά που λέγονται περί αδρανείας και μακαριότητος της κυβερνήσεως. Το θέμα είναι άλλον. Οτι το κράτος, ενώ κάμνει εις το ακέραιον το καθήκον του, δεν θα ημπορέση να θεραπεύση εξ ολοκλήρου τας χαινούσας πληγάς».

Οι βασιλείς σπεύδουν στο Ιόνιο

Άλλωστε «οι βασιλείς μεταβαίνουν εις τας σεισμοπλήκτους περιοχάς». Οπως δημοσιεύθηκε στα πρωτοσέλιδα όλων των εφημερίδων, ο πρόεδρος της κυβερνήσεως έδωσε στη δημοσιότητα έκκληση διά «συναγερμόν αλληλεγγύης προς τα τραγικά θύματα με επικεφαλής τους βασιλείς, οι οποίοι επιβαίνοντες του “Πυρπολητού” θέλουν αναχωρήσει εις Ζάκυνθον, Ιθάκην και Κεφαλληνίαν, συνοδευόμενοι από τα μέλη της συσταθείσης Επιτροπής Εράνου, μετά του απαραιτήτου υλικού προς παροχήν αμέσου βοηθείας εις τους σεισμοπλήκτους». Οι «επιτροπές» και οι «συντονιστικές», όπως συνήθως, εν δράσει. Και τα λόγια. Τα λόγια τα μεγάλα που γίνονται «καθήκον όλων των Ελλήνων»… * Αυτόπτης μάρτυς. Ολων αυτών αυτόπτης και αξιόπιστος μάρτυς θα μπορούσε να θεωρηθεί ο Νικόλαος Βαρβιάνης, φαρμακοποιός – ιστοριοδίφης. Τα λόγια του μεταφέρει σε μας ο Μανόλης Χατζηδάκης σε άρθρο του στην «Καθημερινή» (Επτά Ημέρες, Ζάκυνθος το Φιόρο του Λεβάντε, 16 Ιουλίου 1995). Ηταν ο μοναδικός Ζακυνθινός που τον υποδέχθηκε εξάλλου όταν αποβιβάσθηκε από το «Ανδρος» τα ξημερώματα της 14ης Αυγούστου στην έρημη προκυμαία του νησιού. «Τι ήρθες να κάμεις; Είσαι ο πρώτος δημόσιος υπάλληλος που έρχεται από την Αθήνα. Εχουν έρθει Αγγλοι και Αμερικανοί με πολεμικά και βοηθούν τον κόσμο, παρ’ ολίγον να σηκώσουμε αγγλική σημαία. Αν το πάρουν χαμπάρι οι Ζακυνθινοί ότι ήρθες για εικόνες θα σε πετάξουν στη θάλασσα». Ηταν λόγια αγανάκτησης για την αργοπορία της κρατικής συνδρομής.

Στα «Νέα» της 14ης Αυγούστου, Παρασκευή, δημοσίευμα στην πρώτη σελίδα θα μιλήσει ανοιχτά πλέον για «παράπονα». «Οι πληγέντες εκ των σεισμών παραπονούνται ότι οι αρμόδιοι δεν αντελήφθησαν το μέγεθος της συμφοράς. Δι’ αυτό και εκτός της παρατηρηθείσης ελλείψεως εφοδίων οι αρμόδιοι εξέδιδον διαταγάς εξ Αθηνών αι αποίαι ήσαν ανεφάρμοστοι… H καθυστέρησις κατανοήσεως του ζητήματος εις όλην την τρομερήν έκτασίν του συνετέλεσεν επίσης εις την δημιουργίαν δυσφορίας των ευρισκομένων εις την ύπαιθρον σεισμοπλήκτων. Ηδη επιτακτική εμφανίζεται η ανάγκη όπως φθάσουν αυτοπροσώπως εις τον τόπον της συμφοράς όλοι όσοι εκ της θέσεώς των δύνανται να το αναχαιτίσουν».

Στο ίδιο φύλλο ο απεσταλμένος της φέρει εις παράδειγμα «ελλείψεων πρωτοβουλίας» το πρόβλημα των φυλακών.

Απαγόρευσις από Κερκύρας μέχρι Κυθήρων

Οι εφημερίδες της 15ης Αυγούστου περιλαμβάνουν τις αποφάσεις της κυβέρνησης όπου«απαγορεύεται πάσα μετακίνησις του γηγενούς πληθυσμού των τριών σεισμόπληκτων νήσων» Το Κυβερνητικό Συντονιστικό Συμβούλιο υπό την προεδρία του πρωθυπουργού«ησχολήθη διά μακρόν με το θέμα της μετακινήσεως ή μη εκ των πληγεισών υπό του σεισμού νήσων του γηγενούς πληθυσμού. Εν τέλει κατέληξεν εις την απόφασιν όπως εφαρμοσθή με απόλυτον αυστηρότητα το μέτρον της απαγορεύσεως…». Το πρώτο σημείο αυτής της απόφασης θαρρείς ότι είναι διά γραφίδος Ενετού Προβλεπτή: «Απαγορεύεται απολύτως η προσέγγισις εις οιανδήποτε ακτήν από Κερκύρας μέχρι Κυθήρων παντός πλωτού μέσου προερχομένου από τας σεισμοπλήκτους νήσους». Οπως ασφαλώς«απαγορεύεται και ο έκπλους εκ των τριών νήσων παντός πλωτού μέσου με επιβάτας γηγενείς».

Ο αντιπρόεδρος Σπ. Μαρκεζίνης την επομένη, κληθείς να αποσαφηνίσει την κυβερνητικήν απόφαση σε δημοσιογράφους, θα δηλώσει: «Εκόντες – άκοντες όλοι οι υγιείς κάτοικοι των σεισμοπαθών νήσων οι οποίοι κατέφυγον εις άλλα μέρη της Ελλάδας θα επιστρέψουν εις τας νήσους των». Προκλητικά εκτός πραγματικότητας, ο υπουργός Συντονισμού δεν καταλαβαίνει το αυτονόητο. «Αι πληροφορίαι από την πρωτεύουσαν ότι απηγορεύθη η μετακίνησις των κατοίκων από τας νήσους προεκάλεσε εντελώς αντίθετην ψυχολογικήν επίδρασιν και έφερεν αντίθετα αποτελέσματα. Ετσι… όλοι πιστεύουν ότι η απόφασις αυτή αποτελεί καταδίκην εις θάνατον… Οι σεισμοπαθείς τονίζουν με αγανάκτησιν ότι είναι επιβεβλημένη η επίσκεψις των αρμοδίων εις τας καταστραφείσας περιοχάς» τηλεγραφεί ο απεσταλμένος του «Βήματος» Χρ. Σβολόπουλος.

H «Αυγή» σε ένα σύντομο χρονικό των κυβερνητικών αποφάσεων των τελευταίων ημερών δεν αφήνει αμφιβολία ότι η κυβέρνηση αδρανεί, παλινδρομεί ή εφαρμόζει εντολές άλλων. Λίγο πριν από τη σύσκεψη, που αποφάσισε την απαγόρευση, για παράδειγμα, στο ραδιογράφημα του αρχηγού του 6ου αμερικανικού στόλου ναυάρχου Κάσαντι, μεταξύ άλλων τονίζεται: «Δεν συνιστάται εκκένωσις της νήσου (Ζακύνθου)». Να σημειωθεί ότι το αίτημα των σεισμοπλήκτων ή όποιων κομμάτων ή εφημερίδων έθεταν θέμα εκκένωσης ήταν «εκκένωσις των πόλεων» και όχι του νησιού.

Διαμαρτυρία υπουργού και γονυκλισίαι!

Κατά τα άλλα, την ίδια ημέρα οι εφημερίδες συμπεριλαμβάνουν δήλωση-διαμαρτυρία του υπουργού Αμύνης Π. Κανελλόπουλου, που «εξέφρασε την αγανάκτησίν του διά την βραδύτηταν των ελληνικών συντονιστικών αρχών, χάρις εις την οποίαν εν τάγμα μηχανικού διαταχθέν παρ’ αυτού… να προωθηθή προς τας σεισμοπλήκτους νήσους δεν είχε φθάσει μέχρι των πρωϊνών ωρών της χθες εις ουδεμίαν εξ αυτών… Ο κ. υπουργός ανακοινών ταύτα εις τον κ. πρωθυπουργόν εζήτησε να αναζητηθούν αι ευθύναι δι’ ανακρίσεων, διότι η μη έγκαιρη άφιξις στρατού παρέσχε την εντύπωσιν αδιαφορίας των Αρχών…». Ο «κ. υπουργός ανακοινών ταύτα» ξέχασε όμως ότι και η βραδυπορία του Βασιλικού (τότε) Ναυτικού ήταν παροιμιώδης. Κατά την «Καθημερινή» η στάση του συνιστά «επίμεμπτο ολιγωρία έναντι της συμφοράς» καθώς «σειρά πρωτοβουλιών του αρχηγού του στόλου(Ιωάννη Τούμπα, μετέπειτα βουλευτή και υπουργού της Ενώσεως Κέντρου) ματαιούνται για ακατανόητους λόγους». Μέσα σε ένα κλίμα που υπουργός (αρμόδιος μάλιστα) εγκαλεί την κυβέρνησή του για βραδύτητα, χωρίς τουλάχιστον να παραιτηθεί, να σχολιάσει κανείς το ότι πολλές εφημερίδες ζητούν τη βοήθεια της Παναγίας είναι, εν τέλει, υπερβολή. Για παράδειγμα, «Τα Νέα» έχουν τίτλο «H Παναγιά στήριγμα στις συμφορές» και «Το Βήμα» πρωτοσέλιδο σχόλιο όπου σημειώνει ότι «ο ελληνικός λαός, εορτάζων σήμερα την ημέραν της Παναγίας, επικαλείται γονυπετής την μεσολάβησίν Της διά να σταματήση ο σεισμός…».

* H κυρία Αθηνά Κακολύρη είναι δημοσιογράφος.

Χαρακτηριστικές μαρτυρίες για όσα συνέβησαν

Ένα σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο «Πορεία προς τον 21ο αιώνα». Δημοσιεύτηκε στο kefalonitis.com:

«Καταστρεπτικοί σεισμοί εις Ιθάκην, Κεφαλληνίαν και Λευκάδα. Αι δονήσεις συνεκλόνισαν την περιοχήν και ενέσπειραν τον πανικόν με θύματα 1 νεκρόν, 27 τραυματίας και καταρρεύσεις εκατοντάδων οικιών. Ηρχισεν η αποστολή ενισχύσεων εις τους σεισμοπλήκτους – ανεχώρησεν ο κ. Αδαμόπουλος».

Αυτός είναι ο τίτλος του «Βήματος» της Τρίτης 11 Αυγούστου 1953 περιγράφοντας τον σεισμό που έγινε στην ευρύτερη περιοχή του Ιονίου την Κυριακή 9 Αυγούστου, μεγέθους 6,4 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, χωρίς κανείς να γνωρίζει ότι το ίδιο μεσημέρι της δημοσίευσης Αρχισαν να πέφτουν σαν τραπουλόχαρτα το ένα σπίτι μετά το άλλο, με το χώμα και τη σκόνη να έχουν δημιουργήσει ένα τεράστιο σύννεφο πάνω από «τας ωραίας νήσους του Ιονίου πελάγους», όπως ανέφερε ο τότε πρόεδρος της κυβέρνησης στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγου.

Μετά και το τελικό χτύπημα του Eγκέλαδου – 7,2 ρίχτερ – το πρωινό της Τετάρτης 12 Αυγούστου, η Κεφαλλονιά ισοπεδώθηκε ολοκληρωτικά, εκτός από το βόρειο τμήμα της.

Μαρτυρίες από το μεγάλο σεισμό

«Την ημέρα του μεγάλου σεισμού είχαμε πάει σε ένα χωράφι με ελιές για να μην είμαστε μέσα στα σπίτια. Ήταν και πολύς κόσμος εκεί, οικογένειες που φοβόντουσαν αφού είχαν γίνει και οι προηγούμενοι σεισμοί» αναφέρει στο «Βήμα» η κυρία Αθηνά Περδίκη, κάτοικος Ληξουρίου. «Μετά τον σεισμό δεν βλέπαμε τίποτε μπροστά μας, υπήρχε παντού χώμα, όλα τα σπίτια είχαν γκρεμιστεί».

«Είχαμε στήσει μια σκηνή σε ένα οικόπεδο απέναντι από το πατρικό μας για κάθε ενδεχόμενο και ξαφνικά βλέπουμε το σπίτι μας να γκρεμίζεται» αναφέρει με τη σειρά του ο κ. Λάκης Κονταρίνης.

«Ημερόνυκτα αληθινής κολάσεως ζουν οι κάτοικοι των τραγικών νήσων του Ιονίου. Η ερειπωμένη Ζάκυνθος ευρίσκεται από χθες εις τας φλόγας, ενώ αι σεισμικαί δονήσεις συγκλονίζουν την Κεφαλληνίαν και κατακρημνίζουν ό,τι έχει απομείνει όρθιον. Ανυπολόγιστος ο αριθμός των νεκρών και τραυματιών εις τας πληγείσας περιοχάς. Ελικόπτερα των Ηνωμένων Πολιτειών θα ρίψουν τρόφιμα και εφόδια εις τους δοκιμαζομένους κατοίκους». «Νεκροί τραυματίαι, ορφανά και σωρεία ερειπίων: ο τραγικός απολογισμός των σεισμών που επί έξ ολόκληρους ημέρας συνεκλόνισαν την Ιθάκην, την Ζάκυνθον και την Κεφαλληνίαν».

Τίτλοι της 13ης και της 14ης Αυγούστου παρουσιάζουν εύγλωττα τις δραματικές στιγμές.

Ο τελικός απολογισμός αναφέρει πως ο Eγκέλαδος άφησε στο πέρασμά του 871 νεκρούς, περισσότερους από 1.500 τραυματίες και περίπου 150.000 αστέγους και στα τρία νησιά. «Το νερό ήταν σαν βούρκος, υπήρχαν πτώματα παντού, τα οποία τα μετέφεραν σε αυτοσχέδια φορεία» θυμάται ο κ. Κονταρίνης. «Ο πατέρας μου τότε ήταν στον φούρνο και μετά συνήθιζε να πηγαίνει σε ένα ταβερνάκι· εκείνη τη μέρα άργησε πολύ. Οταν ήρθε να μας βρει, ήταν γεμάτος αίματα» περιγράφει η κυρία Περδίκη.

Πάγωσε το αίμα

«Ήταν μετά τις 9 το πρωί. Μία ανατριχιαστική βοή έρχεται από τα έγκατα της γης. Σου παγώνει το αίμα, σε παραλύει. Μετά κολλητά μια ισχυρή δόνηση ταράζει τα πάντα. Σεισμός. Δεν είχα ακούσει άλλη φορά τη λέξη δεν ήξερα ότι η γη συγκλονίζεται.

Ο πατέρας πετιέται μερικά μέτρα έξω από το σπίτι, γυρίζει προς την ανατολή, κάνει έντονα το σημείο του σταυρού και αναφωνεί: Παναγιά,βοήθεια, Παναγιά βοήθεια.

Ήδη η δόνηση έχει σταματήσει. Μακριά ακούγονται φωνές ανθρώπων τρομαγμένες. Η μάνα μου είναι τρομαγμένη αλλά συνεχίζει το μαγείρεμα με ξύλα σε μια γωνιά του σπιτιού. Περιμένουμε και την επίσκεψη κάποιου φίλου. Θα ρθει άραγε ή φοβήθηκε από το σεισμό; Το κακό έχει περάσει. Το σπιτάκι άντεξε, κάποια σημάδια στους τοίχους. Μακριά ακούγονται καμπάνες να χτυπούν. Η εκκλησία του Κεχριώνα απόλυσε.

Ησυχία παντού και ζέστη….

Ο δεύτερος μεγάλος σεισμός έγινε την Τρίτη 11 Αυγούστου τα χαράματα. Εκείνη την ώρα κοιμόμουν στρωματσάδα στο αλώνι και η δόνηση δεν έχει καταγραφεί στη μνήμη μου. Όταν ξύπνησα κάπως ακούω τους γονείς μου να συζητούν. Η φωνή τους φτάνει ταραγμένη. Σε λίγο σηκώνομαι όρθιος. Το βλέμμα μου πέφτει αμέσως στο μικρό μας σπίτι. Βλέπω ένα σωρό πέτρες και πάνω στο σωρό καθιστή η καλαμένια σκεπή με τα κεραμίδια σκορπισμένα. Τα χάνω και βγάζω φωνή σπαραγμού: “Ω,το σπιτάκι μας γκρεμίστηκε” και με παίρνουν τα κλάματα.

Έτρεξα στους γονείς μου. Τότε έμαθα και άλλα φοβερά. Όταν ακούστηκε η βοή που προηγείται της δόνησης, η μάνα μου όρμησε μέσα στο σπιτάκι και πήρε από το κρεβάτι και άρπαξε τον Διονύση. Μόλις έβγαινε, ένα κεραμίδι έπεσε στην πλάτη της και αμέσως το σπιτάκι σωριάστηκε. Το κρεβάτι που κοιμόταν ο Διονύσης καταπλακώθηκε από πέτρες και παραμορφώθηκε οικτρά. Ο Διονύσης γλίτωσε από 1 δευτερόλεπτο.

“- Μεμά, είπε ο πατέρας να πας στο Ληξούρι να δεις τι έγινε το σπίτι. Πρόσεξε όμως, να πηγαίνεις μακριά από τα σπίτια γιατί μπορεί να γίνει νέος σεισμός”.

Όταν έπειτα από ώρα γύρισε ο Μεμάς μας είπε ότι το σπίτι άντεξε, κάποια κεραμίδια έπεσαν και μερικές ρωγμές στους τοίχους. Το σπίτι αυτό ήταν παλιό και μεγάλο και ο πατέρας φοβόταν πολύ….

Την Τρίτη 11 Αυγούστου μπορεί να μην έγιναν μεγάλες ζημιές, αλλά ο φόβος είχε φωλιάσει στις καρδιές όλων. Όλοι φοβόντουσαν τα χειρότερα.

Ξημερώνει η 12η Αυγούστου 1953, μέρα μεγάλου πόνου και ολέθρου. Από το πρωϊ ξεκινήσαμε όλοι για τη δουλειά. Πηγαίνουμε στου Κοσμετάτου για να τρυγήσουμε τη σταφίδα. Εγώ έχω ένα σίκλο,τον γεμίζω σταφίδες τον φορτώνω στην πλάτη και έρχομαι μετά στο αλώνι και τις απλώνω για να λιαστούν.

Η μέρα είναι συγκλονιστική. Κάθε 5 λεπτά κάνει σεισμό. Η μάνα μου που είχε εξαιρετική ευαισθησία καταλάβαινε τη βοή πρώτη και φώναζε με τρόμο «σεισμός». Είχες την αίσθηση πως κάθεσαι πάνω σε καζάνι που βράζει, έτοιμο να εκραγεί.

Μα και να ήθελες να μείνεις μέσα σε σπίτι, ήταν αδύνατο μέσα στο συνεχές βουητό και ταρακούνημα.

Ο κόσμος όλος σχεδόν είχε ξεχυθεί στα χωράφια.

Γύρω στις 10 το πρωϊ, ενώ ο εφιάλτης συνεχίζεται, ο πατέρας λέει:

“Πάμε να φύγουμε, σήμερα θα γίνει κακό, πάμε πάνω στου Φώτη”.

Ο θείος μου ο Φώτης έμεινε λίγο πιο πέρα στην αρχή του λόφου. Ο πατέρας μου, προφανώς φοβόταν κάποιο τσουνάμι και γι’ αυτό μιλούσε για μετακίνηση πιο ψηλά. Η θάλασσα είναι ακίνητη και ο ήλιος καίει.

Ο πατέρας είπε στη μάνα να φτιάξει μια σαλάτα για να μην είμαστε νηστικοί και μετά ξεκινάμε για του Φώτη. Η μάνα έφτιαξε μια σαλάτα ντομάτες και την έβαλε πάνω στα χόρτα, χάμω. Κυκλικά κάθισε όλη η οικογένεια για να κολατσίσει. Εγώ, μικροσκοπικός καθώς ήμουν κάθισα πάνω σε μια πέτρα. Είχαμε πάρει τις πρώτες μπουκιές όταν αρχίζει η συντέλεια. Νιώθω τον εαυτό μου να κυλάει στο χώμα σαν βαρελάκι. Στιγμιαία, φοβάμαι μην χτυπήσω στην πέτρα και φέρνω τα χέρια στο κεφάλι. Περιμένω να σταματήσει το κακό αλλά συνεχίζεται, τα δευτερόλεπτα μοιάζουν χρόνια….

Όταν συνέρχομαι βλέπω το πιάτο με τη σαλάτα αναποδογυρισμένο και το λάδι χυμένο στο χώμα. Βλέπω βράχια να πέφτουν από το βουνό κοντά στο Σωτήρα στη θάλασσα. Βλέπω τη θάλασσα να αφρίζει στην περιοχή από την πτώση των βράχων και να τινάζεται στα μισουράνια. Βλέπω ένα άσπρο σύννεφο σκόνης να έχει καλύψει τα χωριά της Θηνιάς κατά μήκος. Το μουλάρι που ήταν λίγο πιο πέρα έχει αφηνιάσει και σηκώνεται στα πίσω πόδια και βγάζει κραυγές τρόμου. Πιο πέρα τα σκυλιά αλυχτούν. Ακούγονται λόγια ανθρώπων ακατάληπτα. Το φως του ήλιου έχει θολώσει ίσως από τις σκόνες, η θάλασσα στέκει ακίνητη.

Σε λίγο ο πατέρας θα πει:

“Aυτό ήταν, δεν έμεινε τίποτα, γίναμε νοικοκυραίοι…”

Ο Μεμάς πήγε στο Ληξούρι για να κάνει αυτοψία. Όταν επέστρεψε είχε μορφή ανθρώπου που γύρισε από την κόλαση.

“Δεν έμεινε τίποτε πατέρα, το σπίτι διαλύθηκε, μόνο το κομό φαίνεται να γλίτωσε σε μια γωνία, όλα τα σπίτια έπεσαν, η Παναγία έπεσε…”.

Είπε όμως και άλλα πιο τραγικά:

“Είδα τον γείτονα το Θάνο να κουβαλάει το νεκρό παιδί του τον Μπάμπη στην πλάτη και να πηγαίνει να το θάψει. Ο συγγενής μας ο Νιόνιος ο φούρναρης πλακώθηκε και άφησε την τελευταία πνοή μέσα στο φούρνο. η Χρυσάνθη …έκλαψα πολύ γιατί τους γνώριζα όλους… ιδίως ο Μπάμπης ήταν φίλος μου και έμενε στο διπλανό σπίτι. Το βράδυ κοιμηθήκαμε τυλιγμένοι σε ένα πανί που είχαμε για τις ελιές…”.

Την άλλη μέρα ήρθαν από τη θάλασσα ναύτες και αξιωματικοί Άγγλοι. Μας έδωσαν κονσέρβες κρέατος και καλαμποκιού και γάλατα εβαπορέ. Εξηγούν στις γυναίκες με νοήματα πως να φτιάξουν το γάλα. Ήρθαν και άλλοι και βοήθησαν ξένοι και Έλληνες. τις επόμενες μέρες. Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όσους μας συμπαραστάθηκαν…».

Μαρτυρία Μπάμπη Γαλανού, δημοσιεύτηκε στο inkefalonia

Eικόνα από inkefalonia

«Η ζωή από κείνη τη στιγμή άλλαξε για όλο τον κόσμο. Οι άνθρωποι αλάλιασαν, άλλοι γινήκανε αλλόφρονες, άλλοι έχασαν τον εαυτό τους. Δεν ήταν τίποτα όπως πρώτα, ούτε μέσα μας, ούτε όξου μας, μήτε στις συμπεριφορές μας. Ο φόβος στην προσμονή του χειρότερου είχε κυριαρχήσει. Τόβλεπες στη φύση στα ζώντανά παντού. Η αποφυγή των στενών δρόμων και η προτίμηση των ανοιχτών χώρων, ήτανε κυριαρχούν συναίσθημα. Κατήντησε κουβεντιάζοντας να παπαγαλίζουμε τα ίδια και τα ίδια, γίναμε ειδικοί, μιλούσαμε γιατί έπρεπε να μιλούμε, κι όχι γιατί γνωρίζαμε τι λέγαμε. Είμαστε σε παραλογισμό. Οι ζημιές στην πόλη σημαντικές. Η πολιτεία είχε στείλει έναν Υπουργό για μια πρώτη εκτίμηση της κατάστασης. Μα καταστροφές είχαν γίνει και σε άλλα κομμάτια του νησιού, Ιθάκη και Σάμη και Εληό και Παλική».

20 ζωντανές μαρτυρίες για τη σεισμοπυρκαγιά του 1953 στη Ζάκυνθο

Η Διονυσία Μούσουρα είχε προσεγγίσει φίλους και άλλα άτομα μέσω διαδικτύου ή τηλεφώνου προκειμένου να αποσπάσει μαρτυρίες σε σχέση με τη σεισμοπυρκαγιά της Ζακύνθου.

Η ίδια τους έθεσε το εξής ερώτημα: Πού και πώς σας βρήκε ο Μεγάλος Σεισμός;

Τελικώς συμμετείχαν 20 άτομα, ηλικίας σήμερα μέχρι 94 ετών! Τα κείμενα που έλαβε δημοσιεύτηκαν ακριβώς όπως της τα έστειλαν/υπαγόρευσαν. Φυσικά τα επιμελήθηκε, διορθώνοντας, τυχόν ορθογραφικά, συντακτικά και εκφραστικά λάθη. Για τυχόν ιστορικές ανακρίβειες, ευθύνονται οι ίδιοι, καθόσον η κ. Μούσουρα, σεβόμενη την προσπάθεια τους, δεν άλλαξε τίποτα από το κείμενο.

Ιδού οι μαρτυρίες, με τη σειρά που το κάθε κείμενο έφτανε στα χέρια της και όπως αυτές δημοσιεύτηκαν τη Δευτέρα 12 Αυγούστου 2019 στο nyxthimeron.com:

Ουρανία Κοτσώνη Γιαννούλη, ετών 94

Ήμουν 28 χρονών περίπου το 1953.

Αυτά που συγκράτησε μέχρι σήμερα η μνήμη, είναι ότι εκείνο το πρωινό, είχαμε κατεβεί στην Πλατεία Ρούγα, (μέναμε στη χώρα), και σουλατσάραμε γύρω κάνοντας βόλτες!

Με τον φοβερό σεισμό, τρομοκρατηθήκαμε όλοι κι όσοι βρεθήκαμε εκεί γνωστοί και άγνωστοι, τραβήξαμε προς το ψήλωμα πολύ φοβισμένοι.

Θυμάμαι ακόμα, πως όταν ηρέμησαν κάπως τα πράγματα, κατεβήκαμε πάλι όλοι όσοι είμαστε στο Ψήλωμα και βαδίσαμε προς το Λιμάνι!

Μαρία Σιδηροκαστρίτη

Στα χωριά το 53 δεν έπαθαν τις καταστροφές της χώρας. Ναι μεν έπαθαν ρωγμές τα σπίτια τους αλλά δεν γκρεμίστηκαν. Το πατρικό μου υπάρχει ακόμη και είναι η αποθήκη του σπιτιού.

Την μεγάλη ζημιά στα πέτρινα σπίτια τότε την έκανε η στέγη που τα ξύλα της (μπουντουνάρια) κτυπούσαν σαν σφυριά τις γωνίες των σπιτιών.

Η μάνα μου, μου είχε πει πως ήταν στην αυλή και ξεσπύριζαν κουκούτσες από καλαμπόκι όλοι μαζί. Το σπίτι αυτό δεν κατοικήθηκε άλλο. Ο πατέρας μου έφτιαξε μια μπαράκα και μετά το σπίτι της αρωγής που ήταν μεγάλο διότι χρησιμοποίησε δύο αρωγές. Την δική του και του πατέρα του.

Είχα ακούσει πως ένας θείος της μάνας μου κουβαλούσε με το κάρο από το Λουντζέικο της χώρας στη Σαρακίνα τα βιβλία τους.

Με είχαν σε γυάλα και ποτέ δεν έλεγαν δυσάρεστα γεγονότα μπροστά μου! Πήγα 18 χρονών για να μάθω κάποια πράγματα.

Διονύσιος Μούσουρας, ετών 72

1953 Αύγουστος, Μπόχαλη.

Ήμουν μόνο 6 χρονών, αλλά κάποιες θύμησες δεν ξεχνιούνται!

Γιος του παπά Σπύρου Μούσουρα, που ήταν εφημέριος στην Χρυσοπηγή στην Μπόχαλη.Μέναμε στο «κελί του παπά», οίκημα, συνεχόμενο της εκκλησίας, όπου κατοικούσε ο εκάστοτε εφημέριος.Το σπίτι πολύ παλιό βέβαια αλλά σε πολύ καλή κατάσταση, ευρύχωρο και όλα τα μπροστινά παράθυρα, έβλεπαν προς τη χώρα, με μοναδική θέα!

Εκείνο το πρωινό, της 11ης Αυγούστου, ήμουν μόνος γιατί οι αδελφές μου Μαντούλα και Σούλα είχαν πάει στο Μπανάτο αποβραδίς με την Νόνα μας την Αντριάνα. (Μετέπειτα έμαθα πως ήρθε και τις πήρε η Νόνα ώστε η Μαμά μου να μπορεί να φροντίζει εμένα που ήμουν μικρός και νάχει το νου της μην συμβεί τίποτα χειρότερο, γιατί υπήρχε μεγάλος φόβος στον κόσμο), έτσι είχα καβαλήσει μία καρέκλα για να παίξω κάνοντας την αλογάκι στο στενό ανάμεσα από το σπίτι μας και το σπίτι του Χλούμπα.

Ξαφνικά, γύρω στις 11, 11 και κάτι η ώρα, άρχισα να τραντάζομαι στην καρέκλα-αλογάκι, χωρίς εγώ να κουνιέμαι τόσο πολύ και μία βουή που χαλούσε ο κόσμος. Ακούω τις καμπάνες της Χρυσοπηγής να χτυπούν δυνατά μόνες τους! Κοιτάζω γύρω και βλέπω να γκρεμίζεται το Καμπαναρίο, να γκρεμίζεται το σπίτι μας και τον παπάκη μου έξαλλο από αγωνία και φόβο να με αρπάζει απότομα και να με πετάει κάτω από τον χαμηλό όχτο στο λιοστάσι του Χλούμπα όπου έπεσα στα μαλακά. Μου φωνάζει μέσα στο χαλασμό ο παπάκης μου «πήγαινε πιο κάτω. Πάω για την μάνα σου.»

Τα ‘χασα, δεν ήξερα τι συμβαίνει, δεν είχα ιδέα τι είναι ο σεισμός! Μετά από λίγο ήρθε η μαμά μου κατατρομαγμένη, μ άρπαξε στην αγκαλιά της και με φιλούσε και σχεδόν όλοι μας οι Μποχαλιώτες πήγαμε σε ένα Χωράφι που δεν είχε σπίτια γύρω, απέναντι από το σπίτι του Λάτα, όπως ανεβαίνουμε στην στροφή. Ο παπάκης μου ζήτησε από όλους να γονατίσουμε, γονατίζει με ευλάβεια κι εκείνος και άρχισε να διαβάζει παράκληση και να να δέεται και να προσευχόμαστε όλοι μαζί στον Θεό για να σταματήσει το κακό!

Λίγες ώρες αργότερα που κόπασε κάπως το δυνατό κούνημα, ξεθαρρέψαμε και πήγαμε πηδώντας μέσα στα χαλάσματα από τα γκρεμισμένα σπίτια, μπροστά στα γκρεμισμένα μουράγια της Χρυσοπηγής.

Αυτό που αντίκρισαν τα παιδικά μου μάτια ήταν φοβερό! Βλέπαμε την φωτιά στην Χώρα από άκρη σε άκρη και ακούγαμε τις σπαρακτικές φωνές από τους φυλακισμένους: «Βγάλτε μας έξω», φώναζαν απεγνωσμένα. (

Οι Φυλακές ήταν σχεδόν κάτω από την Μπόχαλη και ακούγονταν οι απελπισμένες και οργισμένες φωνές των εγκλωβισμένων).

Εκείνο το βράδυ και για πολλά ακόμα, διανυκτερεύαμε στο χωράφι όλοι μαζί. Αργότερα, μας μοίρασαν Σκηνές και οι περισσότεροι Μποχαλιώτες κατασκηνώσαμε μέσα στο πολύ μεγάλο Περιβόλι του Γιάγκου του Λάτα που ευγενώς προσφερόμενος, μας παραχώρησε και ο οποίος λίγα χρόνια αργότερα, παντρεύτηκε την μεγάλη μου αδελφή την Μαντούλα.

Ανδρέας Πολυκαλάς, ετών 79

Το πρωινό της 12ης Αυγούστου του 1953, βρέθηκα με την Μητέρα μου και τον αδελφό μου, (ο πατέρας μου πήγε στο μαγαζί, ήταν κουρέας),στο σπίτι της θείας μου της Ιωάννας που βρισκόταν ακριβώς στην Πλατεία του Α. Παύλου, δίπλα από την εκκλησία.

Το σπίτι, μονώροφο, ήταν σχετικά νεόδμητο κι εκτός από τη θεία μου ήταν εκεί και οι δύο της κόρες Κάκια και Πόπη. Συζητούσαμε αμέριμνα όταν γύρω στις 11.30 ακούσαμε ένα φοβερό υπόκωφο βουητό που από τον ήχο του έδειχνε τι θα επακολουθούσε.

Αγκαλιαστήκαμε τρομαγμένοι και σταθήκαμε στη μέση του δωματίου. Το σπίτι έτρεμε ολόκληρο και μετακινείτο αριστερά, δεξιά πάνω και κάτω λες και αόρατο γιγαντιαίο χέρι το έχει πιάσει από κάτω και το τινάζει στον αέρα! Απ΄ έξω ακουγόταν ο ορυμαγδός των κτιρίων που κατέρρεαν. Ξαφνικά διαπιστώνουμε ότι μέρος ενός τοίχου του σπιτιού γκρεμιζόταν.

Διαπιστώνουμε, επίσης, ότι η εξωτερική μαρμάρινη σκάλα του σπιτιού είχε ξεκολλήσει από τον τοίχο αλλά δεν είχε γκρεμιστεί. Όταν κάποια στιγμή σταμάτησε το κούνημα, βγήκαμε με φόβο στο μπαλκόνι για να δούμε τι γίνεται έξω! Φοβερό το θέαμα, τα σπίτια γκρεμισμένα γύρω κι η επιφάνεια του δρόμου είχε ανέβει τουλάχιστον δυο μέτρα από τα χαλάσματα γκρεμισμένων σπιτιών. Με μεγάλη δυσκολία καταφέραμε να βγούμε έξω και δρασκελίζοντας τα μπάζα κατορθώσαμε να φτάσουμε στο πλάτωμα του Α. Παύλου όπου είχε συγκεντρωθεί πολύς κόσμος φοβισμένοι και τρομοκρατημένοι όλοι.

Πολλοί ήταν τραυματισμένοι γεμάτοι αίματα πονούσαν ζητούσαν βοήθεια και έτρεχαν. Κάποιος κρατούσε αγκαλιά ένα μικρό αγόρι που έκλαιγε γοερά, τα ποδαράκια του ήταν τυλιγμένα σε μια φλοκάτη πετσέτα που ήταν πλημμυρισμένη στα αίματα! Με μεγάλη δυσκολία ξανά, προσπαθήσαμε να φύγουμε από το Καντούνι του Αγίου Ιωάννη των Λογοθετών για την παραλία. Μετά από αρκετή ώρα με τη γη να κουνιέται κάθε 2-3 λεπτά από σεισμούς που όλο γκρέμιζαν και κάτι, η θεία με τα κορίτσια κάνανε γιουρούσι για να βγούνε στα Καμίνια. Εμείς πάλι, με παρόμοιο τρόπο, γιατί δεν υπήρχαν πια ούτε δρόμοι ούτε Καντούνια, μόνο ερείπια που έφταναν πολύ ψηλά, τραβήξαμε για την Στράτα Μαρίνα για να βρούμε τον πατέρα μου. Κάπου εκεί μας βρήκε ο Μεγάλος σεισμός λίγο μετά τις 2! Η χαριστική βολή για το όμορφο νησάκι μας. Άλαλοι πολλοί κι άλλοι ουρλιάζοντας από φόβο κι άλλοι γιατί ήταν χτυπημένοι, τραβήξαμε και μπήκαμε σε μία Μαούνα στην αποβάθρα, για να μην… βουλιάξουμε στη στεριά(!).

Κάποια στιγμή μας βρίσκει ο πατέρας μου που μας έψαχνε κι εκείνος κι ερχόταν από τον δρόμο του Αγίου γιατί προφανώς νόμιζε πως είχαμε μείνει εκεί γύρω στης θείας το σπίτι, μας πήρε από την Μαούνα κι από κει με φόβο και τρόμο γιατί η Παραλία είχε ανοίξει κι έβλεπες από τις χαραμάδες, που μερικές ήταν αρκετά φαρδιές, ν’ ανεβαίνει η θάλασσα. Τραβήξαμε προς τον Άμμο, περάσαμε το ποτάμι, την καμάρα του Α. Λαζάρου και φτάσαμε στο Κυδώνι όπου είχαμε συγγενείς και διανυκτερεύσαμε στα Λιόφτα όλοι μαζί με στρώμα τη γη και σκέπασμα τον ουρανό!

Φυσικά, δεν είχαμε φάει τίποτα όλη μέρα, αλλά ποιος νοιαζόταν για φαΐ, μας βασάνιζε όμως η δίψα. Πηγαίνοντας προς τα εκεί, μπήκαμε σ΄ ένα περιβόλι με καρπούζια, κόψαμε ένα μεγάλο καρπούζι, τραβώντας το, το σπάσαμε σε μια μεγάλη πέτρα και ρουφούσαμε λαίμαργα για να ξεδιψάσουμε…

Παναγιώτης Χιώνης, ετών 53

Δεν είχα γεννηθεί τότε. Αλλά θυμάμαι πολύ έντονα τον Πατέρα μου να μας περιγράφει ακριβώς την συγκεκριμένη στιγμή. Ιδιαίτερα κάθε Αύγουστο μέχρι που έφυγε, θα μας μιλούσε για κείνη την ημέρα. Κάτι σαν Μνημόσυνο στην απερίγραπτη καταστροφή!

Τον έλεγαν Διονύση, και η αφήγηση του, άρχιζε πάντα με τον ίδιο τρόπο:

«Μέναμε στσι Βαρρές. Εκείνη την ημέρα εξεκίνησα αμπονόρα γύρω στις 9.00 να πάω στη χώρα που είχα να κάμω κάτι δουλειές. Φτάνοντας κοντά στην Αγία Αικατερίνη, σχεδόν απέναντι από εκεί που βρίσκεται σήμερα το Δημοτικό Θέατρο με φώναξαν από απέναντι, η Αντριάνα, συγγένισσα και δύο γειτονοπούλες που ήταν εκεί, ε, Νιόνιο φτιάχνουμε καφέ και δεν έχουμε τσιγάρο, έλα να μας δώσεις τσιγάρα και να πιούμε τον καφέ παρέα.

Σταμάτησα και λέω, έχω ένα τσιγάρο μοναχά, περιμένετε λίγο, πάω στη χώρα να πάρω ένα πακέτο και έφτασα. Πράγματι, πετάχτηκα και πήρα τσιγάρα ήπιαμε καφεδάκι, καπνίσαμε, πιάσαμε την πάρλα, κόντευε 11.30 η ώρα, λέω, ας πηγαίνω σιγά-σιγά. Ξεκινάω να φύγω κι αντί να στρίψω για τη χώρα, στρίβω για τση Βαρρές, λέω, άσε τσι δουλειές για αύριο βαριέμαι τώρα μες στη κάψα πού να τρέχω. Δεν είχα φτάσει ούτε μέχρι του Κολαίτη, καμιά 150 μέτρα πιο κάτου που με βρήκε το κακό! Έφυγε η γης από τα πόδια μου κι από την άκρη του δρόμου που ήμουνα με πέταξε στη μέση!

Ακούω κάποια στιγμή μια δυνατή φωνή από πίσω που ακλουθούσαν δυο άλλοι, δεν τους γνώριζα, «Αεροπορία», (το σήμα κινδύνου του στρατού να πέσουμε κάτου μπρούμητα προστατεύοντας το κεφάλι με τα χέρια). Ενστικτωδώς, πέφτω χάμου. Νάναι καλά οι άνθρωποι γιατί όπως εχοροπήδαε η γης και με πέταγε, θα σκοτωνόμουνα. Η γης ετιναζότανε σαν άγριο άλογο.

Όταν σταμάτησε κάποια στιγμή το κακό, σηκώθηκα με δυσκολία, ετήραγα γύρω μου κατά τη χώρα και δεν έγλεπα τίποτα! Ένα μαύρο σύννεφο από πηχτό μπουχό είχε σκεπάσει τα πάντα. Από απέναντι στο Σκοπό, όμως, έγλεπα με τρόμο να ξεκολλάνε όχι αγκωνάρια, αλλά ολόκληροι βράχοι, να πέφτουνε με φόρα στη θάλασσα και να σηκώνουν συντριβάνια μέχρι τον ουρανό!

Με το ζόρι διέκρινα γκρεμισμένα σπίτια και χαλάσματα ουλούθες. Από όπου επέρναγα, ρημάδια ούλα, δεν είχε μείνει σπίτι, λεσία, πορτόνι. Βιβλική καταστροφή.

Κάποτε μέσα από ερείπια, πότε προβατώντας πότε σκοντάφτοντας ή σαρτένοντας κατάφερα να φτάσω στο σπίτι μας. Πάρα δίπλα η Πετροπουλάκαινα, η μάνα τση Αντριάνας που ήπιαμε καφέ, να έχει πλακωθεί από το σπίτι τσης και να ουρλιάζει βοήθεια.

Άρχισα να φωνάζω για βοήθεια τσου γειτόνους κι όποιους ήτανε ορθοί, κουνήσαμε με μεγάλο κόπο και προσπάθεια τα αγκωνάρια και τα υπόλοιπα και καταφέραμε να την βγάλουμε όξω και να γλιτώσει. Ετούτα εσυμβήκανε εκείνη την καταραμένη μέρα και να χρωστάτε χάρη στση κοπέλες γιατί αν δεν μου φωνάζανε να πιούμε καφέ εσείς θα είχατε μείνει ορφανά!

Αφήστε με τώρα, δεν μπορώ να μιλώ άλλο για κείνη τη συμφορά».

Ιουστίνη Θ., ετών 84

Ήμουν 18 χρονών. Το μεγάλο κακό με βρήκε στη χώρα. Ήμουν στο σπίτι της θείας μου της Αθηνάς που έμεναν στον Α. Παύλο. Πεταχτήκαμε όλοι τρομαγμένοι και τρεκλίζοντας από το συνεχές κούνημα έξω ενώ τα σπίτια γκρεμιζόταν γύρω μας, τρομάξαμε να ανοίξουμε την εξώπορτα γιατί κατέρρεαν συνεχώς όλα και είχε φρακάρει. Ο γείτονας ο Χαραχάλιος μόλις είχε γυρίσει φορτωμένος με ψώνια δεν πρόλαβε να κάνει δυο βήματα, τον πλάκωσαν τα χαλάσματα κι άρχισε να ουρλιάζει. Αλλά τα ουρλιαχτά του κράτησαν πολύ λίγο, ακαριαίος θάνατος.

Πατώντας επάνω σε χαλάσματα, σε σκοτωμένους και μισοπλακωμένους που φώναζαν βοήθεια προσπαθήσαμε να προχωρήσουμε. Πέφτει μια μεγάλη σανίδα πάνω μου, μου σχίζει το πόδι, χάνω τα παπούτσια μου, με σηκώνουν ο μπάρμπας κι η θεία και πιασμένοι σφιχτά όλοι από το χέρι ιδιαίτερα με τον Τάκη το γιο τους που ήταν μικρός για να μη χαθούμε και με τον μπουχό από τα χαλάσματα να μας στραβώνει, προσπαθούμε να προχωρήσουμε προς τον Άγιο Λάζαρο. Να βγούμε έξω από τη χώρα και τον χαλασμό και να τραβήξουμε για τον Καλλιπάδο, το χωριό μου.

Θα πρέπει να μας πήρε πάνω από δυο ώρες, μισόγυμνοι, ξυπόλητοι, με τον τρόμο στην καρδιά και τους απανωτούς σεισμούς για να φτάσουμε.

Η Μάνα μου πάνω στη ράχη, στο ξάγναντο να κοιτάζει κλαίγοντας προς το δρόμο με αγωνία. Θρήνος και οδυρμός και ερείπια παντού…

Αντωνία Στεριώτη, ετών 81

Ήμουν 15 χρονών Μέναμε στον Άγιο Δημήτρη, σ΄ ένα λοφίσκο. Αλαφιαστήκαμε με τον σεισμό τον μεγάλο, τρέξαμε έξω όσο πιο ψηλά μπορούσαμε.

Ξαφνικά άκουσα τη Μάνα μου να ουρλιάζει… Ο Σαράντης, ο Σαράντης… είναι κατάκοιτος δεν μπορεί να βγει. Ήταν ο αδελφός του συχωρεμένου του Πατέρα μου. Με κίνδυνο γιατί το σπίτι είχε μισογκρεμιστεί κι η γη σειόταν διαρκώς, μπήκαν μέσα με τον πατριό μου και με μεγάλη δυσκολία τον έκαναν συρτόν και τον έβγαλαν έξω.

Το άλογό μας, η γίδα και μια γελάδα που ήταν δεμένα, έκοψαν κι έτρεχαν σαν παλαβά γύρω χλιμιντρίζοντας και βελάζοντας και τα δύο σκυλιά ούρλιαζαν λυπητερά.

Όσο έπαιρνε το μάτι, ίδιες σκηνές παντού, χαλασμός Κυρίου! Έτρεχαν όλοι μέσα-έξω φωνάζοντας και ψάχνοντας για τους ανθρώπους τους. Πατούσαν σε γυαλιά και άλλα αιχμηρά και πληγώνονταν μα δεν σταματούσαν.

Όπως πεταχτήκαμε σχεδόν μισόγυμνοι όλοι, πέφταμε πάνω σε ξερά χόρτα που μας αγκύλωναν, γιατί η γη γύρω μας είχε σκιστεί και φοβόμαστε να πατήσουμε εκεί πως θα ανοίξει περισσότερο και θα μας καταπιεί.

Πιο θλιβερή θύμηση για κείνη την ημέρα, ότι από το Λόφο, αγναντεύαμε το Γερακαρίο και το Μπελούσι κι όσο έφτανε το μάτι, βλέπαμε μόνο καταστροφές και αυτές με το ζόρι γιατί όλα ήταν σκεπασμένα από σεντόνι όχι απλά σκόνη, αλλά μπουχό! Όμως, αντίκρυσα την εκκλησία της Α. Παρασκευής στο Άνω Γερακαρίο να γίνεται ένας σωρός από ερείπια κι αυτή η εικόνα με ακολουθεί μέχρι σήμερα!

Γεώργιος Τ., ετών 82

Ο μεγάλος σεισμός, με βρήκε πάνω στην διώροφη, καλαμένια καλύβα που είχαμε φτιάξει για το Καλοκαίρι, με τον γείτονα και φίλο Μπάμπη, 16-17 χρονών και οι δύο.

Τρομοκρατηθήκαμε και κρατιόμαστε γερά από όπου μπορούσαμε για να μην πέσουμε. Βλέπαμε με τρόμο απέναντι από το Βουνό του Άη Πέτρου να ξεκολλάνε ολόκληροι βράχοι και να κατρακυλάνε κάτω με ορμή σηκώνοντας μαύρη σκόνη που σκέπαζε τον τόπο και δεν βλέπαμε μπροστά μας.

Κάποια στιγμή βλέπω το σπίτι μας καμιά 20ριά μέτρα από την Καλύβα να σωριάζεται σε ερείπια κι ο τοίχος της κουζίνας, που απέξω κοιμότανε ο Περδίκης το σκυλί μας για να δροσίζεται, να πέφτει επάνω του και να το σκοτώνει….

Τρέξαμε κάτω φοβισμένοι, όλοι οι γειτόνοι είχαν βγει έξω τρέμοντας από φόβο, τα σκυλιά γύρω αλιχτάγανε θρηνητικά, σου έκανε κακό να τα ακούς. Ο Μπάμπης έτρεξε σπίτι του κι εγώ θυμήθηκα πως η Μάνα μου με την γειτόνισσα την Αθηνά είχαν πάει «πίσω», στις Ελιές, όπως το λέγαμε, να πλύνουν. Λιγοστό το νερό στο χωριό κι εκεί είχαμε δύο πηγάδια.

Ήρθε κι ο Μπάμπης μαζί, τις βρήκαμε να κάθονται χάμου πολύ τρομαγμένες γιατί εκτός από τον σεισμό, από την πέτρινη λιθία (φράχτη), είχε βγει τρομαγμένο ένα μεγάλο φίδι κι αυτές είχαν παγώσει… Πάρα πέρα, δεμένη η Γαϊδούρα ανήσυχη γκάριζε συνέχεια. Φορτώσαμε την μπουγάδα και πήραμε το δρόμο για το χωριό.

Απ΄ όπου περνούσαμε άνθρωποι έξω θρηνούσαν τα γκρεμισμένα τους σπίτια κι έψαχναν για τους δικούς τους.

Διονύσης Κουτσουβέλης, ετών 76

Το πρωί της 12ης Αυγούστου 53 μας βρήκε τη μητέρα μου με τέσσερα παιδιά, τη γιαγιά μου και τη θεία μου (έλειπε ο πατέρας μου σε κάποιο χωριό για δουλειά) με τη σκεπή του σπιτιού να έχει σταθεί στη τετράφυλλη ντουλάπα και να γλιτώσουμε από την πλήρη κατάρρευση της σκεπής και ενδεχόμενη καταπλάκωση μας. Με μεγάλη γενναιότητα η μητέρα μου μας κατεβάζει από την εσωτερική ξύλινη σκάλα στα δέντρα του Άμμου, όπου πλήθος κόσμου φώναζε είτε για απώλειες προσφιλών προσώπων λόγω τραυματισμών! Ατμόσφαιρα κόλασης! Στις 11:30 το πρωινό πάντα της ίδιας ημέρας σείεται το νησί με 7,3 ρίχτερ και δημιουργούνται πρώτες επιτροπές με μεγάλη συνεισφορά των Προσκόπων Ζακύνθου, για την τακτοποίηση του αλλόφρονος πλήθους!!Πολλοί βρήκαμε καταφύγιο στο Σχολείο Επειδή είχε αντισεισμική κατασκευή περιμένοντας περαιτέρω οδηγίες. Βέβαια μιλάμε για μια δαντική εικόνα. Εκεί στο καντούνι των Λογοθετών όπου υπήρχαν τα μαγέρικα Του Τσιλιώρη, των Λογαραίων και άλλων δούλευαν παρά τα κουνήματα πουλώντας κουκιά, καθώς ήταν νηστεία. Στις 2:30 το μεσημέρι ολοκληρώνεται η βιβλική καταστροφή με σεισμό 7,4 ρίχτερ, οπότε η κατάσταση γίνεται ανεξέλεγκτη ορμούμε όλοι μας προς παραλία διότι σηκώνεται ένας μπουχός από τη σκόνη των και ταυτόχρονα ισοπεδώνεται όλη η πόλη ενώ από τα μαγέρικα της Λογοθετών πιάνει η μεγάλη πυρκαγιά. Εμείς, ως οικογένεια ακολουθούσαμε το άλλο έξαλλο πλήθος με σκοπό την όσο το δυνατόν γρηγορότερη απομάκρυνση μας από την πόλη κατευθυνόμενοι ως συρφετός προς το ποτάμι. Περνώντας από την εκκλησιά του Αγίου μας, δεν θα το ξεχάσω ποτέ βλέπουμε το 32 μέτρων καμπαναριό να κόβεται στη μέση και να γκρεμίζεται κάθετα ανοίγοντας μια τεράστια λούμπα και δεν υπήρξε ούτε ένας τραυματισμός!

Την πρώτη νύχτα διανυκτέρευσης σε μια σκηνή 16 άτομα, δυο οικογένειες. Το τριήμερο της φωτιάς το παρακολουθήσαμε από τη σκηνή. Τα αεροπλάνα μας πετούσαν ψωμί και σε ελαιόλαδο ποδοσφαίρου κάποιοι μαύροι μας έδιναν κονσέρβες και πρόχειρο συσσίτιο. Αυτή η κατάσταση κράτησε δυο εβδομάδες μέχρι να τακτοποιηθούμε σε σκηνές στο συνοικισμό της Παναγούλας!!!

Θεοδώρα Σιδηροκαστρίτη, ετών 84

Παραμονές Δεκαπενταύγουστου, 12 του μηνός. Ένας σεισμός στις 6 το πρωί μας ανησύχησε γιατί το σπίτι του θείου μου στη χώρα έπαθε ρωγμές. Ο πατέρας έφυγε πρωί για να συμπαρασταθεί στον αδερφό του και στην οικογένεια του. Λίγο το κακό όπως μάθαμε και εμείς τα κορίτσια πήραμε το δρόμο για τη χώρα που οπωσδήποτε έπρεπε να στολίσουμε για την επίσημη μέρα που πλησίαζε. Θα πάμε για παπούτσια στου Νικόλα (Μαυραγορίτη τον έλεγαν), πολύ γνωστός στους γονείς μας. Εδιάλεξα ωραία παπούτσια αλλά ήθελα και τη γνώμη της μητέρας όπου θα τα πλήρωνε. Με προθυμία μου έδωσες το παπούτσια, δυο διαφορετικά σχέδια όπου την επόμενη μέρα θα μας έδινε το ταίρι του ενός. Ο κόσμος όμως ήταν τρομαγμένος από τον πρώτο σεισμό και είχαν βγει στους δρόμους. Πέρασε από τα δέντρα του Αγίου και το σχολείο του άμμου όπου ήταν πλημμυρισμένα από πεινασμένο και έντρομο κόσμο. Ο Δήμαρχος τότε, νομίζω ο Τάλμποτ Κεφαλληνός, κυκλοφορούσε με ανοιχτό αυτοκίνητο και προέτρεπε τον κόσμο να επιστρέψει στα σπίτια τους όπου πολλοί υπάκουσαν γιατί δεν είχαν άλλη επιλογή. Εμείς βαδίσαμε βιαστικά για την αφετηρία του λεωφορείου στην πλατεία του Αγίου Λουκά. Ήταν και ο παππούς μαζί μας. Επεριμέναμε ήρεμα το ξεκίνημα, αλλά τι ξεκίνημα. Αρχή ολέθρου. Το λεωφορείο πετούσε πάνω κάτω σαν μια μπάλα και ακούγαμε το καταστροφικό γκρέμισμα των γύρω κτιρίων που τελικά μας εγκλώβισαν. Δεν μπορούσαμε να δούμε τίποτα όταν σταμάτησε η φοβερή δόνηση, ήταν μαυρίλα παντού. Μαύρο σκοτάδι κι ας ήταν μεσημέρι. Έπρεπε να βρούμε τρόπο να διασωθούμε, αλλά πώς; Βουνά από χαλάσματα και σπίτια ισοπεδωμένα. Ο πιο κοντινός δρόμος διαφυγής ήταν να βγούμε στον παραλιακό δρόμο. Αλλά πως; Όταν δεν έχεις άλλη επιλογή για να γλυτώσεις και να επιζήσεις, δεν σκέφτεσαι, μόνο προχωρείς και σκαρφαλώνεις χαλάσματα και σκεπές και αγνοείς τις φωνές για βοήθεια κάτω από τα ισοπεδωμένα κτίρια. Πάντα μαζί με τον παππού μας καταφέραμε και φτάσαμε στον παραλιακό δρόμο δρασκελώντας. Αλλά κι εκεί άλλος κίνδυνος, χάσματα επικίνδυνα. Κάποτε φτάσαμε στη εκκλησία του Αγίου αλλά η μόνη διέξοδος ήταν κάτω από το ετοιμόρροπο καμπαναριό και ο Θεός βοηθός. Ε, προχωρήσατε στον κεντρικό δρόμο που οδηγεί προς Παντοκράτορα-Λιθακιά και ευρεθήκαμε σε γειτονιά κόσμου. Τα χωριά πήραν τους δρόμους, άλλοι με τα πόδια και άλλοι με αυτοκίνητα φορτωμένα με σκαρφαλωμένους ανθρώπους με τις ιαχές της καταστροφής σαν να ήταν πόλεμος. Μεταξύ αυτών ήταν και η μάνα, κλαίγοντας. Μήπως είδατε τον πατέρα σας, ρωτάει απεγνωσμένα. Το σπίτι μας στο Λαγανά είχε καταστραφεί. Ένας τοίχος όρθιος, άλλος έτοιμος να καταρρεύσει, σου έδινε την εντύπωση πως είναι ένα μεγαθήριο να σε καταπιεί. Το βλέπαμε από μακριά. Νομίζαμε πως κάποια άγνωστη δύναμη μπορούσε να μας σκοτώσει. Ύστερα από λίγο ήρθε και ο πατέρας γεμάτος από σκόνη και γρατζουνιές. Ο σεισμός το βρήκε στην πλατεία της Φανερωμένης και όπως μας εξήγησε, αγκαλιάστηκαν με μερικούς άλλους που βρέθηκαν εκεί και τα γκρεμισμένα τους κουκούλωσαν κυριολεκτικά. Ήταν πολύ τυχερός όσο κι εμείς. Πολύ επικίνδυνος όμως ο Λαγανάς για καταποντισμό. Από το Σκοπό έβλεπες να πέφτουν στη θάλασσα κομμάτια του βουνού και να δημιουργούν σιντριβάνια. Μας προέτρεψαν, νομίζω οι αρχές, να βαδίσουμε προς το βουνό, ύστερα από τον μεγάλο σεισμό στις 2.30 περίπου. Πραγματικά, χαριστική βολή. Είχαμε τότε κάτι κυπαρίσσια στο κτήμα και όταν άρχισε το κακό, τα είχαμε αγκαλιάσει και όλοι φωνάζαμε το Κύριε ελέησον. Οι κορυφές τους άγγιζαν τη γη. Δεν έχω την δύναμη να περιγράψω την τρομερή στιγμή, τα λόγια φτωχά για μια τέτοια θεομηνία. Μαζί με πολλούς κατοίκους της περιοχής, πήραμε το δρόμο της ανηφοριάς, σέρνονται καμία κουβέρτα από τις καλύβες. Το βράδυ κοιμηθήκαμε στο αλώνι, οι μετασεισμοί αμέτρητοι και ο πόλεμος των άστρων στην κυριολεξία. Και δεν τελειώνει εδώ. Αρχίζει η ταλαιπωρία της επιβίωσης, πολύ γνωστή στον κοσμάκη.

Νίκη Β., ετών 79

Αποβραδίς του κακού, είχα πάει στο Λυκούδι, (λίγο πιο έξω από το Νεκροταφείο της χώρας), που είχε σπίτι η αδελφή μου με τον άνδρα της. Κοιμηθήκαμε σε μια ωραία Καλύβα επάνω στη Μουριά, που είχε φτιάξει ο γαμπρός μου.

Εκεί μας βρήκε ο πρώτος μικρός σεισμός νωρίς το πρωί, αλλά δεν τρομάξαμε, μείναμε στην καλύβα γιατί έκανε πολλή ζέστη.

Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω το κακό που έγινε γύρω στις 11.30 περίπου! Τιναζόταν η Καλύβα μαζί κι εμείς και ο σεισμός μας πέταγε από τη μίαν άκρη στην άλλη! Προσευχόμαστε όλοι παρακαλώντας τον Άγιο μας και την Παναγία να μας προστατέψει. Κοιτώντας γύρω δεν βλέπαμε τίποτα από την παχιά σκόνη που σκέπαζε τα πάντα. Κάποια στιγμή που σταμάτησε το φοβερό κούνημα βοηθώντας ο ένας τον άλλον, περισσότερο εμένα που ήμουν μικρό κορίτσι 13 ετών, πιανόμαστε από τους Κυπαρισσένιους στύλους της Καλύβας για να κατέβουμε από τη σκάλα σιγά-σιγά.

Ολοζώντανη η μνήμη να βλέπω το γαμπρό μου να χτυπάει με τα χέρια το κεφάλι του βλέποντας το σπίτι του να σωριάζεται σε ερείπια.

Περνούσαν οι ώρες μες στην αναμπουμπούλα και στο φόβο. Όπου και να κοιτάζαμε ερείπια και φωνές από ανθρώπους.

Κάποια στιγμή, ούτε ξέρω πόσες ώρες πέρασαν μέσα στο φόβο και τον τρόμο, βλέπουμε τη Μάνα μου, από το σπίτι μας λίγο πιο πάνω από την Ανάληψη, που δρασκελώντας βουνά από γκρεμισμένα και αγκαλιά με την Εικόνα της κυράς της Υπαπαντής, (Την εικόνα την έχω μέχρι σήμερα), το μόνο που πρόλαβε να αρπάξει από το γκρεμισμένο μας σπίτι, κλαίγοντας, σκονισμένη γεμάτη αγωνία αν ζούμε η αδελφή μου, ο γαμπρός μου κι εγώ να φτάνει κοντά μας. Αγκαλιαστήκαμε και κλαίγαμε πολλή ώρα…

Από αυτό το σημείο και μετά, θολά όλα στη μνήμη. Θυμάμαι μόνο πως για πολλά βράδια κοιμόμαστε εκεί στην ύπαιθρο με 2-3 κουβέρτες που καταφέραμε να βγάλουμε από τα χαλάσματα.

Βαρθαλάκης Βαρθάλης, ετών 73

11 Αυγούστου 1953, ημέρα Τρίτη. Πριν 28 μέρες είχα κλείσει τα 7 χρόνια και περπατούσα στα 8.

Εκείνο το παιδί, ένα παιδί από το βουνό (βουνίσιο), περίμενε με λαχτάρα να “ταξιδεύσει με την μάνα του , σ’ ένα χωριό του κάμπου, το Γερακαριό, μα και τον Καλλιπάδο. Εκεί υπήρχαν συγγενείς και βαφτιστήρα, αντίστοιχα. Πρωί λοιπόν της Τρίτης, (επιστροφή σε πρώτο πρόσωπο), επιβιβαστήκαμε σ’ ένα λεωφορείο (τύφλα να ‘χει). Παληό σαράβαλο φορτηγό μετασκεβασμένο σε “λεωφορείο” με καθίσματα για καμιά 10ρια νοματεους και στο πίσω μέρος ένας ξεχωριστός χώρος (κλούβα) για τις προμήθειες των επιβατών, ενίοτε και για χώρο επιβατών όταν γέμιζε “μέσα”.

Ξεκίνησε λοιπόν για την Χώρα αλλά πιο πάνω από το χωριό σταμάτησε να φορτώσει κατσίκια. Τα κατσίκια ήταν ατίθασα και το ξαφνικό και πολύ έντονο “κούνημα “του λεωφορείου απεδόθη στην ζωηράδα τους.

Ξαναξεκινάει αγκομαχώντας στον καρόδρομο και φτάσαμε μετά από μία ώρα + στον Άγιο Δημήτρη όπου από εκεί με τα πόδια θα πηγαίναμε στον προορισμό μας. Εκεί πληροφορηθήκαμε ότι το κούνημα από τα κατσίκια ήταν σεισμός δυνατός με πιθανόν θύματα.

Φθάσαμε στα συγγενολόγια με μικρούς; σεισμούς στην συνέχεια.Την επόμενη μέρα, Τετάρτη, πάλι με τα πόδια για Καλλιπάδο στους κουμπάρους. Μεσημέρι καθίσαμε για φαγητό μαρίδες με χόρτα και ζεστοφούρνι, που μόλις είχε ξεφουρνίσει η κουμπάρα μας.

Στα μισά του φαγητού αρχίζει ο χορός των δαιμόνων. Αρπάζει ο κουμπάρος τα μικρά παιδιά, (εμένα και τη φιότσα μας), μας βγάζει έξω οι μεγάλοι βγήκαν γρήγορα και τώρα η εικόνα: Η κουζίνα κατέρρευσε.

Γλυτώσαμε τα δεμάτια από τις καλαμιές που είχε ο κουμπάρος ο Παύλος, μέσα στα αλώνια “χορεύαν” τον χορό του Εγκέλαδου “με κύμβαλα και σείστρα”, το άλογο να έχει αφηνιάσει στον στάβλο και ο κουμπάρος να παίρνει το ρίσκο να το βγάλει έξω. Το καταφέρνει. Ξωπίσω του ο στάβλος καταρρέει. Γλίτωσαν άλογο και καρολόγος. Είχε κάρο ο κουμπάρος. Όλη αυτή η αλληλουχία συμβάντων μέσα σε 50 δευτερόλεπτα.

Θυμάμαι έναν “τύπο” που πέρναγε από το δρόμο μετά τον σεισμό και είχε πέσει ανάσκελα φασκελώνοντας με χέρια και με πόδια τον Θεό.

Τώρα απ’ εκεί και πέρα κάθε μερικά δευτερόλεπτα η γη έτρεμε. Έβλεπα τη μάνα μου που σταυροκοπιόταν και το ίδιο έκανα κι εγώ, ανακαλύπτοντας ότι όταν σταματούσα το σταυροκόπημα η γη έτρεμε, οπότε δεν σταματούσα να κάνω το σταυρό μου. Βραδύ τώρα 12/8 πληροφορηθήκαμε για την φωτιά στη Χώρα.

Ανεβήκαμε σ’ ένα λοφίσκο και με τρόμο και πίκρα αγναντεύαμε το φοβερό θέαμα της φωτιάς στην Χώρα. Το σταυροκόπημα, σταυροκόπημα. Την επόμενη μέρα ξεκινήσαμε για το Γερακαριό. Θυμάμαι τις χαράδρες που είχαν δημιουργηθεί από το σεισμό στον δρόμο. Φόβος και τρόμος γιατί συναντούσαμε ανθρώπους οι οποίοι φημολογούσαν ότι θα βουλιάξει το νησί. Φαντάσου τώρα την ψυχολογία μου απέναντι σ’ αυτό το πρωτόγνωρο φαινόμενο.

Από το χωριό μου κανένα νέο. Πού τηλέφωνα τότε. Μέναμε κάτω από τις ελιές μέρα -νύχτα για πολλές μέρες. Κάποια μέρα ο μπάρμπας μου ο Σπύρος, γαμβρός του πατέρα μου με “φορτώνει” σ’ ένα γαϊδουράκι και ξεκινάμε για την Εξωχώρα, (το χωριό μου), δια μέσου Λαγκάδας του Φαγιά, μονοπάτι και μετά από 4 ώρες πορείας φθάσαμε για να αντικρίσουμε το σπίτι μας με πολλές ζημιές αλλά ορθό. (Κτίσμα του 1700) και το οποίο υπάρχει ακόμα ανακαινισμένο, σε σοφίτα. Ο πατέρας μου με τις μεγαλύτερες αδελφές μου να μας θεωρούν αγνοούμενους. Σκηνές αγαλλίασης. Μας αφηγήθηκαν και τους αφηγηθήκαμε τα όσα ζήσαμε. Εδώ στο χωριό ήδη είχαν εγκατασταθεί σκηνές από τον στρατό όπου στεγάζονταν από δύο η τρεις οικογένειες ανάλογα με τον αριθμό των μελών. Τα αεροπλάνα έριχναν εφόδια. Νερό, γαλέτες, κονσέρβες, κουβέρτες και άλλα. Εν τω μεταξύ οι δονήσεις εξασθενούσαν, το φθινόπωρο πλησίαζε, ήλθαν τα πρωτοβρόχια, πλημμύρες στις σκηνές, οπότε δειλά-δειλά αρχίσαμε να μπαίνουμε στα τραυματισμένα σπίτια ψάχνοντας “σίγουρα” μέρη για τα κρεβάτια μας. Έτσι και έγινε. Οι μέρες κυλούσαν, αρχίσαμε να προσγειωνόμαστε στην νέα πραγματικότητα η οποία έκανε πολλά χρόνια να γίνει κανονικότητα… Αυτές είναι οι αναμνήσεις του 7χρονου παιδιού από εκείνη την φοβερή περίοδο του Αυγούστου του 1953.

Γιουστίνα Μούσουρα, ετών 90

(Δια χειρός της κόρης της Κατερίνας Μούσουρα- Μπούκη)

Ερχόταν Δεκαπενταύγουστο, της Παναγίας σε λίγες μέρες. Εσύ, Κατερίνα μου, δεν είχες γεννηθεί ακόμα. Ο συχωρεμένος ο Πατέρας σου μου έδωσε λεφτά και μου λέει πήγαινε στη χώρα με την Γκιοβανούλα, να αγοράσετε φουστάνι και παπούτσια καινούρια για της Παναγίας!

Την ετοίμασα, της έβαλα κι ένα ωραίο φιόγκο στα μαλλιά, την πήρα αγκαλιά, ήταν δεν ήταν 2 χρονών, να πάμε στη χώρα να ψωνίσουμε.

Κατεβήκαμε στο δρόμο για να πάρουμε το Λεωφορείο.

Την προηγούμενη μέρα είχε κάνει μεγάλο σεισμό γύρω στις 11 με 11.30 περίπου. Αλλά μας διαβεβαίωναν όλοι πως αυτό ήταν, ξεθύμανε και τώρα θα έχουμε ηρεμία.

Το λεωφορείο ήταν γεμάτο, βρήκα κι άλλους γνωστούς που πήγαιναν στη χώρα για ψώνια! Φτάσαμε, γυρίσαμε στα μαγαζιά, πήρα της Γκιοβανούλας ένα ωραίο χρωματιστό φουστάνι και ωραία άσπρα πεδιλάκια, σαν πεταλουδίτσα ήταν! Της πήρα και ζαχαρωτά κι ήταν πολύ χαρούμενη κι ας είχε ήδη κουραστεί!

Είχε περάσει η ώρα, κόντευε 1.30 και το λεωφορείο θα έφευγε σε λίγο. Έτσι, πήραμε το δρόμο για την Πλατεία του Αγίου Λουκά που ήταν η αφετηρία. Είχαμε φτάσει κάπου κοντά στο Γαϊτάνι, όταν μας βρήκε το μεγάλο κακό! Το λεωφορείο, με τον Κλαψή οδηγό, χοροπηδούσε πάνω στο δρόμο που το πέταξε στην άλλη άκρη κι εμάς μας πέταξε από τα καθίσματα και γινόταν χαμός, κλαίγαμε, φωνάζαμε, προσευχόμαστε όλοι φοβισμένοι. Κρατούσα το παιδί σφιχτά στην αγκαλιά μου και με τα δύο χέρια από φόβο μήπως μου πέσει.

Κάποιοι μαζί με τον οδηγό κατάφεραν ν’ ανοίξουν και τις δύο πόρτες που είχαν σφηνώσει με το τράνταγμα, πανικός επικρατούσε κι όλοι προσπαθούσαμε να κατεβούμε όσο πιο γρήγορα γίνεται. Βγήκαμε στο δρόμο, φοβισμένοι.

Κοιτάζοντας προς τη Χώρα βλέπαμε μαύρο καπνό να υψώνεται μέχρι τον ουρανό! Κλαμένοι και τρομοκρατημένοι όλοι τραβήξαμε με τα πόδια για το χωριό.

Έσφιγγα την Γκιοβανούλα επάνω μου γιατί το παιδί τρόμαξε με όλη την αναμπουμπούλα και έκλαιγε. Όλο το δρόμο προσευχόμουνα, γιατί έτρεμα μήπως δεν βρω τον πατέρα σου ζωντανό, γιατί από όπου περνούσαμε γκρεμισμένα σπίτια και άνθρωποι στους δρόμους, μαζεμένοι σαν μια παρέα που έκλαιγαν και κοίταζαν γύρω με το φόβο στα πρόσωπα τους!

Μετά από πολύ κόπο φτάσαμε σπίτι. Μεγάλη ανακούφιση φτάνοντας, να βρω τον πατέρα σου σώο και αβλαβή! Τα περισσότερα σπίτια του Μπανάτου, όμως, γκρεμισμένα, μαζί και το δικό μας… Αυτά μου διηγήθηκε η Μάνα μου από κείνες τις τραγικές μέρες που κατάστρεψαν το όμορφο νησί μας και που ο κόσμος υπέφερε για χρόνια σε Σκηνές και Μπαράκες μέχρι να αρχίσει και ολοκληρωθεί η ανοικοδόμηση!

Γιάννης Δεμέτης, ετών 82

Η Τετάρτη 12 Αυγούστου 1953 ξημέρωσε για τους Ζακυνθινούς με το φόβο του σεισμού, δεδομένου ότι είχαν προηγηθεί οι σεισμοί της Κυριακής 9η Αυγούστου στις 10.30 π.μ. μεγέθους 6,4 R και της Τρίτης 11η Αυγούστου στις 5.38΄ το χάραμα 6,7 R. Οι δύο εκείνοι σεισμοί είχαν προκαλέσει υλικές ζημιές σε κάποια κτήρια και μικροζημιές σε γυαλικά κυρίως στα σπίτια. Φήμες για μεγάλο επερχόμενο σεισμό είχαν τρομοκρατήσει τους κατοίκους του νησιού καθώς έφταναν μηνύματα από την Κεφαλλονιά για ζημιές και θύματα στο Αργοστόλι, στο Ληξούρι και την Ιθάκη. Ορισμένοι από την πόλη είχαν αναζητήσει καταφύγιο στο ύπαιθρο ενώ οι περισσότεροι είχαν καταφύγει στις πλατείες και σε μέρη που τα θεωρούσαν λιγότερο επικίνδυνα. Εγώ βρισκόμουν στο μαγαζί του πατέρα μου, το φαβραρείο, που βρισκόταν στον κεντρικό δρόμο της συνοικίας του Αγίου Λαζάρου. Από μόνος μου είχα επιλέξει, εάν γινόταν σεισμός να τρέξω και να σταθώ κάτω από το ανώφλι της πόρτας της παρακείμενης ταβέρνας του Γιάννη Μαυρία-Φερτσαδά, που πρόσφατα είχε ανακαινιστεί με σιδερένια δοκάρια.

Όταν στις 11,30 της 12ης Αυγούστου έγινε ο 7,2 R σεισμός έτρεξα και στάθηκα στο προεπιλεγμένο εκείνο σημείο. Από κοντά και ο πατέρας μου Μιχαήλ, ο Νικόλας Μαρούδας και ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας Μαυρίας.

Τα σπίτια γύρο μας άρχισαν να καταρρέουν με τρομακτικό θόρυβο. Η γη στην κυριολεξία έφευγε κάτω από τα πόδια μας και ήταν αδύνατο να σταθούμε όρθιοι. Σύννεφα σκόνης μας εμπόδιζαν να ανασάνουμε.

Συντρίμμια απλώθηκαν παντού. Τρέχοντας και δρασκελίζοντας τα χαλάσματα τραβήξαμε για τις αυλές των σπιτιών. Προσπαθήσαμε να βγάλουμε νερό από τα πηγάδια που υπήρχαν εκεί για καθαρίσουμε πρόχειρα τα μούτρα μας και να πιούμε, αλλά το νερό είχε μετατραπεί σε λάσπη. Φωνές απόγνωσης και τρόμου ακούγονταν από παντού. Σκυλιά γάβγιζαν απεγνωσμένα. Αφού με τον πατέρα μου φτάσαμε στο σπίτι μας και πήραμε τη μητέρα μου και τα δυο αδέλφια μου καταλήξαμε στα αλώνια των Καμινίων. Εκεί είχαν μαζευτεί οι περισσότεροι από τους κατοίκους της συνοικίας του Αγίου Λαζάρου.

Κάποια στιγμή ανέβηκα στο σπίτι και πηγαίνοντας στο πισινό κατώι του σπιτιού στην αυλή άνοιξα την πόρτα και ελευθέρωσα τα περιστέρια μου. Ξαναγύρισα πάνω στο σπίτι και σε μια κουβέρτα που άπλωσα στο πάτωμα έριξα λίγα από τα ρούχα μας. Από τα Καμίνια πήγαμε στην περιοχή Φλόκαστο Γαϊτάνι όπου φιλοξενηθήκαμε στο κτήμα του κουμπάρου μας Νικόλα Γιατρά-Κουρούπη. Στο δρόμο που πηγαίναμε μας βρήκε ο σεισμός των 2.15 μεγαλύτερος από τον προηγούμενο που ολοκλήρωσε την καταστροφή. Στο μεταξύ η πόλη είχε πιάσει φωτιά. Κάηκε και το σπίτι μας. Στο κτήμα του κουμπάρου μας στρώσαμε στρωματσάδες και ξαπλώσαμε στο έδαφος. Η γη εξακολουθούσε να τρέμει και βουές ακούγονταν συνεχώς. Ύστερα από το κάψιμο του σπιτιού μας, ο πατέρας μου πήρε την οικογένεια μας κι αναζητήσαμε φιλοξενία σε συγγενείς στην Αμαλιάδα. Επιστρέψαμε μετά από λίγους μήνες και εγκατασταθήκαμε στα ξύλινα παραπήγματα του οικισμού του Ξιφίτα, σε διαμέρισμα τριών ψαλιδίων με κοινό πλυσταριό και αποχωρητήριο, ενώ ο πατέρας μου σε μια παράγκα έφτιαξε το φαβραρείο του.

Διονύσιος Μπάρτζελης, ετών 72

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ 6ΧΡΟΝΟΥ

Είναι καλοκαίρι Αύγουστος μήνας, με τα φρούτα, τα μπάνια, την ξυπολυσιά, τα παιδικά παιγνίδια και την ανεμελιά λόγω λίγων εργασιών, το χωριό μου έχει βάσανα τον χειμώνα λόγω ελιάς, και βέβαια κλειστά σχολεία. Ξημέρωνε Τρίτη 11/8/1953 περίπου 05.00 όταν μας ξυπνάει πάνω στον ύπνο ένα γερό ταρακούνημα με πολύ βουητό και μεγάλο θόρυβο από τους σοβάδες που έπεφταν μαζί με το πιατομάνι από τα αρμάρια του τοίχου. Σε μια κρεβατοκάμαρα κοιμόμαστε όλη η οικογένεια πατέρας, μάνα και τα τρία παιδία εγώ 6 ο αδελφός μου 4 και η αδελφή μου 2 χρονών. Στην άλλη κρεβατοκάμαρα ζούσε ο αδερφός του πατέρα μου η γυναίκα του και ο 2χρονος γιος τους. Το σπίτι είχε άλλα δύο δωμάτια τραπεζαρία και κουζίνα.

Ήταν πέτρινο φρεσκοφτιαγμένο μόλις 3 χρόνων και σχεδόν ατελείωτο. Η μνήμη μου δεν έχει καταγράψει με ακρίβεια τα γεγονότα, όμως θυμάμαι ότι βρεθήκαμε έξω κάτω από μια ντόπια (ελιά) τυλιγμένα τα παιδιά με τα σεντόνια.

Οι σεισμοί δεν σταμάτησαν όλη την ημέρα αλλά μικρότερης έντασης. Ο φόβος και η απόγνωση ήταν τα συναισθήματα που είχαμε και η επίκληση της βοήθειας του Αγίου Διονυσίου (πολιούχου Ζακύνθου), της Παναγίας και όλων των εν ουρανοίς συνεχώς στο στόμα των μεγάλων. Με το φως της ημέρας διαπιστώσαμε ότι το σπίτι δεν είχε πάθει σοβαρές ζημιές εκτός από σοβάδες και κάποια ακροκέραμα που είχαν πέσει.

Όμως δόθηκε εντολή από την Νομαρχία, Χωροφυλακή και Κοινότητα ο κόσμος να εγκαταλείψει τα σπίτια του μέχρι νεωτέρας. Το απόκοσμο και τρομακτικό συναίσθημα ήταν ο θόρυβος και το βουητό που προηγείτο κάθε μετασεισμού όλη την ημέρα. Το βραδύ κοιμηθήκαμε, ο Θεός να τον κάνει ύπνο, όλοι μαζί πάνω σε λιόπανα τσουβάλια από τις ελιές κάτω από την ντόπια διπλά να μας φυλάει ο σκύλος μας ο Αζώρ που δεν σταμάτησε να αλυχτάει όλο το βράδυ και παραδίπλα δεμένος σε μια ριζολιά ο γαιδαράκος μόνιμος βοηθός της οικογένειας.

Ξημέρωσε Τετάρτη 12/8/53 με την αγωνία και τον τρόμο στο κατακόρυφο σε μικρούς και μεγάλους καθώς οι φήμες οι δεισιδαιμονίες και οι ψίθυροι οργίαζαν μέχρι του σημείου που να προβλέπουν και εξαφάνιση του νησιού. Ο πατέρας μου και ο θείος μου κατεβήκαν στην χώρα πρωί -πρωί ώστε να μάθουν περισσότερα και να προμηθευτούν κάποια τρόφιμα προληπτικά. Η μάνα μου ξεθάρρεψε και μπήκε στην κουζίνα να μαγειρέψει κάτι για το μεσημέρι ακολουθούμενη από εμάς. Και έφτασε η ώρα περίπου 11.30 όπου έγινε η συντέλεια του κόσμου. Το σπίτι είχε δύο εξόδους μια στην κουζίνα και η άλλη στην τραπεζαρία. Προηγήθηκε εκκωφαντικός θόρυβος ακολουθούμενος από υπόκωφο βουητό αλυχτίσματα σκύλων γκαρίσματα γαϊδάρων φωνές πανικού ζώων και ταρακούνημα τέτοιο που δεν ήταν δυνατόν να μείνεις όρθιος. Με το πρώτο βουητό η μάνα το πρωί τρέχει έξω. Ευτυχώς που η πόρτα εξόδου ήταν στα δυο μετρά γιατί μόλις προλάβαμε να βγούμε έξω καθότι το ταρακούνημα μας έριξε κάτω και το σπίτι πίσω να καταρρέει. Έξω η θεία μου να κλαίει με αλαλαγμούς ο σκύλος ο Αζώρ εξαφανισμένος και ο γαϊδαράκος να κόψει το σκοινί και να τρέχει αλαφιασμένος (βρέθηκαν μετά από μέρες). Ευτυχώς στην ώρα έφτασαν και ο πατέρας μου με τον θείο μου.

Οι στιγμές ήταν αιώνας, θύμιζαν την κόλαση του Δάντη ήταν η συντέλεια του κόσμου.

Τότε και ο πιο δύσπιστος πίστεψε ότι πράγματι η Ζάκυνθος θα βουλιάξει. Πυκνοί καπνοί σκέπασαν όλο το νησί από την σκόνη των χαλασμάτων και από το γκρέμισμα των παραθαλάσσιων ακτών. Ολόκληρα λιόφυτα είχαν ανοίξει στην μέση και κυπαρίσσια ξεπατωμένα καταγής. Μα αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι το συνεχές ταρακούνημα και η αναμονή του χειρότερου για πάρα πολλές ημέρες. Χωρίς φαγητό, χωρίς σπίτι χωρίς δουλειά χωρίς ελπίδα ζήσαμε για αρκετό διάστημα και στις σκηνές για τρία χρόνια με βροχές με κρύο και με ζέστη.

Αυτά με την ευκαιρία των 66 χρόνων.

Παναγιώτης Στραβοπόδης, ετών 92

Τα μαντάτα για τον σεισμό με βρήκανε στην Αθήνα που είχα πάει για δουλειές. Το ίδιο βράδυ κατέβηκα στον Πειραιά, πήρα νύχτα το καράβι κι έφτασα το πρωί στη Ζάκυνθο. Πριν ακόμα φτάσουμε, από μακριά βλέπαμε να μην έχει μείνει λίθος επί λίθου στη χώρα κι ένας μαύρος πηχτός καπνός να σκεπάζει όλη τη χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη! Μας κατέλαβε όλους φοβερό ρίγος και αγωνία, αν και πώς θα βρούμε τους δικούς μας. Το καράβι άραξε πολύ μέσα και βγήκαμε όλοι με βάρκες που μας άφησαν στο Κρυονέρι. Πολλές γυναίκες και παιδιά έκλαιγαν γιατί φοβόνταν να κατεβούν από το μεγάλο ύψος του καραβιού κάτω στην βάρκα που κουνιόταν συνεχώς, από μια κινητή γέφυρα με χοντρά σκοινιά στις άκρες για να κρατιόμαστε.

Πήραμε το δρόμο για το Μπανάτο ποδαράτα, γεμάτοι αγωνία και φόβο αν βρούμε ζωντανούς τους δικούς μας. Γιατί το μοναδικό τηλέφωνο του χωριού, στου Πάφιλα το μαγαζί, δεν λειτουργούσε.

Αυτό που αντικρύσανε τα μάτια μας ήταν βιβλική καταστροφή. Η χώρα δεν υπήρχε πια… μόνο ερείπια παντού και φωτιά από άκρη σε άκρη και άνθρωποι πλακωμένοι που φώναζαν σπαρακτικά για βοήθεια!

Ανεβήκαμε στο Ακρωτήρι για να κατηφορίσουμε προς τον Κάμπο. Από εκεί πάνω βλέπαμε την μεγάλη καταστροφή στη χώρα, όπου είχαν στηθεί πρόχειρες σκηνές στο κέντρο, μετά μάθαμε πως είχαν στήσει, στην Πλατεία Σολωμού, πρόχειρο Νοσοκομείο για τους τραυματίες και αστυνομία. Αλλά και στα χωριά όσο έφτανε το μάτι, τα πράγματα δεν φαίνονταν καλύτερα! Να βλέπεις ανθρώπους μαζεμένους πολλοί μαζί, άλλοι να κλαίνε άλλοι χτυπημένοι και άλαλοι όλοι από το φόβο!

Κατεβαίνοντας προς το Μπανάτο συνάντησα γνωστούς και με μεγάλη ανακούφιση έμαθα πως οι δικοί μου δεν έπαθαν τίποτα κι ήταν καλά!

Το σπίτι μας, τελικά, δεν είχε γκρεμιστεί. Του βάλαμε μπουντέλια και το στερεώσαμε και μείναμε μέσα για δύο χρόνια.

Γιάννης Καρακασίδης, ετών 69

ΕΔΩ ΕΡΕΙΠΙΑ ΕΚΕΙ ΕΡΕΙΠΙΑ

Αυτές τις μέρες κάθε Ζακυνθινός που έχει ζήσει τους καταστροφικούς σεισμούς του 1953, που οι ζωές πολλών χάθηκαν, όπως και η τότε Ζάκυνθος του πολιτισμού, οι γειτονιές όλες τα σπίτια τα πάντα… Έστω και αν τότε ήταν μικροί σε ηλικία είτε λίγο μεγαλύτεροι κάνουν ένα φλας μπακ στο χθες και έρχεται σαν ταινία και γυρίζει εκεί που σταμάτησε το τραγικό διήμερο 11 και 12 Αυγούστου. Όπως ο γράφων μόλις ξεκούρδιζε, γιατί ήμουν περίπου 3,5 χρονών.

Θα πει κάποιος και τι μπορεί να θυμάται και όμως, γιατί είναι ένα γεγονός που άλλαξε που σταμάτησε τις ζωές όλων μας μικρών μεγάλων.

Το σπίτι μας ένα δίπατο τότε στην σημερινή Λογοθετών και Κατραμή μπροστά η ταβέρνα του Φαναρά-Αλαμάνου μετά τους σεισμούς μετακινήθηκε) και εν συνεχεία ο κήπος ο μεγάλος που παίζαμε με την αδελφή μου και η σκάλα για να ανεβαίνουμε στο σπίτι…

Έρχεται ο πρώτος ο πρωινός της 11ης Αυγούστου ο προειδοποιητικός του καταστροφικού που θα ερχόταν την επομένη …που κανένας δεν τον φανταζόταν αλλά άρχισαν λες και το ήξεραν να προετοιμάζουν τα πράγματα τους όπως οι δικοί μου. Έχει σταματήσει η ταινία στην αυλή που παίζω με τα παιδιά της γειτονιάς μεγαλύτερα και μικρότερα του Νικολόπουλου ή Μπαχά και τα Γιανουλάκια ξαδέλφια μου και κάποια κοριτσάκια του Ολοιβότου και να βλέπω τον πατέρα μου από το πάνω πάτωμα να πετά κάποια δέματα (οπότε, αργότερα, μεγαλώνοντας, έμαθα πως ήταν δέματα με τα ρούχα μας άρα περίμεναν και άλλον σεισμό).

12 Αυγούστου, 11 η ώρα, αποφράδας μέρας, σταματούν τα ρολόγια εγώ και η αδελφή μου, μικρότερη, βρισκόμαστε στα κρεβάτια μας ακόμη. Οπότε αρχίζει ο μεγάλος σεισμός και πέφτουν από πάνω μας η μητέρα μου και ο πατέρας μου ο καθένας χωριστά στο κάθε παιδί για να μας προφυλάξουν από το σπίτι που αρχίζει να γκρεμίζεται, εκεί ένα δοκάρι τραυματίζει τον πατέρα μου. Και αρχίζουν να τρέχουν αίματα ο οποίος αφού μας απομακρύνει με την μητέρα μου προς τα δέντρα του Άμμου μας αφήνει για να πάει να επιδέσει τα τραύματα του.

Μετά βρεθήκαμε στο Λυκούδι όπου ήταν τα κτήματα μας και το σπίτι της γιαγιάς. Εκείνο το βραδύ κοιμηθήκαμε κάτω από τα άστρα στα αλώνια αυτό το θυμάμαι… όπως θυμάμαι ένα αεροπλάνο κάτι να ρίχνει την ιδία μέρα ή την άλλη ήταν και να τρέχουμε να τα μαζέψουμε μάλλον γαλέτες θα ήταν…

Όσο και να θέλεις να τις σβήσεις δυστυχώς δεν σβήνονται αυτές οι μέρες η ταινία κολλάει…

Η ζωή συνεχίζεται χωρίς να είναι η ίδια όλα άλλαξαν όπως άλλαξε η πόλις προς το χειρότερο.

Σπύρος Στεριώτης, ετών 78

Ημέρα Τετάρτη Η ομορφιά της Ζάκυνθος Πάντα για μας εχάθη. Επέρασε ένας σεισμός Πρωτοφανές εγίνη Και σπίτι ένα όρθιο Δεν άφησε να μείνει. Μητέρες κλαίνε για παιδιά Παιδιά για τις Μητέρες Αδέλφια για τον αδελφό Κι άλλοι για τους Πατέρες. Μπροστά μου παρουσιάστηκε Ένας δυστυχισμένος Που το παιδί του ήτουνα Στο σπίτι πλακωμένο Προσπάθησε ο δυστυχής Να σώσει το παιδί του Αλλά έτυχε μια σύμπτωση Άλλοι να τον ιδούνε Κι αυτόνε τον ετράβηξαν Κι έσωσε τη ζωή του Αλλά του δυστυχή κάηκε το παιδί του.

Στράτος Κουτουλογένης, ετών 79

Ο σεισμός της Τρίτης, 11ης Αυγούστου 1953, ήταν μεν ισχυρός αλλά το σπίτι μας στο Ρομίρι όπου έμενα, δεν υπέστη ζημιές. Γενικά, τα σπίτια του χωριού άντεξαν. Ο κόσμος, όμως, ήταν ανήσυχος και φοβισμένος.

Υπήρχαν φήμες και για άλλο σεισμό και ίσως στις αμέσως επόμενες μέρες. Θα ήταν άραγε, πιο δυνατός;

Έτσι, την νύχτα της Τρίτης προς την Τετάρτη, δεν κοιμηθήκαμε μέσα στο σπίτι αλλά στο ύπαιθρο!

Ξημέρωσε η Τετάρτη, οι χωριανοί καταπιάστηκαν με τις δουλειές τους. Ήρθε κι ο μάστρο-Νιόνιος στο σπίτι μας για να συνεχίσει το χτίσιμο της αποθήκης που άρχισε να χτίζει πριν μερικές μέρες. Το απόγευμα εκείνης της ημέρας παρακολουθούσα τον μάστορα καταϊδρωμένο στη δουλειά του.

Ξαφνικά η γη άρχισε να τρέμει, τα σκυλιά γάβγιζαν φοβισμένα και λυπητερά, το άλογο λίγο πιο πέρα χλιμίντριζε και προσπαθούσε να κόψει το σχοινί και να τρέξει αφηνιασμένο!

Εκείνη την ώρα, βλέπω τον μάστορα να πετάει το μυστρί του κάτω και τους σπάγκους που είχαν μπερδευτεί στα πόδια του και να φεύγει τρέχοντας! Στεκόμουν ακίνητος, σαστισμένος, κοιτάζοντας τα κεραμίδια του σπιτιού μας, που ήταν πιο πέρα να πέφτουν και την μισοτελειωμένη αποθήκη να σωριάζεται κάτω. Ο μάστρο- Νιόνιος χάθηκε στην στροφή του δρόμου!

Γρήγορα συνήλθα και πήγα τρέχοντας στο σημείο που ήταν η Μητέρα μου με τα τρία αδέλφια μου στην σκιά ενός δέντρου.

Ο Πατέρας μου με τον μεγάλο αδελφό δεν είχαν γυρίσει από τις δουλειές τους. Μερικοί γείτονες ήρθαν κοντά μας τρομαγμένοι κι εκείνοι. Στα πρόσωπα όλων μας φόβος, πίκρα, λύπη, συναισθήματα απερίγραπτα, βλέποντας την καταστροφή που ξετυλιγόταν μπροστά στα μάτια μας!

Δε φώναζε, ούτε θυμάμαι να έκλαιγε κανείς, μια σιωπή και μια βουβαμάρα, που τις διέκοπτε ένα, Ωωωωωωωωω, κάθε φορά που ένα κούνημα, ένας καινούριος σεισμός ερχόταν να μας θυμίσει την πραγματικότητα!

Οι σεισμοί, λιγότερο ισχυροί, μεν αλλά δεν σταματούσαν. Με όλα ταύτα, εγώ θυμήθηκα κάτι ωραία καρπούζια που είχαμε σ΄ ένα χώρο στο πίσω μέρος του σπιτιού και λέω στην Μάνα μου ότι θα πάω να φέρω ένα. Φώναζε η καημένη αλλά εγώ δεν την άκουσα έτρεξα κι άρπαξα ένα πελώριο καρπούζι που στην συνέχεια, το μοιραστήκαμε με τους γείτονες και με τον παπά του χωριού, τον αείμνηστο Παπά Σούλη που έτυχε να περνάει εκείνη την ώρα!

Ο Πατέρας κι ο αδελφός μου, δεν άργησαν να γυρίσουν από τις δουλειές τους, ιδρωμένοι, λαχανιασμένοι κι αναστατωμένοι!

Με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του ο Πατέρας μου κοίταζε γύρω να δει αν όλοι είμαστε καλά και μόλις βεβαιώθηκε ότι είμαστε όλοι παρόντες, σώοι και καλά, κάθισε κάτω και πήρε μια βαθιά ανάσα! Ακόμα θυμάμαι εκείνες τις στιγμές, εκείνες τις πρώτες ώρες μετά τον μεγάλο σεισμό λες κι ήταν χθες!

Διονύσης Καμπάσης, ετών 79

Ο σεισμός, με βρίσκει 13 χρονών παιδί, στον Αλμυρό Μαγνησίας, όπου ο πατέρας μου, εργαζόταν Διαχειριστής στην μεγάλη Εταιρία του Ζακυνθινού Διονύσιου Μωρέττη. Έφτιαχναν το Στρατιωτικό Αεροδρόμιο Αγχιάλου. Ήταν μια συνηθισμένη μέρα, που ουδείς φανταζόταν τι επεφύλαξε για το νησί μας, την Ζάκυνθο.

Το βράδυ που ήρθε ο πατέρας μου από την δουλειά, μας είπε τα άσχημα μαντάτα. Ο Μωρέττης, ενημερώθηκε πάραυτα κι ενημέρωσε όλο το προσωπικό, ανάμεσα τους κι ο πατέρας μου και άλλοι Ζακυνθινοί.

Μείναμε άναυδοι! Το παιδικό μυαλό μου δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει πλήρως τι στ΄ αλήθεια σήμαινε αυτό! Ούτε μπορούσε να φανταστεί να μην υπάρχει πια Ζάκυνθος!

Εν τω μεταξύ οι φήμες που οργίαζαν, έφταναν κι ως εμάς κι είμαστε όλοι μουδιασμένοι.

Σημειωτέον ότι για βράδια, κοιμόμαστε κι εμείς έξω στρωματσάδα γιατί είχε κάνει μεγάλο σεισμό στην περιοχή Σοφάδες Καρδίτσας και η μία γωνία του σπιτιού μας είχε πάθει βαθιές ρωγμές.

Όλο το βράδυ, με την ψυχή στο στόμα, ακούμε ειδήσεις συνέχεια στο ράδιο που μιλούσαν μόνο για τις καταστροφές στα τρία Νησιά του Ιονίου! Ακούμε, πως το νησί μας στη χώρα, καίγεται από άκρη σε άκρη!

Ακούμε για πολλά θύματα που κείτονται νεκροί κάτω από τα χαλάσματα! Για ανθρώπους εγκλωβισμένους στα ερείπια που βλέπουν να πλησιάζει η φωτιά και θα καούν ζωντανοί αφού στις τρομακτικές κραυγές τους για βοήθεια δεν ανταποκρίνεται κανείς. Όχι μόνο γιατί δεν μπορούν να πλησιάσουν, αλλά και γιατί οι σεισμοί απανωτοί και γύρω κρέμονται τοίχοι από μονώροφα αλλά και διώροφα σπίτια και μπαλκόνια φοβερά επικίνδυνο να γκρεμιστούν από στιγμή σε στιγμή και να πλακώσουν όποιον πλησίαζε για βοήθεια!

Την επόμενη ή μεθεπόμενη ημέρα, δεν είμαι απόλυτα σίγουρος, όταν επέστρεψε από τη δουλειά ο πατέρας μου, μας ενημέρωσε πως αναχωρούμε εσπευσμένα για Ζάκυνθο. Ο Μωρέττης είχε έρθει σε επικοινωνία με Υπουργό στην Αθήνα και πήρε εντολή να μεταφερθεί όλο το Συνεργείο στην Ζάκυνθο για να βοηθήσει.

Δεν θυμάμαι πολλά πράγματα από κει και πέρα. Μόνο, που μέχρι σήμερα, 66 χρόνια αργότερα, δεν έχει σβήσει από τα μάτια μου, αυτό που αντίκρισα φτάνοντας στην Ζάκυνθο…

Ιθάκη: Οι σεισμοί του 1953

Παρακάτω το κείμενο που καταλήγει με υπογραφή Π.Γ Καλλίνικου και το οποίο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νόστος», στο τεύχος 53, το καλοκαίρι του 1980 (ενώ αναδημοσιεύτηκε το 2017 από το ithacanews.gr):

Βρήκα τελευταία μέσα στα χαρτιά μου ένα γράμμα του αλησμόνητου φίλου μου καπετάν – Φλωριά Μαρούδα. Το έγραψε στο Σταυρό (1), την 1η Σεπτεμβρίου του 1953 και μου το έστειλε στο Λονδίνο, όπου κατοικούσε τότε η οικογένειά μου. Στο γράμμα του ο Φλωριάς αναφέρεται πρώτα σε προσωπικά θέματα κι έπειτα μου κάνει μια ζωντανή και παραστατική ενημέρωση σχετικά με τους σεισμούς που λίγο πριν είχαν πλήξει το νησί μας.

Έχουν περάσει έκτοτε είκοσι έξη ολόκληρα χρόνια από την τρομερή εκείνη συφορά. Θ’ άξιζε ίσως να την ξαναθυμηθούμε, παραθέτοντας εδώ μερικές παραγράφους του γράμματος – χρονικού του Φλωριά Μαρούδα:

“Ήταν Κυριακή πρωί, ύστερ’ από μια ζεστή βδομάδα, που είχαμε περάσει. Έκανε αρκετή δροσιά και καθόμαστε, καμμιά εικοσαριά, έξω από το καφενείο του ξενοδοχείου του Σταυρού, στη δεξιά πλευρά, απ’ όπου θαυμάζαμε τ’ αγόρια και τα κορίτσια με τα μπάνια και τις βαρκάδες τους κάτω στην Πόλη. Συζητούσαμε για ψαρική. Ξαφνικά έρχεται μια βοή και φωνάζω: “Ακούτε, μπουρλοτιά!”. Σαν να την έφερνε ο αέρας από το Κιόνι… Επειδή όμως κράτησε κάμποσο, μπόρεσαν και πετάχτηκαν πολλοί από τα καθίσματά τους και βρέθηκαν κάπως ξέμακρα από το ξενοδοχείο τη στιγμή που άρχιζε ο σεισμός. Κάτι το αφάνταστο. Εγώ είχα μείνει στη θέση μου και είδα το ξενοδοχείο δέκα πόδια από την επιφάνεια του εδάφους να σχίζεται και το άνοιγμα να φτάνει για μια στιγμή δυο περίπου ίντσες (3).

Με την παύση όμως του σεισμού, δηλαδή μέσα σε 22 δευτερόλεπτα, ξανάκλεισε, έτσι που το σπίτι να φαίνεται τώρα μόλις ραγισμένο. Βράχοι κατρακυλούσαν από τα βουνά προς τις παρυφές του χωριού και σπίτια κατέρρεαν στα Καλύβια, τα Πηλικάτα και τα Σκαλτσάτα. Ο πανικός και οι φωνές δεν περιγράφονται. Σκορπίσαμε αμέσως όλοι για να δούμε μήπως υπήρχαν θύματα. Ευτυχώς από την άποψη αυτή σταθήκαμε τυχεροί. Η σκόνη από την Εξωγή, τις Αφάλες και το στενό της Κεφαλονιάς ήταν τέτοια που δεν μπορούσες να διακρίνεις τίποτε. Όταν κατάκατσε κάπως, διαπιστώσαμε πως δυο χωριά της Κεφαλονιάς, το Νιοχώρι και τα Κομητάτα δεν υπήρχαν πια. Στην Εξωγή τα σπίτια φαίνονταν και φαίνονται ακόμα από μακριά σώα, αλλά όταν τα πλησιάσεις βλέπεις πως είναι φάτσες μόνο. Οι τηλεφωνικές συγκοινωνίες διακόπηκαν όλες και ο διευθυντής του Ταχυδρομείου Σταυρού Αντώνης Γεωργαλάς έτρεχε απ’ εδώ και απ’ εκεί να τις διορθώσει. Τότε έφθασε ένας πατέρας από τη Λεύκη με το παιδί του στην πλάτη, τραυματισμένο στο κεφάλι και το κορμί. Το έφερε για να το δει ο γιατρός και μας είπε πως στη Λεύκη είχε γίνει καταστροφή και πως ο δρόμος ήταν αδιάβατος σε πολλά σημεία από τους βράχους και τις κατολισθήσεις χωμάτων, και πρόσθεσε πως φοβόταν οτι υπήρχαν και θύματα. Ειδοποιήσαμε αμέσως το γιατρό και ξεκινήσαμε να δώσουμε βοήθεια στη Λεύκη. Σκέφτηκα τότε πως το καλύτερο που θα μπορούσα να κάμω θα ήταν να πεταχτώ στο Φισκάρδο και να ειδοποιήσω απ’ εκεί τη Νομαρχία στο Αργοστόλι, αφού οι τηλεπικοινωνίες του Θιακιού είχαν κοπεί. Οι άλλοι επικρότησαν. Αυτοί προχώρησαν για τη Λεύκη κι εγώ κατέβηκα στην Πόλη, πήρα τη βάρκα και πέρασα στο Φισκάρδο. Στη διαδρομή συνάντησα μια νάρκη που είχε εκβραστεί από το σεισμό. Ειδοποίησα τη Νομαρχία στο Αργοστόλι, όπου το σεισμό τον είχαν μόλις αισθανθεί και αμέσως έστειλαν χειρούργο και βοηθούς και είδη πρώτης ανάγκης στην Ιθάκη. Με ρώτησαν για το Βαθύ και δεν ήξερα τι να τους πω, γιατί στη Βόρειο Ιθάκη δεν ξέραμε τι είχε γίνει στη Νότιο. Μου είπαν πως η βοήθεια θα πήγαινε μέσω Σάμης κατευθείαν στο Βαθύ και απ’ εκεί θα την προωθούσαν στη Βόρειο Ιθάκη, αν το καλούσε η ανάγκη. Όταν βεβαιώθηκα οτι είχαν περάσει στην Ιθάκη από τη Σάμη, επέστρεψα στο Σταυρό, όπου έμαθα για την καταστροφή του Βαθιού, του Κιονιού, της Κολλιερής, της Ανωγής, της Λεύκης και του Περαχωριού. Μόνο που τα θύματα ήταν ευτυχώς λίγα – μια γυναίκα από τη Λεύκη, που τη σκότωσε βράχος που κύλησε από το βουνό, όταν αυτή επέστρεφε από τον Άη – Γιώργη στον Κάβο, όπου είχε πάει να προσκυνήσει. Στη Λεύκη επίσης τραυματίστηκαν τέσσερις άλλες γυναίκες, η μία σοβαρά. Στο Βαθύ τραυματίστηκε σοβαρά η Δώρα Δρακάτου, αδελφή του Αλέκου Αντίππα, λιγότερο σοβαρά δυο άλλα πρόσωπα και ελαφρά καμμιά εικοσαριά. Στην Ανωγή δεν είχε καθόλου θύματα. Στο Κιόνι μια γυναίκα είχε τραυματιστεί γερά και είχε ήδη μεταφερθεί στο Βαθύ για περίθαλψη, και δυο άλλοι ελαφρά. Πήγαμε στη Λεύκη και προσπαθήσαμε να περισώσουμε ό,τι μπορούσαμε κάτω από τα μπάζα των γκρεμισμένων σπιτιών. Μεταξύ των χειρότερων είναι το σπίτι της αδελφής μου Αιμιλίας και του θείου μου Δημήτρη Κολυβά, ο οποίος, κατάκοιτος τώρα από πέντε χρόνια, βρέθηκε με το κρεβάτι του κρεμασμένος σ’ ένα πατερό χωρίς να πάθει τίποτε. Προσπαθήσαμε να πείσουμε τους Λευκιανούς να μεταφερθούν στο Σταυρό, για ν’ αποφύγουν έτσι τον κίνδυνο των βράχων που κατρακυλούσαν από το βουνό, αλλά στάθηκε αδύνατο.

” Την επομένη ασχολήθηκα και πάλι με τη Λεύκη. Τα νέα από παντού ήταν δυσάρεστα με τις καταρρεύσεις και ζημιές των σπιτιών.

” Την Τρίτη το πρωί, στις 5.20, νέος σεισμός (3) (εννοώ ισχυρός, γιατί οι μικροί δεν έπαψαν όλο αυτό το διάστημα). Ο σεισμός αυτός κράτησε περισσότερο από το σεισμό της Κυριακής, ήταν όμως ελαφρύτερος. Τα σπίτια, ωστόσο, που είχαν κλονιστεί με τον πρώτο μεγάλο σεισμό (της Κυριακής), έπαθαν ακόμα μεγαλύτερες ζημιές… Επιτέλους κατορθώσαμε να πείσουμε τους Λευκησάνους να έρθουν στο Σταυρό και ως τις 10 το βράδυ κουβαλούσαμε σε πρόχειρα φορεία τους ασθενείς και τους γέρους από δρόμο αδιάβατο.

” Το Σάββατο το απόγιομα, παραμονή του πρώτου σεισμού, η γυναίκα μου είχε πάει στην Αθήνα για μια βδομάδα. Μόλις όμως έμαθε πως έγινε σεισμός στην Ιθάκη, πήρε το πρώτο βαπόρι και γύρισε και την Τετάρτη το πρωί μου τηλεφώνησαν από το Βαθύ (τα τηλέφωνα είχαν στο μεταξύ διορθωθεί) οτι ήρθε και είχε ήδη πάρει μια βενζινάκατο για ν΄ ανεβεί στις Φρίκες. Μπήκα τότε στο αυτοκίνητο και κατέβηκα στις Φρίκες για να την παραλάβω. Σημείωσε πως ο μόνος δρόμος όπου μπορούσε να κυκλοφορήσει αυτοκίνητο ήταν ο δρόμος Σταυρού – Φρίκες. Πράγματι έφτασε η Ασπασία [η γυναίκα του Φλωριά] στο μώλο με μια βενζίνα κιονιώτικη. Την πήρα μόλις βγήκε έξω και τρέξαμε στην παραλία, ευτυχώς δε χωρίς καθυστέρηση έφυγε και η βενζίνα. Θα δεις γιατί λέω “ευτυχώς”. Βάλαμε τα πραγματα στο αυτοκίνητο και είμαστε έτοιμοι να μπούμε μέσα, όταν ξαφνικά αρχίζει ο τρίτος και ισχυρότερος απ’ όλους σεισμός (4), μ’ όλο που κράτησε δέκα δευτερόλεπτα λιγότερος από τον πρώτο. Βράχος, τουλάχιστον 15 τόνων, έπεσε πάνω στο μώλο στο σημείο ακριβώς που είχε αποβιβαστεί η Ασπασία. Κατρακύλησε από το βουνό με φοβερό πάταγο και γκρεμίστηκε τελικά από το μώλο στη θάλασσα. Στις Φρίκες σπίτια έπεφταν, βράχοι ξεκολλούσαν από τις δυο απότομες βουνοπλαγιές, η παραλία σκίστηκε από την μίαν άκρη ως την άλλη, με αρχικό άνοιγμα δέκα ιντσών, το δε αυτοκίνητο μόλις και γλύτωσε και δεν καταπλακώθηκε από τις πέτρες και τα χώματα. Ευτυχώς θύματα δεν είχαμε και πάλι στο Θιάκι. Που να ξέραμε εκείνη τη στιγμή τι κακό συνέβαινε την ίδια ώρα στο Αργοστόλι, το Ληξούρι, τη Σάμη και τη Ζάκυνθο. Η Σάμη, εννοείται, είχε καταστραφεί με το δεύτερο σεισμό. Όλοι οι δρόμοι στις Φρίκες φράχτηκαν από τα μπάζα και ήταν αδύνατο να περάσει το αυτοκίνητό μας. Αφού ηρεμήσαμε κάπως, σκεφτήκαμε για μια στιγμή να συνεχίσουμε με τα πόδια. Όταν όμως φτάσαμε στο σημείο των πολλών ερειπίων είπα οτι, αν μετατοπίζαμε μερικές μεγάλες πέτρες, θα μπορούσε το αυτοκίνητο να διαβεί, όχι τόσο για να μην αναγκαστούμε να πάμε στο Σταυρό με τα πόδια, αλλά για να μην αποκλειστεί το αυτοκίνητο, που την ευθύνη του την είχα εγώ. Πιάσαμε, λοιπόν, από τη μια μεριά εγώ κι από την άλλη η Ασπασία (που ευτυχώς είναι πολύ γερή και έχει άφθονο θάρρος), και όταν οι υπόλοιποι μας είδαν να παραμερίζουμε τις πέτρες, πήραν κι αυτοί το θάρρος κι έτρεξαν να μας βοηθήσουν και μέσα σ’ ένα τέταρτο της ώρας ανοίξαμε το δρόμο. Έτσι πέρασε το αυτοκίνητο και γυρίσαμε σπίτι στο Σταυρό. Όταν ξεκουράστηκε η Ασπασία, είδα να κυλά στο μάγουλό της ένα δάκρυ. Τη ρώτησα γιατί και μου απάντησε: “Βαθύ, όπως ήταν, δεν ξαναγίνεται πια, αλλά και το Κιόνι δύσκολα”. Φυσικά, δεν ήξερε ακόμα και της Λεύκης την καταστροφή…

” Την επομένη πέρασ’ απ’ το Κιόνι, κατεβαίνοντας στο Βαθύ. Το δράμα είναι μεγάλο. Ζήτημα αν απομένουν στο Κιόνι τριάντα σπίτια κατοικήσιμα. Στο Βαθύ μόνο στην πλευρά του Μύλου (Καραβάτα) γλύτωσαν καμμιά εικοσαριά σπίτια, καθώς κι εκείνα που απλώνονται από τη Μητρόπολη προς τα Κανελλάτα. Όλα τ’ άλλα έχουν σωριαστεί κάτω. Η παραλία, από το καφενείο της εξέδρας ως τη Σχολή, έχει καθίσει σχεδόν διόμισυ πόδια! (5) Τα νερά της θάλασσας σκεπάζουν το δρόμο και με τις πλημμύρες φτάνουν το μέτρο. Επίσης η πλατεία έχει πάθει καθίζηση ως το σπίτι του Δρακούλη. Όλα τα σπίτια έχουν μεταβληθεί σε ερείπια. Η Ανωγή είναι κατά 70% κάτω. Τεράστια τραγωδία για το Θιάκι. Τι να σου πω για την Κεφαλονιά με τους 380 νεκρούς (110 στη Σάμη) και για τη Ζάκυνθο, όπου η συφορά δεν περιγράφεται. Εμείς εδώ παρηγοριόμαστε πως μας λυπήθηκε τουλάχιστον ο Θεός και δε θρηνήσαμε θύματα.

” Οι βοήθειες έφτασαν στο Βαθύ την επομένη το βράδυ, αλλά το πρωί αναγκάστηκαν να τις πάρουν πίσω για τα μεγαλύτερα κέντρα της Κεφαλονιάς, τη Σάμη, το Αργοστόλι και το Ληξούρι, όπου δεν έχουν μείνει όρθια τρία σπίτια και όπου πολλά χωριά έχουν εντελώς ισοπεδωθεί.

” Προχτές πήγε η Ασπασία στο Κιόνι. Τα δικά σας σπίτια έχουν όλα καταστραφεί. Ο θείος και η θεία σου όμως είναι καλά και μένουν προσωρινά σε μια σκηνή”.

Αυτά, περίπου, γράφει στο γράμμα του ο Φλωριάς Μαρούδας. Το Θιάκι μας έκτοτε ξαναχτίστηκε. Τα σπίτια έχουν ίσως τώρα λιγότερη γραφικότητα, αλλά πάντως περισσότερες ανέσεις. Μεσ’ από τις ανέσεις μας αυτές δε βλάπτει ν’ αναπολήσουμε για λίγο τη θεομηνία του 1953.

1. Ο Σταυρός έπαθε σχετικά μικρές ζημιές από το σεισμό της Κυριακής, 9ης Αυγούστου 1953.

2. Πέντε εκατοστόμετρα περίπου.

3. Πρόκειται για το σεισμό που ξεθεμέλιωσε την Κεφαλονιά.

4. Αυτός κατέστρεψε τη Ζάκυνθο και αποτέλειωσε, βέβαια, Κεφαλονιά και Θιάκι.

5. Τρία τέταρτα του μέτρου περίπου.

1953 λέξεις για τη μέρα που συγκλόνισε την Κεφαλονιά (εντοπίζονται στο inkefalonia.gr σε κείμενο που δημοσιεύτηκε το 2018):

Αύγουστος. Ο μήνας των διακοπών και της ξεκούρασης,των πανηγυριών και της διασκέδασης. Η φύση γιορτάζει και μαζί της οι άνθρωποι. Ο Αύγουστος όμως του 1953 ήρθε φορτωμένος με πόνο,αγωνία,καταστροφές και ερείπια. Με πόνο η μνήμη ξαναγυρίζει πίσω σε εκείνο το σημαδιακό μήνα. Μέσα σε λίγες μέρες σε λίγες στιγμές τα χωριά μας και οι πόλεις εκεί που έσφυζε η ζωή,έγιναν συντρίμια και χαλάσματα και σβήστηκαν από το χάρτη. Το χαμόγελο έγινε κλάμα,οι φωνές έγιναν θρήνος και δάκρυα. Το παιγνίδι κόπηκε στη μέση. Η χαρά έφυγε από τη ζωή μας ήρθε ο φόβος και η απόγνωση. Τώρα είμαστε σεισμόπληκτοι,άστεγοι,πεινασμένοι,απελπισμένοι… Η οικογένεια μου το καλοκαίρι μετακόμιζε στον κάμπο, δηλαδή στα χωράφια στην περιοχή Μερσιά. Εκεί καλλιεργούσαμε συνήθως ντομάτες ,πατάτες,φασόλια,καρπούζια και άλλα οπωρικά της εποχής. Εκεί καλλιεργούσαμε και σταφίδα μαύρη που ήταν τότε βασικό προϊόν της περιοχής σε κτήμα μισιακό του Κοσμετάτου. Από τα χαράματα,όλη η οικογένεια στο πόδι,σκληρή δουλειά για τον επιούσιο,φτώχεια και στερήσεις. Εκεί,είχαμε και ένα μικρό σπιτάκι του ενός δωματίου χτισμένο με πέτρες και πηλό με καλαμένια σκεπή και χοντρά κεραμίδια. Στην περιοχή αυτή μας βρήκε η καταστροφή.

Ο πρώτος μεγάλος σεισμός έγινε την Κυριακή 9 Αυγούστου. Ήταν μετά τις 9 το πρωϊ. Μιά ανατριχιαστική βοή έρχεται από τα έγκατα της γης. Σου παγώνει το αίμα,σε παραλύει. Μετά κολλητά μια ισχυρή δόνηση ταράζει τα πάντα. Σεισμός. Δεν είχα ακούσει άλλη φορά τη λέξη δεν ήξερα ότι η γη συγκλονίζεται. Ο πατέρας πετιέται μερικά μέτρα έξω από το σπίτι,γυρίζει προς την ανατολή,κάνει έντονα το σημείο του σταυρού και αναφωνεί:Παναγιά,βοήθεια, Παναγιά βοήθεια. Ήδη η δόνηση έχει σταματήσει. Μακριά ακούγονται φωνές ανθρώπων τρομαγμένες. Η μάνα μου είναι τρομαγμένη αλλά συνεχίζει το μαγείρεμα με ξύλα σε μια γωνιά του σπιτιού. Περιμένουμε και την επίσκεψη κάποιου φίλου. Θα ρθει άραγε,ή φοβήθηκε από το σεισμό; Το κακό έχει περάσει.,το σπιτάκι άντεξε,κάποια σημάδια στους τοίχους. Μακριά ακούγονται καμπάνες να χτυπούν. Η εκκλησία του Κεχριώνα απόλυσε. Ησυχία παντού και ζέστη. 

Ο επισκέπτης μας ήρθε. Δεν θυμάμαι ποιος ήταν. Θέμα συζήτησης ο σεισμός. Παρακολουθώ με προσοχή και φόβο. Οι γονείς μου και ο επισκέπτης μας θυμούνται παλιότερους σεισμούς και λένε ιστορίες. Δεν χάνω λέξη. Καθίσαμε να φάμε ,έξω από το σπιτάκι σε μια σκιά. Ο ξένος μας βρήκε μέσα στη σούπα του ένα κομματάκι σοβά. Η μάνα μου στενοχωρήθηκε γι’ αυτό και έλεγε το περιστατικό χρόνια μετά. 

Οι επόμενες 45 ώρες κύλησαν ήρεμα. Αρκετοί πίστεψαν ότι αυτό ήταν και τελείωσε. Μεταξύ αυτών που υποτίμησαν τον κίνδυνο,ήταν και οι γονείς μου,αφού έβαζαν το μικρό μου αδελφό το Διονύση,βρέφος 16 μηνών, να κοιμάται μέσα στο πέτρινο σπιτάκι. Ίσως φοβόντουσαν τη νυχτερινή δροσιά αλλά ο κίνδυνος εκεί ήταν πολύ μεγαλύτερος. Εγώ, οι γονείς μου,ο αδελφός ο Μεμάς και οι δυο μου αδελφές,κοιμόμασταν στο αλώνι με τα άχερα. Τα φρέσκα άχερα μοσχοβολούσαν και η πρωϊνή δροσιά μας έκανε να σκεπάζουμε το κεφάλι μέσα στο πανί.

Ο δεύτερος μεγάλος σεισμός έγινε την Τρίτη 11 Αυγούστου τα χαράματα. Εκείνη την ώρα κοιμόμουν στρωματσάδα στο αλώνι και η δόνηση δεν έχει καταγραφεί στη μνήμη μου. Όταν ξύπνησα κάπως ακούω τους γονείς μου να συζητούν. Η φωνή τους φτάνει ταραγμένη. Σε λίγο σηκώνομαι όρθιος. Το βλέμμα μου πέφτει αμέσως στο μικρό μας σπίτι. Βλέπω ένα σωρό πέτρες και πάνω στο σωρό καθιστή η καλαμένια σκεπή με τα κεραμίδια σκορπισμένα. Τα χάνω,και βγάζω φωνή σπαραγμού: “Ω,το σπιτάκι μας γκρεμίστηκε” και με παίρνουν τα κλάματα. Έτρεξα στους γονείς μου. Τότε έμαθα και άλλα φοβερά:

Όταν ακούστηκε η βοή που προηγείται της δόνησης, η μάνα μου όρμησε μέσα στο σπιτάκι και πήρε από το κρεβάτι και άρπαξε το Διονύση. Μόλις έβγαινε, ένα κεραμίδι έπεσε στην πλάτη της και αμέσως το σπιτάκι σωριάστηκε. Το κρεβάτι που κοιμόταν ο Διονύσης καταπλακώθηκε από πέτρες και παραμορφώθηκε οικτρά. Ο Διονύσης γλύτωσε από 1 δευτερόλεπτο. -Μεμά, είπε ο πατέρας να πας στο Ληξούρι να δεις τι έγινε το σπίτι. Πρόσεξε όμως,να πηγαίνεις μακριά από τα σπίτια γιατί μπορεί να γίνει νέος σεισμός. Όταν έπειτα από ώρα γύρισε ο Μεμάς μας είπε ότι το σπίτι άντεξε, κάποια κεραμίδια έπεσαν και μερικές ρωγμές στους τοίχους. Το σπίτι αυτό ήταν παλιό και μεγάλο και ο πατέρας φοβόταν πολύ. 

Την Τρίτη 11 Αυγούστου,μπορεί να μην έγιναν μεγάλες ζημιές,αλλά ο φόβος είχε φωλιάσει στις καρδιές όλων. Όλοι φοβόντουσαν τα χειρότερα. Ξημερώνει η 12η Αυγούστου 1953, μέρα μεγάλου πόνου και ολέθρου.

Από το πρωί ξεκινήσαμε όλοι για τη δουλειά. Πηγαίνουμε στου Κοσμετάτου για να τρυγήσουμε τη σταφίδα. Εγώ έχω ένα σίκλο, τον γεμίζω σταφίδες τον φορτώνω στην πλάτη και έρχομαι μετά στο αλώνι και τις απλώνω για να λιαστούν. Η μέρα είναι συγκλονιστική. Κάθε 5 λεπτά κάνει σεισμό. Η μάνα μου που είχε εξαιρετική ευαισθησία καταλάβαινε τη βοή πρώτη και φώναζε με τρόμο:σεισμός. Είχες την αίσθηση πως κάθεσαι πάνω σε καζάνι που βράζει, έτοιμο να εκραγεί. Μα και να ήθελες να μείνεις μέσα σε σπίτι,ήταν αδύνατο μέσα στο συνεχές βουητό και ταρακούνημα. Ο κόσμος όλος σχεδόν είχε ξεχυθεί στα χωράφια. Γύρω στις 10 το πρωί, ενώ ο εφιάλτης συνεχίζεται,ο πατέρας λέει:Πάμε να φύγουμε,σήμερα θα γίνει κακό,πάμε πάνω στου Φώτη. Ο θείος μου ο Φώτης έμεινε λίγο πιο πέρα στην αρχή του λόφου. Ο πατέρας μου,προφανώς φοβόταν κάποιο τσουνάμι και γι’ αυτό μιλούσε για μετακίνηση πιο ψηλά. Η θάλασσα είναι ακίνητη και ο ήλιος καίει. Ο πατέρας είπε στη μάνα να φτιάξει μια σαλάτα για να μην είμαστε νηστικοί και μετά ξεκινάμε για του Φώτη. Η μάνα έφτιαξε μια σαλάτα ντομάτες και την έβαλε πάνω στα χόρτα,χάμω. Κυκλικά κάθισε όλη η οικογένεια για να κολατσίσει. Εγώ,μικροσκοπικός καθώς ήμουν κάθισα πάνω σε μια πέτρα. Είχαμε πάρει τις πρώτες μπουκιές όταν αρχίζει η συντέλεια. Νιώθω τον εαυτό μου να κυλάει στο χώμα σαν βαρελάκι. Στιγμιαία,φοβάμαι μην χτυπήσω στην πέτρα και φέρνω τα χέρια στο κεφάλι. Περιμένω να σταματήσει το κακό αλλά συνεχίζεται ,τα δευτερόλεπτα μοιάζουν χρόνια. Όταν συνέρχομαι βλέπω το πιάτο με τη σαλάτα αναποδογυρισμένο και το λάδι χυμένο στο χώμα. Βλέπω βράχια να πέφτουν από το βουνό κοντά στο Σωτήρα ,στη θάλασσα. Βλέπω τη θάλασσα να αφρίζει στην περιοχή από την πτώση των βράχων και να τινάζεται στα μισουράνια. Βλέπω ένα άσπρο σύννεφο σκόνης να έχει καλύψει τα χωριά της Θηνιάς κατά μήκος. Το μουλάρι που ήταν λίγο πιο πέρα έχει αφηνιάσει και σηκώνεται στα πίσω πόδια και βγάζει κραυγές τρόμου. Πιο πέρα τα σκυλιά αλυχτούν. Ακούγονται λόγια ανθρώπων ακατάληπτα. Το φως του ήλιου έχει θολώσει ίσως από τις σκόνες,η θάλασσα στέκει ακίνητη. Σε λίγο ο πατέρας θα πει: αυτό ήταν,δεν έμεινε τίποτα,γίναμε νοικοκυραίοι… Με λίγο ψωμί στο σακούλι πήραμε το δρόμο για του θείου Φώτη. Η γη έκανε ρωγμές αρκετών εκατοστών επιμήκεις και όπως περπατάμε ξυπόλυτοι κινδυνεύουμε να τραυματιστούμε. Μια μεγάλη ελιά που υπάρχει στο δρόμο με δύο κλάδους έχει σκιστεί στη μέση. Βράχια έχουν πέσει ,οι λιθιές έχουν διαλυθεί. Μερικοί γείτονες έχουν συγκεντρωθεί εκεί. Τα παιδιά τρομαγμένα κλαψουρίζουν, οι μεγάλοι είναι σκεφτικοί και δίνει κουράγιο ο ένας στον άλλο..Ο Μεμάς πήγε στο Ληξούρι για να κάνει αυτοψία. Όταν επέστρεψε είχε μορφή ανθρώπου που γύρισε από την κόλαση. ”Δεν έμεινε τίποτε πατέρα,το σπίτι διαλύθηκε,μόνο το κομό φαίνεται να γλύτωσε σε μια γωνία,όλα τα σπίτια έπεσαν, η Παναγία έπεσε…,είπε. Είπε όμως και άλλα πιο τραγικά:Είδα το γείτονα το Θάνο να κουβαλάει το νεκρό παιδί του τον Μπάμπη στην πλάτη και να πηγαίνει να το θάψει. Ο συγγενής μας ο Νιόνιος ο φούρναρης πλακώθηκε και άφησε την τελευταία πνοή μέσα στο φούρνο. η Χρυσάνθη …έκλαψα πολύ γιατί τους γνώριζα όλους… ιδίως ο Μπάμπης ήταν φίλος μου και έμενε στο διπλανό σπίτι. Το βράδυ κοιμηθήκαμε ,τυλιγμένοι σε ένα πανί που είχαμε για τις ελιές… Την άλλη μέρα ήρθαν από τη θάλασσα ναύτες και αξιωματικοί Άγγλοι. Μας έδωσαν κονσέρβες κρέατος και καλαμποκιού,και γάλατα εβαπορέ. Εξηγούν στις γυναίκες με νοήματα πως να φτιάξουν το γάλα. Ήρθαν και άλλοι και βοήθησαν ξένοι και Έλληνες. τις επόμενες μέρες. Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όσους μας συμπαραστάθηκαν. Ο πατέρας μου είχε μεγάλη αγωνία. Το σπίτι στο Ληξούρι που είχε αγοράσει με πολλά βάσανα και το σπιτάκι στον κάμπο έγιναν σωροί από πέτρες και κεραμίδια. Τα χωράφια γεμάτα πράμα, όπως λέγαμε τότε τα προϊόντα,ο κόπος μιας χρονιάς απούλητος. Στη Ντούρη, βράχια που κύλισαν διέλυσαν κάποιες ελιές που είχαμε και κάναμε λίγο λάδι. Η οικογένεια αδύναμη και αυτός αρκετά μεγάλος. Απόγνωση…

