Το έγκλημα της Πλατείας Διοικητηρίου και οι Πόντιοι Πιλάτοι της ελληνικής πολιτείας
Από το 1992 παραμένει αρχαιολογικό γιαπί, μια ανοιχτή πληγή στο κέντρο της πόλης
Στα αζήτητα της ελληνικής πολιτείας και του δήμου Θεσσαλονίκης, παραμένει από τη δεκαετία του 1990, η άλλοτε εμβληματική πλατεία Διοικητηρίου, που σήμερα παραμελημένη και αφημένη στη φθορά και στη λήθη του χρόνου, θυμίζει ημιτελές αρχαιολογικό γιαπί, μια ανοιχτή πληγή στο κέντρο της πόλης, λίγα μόλις μέτρα από το Υπουργείο Μακεδονίας Θράκης, ζωντανή απόδειξη της μιζέριας και της παθογένειας του ελληνικού κράτους.
Όλα αυτά τα χρόνια, πάνω από τριάντα, που ο χώρος παραμένει πίσω από κάγκελα και ενώ τα αρχαιολογικά έργα έχουν ολοκληρωθεί ή σταματήσει, όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς όπως ο δήμος Θεσσαλονίκης, που έχει τον πρώτο λόγο, αλλά και η Περιφέρεια Μακεδονίας Θράκης, η Αρχαιολογική Υπηρεσία, η Εγνατία Οδός και τα υπουργεία Πολιτισμού αλλά και το παρακείμενο ΥΜΑΘ, νίπτουν τα χέρια τους και αποποιούνται τις ευθύνες τους για ένα διαρκές πολιτιστικό, περιβαλλοντικό, κοινωνικό αλλά και οικονομικό, έγκλημα που συντελείται στο πιο κεντρικό σημείο της πόλης.
Η πλατεία σήμερα είναι ένας περίκλειστος, περιφραγμένος χώρος με κάγκελα, μέσα από τα οποία μπορεί κανείς να αντικρίσει τα αφημένα αρχαιολογικά έργα αλλά και τη χλωρίδα που έχει κατακλύσει το χώρο, ίσως το μόνο θετικό στοιχείο αυτής της εγκατάλειψης.
Κάτοικοι και επαγγελματίες της περιοχής μιλούν για μία απαράδεκτη κατάσταση που υποβαθμίζει και ερημώνει την περιοχή, ενώ θα μπορούσε, αν είχε αναπλαστεί, να είναι το κέντρο αναφοράς της περιοχής, ένας επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος, ένα ζωντανό ξεχωριστό κύτταρο της πόλης που θα βοηθούσε δραστικά στην ανάδειξη και αναβάθμιση, όλης της περιοχής γύρω από το ΥΜΑΘ.
Όλα ξεκίνησαν το 1987 όταν ο χώρος που υπήρχε μπροστά από το ΥΜΑΘ, δηλαδή η μαρμάρινη πλατεία Διοικητηρίου, κατασκευής του 1937, που θύμιζε κλασσικές πλατείες της Ρώμης, επιλέχθηκε για την κατασκευή ενός υπόγειου πολυώροφου σταθμού αυτοκινήτων.
Οι πρώτες δοκιμαστικές τομές έγιναν το 1990 και η συστηματική ανασκαφική έρευνα ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1994. Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε σημαντικά ευρήματα στο φως, που αφορούν το αρχαίο διοικητικό κέντρο της πόλης με δημόσια κτίρια, πλατείες και δρόμους. Ο μεγάλος αριθμός και οι διαδοχικές φάσεις των κτισμάτων που βρέθηκαν, καθώς και το πλήθος και η ποικιλία των κινητών ευρημάτων, μαρτυρούν μια συνεχή χρήση του χώρου από το τέλος του 4ου αι. π.Χ. έως και τη σύγχρονη εποχή. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν τα ερείπια μεγάλου ρωμαϊκού οικοδομήματος (1 ος αι. π.Χ.) με περιστύλιο και τοιχογραφίες, θεμελιωμένου πάνω σε παλαιότερα ελληνιστικά κτίρια (τέλη 4 ου αι. π.Χ., με αξιόλογα κινητά ευρήματα).
Πρόκειται δηλαδή για μία σημαντική αρχαιολογική ανακάλυψη, που σήμερα παραμένει περιορισμένη και περιφραγμένη πίσω από κάγκελα, ενώ τα σχέδια για την ανάπλαση της πλατείας παραμένουν σε εκκρεμότητα και στα συρτάρια του δήμου Θεσσαλονίκης και της Εγνατίας Οδού Α.Ε. που ανέλαβε να εκπονήσει τις σχετικές μελέτες.
Στις αλλεπάλληλες συναντήσεις εργασίας που διοργανώθηκαν όλα αυτά τα χρόνια, τα υπουργεία Πολιτισμού και ΥΜΑΘ, ο δήμος Θεσσαλονίκης που φέρει την αρμοδιότητα και την ευθύνη για την ανάπλαση της πλατείας, αλλά και η Εγνατία Οδός Α.Ε., η Αρχαιολογική Υπηρεσία, η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και το Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης, όλοι οι «αρμόδιοι» φορείς, συμφώνησαν ότι το έργο, που αποτιμήθηκε περίπου στα 6 εκατομμύρια ευρώ, πρέπει να υλοποιηθεί και βέβαια να προχωρήσει άμεσα.
Ωστόσο και ενώ τα κάγκελα της πλατείας σχεδόν έχουν σχεδόν ριζώσει στην συνείδηση της πόλης ως μόνιμη συνοδευτική εικόνα στο επιβλητικό κτήριο του ΥΜΑΘ, κανείς εκ των αρμοδίων δεν μπορεί να δώσει μία απάντηση σε ποιο στάδιο βρίσκεται το έργο. Από τα τραγελαφικά της υπόθεσης, είναι ότι υπήρξε μελέτη ανάπλασης της πλατείας που πήρε και οικονομικό βραβείο των 330.000 ευρώ ενώ η προγραμματική σύμβαση μεταξύ δήμου και Εγνατίας Οδού, για την εκπόνηση σχετικών μελετών χρονολογείται από το 2014!
Τι έλεγαν οι αρμόδιοι πριν και τι λένε σήμερα
Πριν από 5 χρόνια ο νυν δήμαρχος Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνος Ζέρβας ασκούσε δριμεία κριτική στην διοίκηση Μπουτάρη και δικαίως έκανε λόγο για υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα και σχέδια επί χάρτου.
Τον Φεβρουάριο του 2020, σε δηλώσεις του για την πλατεία Διοικητηρίου ανέφερε πως «το έργο «προχωράει» με την ολοκλήρωση της μελέτης μέσα στο 2020 και τον επόμενο χρόνο να ξεκινήσει η κατασκευή της με την χρηματοδότηση της Εγνατίας Οδού».
Τον Μάρτιο του 2021 ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης έκανε και αυτοψία στο χώρο και αναφέρθηκε σε συντονισμένες προσπάθειες που γίνονται για το έργο και επεσήμανε ότι για την υλοποίηση του εγχειρήματος υπάρχει στενή συνεργασία του δήμου, του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, της Εγνατίας Οδού Α.Ε. και της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας και του περιφερειάρχη, Απόστολου Τζιτζικώστα.
Ωστόσο στις 16 Απριλίου του 2022, δηλαδή πριν ένα χρόνο, ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης, ερωτηθείς από την εφημερίδα «Πολιτική», για την ανάπλαση της πλατείας, ανέφερε πως «σήμερα υπάρχει προγραμματική σύμβαση του Δήμου Θεσσαλονίκης με την Εγνατία Οδό ΑΕ, την Π.Κ.Μ και το Υπουργείο Πολιτισμού. Εκπονούνται οι σχετικές μελέτες από την Εγνατία Οδό και αναμένεται η δημοπράτηση του έργου στα τέλη του 2022. Ολοκλήρωση του έργου στις αρχές του 2025».
Κι όμως τα de ja vu συνεχίζονται…
Ο αντιδήμαρχος Τεχνικών Έργων Θεσσαλονίκης Μάκης Κυριζίδης, ερωτηθείς χθες από την Parallaxi, για την πορεία του έργου, ανέφερε πως για το θέμα ασχολείται η Εγνατία Οδός Α.Ε. η οποία έχει αναλάβει τις σχετικές μελέτες. “Η αρμόδια αρχή είναι η Εγνατία Οδός”, τόνισε και αναφέρθηκε στην προγραμματική συμφωνία που υπάρχει μεταξύ του δήμου και της εταιρίας.
Ωστόσο από την Εγνατία Οδό Α.Ε., ο Κωνσταντίνος Κουτσούκος, διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας, τόνισε στην Parallaxi, πως ο αρμόδιος φορέας για την υλοποίηση του έργου είναι ο δήμος Θεσσαλονίκης, και ο ρόλος της εταιρίας είναι καθαρά συμβουλευτικός. “Εμείς παρέχουμε υπηρεσίες συμβουλευτικού χαρακτήρα”, τόνισε και εξήγησε ότι το μείζον θέμα είναι η διαχείριση των αρχαιοτήτων και οι αρχαιολογικές άδειες και πως η Εγνατία Οδός είχε αναλάβει την τροποποίηση κάποιων σχεδίων αρχιτεκτονικής φύσης.
Από την πλευρά του ο δημοτικός σύμβουλος Θεσσαλονίκης, επικεφαλής της παράταξης “Θεσσαλονίκη Υπεύθυνα” Βασίλης Γάκης, που έχει παρακολουθήσει το θέμα και μόλις πρόσφατα το έθεσε και στο δημοτικό συμβούλιο, ζητώντας από τη διοίκηση ενημέρωση για την πορεία του έργου, τονίζει πως το ζήτημα έχει εξελιχθεί σε κοροϊδία σε βάρος της πόλης. Όπως αναφέρει οι σχετικές μελέτες έπρεπε να είναι έτοιμες πριν από τα Χριστούγεννα, οι οποίες ακολούθως θα υποβληθούν στην Εφορεία Αρχαιοτήτων, η οποία αφού τις εξετάσει, θα καταθέσει τυχόν παρατηρήσεις και τροποποιήσεις, πριν εκδοθούν οι απαραίτητες αρχαιολογικές άδειες.
“Εμείς που γεννηθήκαμε και ζήσαμε από μικροί την πλατεία Διοικητηρίου, λυπόμαστε για την κατάσταση και πρέπει το έργο να προωθηθεί. Υπάρχουν πολλές τεχνικές λύσεις ώστε να αξιοποιηθούν οι αρχαιότητες και η πλατεία να ξαναγίνει λειτουργική” τονίζει και σημειώνει πως τις ευθύνες για το έργο φέρει αποκλειστικά ο δήμος Θεσσαλονίκης.
Σχετικά με τη διαδικασία, συγκεκριμένα σημειώνει πως «η ευθύνη για την εκπόνηση της μελέτης έχει αναληφθεί από τον δήμο, και για λογαριασμό του δήμου, την μελέτη έχει αναλάβει η Εγνατία Οδός. Αφού εκπονηθεί η μελέτη, θα πρέπει να υποβληθεί στις αρχαιολογικές υπηρεσίες για τυχόν τροποποιήσεις. Στη συνέχεια θα υποβληθεί μέσω της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας στην αρμόδια επιτροπή του ΕΣΠΑ, προς έγκριση. Δηλαδή δεν είναι ευθύνη της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, αλλά της διοίκησης του δήμου Θεσσαλονίκης».
Την ανάγκη να προχωρήσει το έργο τονίζει και ο Τάσος Τζήκας, πρόεδρος της ΔΕΘ αλλά και πρόεδρος του Συλλόγου “Φίλοι της πλατείας Διοικητηρίου”, ο οποίος αναφέρει ότι η τελευταία συνάντηση με τις αρμόδιες αρχές, είχε πραγματοποιηθεί πριν ένα εξάμηνο. Τονίζει δε πως η πλατεία Διοικητηρίου είναι ένα ξεχωριστό τοπόσημο της πόλης και η ανάπλαση της θα αναδείξει την περιοχή αλλά και τις ξεχωριστές αρχαιότητες που έχουν βρεθεί στο χώρο.
Επίσης το Θόδωρος Πουταχίδης, μέλος του συλλόγου “Φίλοι της πλατείας Διοικητηρίου”, που διατηρεί Σχολή Οδηγών στην οδό Ολύμπου, ακριβώς απέναντι από το κάτω μέρος της πλατείας, θυμάται τα πρώτα χρόνια που έκλεισε με λαμαρίνες ο χώρος και την ερήμωση που προκλήθηκε στην περιοχή. “Δυστυχώς αυτή η πλατεία, που ήταν όλη μάρμαρο, ήταν η χαρά μας εδώ στην περιοχή. Σήμερα βλέπουμε τα κάγκελα και λυπόμαστε”, τονίζει και αναφέρει πως μαζεύουμε υπογραφές διαμαρτυρίας μπας και μας ακούσει κάποιος. “Θυμάμαι μία μέρα πριν καιρό ήρθε ο Ζέρβας εδώ, τον πλησιάσαμε και του ζητήσαμε να ξεκινήσει το έργο και του καταθέσαμε προτάσεις π.χ να γίνει ότι έγινε στα Δικαστήρια που τοποθέτησαν κολώνες, αλλά μας είπε “αφήστε ξέρουμε τι θα κάνουμε”. Δυστυχώς δεν κάνουν τίποτα”, τονίζει με παράπονο.