Θεσσαλονίκη και αστικό πράσινο – Το σήμερα και το όραμα των κατοίκων
Επαναξιολογώντας τη σημασία των χώρων πρασίνου στη Θεσσαλονίκη.
Λέξεις: Διονύσης Λατινόπουλος
Το χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο του 2020 μέχρι και σήμερα, λόγω της πανδημίας και της προσπάθειας αντιμετώπισής της, έχει συντελεστεί μια τεράστια αλλαγή στον τρόπο ζωής στις πόλεις, με πρωτοφανή περιορισμό των κατοίκων της τόσο στις μετακινήσεις όσο και στις επιλογές διασκέδασης και αναψυχής κατά τον ελεύθερο χρόνο τους.
Οι αλλαγές αυτές έχουν λειτουργήσει ως καταλύτης επαναξιολόγησης του (αστικού) περιβάλλοντος, από τους ίδιους τους κατοίκους των πόλεων, και επανεκτίμησης της αξίας του δημόσιου χώρου και ειδικότερα των χώρων πρασίνου. Ταυτόχρονα, στο ίδιο αυτό χρονικό διάστημα, σε παγκόσμια κλίμακα, η επιστημονική κοινότητα, οι δημοτικές αρχές και οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων συνεργάζονται όλο και περισσότερο, όλο και πιο εντατικά, με σκοπό να ενσωματώσουν στον μελλοντικό σχεδιασμό των πόλεων περισσότερους ανοικτούς χώρους και χώρους πρασίνου, ώστε να ανταποκριθούν καλύτερα στις τρέχουσες και τις μελλοντικές ανάγκες και κινδύνους.
Όπως άλλωστε τονίζεται στις στρατηγικές ανθεκτικότητας πολλών πόλεων, μεταξύ των οποίων και της Αθήνας, η ενίσχυση της αστικής ανθεκτικότητας συνδέεται άρρηκτα με την ενίσχυση (ποσοτική και ποιοτική) των χώρων πρασίνου.
Στην Ελλάδα, όπως γνωρίζουμε, οι χώροι αστικού πρασίνου είναι ελάχιστοι σε σύγκριση με αντίστοιχες πόλεις του εξωτερικού, με την αναλογία των χώρων αυτών ανά κάτοικο (τ.μ. πρασίνου/κάτοικο) σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη να μην υπερβαίνει το 25% της ελάχιστης προτεινόμενης αναλογίας από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (9 τ.μ./κάτοικο).
Παρόλα αυτά η συζήτηση γύρω από τη σημασία των χώρων πρασίνου είναι αρκετά περιορισμένη, ενώ η χάραξη μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής σχεδιασμού με στόχο τη δημιουργία νέων χώρων πρασίνου δεν φαίνεται να αποτελεί βασική προτεραιότητα στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας. Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, αποφασίσαμε να διεξάγουμε μια έρευνα για τους χώρους πρασίνου της πόλης με στόχο τη διερεύνηση της σχέσης των πολιτών της Θεσσαλονίκης με τους χώρους αυτούς.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο διάστημα 3/2/21-3/3/21 από την ερευνητική μονάδα χωρικού σχεδιασμού και βιώσιμης ανάπτυξης (ΕΜΧΑ) του Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης (ΤΜΧΑ) του ΑΠΘ, με τη συμβουλευτική υποστήριξη της ierax analytix (ierax.gr). Συμμετείχαν σε αυτή 1049 κάτοικοι του Πολεοδομικού Συγκροτήματος Θεσσαλονίκης, ηλικίας άνω των 17 ετών. Βασική μας επιδίωξη ήταν να αποτυπώσουμε τόσο την υφιστάμενη κατάσταση όσο και το όραμα των κατοίκων της Θεσσαλονίκης για το αστικό πράσινο σε διάφορες κλίμακες του χώρου (από το επίπεδο της γειτονιάς ως το επίπεδο του Πολεοδομικού Συγκροτήματος). Τα πρώτα αποτελέσματα της έρευνας φαίνεται να παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, καθώς πέρα των άλλων, μπορούν να τροφοδοτήσουν με πολύ χρήσιμες πληροφορίες πολλά θέματα της άμεσης επικαιρότητας.
Ένα από τα βασικά ερωτήματα που κλήθηκαν να απαντήσουν οι συμμετέχοντες στην έρευνα ήταν “ποιους χώρους πρασίνου επισκέπτονται συχνότερα”. Αυτή η πληροφορία σε συνδυασμό με τη διεύθυνση κατοικίας τους μας επέτρεψε να υπολογίσουμε την απόσταση που διανύουν οι Θεσσαλονικείς για να επισκεφτούν ένα πάρκο.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματά μας, μόλις το 20% των κατοίκων επισκέπτονται ένα πάρκο σε απόσταση ίση ή μικρότερη των 400μ (Ευκλείδεια απόσταση – σε ευθεία γραμμή στο χάρτη). To 50% περίπου επιλέγει να διανύσει τουλάχιστον ένα χιλιόμετρο, ενώ η μέση απόσταση που διανύει ένας κάτοικος της Θεσσαλονίκης βρέθηκε ίση με 1,8 χλμ. Για τον λόγο αυτό, ένας στους τέσσερις κατοίκους δεν πηγαίνει σχεδόν ποτέ με τα πόδια στο πάρκο και αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει κάποιο μέσο μεταφοράς (αυτοκίνητο, λεωφορείο, ποδήλατο, κτλ.). Αυτά τα δύο αποτελέσματα, σε συνδυασμό με τα περιοριστικά μέτρα που έχουν ληφθεί τον τελευταίο χρόνο, καθιστούν πλέον από δύσκολη ως ανέφικτη την μετακίνηση σε χώρους πρασίνου ενός μεγάλου πληθυσμού κατοίκων της πόλης. Ίσως για τον λόγο αυτό, αντίθετα από ότι συνέβη στις περισσότερες πόλεις του κόσμου, στη Θεσσαλονίκη (όπως μαρτυρούν τα αποτελέσματά μας) δεν αυξήθηκε στη διάρκεια της πανδημίας η συχνότητα επίσκεψης σε χώρους πρασίνου. Αντίθετα μάλιστα, παρατηρείται μια μικρή τάση μείωσης, καθώς πριν την πανδημία το 83% του δείγματός μας δήλωσε ότι επισκέπτονταν τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα κάποιον χώρο πρασίνου ενώ κατά τη διάρκεια της πανδημίας το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο 77%.
Ένα ακόμα σημαντικό συμπέρασμα που προέκυψε από την έρευνά μας αφορά την αξιολόγηση των υφιστάμενων χώρων πρασίνου ως προς την επάρκεια αλλά και την ποιότητά τους. Σύμφωνα με τα αποτελέσματά μας, το 90% των κατοίκων αξιολογεί τους χώρους αυτούς κάτω του μετρίου (κάτω από το 5 σε μια κλίμακα από 1 έως 10), είτε η ερώτηση αφορά τη γειτονιά είτε το σύνολο του Πολεοδομικού Συγκροτήματος. Στον χάρτη που ακολουθεί παρουσιάζονται οι σχετικές αξιολογήσεις σε επίπεδο γειτονιάς, οι οποίες, όπως φαίνεται, παρουσιάζουν σημαντική διαφοροποίηση από περιοχή σε περιοχή, με το ιστορικό κέντρο να εμφανίζει τις χαμηλότερες τιμές.
Αξιολόγηση των χώρων πρασίνου σε επίπεδο γειτονιάς στο Πολεοδομικό Συγκρότημα Θεσσαλονίκης
(1=καθόλου ικανοποιητικοί και 10 = πολύ ικανοποιητικοί)
Ένα εξίσου ενδιαφέρον εύρημα αφορά το γεγονός ότι το 61% των κατοίκων που συμμετείχαν στην έρευνα επιλέγει να επισκεφτεί χώρους πρασίνου που βρίσκονται είτε στην νέα παραλία είτε σε περιοχές μακριά από το κέντρο της πόλης (Σέιχ Σου, Φράγμα της Θέρμης, Πανόραμα, Φίλυρο κτλ.). Κατά συνέπεια, μόλις 4 στους 10 κατοίκους επιλέγουν κατά προτεραιότητα έναν από τους υπόλοιπους χώρους πρασίνου που βρίσκονται εντός του αστικού ιστού.
Όλα τα παραπάνω έρχονται να επιβεβαιώσουν την ανάγκη για σχεδιασμό και δημιουργία νέων χώρων πρασίνου εντός του Πολεοδομικού Συγκροτήματος και αναπόφευκτα να επαναφέρουν το ερώτημα της βέλτιστης αξιοποίησης διάφορων διαθέσιμων χώρων, όπως για παράδειγμα του χώρου όπου βρίσκεται σήμερα η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ).
Πριν από επτά χρόνια (2013), σε μια έρευνα που είχαμε επίσης πραγματοποιήσει με θέμα τα πιθανά οφέλη που θα προσέφερε στους κατοίκους της Θεσσαλονίκης η δημιουργία ενός μεγάλου Μητροπολιτικού Πάρκου, το βασικό συμπέρασμα που είχε προκύψει ήταν ότι οι κάτοικοι του Πολεοδομικού Συγκροτήματος όχι μόνο επιθυμούσαν την μετατροπή του χώρου της ΔΕΘ σε Μητροπολιτικό πάρκο, αλλά απέδιδαν και μεγάλη αξία σε αυτό το έργο.
Ωστόσο πρόσφατες έρευνες γνώμης στην πόλη έδειχναν ως βέλτιστη απόφαση την προτεινόμενη ανάπλαση της ΔΕΘ, χωρίς όμως να προσφέρουν στους πολίτες ως πιθανή εναλλακτική τη μετατροπή της περιοχής σε Μητροπολιτικό Πάρκο.
Για τον λόγο αυτό κρίναμε σκόπιμο να ρωτήσουμε τους κατοίκους της πόλης ποιο από τα δύο σενάρια/λύσεις προτιμούν: (α) την προτεινόμενη ανάπλαση ή (β) τη δημιουργία ενός μεγάλου Μητροπολιτικού πάρκου και γιατί.
Όπως φαίνεται και στο σχετικό διάγραμμα, η μεγάλη πλειοψηφία των ερωτηθέντων (78.4%) προέκρινε τη λύση του Μητροπολιτικού πάρκου, τονίζοντας στα επιμέρους σχόλιά τους την αναγκαιότητα για έναν τέτοιο χώρο στη Θεσσαλονίκη, επισημαίνοντας όμως ταυτόχρονα (βάσει της εμπειρίας τους από άλλους χώρους πρασίνου της πόλης) τη σημασία της κατάλληλης συντήρησής του. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι αρκετοί πολίτες που απάντησαν υπέρ της λύσης της ανάπλασης, εξέφρασαν (επίσης στα σχόλιά τους) αρκετές επιφυλάξεις ως προς το προτεινόμενο σχέδιο και πρότειναν ουσιαστικά μια ενδιάμεση λύση: τη διατήρηση των αναγκαίων μόνο εγκαταστάσεων/κτιρίων της ΔΕΘ και τη μετατροπή της υπόλοιπης περιοχής σε χώρο πρασίνου που θα αποδοθεί στους κατοίκους της πόλης.
Επιλογή της βέλτιστης μελλοντικής χρήσης του χώρου της ΔΕΘ
Η ανάλυσή μας δεν σταματά όμως εδώ. Μετά την παρουσίαση των πρώτων αυτών αποτελεσμάτων στοχεύουμε στη συνέχεια: (α) να εντοπίσουμε τις περιοχές του Πολεοδομικού Συγκροτήματος που χρήζουν μεγαλύτερης ανάγκης σε νέους ή βελτιωμένους χώρους πρασίνου, (β) να χαρτογραφήσουμε τα σημαντικότερα προβλήματα στους υφιστάμενους χώρους πρασίνου και (γ) να αναλύσουμε σε βάθος τόσο τα κριτήρια επιλογής των χώρων πρασίνου που υποδεικνύουν οι πολίτες, όσο και τις οικοσυστημικές υπηρεσίες που θεωρούν οι πολίτες ότι οι χώροι αυτοί προσφέρουν στο αστικό περιβάλλον. Φιλοδοξία μας αποτελεί η έρευνα αυτή να καταλήξει σε συγκεκριμένες προτάσεις προς τις αρμόδιες δημοτικές αρχές για μια σειρά από μέτρα/δράσεις που θα μπορούσαν να συμβάλουν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής και στην καλύτερη αντιμετώπιση των μελλοντικών κινδύνων, είτε αυτοί αφορούν περιπτώσεις όπως η τρέχουσα πανδημία είτε κινδύνους που θα επιφέρει η κλιματική αλλαγή, με απώτερο τελικά στόχο την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της πόλης μας.
*O Διονύσης Λατινόπουλος είναι Αναπληρωτής καθηγητής Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης, ΑΠΘ