Τα πέτρινα χρόνια της Χούντας
Ο Τριαντάφυλλος Μηταφίδης θυμάται τη Δικτατορία της 21ης Απριλίου και σχολιάζει το τι συμβαίνει στη χώρα 55 χρόνια μετά
Λέξεις : Τριαντάφυλλος Μηταφίδης*
Η επίσημη εκδοχή της ιστορίας θεωρεί την επτάχρονη τυραννία της χούντας ως «θλιβερή παρένθεση που έκλεισε οριστικά και αμετάκλητα». Δεν είναι όμως αυτή η αλήθεια. Η δικτατορία δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία» ή απλώς «η ανταρσία μιας ομάδας επίορκων αξιωματικών».
Αντίθετα, το καθεστώς των νικητών του εμφυλίου πολέμου με επικεφαλής το Παλάτι ζέσταινε στον κόρφο του το «αυγό του φιδιού» και λειτούργησε, τελικά, ως εκκολαπτική μηχανή της δικτατορίας. Μάλιστα το Σύνταγμα του 1952 προέβλεπε στο άρθρο 91 την επιβολή «καταστάσεως πολιορκίας», δηλ. δικτατορίας με κοινοβουλευτικό μανδύα(!).
Έτσι, «μετά τα Ιουλιανά του 1965, ο διάχυτος φόβος των κυρίαρχων τάξεων τις έκανε αντικειμενικά πρόθυμες να αποδεχτούν την αντικατάσταση του κοινοβουλευτικού καθεστώτος από ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης», έγραψε ο αείμνηστος Αριστόβουλος Μάνεσης.
Το «πράσινο φως» για το πραξικόπημα άναψε στην Ουάσιγκτον το Φλεβάρη του 1967, καθώς η χώρα μας αποτέλεσε πειραματικό εργαστήρι του «Ψυχρού Πολέμου» και προγεφύρωμα στρατηγικής σημασίας για τον έλεγχο των πετρελαίων της Μ. Ανατολής και την καταστολή των αντιιμπεριαλιστικών αραβικών κινημάτων.
Οι ΗΠΑ δεν τηρούσαν απλώς «μια στάση ανοχής προςτους δικτάτορες», όπως, δυστυχώς, γράφει το βιβλίο Ιστορίας της Γ΄ Λυκείου. Ή ότι «αιφνιδιάστηκαν», όπως εξακολουθούν να ισχυρίζονται ορισμένοι της σχολής του ιστορικού αναθεωρητισμού, όταν μόνο στο διάστημα από 19 Ιουνίου 1965 έως 23 Ιανουαρίου 1967 είχαν υποβληθεί από τη CIA τουλάχιστον 15 αναφορές για τη «δεξιά συνωμοτική ομάδα μέσα στο στρατό» – όπως την χαρακτηρίζουν – με επώνυμες μάλιστα αναφορές στους πραξικοπηματίες και με την επισήμανση ότι «είχαν επαφή με τα ανάκτορα».
Αντίθετα οι τότε κυβερνήσεις των ΗΠΑ συνέβαλαν με κάθε τρόπο στην επιβίωση του τυραννικού καθεστώτος, γεγονός που παραδέχτηκε και ο τέως πρόεδρος Μπιλ Κλίντον, δηλώνοντας κατά την επίσκεψή του στην Αθήνατο Νοέμβριο του 1999, ότι «θυσιάσαμε την ελληνική δημοκρατία στον ψυχρό πόλεμο». Να θυμίσουμε επίσης ότι σύμφωνα με έγγραφο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ την παραμονή του πραξικοπήματος ο τότε υπουργός εξωτερικών Ντιν Ρασκ, με επείγον μήνυμά του προς τον αμερικανό πρόξενο στην Αθήνα Τάλμποτ τον πληροφορούσε ότι βασιλιάς Κωνσταντίνος σκόπευε να επιβάλει δικτατορία στις 24 Απριλίουγια να αποτρέψει τις επικείμενες βουλευτικές εκλογές.
Η Θεσσαλονίκη συνέβαλε σημαντικά στον αγώνα κατά της Χούντας. Με την επικράτηση του πραξικοπήματος άρχισαν να συγκροτούνται και να δρουν οι αντιστασιακές οργανώσεις ΠΑΜ, Ρήγας Φερραίος, Δημοκρατική Άμυνα, Σπουδαστική – Λαϊκή Πάλη, Κίνημα 29ης Μαΐου, Αντι-ΕΦΕΕ, ΚΚΕ-ΚΝΕ, ΟΚΝΕΘ,OMΛΕ, ΕΚΚΕ-ΑΑΣΠΕ, ΠΑΚ αλλά και ανένταχτοι αγωνιστές.
Βαρύ το τίμημα: τρεις δολοφονημένοι: ο ΕΔΑίτης αγωνιστής Βασίλης Μπεκροδημήτρης (24-4-1967, στο Αστυνομικό Τμήμα Χαριλάου),το στέλεχος των Λαμπράκηδων Γιάννης Χαλκίδης (5-9-1967, γωνία Φιλελλήνων-Κωνσταντινουπόλεως)ο βουλευτής της ΕΔΑ Γιώργης Τσαρουχάς (9-5-1968, στην ΚΥΠ του Γ΄Σ.Σ., σήμερα Πολεμικό Μουσείο).Εκατοντάδες οι «προληπτικώς εκτοπισμένοι» στα ξερονήσια, πάνω από 100 οι καταδικασμένοι σε βαριές ποινές, 12 σε ισόβια κάθειρξη.
Ας μην ξεχνάμε ότι η δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη στις 22 Μαΐου 1963 ήταν βασικός κρίκος μιας μακριάς αλυσίδας συνωμοσιών και εγκλημάτων με στρατηγικό στόχο την επιβολή δικτατορίας. Γιατί «το τρίκυκλο ήταν της χούντας», όπως έγραψαν χαρακτηριστικά ο Γιώργος Μπέρτσος, ο Γιάννης Βούλτεψης και ο Γιώργος Ρωμαίος, που συνέβαλαν αποφασιστικά στην διαλεύκανση του στυγερού αυτού πολιτικού εγκλήματος.
Η δικτατορία δεν κατάφερε να αποκτήσει λαϊκή βάση, γιατί ήταν ένα βάρβαρο, καταπιεστικό καθεστώς, που δολοφόνησε, βασάνισε, έκλεισε στις φυλακές και τα ξερονήσια χιλιάδες δημοκρατικούς πολίτες. Γι’ αυτό και τάχθηκε τον Νοέμβριο του 1967 στον ΟΗΕ υπέρ της παραγραφής των ναζιστικών εγκλημάτων και κατά της αποζημίωσης των θυμάτων.
Όσο κι αν προσπαθούσαν οι χουντικοί να εμφανιστούν ως γηγενές είδος, ως «ο αναγεννώμενος εκ της τέφρας του Φοίνικας», δεν έκρυβαν ούτε τη συμπάθεια ούτε τη συνάφειά τους με τις άλλες αμερικανόπνευστες στρατιωτικές δικτατορίες. Οι γκροτέσκες φιγούρες του Παττακού και του Λαδά, είχαν αναλάβει «να διαπλάσσουν πολιτισμένους χαρακτήρας με τοιαύτην ευθύνην και πατριωτικήν συνείδησιν, ώστε να μην επαναληφθούν αι εγκληματικαί πράξεις των ξενοκίνητων Ερυθρών Διαβόλων».
Αυτή η «Εθνική και Ηθική Διαπαιδαγώγησις», εκτός από τα βασανιστήρια, τις δολοφονίες, τα στρατοδικεία, τις φυλακές-εξορίες, περιλάμβανε: το κυνήγι των μακρυμάλληδων, των ομοφυλόφιλων, τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό μαθητών και εκπαιδευτικών, τη λογοκρισία και την απαγόρευση χιλιάδων βιβλίων, ακόμη και του Ελληνοβουλγαρικού λεξικού(!).
Και εκτός του «αναρχοκομμουνισμού», στο στόχαστρο του χουντικού πουριτανισμού μπήκαν ο «προσωπικός αναρχισμός», και ο «ελεύθερος έρωτας του χιπισμού» που «επικρατούν στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις – Βαβυλώνες του εγκλήματος της αθεϊστικής Δύσης», όπως έγραφαν τα ανελλήνιστα προπαγανδιστικά φυλλάδια που μοιράζονταν σε σχολεία και εκκλησίες.
Γι’ αυτό και ο σοβιετολόγος Γεωργαλάς που καταπιάστηκε να επενδύσει θεωρητικά το «γύψο» και τις προγονόπληκτες γελοίες παράτες της Χούντας, κατέληξε να προτείνει ως φάρμακο για την «παρακμή της καταναλωτικής κοινωνίας» την εφαρμογή «εκτεταμένων ψυχοθεραπευτικών προγραμμάτων»(!)
Όταν άρχισε να στερεύει ο «Πακτωλός» των αμερικάνικων δολαρίων, εξαιτίας της διεθνούς οικονομικής κρίσης το 1971, η Χούντα, για να διατηρήσει την αρπάγη της στην εξουσία, αποπειράθηκε να μεταμφιεστεί, να «πολιτικοποιηθεί» με τη δοτή κυβέρνηση Μαρκεζίνη. Ήδη, όμως, είχε αρχίσει η ανοιχτή αμφισβήτησή της με την κατάληψη της Νομικής το Φλεβάρη-Μάρτη του 1973 και το Κίνημα του Ναυτικού, με την ανταρσία του αντιτορπιλικού «Βέλος» το Μάιο του 1973, που αποτέλεσε σημαντικό πλήγμα για το δικτατορικό καθεστώς, σηματοδοτώντας την αρχή του τέλους του.
Εκεί όπου είχαν «σκάψει» οι αντιδικτατορικές οργανώσεις βλάστησε ένα ανατρεπτικό νεολαιίστικο κίνημα που ενσωμάτωνε τις καλύτερες αγωνιστικές παραδόσεις του λαού μας και εμπνεόταν από το διεθνές κίνημα αμφισβήτησης των νέων. Ήταν η γενιά της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Πνίγοντας στο αίμα την εξέγερση, η Χούντα δεν απέφυγε το μοιραίο. Αντίθετα επιτάχυνε την πτώση της με την ανατροπή του προέδρου Μακάριου, που οδήγησε στην κατοχή και διχοτόμηση της Κύπρου.
Το κενό εξουσίας που προέκυψε με την πτώση της Χούντας, καλύφθηκε με έναν παρασκηνιακό συμβιβασμό των αμερικανο-ΝΑΤΟικών ηγετικών κύκλων και των συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων της χώρας-γεγονός που δεν ικανοποιούσε τη λαϊκή απαίτηση για ριζικές πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές. Ακόμα και η λεγόμενη «αποχουντοποίηση» άφησε στο απυρόβλητο πολλούς από τους υπηρέτες της Χούντας που εμφανίζονται σήμερα ως «τιμητές» ή «σωτήρες» στη δημόσια ζωή της χώρας.
Έτσι, όχι μόνο δεν «έδωσαν τη Χούντα στο λαό», αλλά και μετέτρεψαν τα διαρκή εγκλήματά της σε «στιγμιαία» παραπτώματα και σε «εκπρόθεσμες» (!) 100 και πλέον εμπρόθεσμες μηνύσεις εναντίον βασανιστών. Γι’ αυτό και οι μεταδικτατορικές δημοκρατικές – κοινωνικές κατακτήσεις δεν αποτελούν παραχωρήσεις των κυβερνήσεων της «μεταπολίτευσης», αλλά είναι καρπός παρατεταμένων κοινωνικών αγώνων.
Ωστόσο, το 1974 δεν σήμανε απλώς την «αποκατάσταση» της μετεμφυλιακής «καχεκτικής» δημοκρατίας αλλά και την ιδεολογική κατάρρευση της αντικομμουνιστικής «εθνικοφροσύνης», με τη διχαστική διαίρεση των πολιτών σε «εθνικόφρονες» και «μιάσματα».
55 χρόνια μετά κανένας δημοκρατικός πολίτης δεν νιώθει περήφανος, όταν σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία η χώρα μας συγκαταλέγεται μεταξύ των αυταρχικών και ανελεύθερων καθεστώτων που καταπατούν δικαιώματα και ελευθερίες.
Ο κίνδυνος για τη δημοκρατία στην Ελλάδα δεν προέρχεται σήμερα από μια δικτατορική εκτροπή, αλλά από την μετατροπή της σε μια κενή περιεχομένου, ‘καχεκτική δημοκρατία’.
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση επιτίθεται στις δυνάμεις της εργασίας, συμπιέζοντας μισθούς και απορυθμίζοντας την αγορά εργασίας, ενώ προσανατολίζει τους χρηματοδοτικούς πόρους αποκλειστικά σε μεγάλες και πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, ενισχύει τα υψηλά και πολύ υψηλά εισοδήματα, πριμοδοτεί το ιδιωτικό έναντι του δημοσίου σε όλα τα πεδία από την υγεία μέχρι την εκπαίδευση και την κοινωνική ασφάλιση.Αξιοποιεί την πανδημία και την οικονομική κρίση ως ευκαιρία για τη νέα επιχειρηματική ολιγαρχία.Χρέος των δημοκρατικών πολιτών είναι να την σταματήσουμε.
55 χρόνια μετά, η άρνηση να αντιμετωπίσει κανείς με ειλικρίνεια τη σκοτεινή πλευρά της δικής του ιστορίας, στο όνομα της «εθνικής συνοχής» και της «επούλωσης των πληγών», επιτείνουν τον ιστορικό αναλφαβητισμό ιδιαίτερα της νέας γενιάς. Καθώς δίνει τη μάχη για το μέλλον, είναι υποχρεωμένη να «πατάει» στο έδαφος της ιστορικής αλήθειας και όχι σ’ αυτή που της σερβίρουν οι οπαδοί του ιστορικού αναθεωρητισμούκαθώς και όλα τα ακροδεξιά μορφώματα που υποδαυλίζουν τον εθνικισμό, την ξενοφοβία, το ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία.
«Φτάνει πια ο κακός ο λύκος! Πρέπει να λέμε όλη την αλήθεια στα παιδιά», έλεγε ο αείμνηστος συμπολίτης σας Μ. Αναγνωστάκης.
Γι’ αυτό προσφέρει αρνητικές υπηρεσίες στην προσπάθεια ανάδειξης της ιστορικής αλήθειας η πρόσφατη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης να κάνει δεκτή την αίτηση ακύρωσης της μετονομασίας της οδού Αθ. Χρυσοχόου σε Αλμπέρτου Ναρ.
Ρωτάμε: γιατί το Δικαστήριο αγνόησε το γεγονός ότι το όνομα του στρατηγού Αθ. Χρυσοχόου, φρούραρχου Θεσσαλονίκης και Γενικού Διοικητή Μακεδονίας επί ναζιστικής κατοχής, απέδωσε σε δρόμο της πόλης το Δημοτικό Συμβούλιο που είχε διορίσειπαράνομα η δικτατορία των συνταγματαρχών, καταλύοντας το Σύνταγμα;
Ρωτάμε: γιατί το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ότι η ελληνική πολιτεία, εξειδικεύοντας το περιεχόμενο των Συντακτικών πράξεων και Ψηφισμάτων που επανέφεραν την κοινοβουλευτική δημοκρατία στον τόπο το 1974, με την Εγκύκλιο 204/1983 προέτρεψε με ιδιαίτερη έμφαση τους δημοτικούς άρχοντες να μετονομάσουν τις οδούς και τις πλατείες που φέρουν ονόματα που συνδέονται με πρόσωπα και καταστάσεις που στέρησαν τον ελληνικό λαό από τις ελευθερίες του. Μια προτροπή – πολύχρονο αίτημα του ΣΦΕΑ1967-1974 και προς τον Δήμο Θεσσαλονίκης;
Αν «ο αγώνας της μνήμης εναντίον της λήθης δεν είναι παρά ο αγώνας της ελευθερίας εναντίον της τυραννίας», τότε οποιαδήποτε αναφορά στον Αντιδικτατορικό Αγώνα αποκτά νόημα στο βαθμό που αναδεικνύει την αντίσταση, την αγωνιστική-συνειδητή στάση ζωής, σε κινητήρια δύναμη της Ιστορίας.
*Ο Τριαντάφυλλος Μηταφίδης είναι φιλόλογος και εργάστηκε στην δημόσια και ιδιωτική εκπαίδευση. Διετέλεσε γραμματέας του Συλλόγου Φοιτητών της Φιλοσοφικής του ΑΠΘ. Για την αντιδικτατορική του δράση καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Υπήρξε δημοτικός σύμβουλος και υποψήφιος δήμαρχος Θεσσαλονίκης. Επίσης διετέλεσε βουλευτής Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ και πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Διεκδίκησης των Γερμανικών Οφειλών. Είναι πρόεδρος της «Εταιρίας Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων 1940-1974» και μέλος του «Συνδέσμου Φυλακισθέντων – Εξορισθέντων Αντιστασιακών1967-1974».