Μετά από λίγες μέρες πηγαίνω με τον πατέρα στο Ληξούρι. Νεκροταφείο σπιτιών και ανθρώπων. Σωροί από πέτρες παντού, τοίχοι να κρέμονται απειλητικά,έπιπλα σπασμένα σε δημόσια θέα,πόρτες και παράθυρα να χάσκουν,δρόμοι γεμάτοι μπάζα και συντρίμια, κάποιοι άνθρωποι χαμένοι ψάχνουν,εικόνες από την κόλαση. Ακούγονται μπουλντόζες να προσπαθούν να ανοίξουν δρόμο και να ρίξουν τα επικίνδυνα τοιχία. Θαυμάζω τα μεγάλα μηχανήματα και τη δύναμη τους .Βλέπω εργάτες να βάζουν κατακόρυφα μεγάλα τράβα στους ετοιμόρροπους τοίχους,ώστε με την ώθηση της μπουλντόζας να πέσουν στην κατεύθυνση που επιθυμούσαν. Ο πατέρας μου κανόνιζε με τους ιδιοκτήτες των γκρεμισμένων σπιτιών να αναλαμβάνει την περισυλλογή ότι χρήσιμου είχε απομείνει στα χαλάσματα: πόρτες,παράθυρα,ξυλεία,μαγειρικά σκεύη, έπιπλα… Η αμοιβή του ήταν σε είδος. Του έδιναν ένα μέρος των διασωθέντων υλικών,κυρίως ξυλεία,πορτοπαράθυρα που τα χρειαζόταν για κατασκευή μπαρακών. Μπαράκες,παντού άρχισαν να φτιάχνουν μπαράκες. Μπαράκες για κατοικίες, μπαράκες για στάβλους και αποθήκες. Τα σκεπάρνια παίρνουν φωτιά,τα πριόνια ανάβουν. Περνάς στο δρόμο και βλέπεις παντού μπαράκες. Από τις χαραμάδες που αφήνουν οι σανίδες βλέπεις τους ανθρώπους μέσα καθαρά και ακούς και την αναπνοή τους ακόμη. Ολόκληρες οικογένειες μένουν στις μπαράκες, ο χειμώνας πλησιάζει. Εμείς φτιάξαμε τρεις μπαράκες, ολόκληρο συγκρότημα,κατοικία ,στάβλοι,αποθήκη χόρτου,μαγερειό. Ο Μεμάς είχε γίνει άσσος στη κατασκευή μπαρακών με στυλ. Υπάρχουν και αρκετές σκηνές που έδωσε ο στρατός και αργότερα τις πήραν πίσω. Η προσφορά των Ελλήνων στρατιωτών στην ανοικοδόμηση είναι συγκινητική. Αρχίζει η ανοικοδόμηση. Η ζωή συνεχίζεται. Οι γονείς μας ,όλοι οι γονείς ,ταλαιπωρημένοι από πολέμους,πείνα,κατοχή,φτώχεια,αρρώστεια ρίχνονται στη μάχη. Πρέπει να ζήσουμε και να νικήσουμε τις δυσκολίες. Νέες λέξεις μπαίνουν στην ημερήσια διάταξη: αρωγή, λυόμενα,παραπήγματα,κομπρεσέρ, σενάζια, πισόχαρτα, τσίγκοι, τολ, νομομηχανικοί,… Αρωγή ήταν η οικονομική ενίσχυση του κράτους στους σεισμοπλήκτους για να κατασκευάσουν τα σπίτια τους. Χρήματα του ελληνικού λαού και βοήθεια Ελλήνων του εξωτερικού και βοήθεια φιλικών χωρών ήταν οι αρωγές. Αυτές τις αρωγές αργότερα το ελληνικό κράτος ζητούσε πίσω χωρίς ντροπή αλλά με πολλούς αγώνες των σεισμοπλήκτων στο τέλος ανακάλεσε… Το Ληξούρι, ως οικοδομήσιμος χώρος μετατρέπεται σε απέραντο εργοτάξιο. Δυστυχώς,η ευκαιρία να φτιαχτεί μια πόλη άνετη με δρόμους πλατιούς με πλατείες,με άνετες και γερές κατοικίες,με σχολεία και άλλα κτίρια ,χάθηκε. Επικράτησαν τα μικρά ατομικά συμφέροντα,η σκοπιμότητες,η προχειρότητα,η στενότητα στα μυαλά και στο χώρο… Ήταν τέλος Οκτώβρη 1953 που μαζεύαμε ελιές με τον πατέρα μου στον Άγιο Δημήτρη. Κάποια στιγμή ο πατέρας μου λέει:” Μπάμπη σε λίγες μέρες θα πας σχολείο. Το σχολείο είναι σχεδόν έτοιμο”.Αυτό ήταν κάτι που το περίμενα αλλά δεν χάρηκα που το άκουσα. Περισσότερο με στενοχωρούσε η διαδρομή γιατί κάθε μέρα θα έπρεπε να κάνω 10 χιλιόμετρα πεζοπορία αφού η μπαράκα μου απέχει 5 χλμ από το Ληξούρι. Στην πράξη τα πράγματα ήταν ακόμη πιο δύσκολα. Το σχολείο ήταν ένα λυόμενο με 3 αίθουσες διδασκαλίας και βρισκόταν κοντά στη Βαλλιάνειο Σχολή. Έτσι οι 3 μικρές τάξεις λειτουργούσαν μόνο απόγευμα και το μάθημα τελείωνε όταν ο ήλιος ετοιμαζόταν να δύσει. Σε λίγο νύχτωνε ιδίως το χειμώνα. Έτσι βάδιζα στο απόλυτο σκοτάδι και φοβόμουνα πολύ,φως πουθενά. Άλλες φορές έβρεχε καταρρακτωδώς ή πάγωνα από το κρύο. Στην ίδια κατάσταση φυσικά βρίσκονταν και δεκάδες άλλα παιδιά που έμεναν στους κάμπους… Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Οι περισσότεροι αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων έχουν φύγει. Πολλά έχουν ξεχαστεί. Οι άνθρωποι συνήθως απωθούν αυτά που τους στενοχωρούν. Όμως η μνήμη χρειάζεται και περισσότερο χρειάζεται να βγαίνουν συμπεράσματα από τα σημαντικά γεγονότα. Αλλιώς η ιστορία επαναλαμβάνεται. Το όμορφο νησί μας αιώνες συζεί με τον Εγκέλαδο και θα συζεί για πολλούς ακόμη. Αυτό είναι σίγουρο. Ένας σοφός έχει πει ότι η φύση σου φέρεται με ευγένεια εαν γνωρίζεις τους νόμους της και τους σέβεσαι. Αυτό ισχύει και με τους σεισμούς. Χρειάζεται γνώση και πιστή εφαρμογή. Η άγνοια και η ολιγωρία πληρώνονται…

Μπάμπης Γαλανός, Αύγουστος 1916. 1953 λέξεις

Η μαρτυρία μιας γυναίκας που ήταν στην Κεφαλονιά

Διαβάστε μια ακόμα συγκλονιστική μαρτυρία που συμπεριλαμβάνεται σε κείμενο που δημοσιεύτηκε το 2022 από τον Άκη Κατσούδα στο oneman.gr:

Η Μάχη Τσενέ ήταν 13 ετών όταν βίωσε τον σεισμό. «Δύο μέρες πριν από τον καταστροφικό σεισμό, είχαμε μερικούς πολύ δυνατούς προσεισμούς. Εγώ φοβόμουν πάρα πολύ και δεν έμπαινα στο σπίτι, γιατί έτριζαν τα πατώματα. Έτσι λοιπόν έφυγα μακριά από το σπίτι και κοιμήθηκα κάτω από μια συκιά. Το πρωινό της επόμενης μέρας μαζευτήκαμε με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, με αγκάλιασαν προσπαθώντας να με ηρεμήσουν και το απόγευμα πήγαμε μια βόλτα. Δύο από τα παιδιά της οικογένειας, μάλιστα, έπαιξαν κιθάρα» θυμάται εκείνη 69 χρόνια μετά.

«Εκεί που είχα ηρεμήσει, λοιπόν, ακούστηκε ένα πολύ μεγάλο βουητό και άρχισαν να κουνιούνται τα πάντα. Σε λίγο τίποτα δε φαινόταν. Σκοτείνιασε ο τόπος και δεν μπορούσαμε να πάρουμε αναπνοή. Όλος ο κόσμος βγήκε από τα σπίτια του αλλά δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν γιατί δεν υπήρχαν τηλέφωνα. Όλα όσα λέω έγιναν πάρα πολύ γρήγορα» εξηγεί.

«Ακούσαμε ότι γκρεμίστηκε όλο το νησί, ότι υπήρχαν πολλά θύματα, ότι δεν μπορούσε κανείς να φύγει, ότι ήταν πιθανό να βουλιάξει ολόκληρο το νησί. Καταλαβαίνεις τη δική μου ψυχολογία, έτσι; Όταν άρχισαν τα δρομολόγια κατέβηκα στο Ληξούρι για να φύγω και μας ήταν αδύνατο να καταλάβουμε τις γειτονιές» αναφέρει χαρακτηριστικά.

Πριν συνεχίσει: «Μόνο γκρεμισμένα σπίτια έβλεπες, δρόμοι πουθενά. Σκαρφαλώναμε πάνω στα ερείπια για να μπορέσουμε να πάμε προς τη θάλασσα και αυτό που σου λέω έγινε τουλάχιστον δύο μήνες μετά τον σεισμό».

«Την ίδια ώρα, αν θυμάμαι καλά, υπήρξε βοήθεια από την Αγγλία. Πάνω από το νησί πετούσαν αεροπλάνα και μας έριχναν αλεξίπτωτα σακιά με τρόφιμα. Αργότερα έμαθα ότι ήρθαν συνεργεία και έφτιαξαν παράγκες» καταλήγει η Μάχη Τσενέ.

Σπύρος Ματιάτος: Πώς έπεσαν τα σπίτια μας το 1953 (από το kefalonitis.com)

Στις 11 Αυγούστου 1953 και ώρα 05:35 γίνεται σεισμός μεγέθους 6,5 R σε βάθος 10 χιλ. και τέλος στις 12 Αυγούστου 1953 στις 11:24 γίνεται ο μεγάλος σεισμός μεγέθους 7,2 R σε βάθος 6 – 8 χιλ. του οποίου τα καταστροφικά αποτελέσματα είναι γνωστά.

Ψάχνοντας το προσωπικό του αρχείο ο Σπύρος Ματιάτος βρήκε ένα σύγγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού κ. Τάκη Παυλάτου το οποίο το είχε εκδώσει ο Δήμος Αργοστολίου το 1988, για την επέτειο των 35 ετών από τον σεισμό της 12 Αυγούστου 1953 και έχει τίτλο «ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΛΑΟΥ» (Coram Populo).

Ο κ. Τάκης Παυλάτος, διαδραμάτισε σοβαρό ρόλο στη προσεισμική και μετασεισμική Κεφαλονιά, είναι αυτός που εισηγήθηκε τον αντισεισμικό Νόμο που ισχύει στα Νησιά μας μέχρι και σήμερα. Είναι αυτός που τα θωράκισε να αντέχουν σε μεγάλους σεισμούς. Επίσης έχει ασχοληθεί με τις κατασκευές των Δημοσίων κτηρίων και των Εκκλησιών. Με άλλα, λόγια είναι αυτός που γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον την αντοχή της Κεφαλονιάς σε μεγάλους σεισμούς.

Αξίζει να το διαβάσετε και σεις. Ο Σπύρος Ματιάτος το έχει αντιγράψει αυτούσιο:

35 ΧΡΟΝΙΑ

ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ

ΤΩΝ ΣΕΙΣΜΩΝ 9ης – 12ης ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1953

«ΠΩΣ» ΕΠΕΣΑΝ ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΜΑΣ

ΤΑΚΗ ΠΑΥΛΑΤΟΥ

(Α΄)

Κακή θεμελίωση, επάνω σε έδαφος με επικινδυνότητα, που «παρέμενε» χωρίς βελτίωση, κακή τέχνη και συστήματα δόμησης στην Αναδομή, που γρήγορα σαν «άρρωστη» και σαν «κουρασμένη», από τα πλήγματα συνεχών σεισμών «εγέραζε» και κύρια έλλειψη υπεύθυνης καθοδήγησης και εποπτείας, για μια στοιχειώδη, αντισεισμική, αντοχή και προστασία ανθρώπων και κτηρίων, στην «ποιο σεισμόπληκτη» περιοχή της χώρας μας, την Κεφαλονιά, ακόμη και μετά το 1928, το έτος, που είχαν σημειωθεί οι καταστρεπτικοί σεισμοί της Κορίνθου, είναι τα τρία βασικά κακά που έθαψαν τους αλησμόνητους Νεκρούς μας και γκρέμισαν τα σπίτια μας, στις 9 – 12 Αυγούστου 1953.

Σήμερα θα περιελάμβανα χαρακτηριστικά και την αυθαίρετη δόμηση, που σ’ ένα μεγάλο Σεισμό την πληρώνουν με την ζωή τους, όπως και τότε στις αγροτικές περιοχές μας και πάλιν οι Φτωχοί.

Από αγάπη προς την Αλήθεια, αφορμή την ανωτέρω Ημερομηνία – Καμπή για την Πατρίδα και ερέθισμα, αποσπάσματα Κειμένων Δημοσιευμάτων, που δεν ενημερώνουν σωστά την Κοινή Γνώμη, γράφεται το παρόν.

(Β΄)

Έχει αναφερθεί σε Κείμενο Δημοσιεύματος, ότι «ο σεισμός του 1953 της Κεφαλλονιάς , δύναται να παραβληθεί μόνο με τον καταστρεπτικό σεισμό της Λισσαβώνας».

Είναι διεθνώς γνωστό από τα Σεισμολογικά Ινστιτούτα όλης της Γης,

(α) ότι ο Σεισμός της Κεφαλονιάς της 12ης Αυγούστου 1953 είχε Μέγεθος 7 1/4 RICHTER, το πολύ,

(β) ότι ο Σεισμός της Λισσαβώνας του 1755 είχε μέγεθος 8,9 R.,

(γ) ότι στον δεύτερο (Λισσαβώνας), εκλύθηκε 50 φορές περισσότερη σεισμική ενέργεια, απ’ όση στον πρώτο (Κεφαλλονιάς).

Επομένως οι δύο Σεισμοί δεν παραβάλλονται.

Στο ίδιο κείμενο, έχει αναφερθεί επίσης, ότι «το 1953 η συμφορά της Κεφαλλονιάς και η καταστροφή του Αργοστολιού ωφείλετο βασικά στο μέγεθος και ένταση του σεισμού» και ακόμη ότι «ο σεισμός αυτός ήτο ο χείριστος των νεοτέρων χρόνων».

Η γνώση της Επιστήμης και η σεισμική πείρα λέγουν τα εξής:

(α) ο χείριστος σεισμός δεν είναι και ο μεγαλύτερος,

(β) η έκταση των βλαβών, δεν είναι ανάλογος του Μεγέθους του Σεισμού,

(γ) το Μέγεθος του Σεισμού της 12ης Αυγούστου 1953, δεν δικαιολογεί την έκταση των βλαβών στην Κεφαλλονιά κ.τ.λ.

Στην Ελλάδα έχουν σημειωθεί Σεισμοί μεγέθους 7,5 και 81/4 R., που όμως επροξένησαν μικρότερες βλάβες, απ’ ότι ο Σεισμός του 71/4 R. της Κεφαλλονιάς.

Στις 26/6/1926 έγινε σεισμός 81/4 R στη Ρόδο, δηλαδή μια τάξη μεγέθους μεγαλύτερος του σεισμού του 1953 στην Κεφαλλονιά, δηλαδή 32 φορές μεγαλύτερης ποσότητας σεισμικής ενέργειας του σεισμού του 71/4 R. της Κεφαλλονιάς και όμως οι βλάβες ήσαν λιγότερες, απ’ ότι στην Κεφαλλονιά.

Απ’ τη γνώση σε βάθος της σεισμικής Ιστορίας της Περιοχής μας, προκύπτει αμάχητα, ((Α)) ότι στην Κεφαλλονιά μέχρι το 1953 είχαμε Κόπωση των σπιτιών λόγω:

(α) της ηλικίας των,

(β) της παλαιότητας δομής των,

(γ) των προηγούμενων επανειλημμένων και συνεχών σεισμικών επιβαρύνσεων των.

Πολλά σπίτια είχαν υποστεί και υποφέρει τους Σεισμούς του 1912 (24/1/1912 Μέγεθος σεισμού 63/4 R) και άλλα σπίτια είχαν υποστεί και υποφέρει ακόμη παλαιότερους. Ο Σεισμός του 1953 τους έδωσε τη χαριστική βολή.

Το περιώνυμο Δημαρχείο, δεν επρόλαβε ούτε τον μεγάλο σεισμό της 12 Αυγούστου (71/4R).

Ρηγματώθηκε σοβαρά από τον μικρότερο σεισμό της προηγουμένης 11ης /8 (Μέγεθος 63/4R) για να σωριαστεί κυριολεκτικά την επομένη.

((Β)). Στο Αργοστόλι υπάρχει – και στο Γεωλογικό Χάρτη του φαίνεται – Ζώνη επαφής δύο διάφορων γεωλογικών στρωμάτων (ασβεστολιθικών και αργιλικών προσχώσεων).

Στη Ζώνη αυτή η συμπεριφορά του εδάφους αλλάζει, την ώρα που μεταδίδεται ο σεισμός, γιατί τα στρώματα αυτά έχουν διαφορετική μηχανική συμπεριφορά, από πλευράς πλαστικότητας. Έχουν διαφορετικάς πλαστικάς ιδιότητας και τα σπίτια κραδαίνονται με άλλη ταχύτητα. Ειδικότερα στη ζώνη επαφής, το πλάτος της κινήσεως αυξάνει απότομα. Μετασεισμικά, δεν είναι άσχετη η χάραξη και η κατασκευή της πλατειάς Λεωφόρου Βεργωτή, στη διαμήκη περιοχή της ζώνης αυτής.

Εκτός από τις προσχώσεις και την ανωτέρω ζώνη επαφής, γνωρίζουμε τώρα όλοι και πόσο χαμηλός είναι υδροφόρος ορίζοντας στο Αργοστόλι.

Έτσι – επαναλαμβάνω – το Δημαρχείο – το κτίριο που μας υπεδείκνυαν με εμπιστοσύνη για βομβαρδισμούς, σεισμούς κ.τ.λ. – καταστράφηκε από τις 11 Αυγούστου, πριν το μεγάλο σεισμό της 12ης /8.

Και με πόσα θύματα ………………..

Στην ίδια θέση του προσεισμικού Δημαρχείου, εμελέτησα το μετασεισμικό – αντισεισμικό Διοικητήριο. Όταν έσκαψα στην περιοχή, έβγαλα από κάτω παλαιές δέστρες καραβιών…..

Πέραν από αυτές τις φυσικές παλαιές προσχώσεις τα’ Αργοστολιού, έγιναν προς την Παραλία οι νέες, τεχνικές απορρίψεις και προσχώσεις, από τα ερείπια του 1953.

Επάνω στις τελευταίες, γιατί δεν υπήρχε και άλλη θέση, ετόλμησε ο υποφαινόμενος πέραν από Ελλ. Αντισεισμικό Κανονισμό, να μελετήσει και κατασκευάστηκαν το Λιμεναρχείο, Τελωνείο, Χημείο, το Συγκρότημα της Δημοτικής και της Ιδιωτικής Αγοράς, το μονοκόμματο Κτήριο της Λαχαναγοράς κ.τ.λ., αλλά με προεργασία υποθεμελίωσης και αντισεισμικά συστήματα θεμελίωσης, που δεν είχαν, ατυχώς, τα ανεγερθέντα μετά τους καταστρεπτικούς σεισμούς της Κορίνθου του 1928 – τα παθήματα και τα μαθήματα από αυτούς – Κτήρια της Κεφαλονιάς.

Τα νέα μετασεισμικά Κτήρια, που παραπάνω ανέφερα, αν και επί προσχώσεων νέων, έδειξαν μέχρι σήμερα άριστη συμπεριφορά και εδοκιμάσθησαν με επιτυχία σ’ ένα σπουδαίο «φυσικό πείραμα», τους σεισμούς του 1972 (17/9 και 30/10. Μεγέθη = 61/4 R και 6,0 R.) όπως επίσης και ο μεγάλος, ευρύχωρος και αβέρτος, γνωστός Μητροπολιτικός Ναός, που εσήκωσα με βαρεία θεμελίωση και υποθεμελίωση, πλάι στην ανωτέρω ζώνη επαφής των δύο διάφορων γεωλογικών στρωμάτων του Αργοστολιού. Την ίδια άριστη συμπεριφορά έδειξαν και πάλι, στην πρόσφατη σεισμική δράση των Σεισμών της 17ης /1/1983 (Μ=6,5R), που απείχαν μόλις 40 ΚΜ από τις πλησιέστερες ακτές της Κεφαλονιάς και είχαν σε βάθος, 27 μόνο ΚΜ την Εστία τους.

Και ένα άλλο, αποδεικτικό και συγκριτικό για το Αργοστόλι: Στη πόλη της Ζακύνθου, που το έδαφος της είναι ομοιογενές, όλο χαλαρό (παρά το ότι στο έδαφος τούτο το 71/4 R του σεισμού της Κεφαλλονιάς, έχει «μεγαλύτερη» σεισμική επιβάρυνση), δεν κατέρρευσαν το 1953 τα τρία (3) προσεισμικά κτήρια, που έγιναν «μετά» τους σεισμούς της Κορίνθου (1928), δηλαδή η Εθν. Τράπεζα, ο μέγας Ναός του Αγίου Διονυσίου και το Σχολείο.

Το παράδειγμα είναι εύγλωττο, για το έδαφος και τις προσεισμικές κατασκευές τ’ Αργοστολιού, αλλά και για το πόσο βασικός λόγος της Καταστροφής μας ήταν μόνο το Μέγεθος του Σεισμού του 1953, που εύκολα του τα αποδίδουμε όλα, για κάλυψη «ευθυνών».

Ακόμη και στα ίδια τα Ερείπια του προσεισμικού Δημαρχείου, η λεπτομερής εξέταση τους, «ο τρόπος κατάρρευσης του», ο θρυμματισμός του κ.τ.λ. καθώς και «η ίδια επιστημονική εξέταση, που ευσυνείδητα εγένετο, στα Ερείπια», σ’ όλη την Κεφαλονιά, επί χρόνια πολλά, «εμίλησαν» και «μιλούν» ακόμη, για όλα αυτά.

Σπίτια κ.α. που είχαν ένα καλοφτιαγμένο κτίσιμο και μια σχετικά καλή διάταξη και ομοιογένεια, δεν κατέρρευσαν (Βαλλιάνειος Επαγγελματική Σχολή Ληξουρίου, μονώροφες Κατοικίες του ΥΠ. Ανοικοδομήσεως στην οδό Ηλία Μηνιάτη).

Λυπάται κανείς, που βλέπει σε Δημοσιεύματα να λένε άλλα αντ’ άλλων, άγνωροι του θέματος, που κάνουν τους σεισμομηχανικούς.

Έγινε και το θέμα τούτο, όπως και η Ιστορία της μετασεισμικής Ανοικοδομήσεως, ξέφραγο αμπέλι.

Αναφέρεται Δημοσίευμα για επιχείρημα στο θέμα των Καταστροφών των Ιωνίων Νήσων, στους ξένους Επιστήμονες, ενώ αποδίδει «έλλειψη συναίσθησης» και «πτώση αξίας κρίσης», στο κορυφαίο Έλληνα σεισμολόγο – Καθηγητή Κο Αγγελο Γαλανόπουλο, επειδή ο τελευταίος τότε, 1953, εγνωμοδότησε και είπε την καθαρή και σκληρή επιστημονική αλήθεια (δυσάρεστη βέβαια για τους υπευθύνους), πως τα σπίτια μας (για τους Σεισμούς) δεν ήσαν καλά.

Εφ’ όσον έχουμε μπροστά μας το σώμα της Πατρίδας μας, με τις ρηγματώσεις και τις πληγές του και ξέρουμε βαθειά την σεισμική Ιστορία του τόπου μας, τι χρείαν έχουμε των ξένων, οι οποίοι πέραν του ότι τίποτε προσέθεσαν στα αντισεισμικά αυτά θέματα, απεδείχθησαν, σαν ήλθαν καλά ……τρωκτικά; !!

Όμορφα βέβαια ήσαν τα προσεισμικά σπίτια μας και αισθητικά τα κτήρια μας, αλλ’ όχι να τα παρουσιάζουμε ακόμη και τώρα, «που είδαμε και πάθαμε», για τους σεισμούς καλά: «Αυτά είναι τα σπίτια που αντιμετώπισε ο σεισμολόγος καθηγητής…» και ακόμη περισότερο να γράφεται: «…μένει ανερμήνευτος η γνωμοδότηση του κ. καθηγητού».

Για ποιο λόγο; Επειδή με την επιστημονική Γνωμοδότηση του Γαλανόπουλου, δεν εκαλύπτοντο οι ευθύνες αυτών, που παρέβλεψαν να γίνουν τα κτήρια και τα σπίτια μας αντισεισμικά, ακόμη και τα νεώτερα, αυτά που έγιναν στην σεισμογόνο Κεφαλλονιά «μετά» τους σεισμούς της Κορίνθου του 1928 σε μια ολόκληρη 25ετία από το 1928 μέχρι το 1953 ; Ενώ, εάν η γνωμοδότηση έλεγε, αόριστα, ότι π.χ. βασικά φταίει το Μέγεθος του Σεισμού (οπότε και οι ευθύνες των αρμοδίων θα εσκεπάζοντο), τότε δεν θα ήταν «ανερμήνευτος»;

Γιατί δεν έγιναν αντισεισμικά π.χ. το μεγαλόπρεπο κτήριο των Α/φών Παγουλάτου στην αρχή του Λιθοστρώτου, το κατάστημα των Α/φών Λυκούδη στην παραλία, το Δημαρχιακό Μέγαρο;

Αλλο συναισθηματικά «ωραίο» και άλλο το «αντισεισμικό» και πιο πάνω, άλλο το επιστημονικά αληθινό.

Σαν παράδειγμα θ’ αναφερθώ σ’ ένα προσεισμικό, που εθεωρείτο τότε, καλοφτιαγμένο σπίτι.

Γεννήθηκα και κατοίκισα στο Αργοστόλι, σ’ ένα τριώροφο, σχετικά νέας κατασκευής, που χωρίς φειδώ οι ιδιοκτήτες του το είχαν ανεγείρει σε έδαφος συμπαγές (στην Ανάληψη).

Δέος με κυριεύει, όταν αναλογίζομαι, τώρα «που» έμενα.

Τέσσερις (4) λιθόκτιστοι τοίχοι απέξω, τέσσερα όρθια μαχαίρια, δέκα (10) μέτρων ύψους κι από μέσα διαχωριστικά μοροφίντα, επάνω στα ξύλινα πατώματα. Τα πατώματα εστηρίζοντο σε τράβα, που εισχωρούσαν στους εξωτερικούς τοίχους για στήριξη.

Από κάτω αβέρτο όλο το ημιυπόγειο, χωρίς έστω ένα κατακόρυφο στήριγμα, ενδιάμεσα, για την οροφή του, που ήταν και το πρώτο πάτωμα.

Από πάνω μας ένα φορτίο φοβερό, μια πολύ βαριά από τράβα και μεγάλα κεραμίδια στέγη που επικαθόταν στους δύο απέναντι εξωτερικούς τοίχους.

Ήταν καλό, έστω και για έναν μικρό σεισμό, αυτό το σπίτι; ….. (επειδή απέξω εφάνταζε και το φωτογράφιζαν ντόπιοι και ξένοι;….). Μας το συνιστούσαν, τότε, για καταφύγιο στους βομβαρδισμούς του 1940, γιατί ήταν….όμορφο !!!

Έμενα λοιπόν μέσα σε τέσσερις (4) όρθιους διατρυπημένους από τα τράβα των πατωμάτων τοίχους, που ενώ ταλαντευόντουσαν σε κάθε μικροσεισμό και τα πατώματα του και η στέγη του τρίζανε, κατά το Κείμενο του Δημοσιεύματος ήταν καλό και έπρεπε να κοιμάσαι ήσυχος…..

Τι να πω για το μπαλκόνι μου …..

Μια ολόσωμη βαριά, από τη Φάλαρη, πλάκα, 20 περ. εκατοστών πάχους και δυόμισι (2,5) μέτρα μήκους, αμφιέρειοτη σε δύο λίθινα (όμορφα κατά τα άλλα και κομψά) φουρούσια, που μπηγόντουσαν στους λίθινους τοίχους και κρατιόντουσαν από την πίεση και το βάρος των υπερκείμενων στρωμάτων της τοιχοποιίας.

Και σκέφτομαι τώρα πως καμιά φορά, σ’ αυτό το μπαλκόνι κοιμόμουν, κοιτάζοντας και την Πανσέληνο στον Κούταβο !!

Πίσω προς τον κήπο, ήταν η μεγάλη Βεράντα του Α΄ ορόφου. (Διάβασα εκεί το πρώτο μου Αναγνωσματάριο) 1,5 Χ 4,0 μ., από τέσσερις (4) γούλινες πλάκες 1,0 Χ 1,5 μ. η κάθε μια πάχους 20 περίπου εκατοστών, που πατούσαν από το ένα μέρος τους στον τοίχο του σπιτιού και από το άλλο μέρος σε μια (καλλιτεχνικότατη κατά τα άλλα και ορατή) βαριά σιδηροδοκό διπλού ταφ, 30 εκατοστών ύψους.

Η δοκός αυτή μετέφερε όλο το βάρος της βεράντας και στηριζόταν αμφιέρειστα κατά το ένα άκρο της στον λιθόκτιστο τοίχο της προεξέχουσας κουζίνας του ισογείου και κατά το άλλο άκρο της στο εξωτερικό μεγάλο κλιμακοστάσιο, από είκοσι δύο (22) ολόσωμα γούλινα σκαλιά της Φάλαρης, δύο (2) μέτρων μήκους το καθένα, που από την αυλή του Ισογείου ανέβαινε με ένα γύρισμα, στη βεράντα του Α΄ ορόφου.

Όχι μόνο αυτό! Και ολόκληρο το βαρύ και σύνθετο αυτό στοιχείο του Κλιμακοστασίου ακουμπούσε (για σιγουριά!!) στον τοίχο του Ισογείου…..!!

Γι’ αυτό λοιπόν το σπίτι, που γκρεμίστηκε, φταίει κατά το Δημοσίευμα μόνο, το Μέγεθος του Σεισμού και δεν φταίνε π.χ. το ανομοιογενές από βαρύτατες μάζες σύνολο κατασκευάσματος ή το αστάθμητο του από κάθε και απλή ακόμη στατική άποψη;

Σ’ αυτά υπήρχε αντισεισμική στοιχειώδης εμπιστοσύνη;!!!

Τι να πει κανείς για άλλα σπίτια μας, τρισχειρότερα, στην πόλη και στα χωριά μας…

Ούτε τη γάτα μας σήμερα, εάν γινόταν σεισμός, σ’ εκείνα τα σπίτια δεν θ’ αφήναμε.

Ας συγκρίνει κανείς «πως» ήταν το προσεισμικό και «πως» έχτισε το σημερινό του σπίτι.

Και μόνος του ας κρίνει, γιατί το 1953 έπεσε το πρώτο.

Δεν αρμόζει για τους Κεφαλλήνες, σε Κείμενο Δημοσιεύματος, που εξέδωσε το γεραρό Σωματείο, η Κεφαλληνιακή Αδελφότητα, να περιλαμβάνονται οι ανωτέρω φράσεις «έλλειψη συναίσθησης», «πτώση αξίας κρίσης», ανερμήνευτος η γνωμοδότηση», για έναν Ακαδημαϊκό, τον κο Αγγελο Γαλανόπουλο, Καθηγητή της Σεισμολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και Διευθυντή του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του Εθνικού Αστεροσκοπείου, που έχει παγκόσμιο κύρος, ακτινοβολία και καταξιωθεί στο διεθνές επίπεδο, ενώ, το ανωτέρω Δημοσίευμα τον ειρωνεύεται.

Και είναι επιπόλαιο τούτο, όταν στο Κείμενο του ιδίου Δημοσιεύματος παρουσιάζεται για επιχείρημα, η φωτογραφία σ’ ένα σπίτι του 1910 στ’ Αργοστόλι, λιθόκτιστο, που και μόνο το μωσαϊκό σύστημα κτισίματος, της (ωραίας κατά τα άλλα) μάνδρας του, κραυγάζει, ότι είναι «το χείριστο σύστημα» και από απλής ακόμη δομικής και στατικής πλευράς, στην «πιο σεισμόπληκτη» περιοχή της Χώρας, την Κεφαλλονιά, αλλά και από αντισεισμικής πλευράς και τότε και σήμερα «πλήρως απορρίψιμο….».

Και για τον πέτρινο κατακόρυφο πρόβολο της μετώπης του ιδίου σπιτιού, που παρουσιάζεται σαν υπόδειγμα, τι να προσθέσω; Φτάνει, ότι, μετασεισμικά, ούτε σ’ ένα σπίτι κτίστηκε τέτοιο λίθινο στοιχείο ή ότι, παντελώς, το απαγορεύει ο Ελλην. Αντισεισμικός Κανονισμός.

Ούτε πέραν του σεισμολογικού του μέρους, στην Ανοικοδόμηση, είχε ανάμειξη ο Γαλανόπουλος, όπως στο Δημοσίευμα γράφεται: «αυτός επικεφαλής της υπηρεσίας της ανοικοδόμησης δίνει τον ρυθμό και τον τόνο της κρίσης», αλλά και δεν μπορούσε να έχει.

Έγινε αναφορά από τον Συγγραφέα, στον Κο Γαλανόπουλο, χωρίς πιστεύω να είναι γνωστός του ο άνθρωπος, ούτε ο επιστήμων και «Τι» όλοι οι Έλληνες και ιδία οι Σεισμόπληκτοι, οφείλουμε σ’ αυτόν. Σε ποια στιγμή και τώρα δεν δίνει το παρών του και δεν τιμά πάντα την Ελληνική Πατρίδα;

Επαναλαμβάνεται η αχάριστη μεταχείριση και το λάθος ορισμένων Κεφαλλήνων, προς κάποιον άλλον Κολοσσόν, που έφυγε πικραμένος, τον Μεγάλον ΟΡΛΑΝΔΟ.

Όταν το Ελληνικό Κράτος μετά τους Σεισμούς το 1953, εξέφραζε την αδυναμία του να μας βοηθήσει, τότε στον Ναοδομικό μετασεισμικό μας Πρόβλημα. Αυτός, μόνος, με ένα λόγο έστω, με ενεθάρρυνε για να μελετήσω 153 Εκκλησιές, 43 Καμπαναριά και 6 Μονές στην κατεστραμμένη μας Πατρίδα. (ΕΡΓΑΣΙΑ – ΑΦΙΕΡΩΜΑ: « στα τριμμένα Ράσα, που υπέθαλψαν, τα φτωχά Καρυοφίλια, στα 400 χρόνια της Δουλείας.»

Έτσι, ξανακούστηκαν οι Καμπάνες, ξαναστηλώθηκαν τα Τέμπλα, ξανά σύγκορμη δονήθηκε η Κεφαλληνία πέρα ως πέρα, στις 11,30΄ της 16/8/1963, μόλις από ψηλά μετά 10 χρόνια, ήχησαν, ξανά οι καμπάνες, στο Μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου, ενώ 10.000 Λαού, με το Σημείο του Σταυρού, γονάτιζαν αυθόρμητα κι ανάμεσά τους, ακανόνιστες υπό την πίεση του Κόσμου, σειρές Στρατού και άλλοι ξεκομμένοι σκόρπια φαντάροι, «παρουσίαζαν το Όπλα τους» μόνοι, χωρίς κανένα παράγγελμα, μπροστά στο περίτεχνο, ολόϊδιο νέο Καμπαναριό του, που ξανά ακούμπαγε και τώρα πάλιν, πέρα ως πέρα στον Κόσμο όλο, ειρηνική, ομόψυχη, όλη ξανασηκωμένη Πατρίδα).

Είναι πολλά, σύνθετα και ειδικά θέματα και δεν μπορεί το Κείμενο του Δημοσιεύματος που ανέφερα, να καταπιάνεται «λίγο απ’ όλα» χωρίς κίνδυνο. (Γ)

Εμπρός στα τραγικά διδάγματα της Εθνικής Συμφοράς του 1953, επειδή οι Σεισμοί θα επαναλαμβάνονται, ας μην ξεχάσουμε, ιδιαίτερα, οτιδήποτε αφορά στον, κάθε μεγάλο, αλλά και στον κάθε μικρό αντισεισμικό μας σχεδιασμό.

Στην περιοχή της Κεφαλληνίας του Ιονίου, στατικά έχουμε:

Κάθε ένα χρόνο περίπου Σεισμό με μέγεθος Μ=5,0 R συν

Κάθε πέντε χρόνια περίπου Σεισμό με μέγεθος Μ=6,0 R

Κάθε δώδεκα χρόνια περίπου Σεισμό με μέγεθος Μ=6,5 R

Κάθε τριάντα χρόνια περίπου Σεισμό με μέγεθος Μ=7,0 R

Εξ άλλου από μελέτη του Πανεπιστημίου Αθηνών φαίνεται, με πιθανότητα 90% ότι, στα επόμενα 20 χρόνια, δεν θα χουμε, στο Μητρικό πέτρωμα της Κεφαλονιάς, υπέρβαση του 0,3 g.

Εμπρός στον Εγκέλαδο και σαν καλλίτερο Μνημόσυνο της 12ης /8/1953, τώρα που η Αντισεισμική Πολιτική προσαποκτά νέο κύρος, πολίτες και Επιστήμονες, ας τοποθετηθούμε όλοι μαζί, αντιμέτωποι του, αντικειμενικά, όπως επί 35 χρόνια ο υποφαινόμενος έπραξε, χωρίς με τούτο να συνιστά και το ατομικό παράδειγμα του στην ιδιαίτερη Πατρίδα μας- τελευταίος σε όλα για τον εαυτό του και το σπίτι του.

Ας βοηθήσουμε την Πολιτεία, τουλάχιστον για να συμβιβασθούν αυτά, που, όπως γράφονται, λέγονται και παρουσιάζονται, αποτελούν οξύμωρα σχήματα, από το ένα μέρος «αντισεισμική θωράκιση των Πόλεων» και από το άλλο μέρος «νομιμοποίηση» όπως έχει, της «αυθαίρετης κατασκευής» απ’ όπου θα ανασυρθούν του Εγκέλαδου τα πρώτα θύματα.

Το κτίριο έπεσε πάνω μου: Κεφαλονιά 1953 (από την ερευνήτρια Παρασκευή Παπακωνσταντίνου)

Ο Κωνσταντίνος Λαδάς πίνει τον καφέ του σε ένα καφενείο του Ληξουρίου τον Αύγουστο του 1953, όταν 7,2 ρίχτερ «χτυπούν» την Κεφαλονιά.

Ακούστε όσα αφηγείται ο κ. Λαδάς μέσω του istorima.org:

Πηγές:

Βικιπαιδεία [αρχικές πηγές: Κωνσταντίνος Κουτσαδέλης/ kathimerini.gr, oasp.gr, Μοσχόπουλος, Γεώργιος· Μαραβέγια – Κώστα, Κατερίνα (2007). Αργοστόλι. Σεισμοί 1953. Το τέλος και η αρχή μιας πόλης. Αργοστόλι: Κοργιαλένειο Ίδρυμα. σελ. 313., Bittlestone, Robert (2005). Odysseus Unbound: The Search for Homer’s Ithaca. Cambridge University Press. ISBN 978-0521853576, Λειβαδά – Ντούκα, Ευριδίκη· Γαλανός, Γεράσιμος (2006). Μέρες Οργής. Αύγουστος του 1953: Χρόνου Λύσις. Αργοστόλι: Δήμος Αργοστολίου. σελ. 10-17., Η κάθοδος της Ζακύνθου στην κόλαση από την εφημερίδα Το Βήμα και τον Μεγαδούκα Νίκο] , Γεώργιος Σαρρής/ ethnos.gr, kefalonitis.com, απόσπασμα από το βιβλίο «Πορεία προς τον 21ο αιώνα» που δημοσιεύτηκε στο kefalonitis.com, ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ/ nyxthimeron.com, ithacanews.gr (αρχική πηγή: Π.Γ. Καλλίνικος, περιοδικό «Νόστος», τεύχος 53, καλοκαίρι 1980), inkefalonia.gr, oneman.gr/ Άκης Κατσούδας, kefalonitis.com/ Σπύρος Ματιάτος, Παρασκευή Παπακωνσταντίνου/ istorima.org.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα