Τα ελληνικά νοικοκυριά «τράβηξαν» €13,7 δισ. από τις οικονομίες τους το 2017

Τα ελληνικά νοικοκυριά είχαν αρνητική αποταμίευση ύψους €8,3 δισ. το 2017.

Parallaxi
τα-ελληνικά-νοικοκυριά-τράβηξαν-e137-δ-340311
Parallaxi

“Η Ελλάδα βρίσκεται σε μακροοικονομική ισορροπία. Όμως δεν αποταμιεύουμε πολλά και επενδύουμε ακόμα λιγότερα.” Αυτό και άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία – ποσοστά φέρνει στο φως το Εβδομαδιαίο Δελτίο για την οικονομία του ΣΕΒ (Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών) κρούοντας καμπανάκι για την κοινωνική ευημερία στην Ελλάδα ακόμα και μετά το τέλος του μνημονίου.

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το δελτίο, το 2017, η Γενική Κυβέρνηση, από διαθέσιμους πόρους €6,7 δισ., επένδυσε €5,2 δισ., κυρίως μέσω του Προϋπολογισμού Δημοσίων Επενδύσεων, επιτυγχάνοντας έτσι δημοσιονομικό πλεόνασμα ύψους €1,5 δισ.

Οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις εξοικονόμησαν €16,5 δισ., που χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για επενδύσεις, και οι τράπεζες €5,8 δισ., που χρησιμοποιήθηκαν κυρίως ως προβλέψεις για να αντιμετωπίσουν τις υψηλές επισφάλειες στα χαρτοφυλάκια τους.

Αντιθέτως, τα νοικοκυριά (που περιλαμβάνουν και τους ελεύθερους επαγγελματίες), όχι μόνο δεν έβαλαν τίποτα στην άκρη, αλλά «τράβηξαν» και €13,7 δισ. από τις οικονομίες τους (και ενδεχομένως από δανεισμό), για να επενδύσουν €5,4 δισ., και να «ρίξουν» τα υπόλοιπα €8,3 δισ. στην κατανάλωση, ξοδεύοντας περισσότερα από ό,τι τους επέτρεπε το διαθέσιμο εισόδημά τους (είχαν δηλαδή αρνητική αποταμίευση ύψους €8,3 δισ.).

“Η αρνητική αποταμίευση των νοικοκυριών είναι ένας παράγοντας που τείνει να εμποδίζει τις επενδύσεις που θα μπορούσαν να γίνουν είτε σε πάγια (για να αγοράσουν ένα σπίτι, να ανοίξουν ένα μαγαζί, κ.ο.κ.) είτε, εφόσον περισσεύουν πόροι, σε χρηματοοικονομικό πλούτο (καταθέσεις, μετοχές, ομόλογα, κλπ.), αξιοποιώντας αναλόγως και τον τραπεζικό δανεισμό.”

Συνολικά, η οικονομία κατάφερε να χρηματοδοτήσει τις λιγοστές -σε σχέση με το επιθυμητό σενάριο- επενδύσεις (€20,6 δισ.) εξ ολοκλήρου από τις εγχώριες αποταμιεύσεις των διαφόρων τομέων της οικονομίας, χωρίς την ανάγκη εξωγενών πόρων, χωρίς δηλαδή να χρησιμοποιηθούν αποταμιεύσεις από το εξωτερικό, με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών να είναι μηδενικό.

Η εικόνα αυτή, όμως, των επενδύσεων, εάν ληφθούν υπόψη και οι αποσβέσεις, δεν αποτυπώνει πλήρως την πραγματικότητα καθώς, μετά από αποσβέσεις, οι καθαρές αποταμιεύσεις και επενδύσεις γίνονται αρνητικές.

Με αποσβέσεις €29,6 δισ., εκ των οποίων €9,7 δισ. στα νοικοκυριά, €12,8 δισ. στις επιχειρήσεις και €6,6 δισ. στη γενική κυβέρνηση, οι ακαθάριστες επενδύσεις στα νοικοκυριά (€5,4 δισ.), τις επιχειρήσεις (€9,7 δισ.) και τη γενική κυβέρνηση (€5,2 δισ.), γίνονται αρνητικές (-€4,3 δισ., -€3,1 δισ. και -€1,4 δισ. αντιστοίχως).

Αυτό σημαίνει ότι το επίπεδο των εγχώριων ακαθάριστων αποταμιεύσεων και επενδύσεων είναι ανεπαρκές.

Δηλαδή δεν βάζουμε στην άκρη, και δεν επενδύουμε ως κοινωνία, όσα απαιτούνται, αφενός για να συντηρήσουμε τον κεφαλαιακό εξοπλισμό που απαξιώνεται και αφετέρου για να τον επεκτείνουμε με νέα πάγια (εργοστάσια, μαγαζιά, γραφεία, κατοικίες κ.ο.κ.), ώστε να αρχίσει να βελτιώνεται το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού.

Με άλλα λόγια, τα λειτουργικά κέρδη των επιχειρήσεων και η αποταμίευση των νοικοκυριών πρέπει να αυξηθούν, και ο προϋπολογισμός να παραμείνει πλεονασματικός. Και, βεβαίως, οι μεγαλύτερες αποταμιεύσεις να μετατραπούν σε επενδύσεις.

Ειδικότερα, για να αυξηθούν οι επενδύσεις, απαιτείται αφενός η μείωση της υπερφορολόγησης ώστε να μένουν περισσότερα εισοδήματα στα χέρια των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, και αφετέρου η δημιουργία ενός σταθερού φιλοεπενδυτικού κλίματος για να παρακινηθούν οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να επενδύσουν.

Μόνο έτσι θα δημιουργηθούν, επίσης, ευνοϊκότερες συνθήκες απασχόλησης, ώστε οι άνεργοι να βρουν δουλειά και οι εργαζόμενοι να μπορούν να ξαναρχίσουν σιγά-σιγά να αποταμιεύουν για να επενδύσουν σε ένα σπίτι ή σε ένα μαγαζί, και οι νέοι να φτιάξουν οικογένεια στη χώρα μας, αντί να φεύγουν στο εξωτερικό. Χρειαζόμαστε, συνεπώς, υψηλότερες επενδύσεις και ισχυρότερη ανάπτυξη.

Ναι μεν σήμερα έχουμε σταματήσει να δανειζόμαστε για να ξοδεύουμε περισσότερα από όσα βγάζουμε, όμως έχουμε σταματήσει και να αποταμιεύουμε με αποτέλεσμα την αποεπένδυση.

Οι προοπτικές για βελτίωση της κοινωνικής ευημερίας με το σημερινό ρυθμό αύξησης των επενδύσεων, είναι περιορισμένες.

Επιπλέον, πρέπει να κατανοήσουμε ότι η πιθανότητα αναβολής ή αθέτησης των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί για πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα το 2019 και 2020, πέρα από τη δυσπιστία που θα προκαλέσει στις διεθνείς αγορές, παραπέμπει στις καλένδες και οποιαδήποτε συζήτηση για μείωση της υπερφορολόγησης της εργασίας και των επιχειρήσεων μέσω των περίφημων «αντίμετρων».

Μια τέτοια προοπτική επιβεβαιώνει ακόμη περισσότερο το σενάριο «χαμηλών πτήσεων» της οικονομίας για τα επόμενα χρόνια.

Εν τέλει, το υπαρξιακό ερώτημα στο οποίο οφείλουμε να απαντήσουμε όλοι, πολιτική τάξη, επιχειρηματική κοινότητα και κοινωνία, είναι αν θα επιλέξουμε να μεταβιβάσουμε παραγωγικούς πόρους προς τις νεότερες γενιές, δημιουργώντας κίνητρα για την επιστροφή τους στη χώρα μας, ή θα αδρανήσουμε για άλλη μια φορά οδηγώντας την Ελλάδα στο να γίνει μια χώρα γερόντων χωρίς οικονομικό σφρίγος.

Ο ΣΕΒ έχει επισημάνει κατ’ εξακολούθηση στο παρελθόν την αναγκαιότητα μιας «επενδυτικής επανάστασης», καθώς δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να βελτιωθεί το βιοτικό μας επίπεδο και να ισχυροποιηθεί διεθνώς η θέση της χώρας μας.

Το δελτίο κλείνει καταλήγοντας πως “Δεν απομένει, λοιπόν, παρά να φτιάξουμε το κατάλληλο επενδυτικό περιβάλλον και να αφήσουμε επιτέλους την ιδιωτική πρωτοβουλία να φέρει νέες δουλειές και σταθερά εισοδήματα στη χώρα μας. Πολλά έχουν γίνει μέχρι σήμερα. Πολύ περισσότερα, όμως, απομένουν για να γίνουν. Και, επιτέλους, χρειαζόμαστε μια δημόσια διοίκηση που να διευκολύνει την επιχειρηματική δραστηριότητα, και όχι να εμποδίζει κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια, μήπως και χάσει ντοβλέτια και οφίτσια!”

Μπορείτε να βρείτε και να διαβάσετε αναλυτικά το δελτίο του ΣΕΒ ΕΔΩ.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα