Σε πτώση το ΑΕΠ
Η σημαντική μείωση του οικονομικού μεγέθους της Ρωσίας θα είναι μία από τις άμεσες συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία.
Αυτό υποστηρίζει σε έκθεσή της η Capital Economics. Στα τέλη του περασμένου έτους, η Ρωσία ήταν η 11η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, με ΑΕΠ 1,65 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, σύμφωνα με την έκθεση, στην οποία προστίθεται ότι μέχρι το τέλος αυτού του 2022 θα μπορούσε να πέσει στη 14η θέση, με το ΑΕΠ της να φτάνει τα 1,4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων.
Κίνδυνος πτώχευσης
Οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στη Ρωσία έχουν αυξήσει σημαντικά την πιθανότητα η χώρα να αθετήσει το δημόσιο χρέος της σε δολάρια και άλλες διεθνείς αγορές, προειδοποίησε η JPMorgan.
Παράλληλα, σε υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ρωσίας κατά έξι βαθμίδες, στην κατηγορία «junk», προχώρησαν οι οίκοι αξιολόγησης Fitch και Moody’s, εκτιμώντας πως οι κυρώσεις που επέβαλε η Δύση κατά της Μόσχας για την εισβολή στην Ουκρανία θέτουν υπό αμφισβήτηση την ικανότητα της Ρωσίας να εξυπηρετήσει το χρέος της και πως θα αποδυναμώσουν την οικονομία της.
Αξίζει να σημειωθεί πως η Ρωσία έχει υποχρεώσεις άνω των 700 εκατομμυρίων δολαρίων εντός του Μαρτίου, με μια περίοδο χάριτος 30 ημερών στις περισσότερες περιπτώσεις. Η επόμενη ημερομηνία πληρωμής είναι στις 16 Μαρτίου.
Αποχωρήσεις από μεγάλα project
Σημαντική και η απόφαση των μεγάλων εταιρειών της ενέργειας να αποχωρήσουν από τα κοινά projects που έχουν στη Ρωσία. Η BP ανακοίνωσε ότι θα αποχωρήσει από το ποσοστό 20% που κατέχει στη Rosneft, ύστερα και από την πίεση που δέχτηκε από τη βρετανική κυβέρνηση, ενώ ακολούθησε ανάλογη ανακοίνωση αποχώρησης και της Shell, που εκτός των άλλων σημαίνει και την έξοδό της από το consortium που χρηματοδοτούσε τον αγωγό Nord Stream 2, η διαχειρίστρια εταιρεία (με έδρα την Ελβετία) του οποίου κήρυξε πτώχευση.
Πλήγμα στην Κεντρική Τράπεζα
Παράλληλα, υπάρχει το φάσμα κυρώσεων που αφορούν την ικανότητα της Κεντρικής Τράπεζας να μπορεί να χρησιμοποιεί τα μεγάλα συναλλαγματικά της αποθέματα για να σταθεροποιεί την ισοτιμία του ρουβλιού, συμπεριλαμβανομένων κυρώσεων σε ένα κρίσιμο ρωσικό κρατικό fund, το Ρωσικό Ταμείο Άμεσων Επενδύσεων. Επίπτωση αυτών των κυρώσεων να μην μπορεί η ρωσική Κεντρική Τράπεζα να μεταφέρει τα στοιχεία ενεργητικού που διαθέτει εκτός Ρωσίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ρωσική Κεντρική Τράπεζα είχε συγκεντρώσει τα περασμένα χρόνια ένα εντυπωσιακό συναλλαγματικό απόθεμα, που έφτανε τα 630 δισεκατομμύρια δολάρια.
Ο παράγοντας των ολιγαρχών
Την ίδια ώρα, ορισμένα τμήματα του κορυφαίου κλιμακίου της ρωσικής επιχειρηματικής κοινότητας έχουν ήδη αρχίσει να διαμαρτύρονται. Πολλοί από τους ολιγάρχες έχουν δει το καθαρό τους εισόδημα να μειώνεται στο ήμισυ εξαιτίας των κυρώσεων, με αποτέλεσμα εκτιμώμενες συνδυασμένες απώλειες 83 δισεκατομμυρίων δολαρίων, καθώς η ρωσική οικονομία βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση.
Ο Ρώσος μεγιστάνας μετάλλων Oleg Deripaska είπε ότι είναι καιρός να μπει ένα τέλος σε «όλο αυτόν τον κρατικό καπιταλισμό» και να αλλάξουν οι πολιτικές της Ρωσίας.
Ένας άλλος δισεκατομμυριούχος, ο τραπεζίτης Oleg Tinkov, τοποθετήθηκε κατά του πολέμου, χαρακτηρίζοντάς τον αδιανόητο και απαράδεκτο.
«Τα κράτη πρέπει να ξοδεύουν χρήματα για τη φροντίδα των ανθρώπων, για την έρευνα, για την αντιμετώπιση του καρκίνου και όχι για τον πόλεμο», είπε, για να συμπληρώσει: «Είμαστε κατά αυτού του πολέμου!».
Ακόμη, ο ιδιοκτήτης της μεγαλύτερης ιδιωτικής τράπεζας Alfa Bank, στη Ρωσία, Μικαΐλ Φρίντμαν, τάχθηκε δημοσίως εναντίον των ενεργειών του Βλαντίμιρ Πούτιν, χαρακτηρίζοντας τα γεγονότα αυτά «τραγωδία» και «αιματοχυσία».
Ακόμη, με επιστολή του, το προσωπικό της εταιρείας επενδύσεων ιδιωτικών κεφαλαίων LetterOne, που εδρεύει στο Λονδίνο, ανέφερε ότι: «Είμαστε πεπεισμένοι ότι ο πόλεμος δεν είναι η λύση», ενώ συνέχισαν τονίζοντας ότι νιώθουν αρκετά δεμένοι και με τον ουκρανικό και τον ρωσικό λαό και θεωρούν τα σημερινά γεγονότα τραγωδία και για τους δύο λαούς.
Μεσοπρόθεσμες συνέπειες
Οι κυρώσεις μακροπρόθεσμα θα μπορούσαν να αντιστρέψουν χρόνια αργής προόδου για τη διαφοροποίηση της οικονομίας της Ρωσίας (μίας από τους μεγαλύτερους προμηθευτές φυσικού αερίου και πετρελαίου στον κόσμο) ώστε να βασίζεται περισσότερο στις υπηρεσίες. Ο τομέας πετρελαίου και φυσικού αερίου αντιπροσωπεύει περίπου το ήμισυ των εξαγωγών της Ρωσίας, αλλά όχι περισσότερο από το ένα πέμπτο του ΑΕΠ και έως και το 5% της απασχόλησης, σύμφωνα με την ING Bank.
Η Ρωσία έχει δυναμικό τεχνολογικό τομέα με καινοτόμους εταιρείες που συνεισφέρουν σημαντικά στην παγκόσμια οικονομία. Οι αναλυτές υποστηρίζουν ότι πολλές από αυτές δεν θα μπορούν πλέον να συναλλάσσονται με τους δυτικούς ομολόγους τους ή να έχουν πρόσβαση σε διεθνείς αλυσίδες εφοδιασμού, ενώ άλλες δεν θα είναι εύκολο να δραστηριοποιηθούν εκτός της χώρας.
Οι κυρώσεις στα τσιπ ημιαγωγών έχουν αποκόψει μεγάλο μέρος των τεχνολογικών και μεταποιητικών βιομηχανιών της Ρωσίας. Η χώρα έχει μόνο λίγα, κατά κύριο λόγο εργοστάσια ημιαγωγών, και εξαρτάται για ανταλλακτικά και πατέντες από δυτικές εταιρείες.
Μεσοπρόθεσμα το ερώτημα είναι εάν οι εξελίξεις σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία θα επιταχύνουν μια ιστορική δυναμική για μια διαίρεση που δεν θα είναι μόνο γεωπολιτική αλλά και οικονομική.
Το ερώτημα της αποσύνδεσης ανάμεσα στη Δύση και έναν δυνητικό… ανατολικό πόλο, που θα περιελάμβανε τη Ρωσία, την Κίνα αλλά και άλλες χώρες, φαίνεται να είναι στο τραπέζι.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η βιομηχανία των μικροτσιπ
Το βλέμμα όλων στρέφεται στην παγκόσμια βιομηχανία κατασκευής μικροτσίπ, αφού η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία θα πυροδοτήσει άλλη μία κρίση στην ήδη κλυδωνιζόμενη αγορά, στερώντας την πρόσβασή της σε πρώτες ύλες, όπως το αέριο νέον και το παλλάδιο, που είναι απαραίτητες για την κατασκευή τους.
Σύμφωνα με την Καθημερινή, η παύση του παγκόσμιου εμπορίου κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η συγκέντρωση της παραγωγής ημιαγωγών σε λίγες βιομηχανίες, αλλά και η εκτόξευση της ζήτησης για ηλεκτρονικές συσκευές κατά τη διάρκεια της πανδημίας προκάλεσαν σημαντικές ελλείψεις σε αυτά τα καθοριστικής σημασίας εξαρτήματα, τα οποία χρησιμοποιούνται από την παραγωγή drones και smartphones μέχρι την παραγωγή αυτοκινήτων και διαστημοπλοίων.
Η ρωσική εισβολή ενδέχεται να φέρει ένα νέο κύμα καθυστερήσεων στην παράδοση των παραγγελιών.
Στο πλαίσιο αυτό, κολοσσοί αλλά και πολύ μικρές εταιρείες υψηλής τεχνολογίας, πολλές εκ των οποίων παράγουν hardware προϊόντα και στη χώρα μας, αντιμετωπίζουν μεγάλες καθυστερήσεις στην παράδοση των παραγγελιών ενώ, λόγω των ελλείψεων σε μικροτσίπ, αναγκάζονται να αναπροσαρμόσουν τη βασική δομή των συστημάτων που αναπτύσσουν. «Οι καθυστερήσεις στην παραλαβή των μικροτσίπ δεν έχει σταματήσει, αν και το τελευταίο διάστημα παρατηρούσα πως αυτές είναι πιο διαχειρίσιμες.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ενδέχεται να φέρει ένα νέο κύμα καθυστερήσεων, κάτι που εξαρτάται από τη χρονική διάρκεια των συρράξεων», αναφέρει στην «Κ» ο Γιώργος Δημητρόπουλος, γενικός διευθυντής της εταιρείας Adveos Microelectronic Systems – ελληνική εταιρεία που ασχολείται με τον σχεδιασμό ολοκληρωμένων ηλεκτρονικών κυκλωμάτων (chips) και εξαγοράστηκε 1,5 χρόνο πριν από την κινεζική Beken Corporation.
H εταιρεία, όταν κάνει τον σχεδιασμό των μικροτσίπ δημιουργεί κάποια πρωτότυπα τα οποία κατασκευάζονται σε εργοστάσια εταιρειών στην Ασία, όπως της TSMC ή της UMC. Επειτα επιστρέφουν στην Ελλάδα για να τεσταριστούν στο κέντρο έρευνας και ανάπτυξης της Adveos στο Nέο Ψυχικό.
«Πριν από την πανδημία ο χρόνος αναμονής για την παραλαβή του μικροτσίπ ήταν 3 μήνες, πέρυσι είχε φτάσει τους 6-7 μήνες, ενώ τώρα παραλάβαμε τσιπάκια που είχαμε στείλει στα εργοστάσια τον Αύγουστο – Σεπτέμβριο. Τέλος, στείλαμε κάποια τον Δεκέμβριο και μας ενημέρωσαν ότι θα τα παραλάβουμε μέχρι τον Μάρτιο – Απρίλιο. Οι καθυστερήσεις δείχνουν να περιορίζονται, δεν ξέρω όμως πόσο και εάν θα επηρεαστούν από τις συρράξεις στην Ουκρανία», αναφέρει ο ίδιος. «Η κατασκευή του πρωτότυπου δεν ελέγχεται από εμάς, καθώς δεν ξέρουμε ποιους προμηθευτές πρώτων υλών έχει η ταϊβανέζικη TSMC που κατασκευάζει το πρωτότυπο τσιπ μας».
H Oυκρανία, μέσω και της εταιρείας Cryoin, παράγει αέριο νέον που χρησιμοποιείται για την τροφοδοσία των λέιζερ, απαραίτητα κατά τη διαδικασία τύπωσης των κυκλωμάτων. Οπως αναφέρει δημοσίευμα του Wired, η Cryoin προμηθεύει εταιρείες στην Ευρώπη, στην Ιαπωνία, στην Κορέα, στην Κίνα και την Ταϊβάν, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του νέον που παράγει αποστέλλεται στις ΗΠΑ.
Μάλιστα, η βιομηχανία των τσιπ ήδη ανησυχεί για τις επιπτώσεις που θα έχει η διακοπή εφοδιασμού από την Cryoin, ενθυμούμενη πως η τιμή του νέον είχε αυξηθεί κατά 600% το 2014 όταν εισέβαλε στην Kριμαία η Ρωσία. Η δε Ρωσία αποτελεί τον μεγαλύτερο παραγωγό παλλαδίου –μέταλλο που επίσης χρησιμοποιείται για την παραγωγή μικροτσίπ– αντιπροσωπεύοντας το 40% της παγκόσμιας παραγωγής. Για αυτό και οι κυρώσεις εναντίον της χώρας θα οξύνουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η βιομηχανία στην αλυσίδα εφοδιασμού.
Καθυστερήσεις στις παραδόσεις νέων παραγγελιών αντιμετωπίζουν και ελληνικές νεοφυείς εταιρείες που φτιάχνουν hardware συστήματα. Τέτοια είναι η περίπτωση της startup Centaur Analytics, εταιρεία αγροτεχνολογίας, που ξεκίνησε από τον Βόλο και έχει πλέον παρουσία στην Αθήνα αλλά και στη Νότια Καλιφόρνια. Η εταιρεία έχει αναπτύξει αισθητήρες που «εποπτεύουν» τις συνθήκες αποθήκευσης προϊόντων (σιτάρι, καλαμπόκι, ρύζι), στέλνοντας μετρήσεις θερμοκρασίας, υγρασίας, οξυγόνου, φωσφίνης κ.ά., προκειμένου να αποφευχθεί αλλοίωση ή ποιοτική υποβάθμιση του προϊόντος.
«Οι καθυστερήσεις στην παραλαβή μικροτσίπ που τοποθετούνται στους αισθητήρες είναι μεγάλες. Μερικές φορές υπάρχουν ισοδύναμα υλικά, όμως άλλες φορές χρειάζεται να επανασχεδιάσουμε τα προϊόντα για να τοποθετήσουμε κάποιο υλικό παρόμοιας λειτουργικότητας», αναφέρει ο Σωτήρης Μπαντάς, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Centaur Analytics, που εξυπηρετεί περίπου 100 πελάτες παγκοσμίως.
«Δεν είναι τόσο οι τιμές των υλικών που βάζουμε στα προϊόντα μας όσο η έλλειψη διαθεσιμότητάς τους», αναφέρει στην «Κ» ο Διονύσης Μπίτας, συνιδρυτής της Κytion Robotics, άλλη εταιρεία αγροτεχνολογίας που έχει αναπτύξει ένα ρομποτικό σύστημα, στόχος του οποίου είναι να βοηθήσει τους παραγωγούς αλλά και τους γεωπόνους να παρακολουθούν και να διαχειρίζονται τις καλλιέργειές τους απομακρυσμένα. «Η κατάσταση έχει δυσκολέψει και δυστυχώς η ομάδα μας χρειάστηκε νέες μεθόδους σύνδεσης των εξαρτημάτων, καθώς και διαφορετικού τύπου μικροεπεξεργαστές, γεγονός που οδήγησε σε διαφορετική εσωτερική υλοποίηση του συστήματός μας, τόσο σε βιομηχανικό σχεδιασμό όσο και σε κώδικα», αναφέρει, προσθέτοντας πως «υπάρχει έλλειψη σε υπολογιστές μικρού μεγέθους, όπως είναι τα raspberry pi που τα προμηθευόμασταν από Ελλάδα και αποτελούσαν τον βασικό server για την αναμετάδοση των μετρήσεων του συστήματός μας.
Επίσης δυσκολευόμαστε να βρούμε σε άμεση διαθεσιμότητα υλικά που χρησιμοποιούνται σε 3D εκτυπωτές και είναι σημαντικά για μια hardware startup όπως η δική μας», καταλήγει.
Η επόμενη μέρα της ρωσικής επέμβασης
Αναπάντητο ερώτημα παραμένει το πώς φαντάζεται η Ρωσία την επόμενη μέρα της στρατιωτικής επέμβασης.
Tι αναφέρει επ’ αυτού ο Παναγιώτης Σωτήρης:
«Είναι το μεγάλο ερώτημα που δεν έχει απαντηθεί και είναι δύσκολο να απαντηθεί. Αφορά το πώς φαντάζεται η Ρωσία την επόμενη μέρα της μεγάλης στρατιωτικής επιχείρησης στην Ουκρανία, την ημέρα μετά το όποιο τέλος των πολεμικών επιχειρήσεων.
Η ίδια η ρωσική κυβέρνηση περιέγραψε ως στόχο της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» (όπως αποκαλεί τον πόλεμο) την «αποναζιστικοποίηση» και «αποστρατικοποίηση» της Ουκρανίας.
Αυτό μεταφράστηκε εύλογα σε αυτό που θα μπορούσε να περιγραφεί ως μια «αλλαγή καθεστώτος». Δηλαδή, η τρέχουσα κυβέρνηση θα συνθηκολογούσε, πιθανώς ένα μέρος του πολιτικού και στρατιωτικού προσωπικού θα αντιμετωπιζόταν ως «ναζί», κυρίως όσοι ενεργό ανάμειξη στην σύγκρουση στο Ντονμπάς και θα διαμορφωνόταν μια νέα κυβέρνηση που θα αποδεχόταν την ουδετερότητα της Ουκρανίας, θα παραδεχόταν την κυριαρχία των «λαϊκών δημοκρατιών» και θα επέλεγε σχέσεις «καλής γειτονίας» με τη Ρωσία.
Σε κάθε περίπτωση αυτή η κυβέρνηση θα διαμορφωνόταν ύστερα από την κατάρρευση και τη συνθηκολόγηση της κυβέρνησης Ζελένσκι, με ρώσους αξιωματούχους να δηλώνουν ότι από εκεί και πέρα θα αποφάσιζε ο ίδιος ο ουκρανικός λαός.
Η μεγάλη απόσταση ανάμεσα στο σχέδιο και την εφαρμογή
Υπάρχει το ερώτημα για το πάνω σε ποια εκτίμηση έγινε αυτός ο σχεδιασμός. Οι αρχικές ανακοινώσεις μπορούσαν να διαβαστούν και ως εκτίμηση ότι η απλή επίδειξη δύναμης και η ταχεία κίνηση των ρωσικών δυνάμεων θα εξασφάλιζαν την κατάρρευση της κυβέρνησης και άρα τη γρήγορη «αλλαγή καθεστώτος».
Όμως, είναι προφανές ότι τα πράγματα δεν εξελίχτηκαν έτσι. Υπάρχει αντίσταση σε διάφορα σημεία, υπάρχει η ενίσχυση από τη Δύση έστω και σε επίπεδο εξοπλισμού, υπάρχει η άρνηση της κυβέρνηση Ζελένσκι να συνθηκολογήσει και βεβαίως και οι κυρώσεις.
Αυτό δεν σημαίνει ότι με όρους αμιγώς στρατιωτικούς η ρωσική στρατιωτική επιχείρηση είναι «αργή». Για τα χαρακτηριστικά της, δηλαδή την προσπάθεια εξασφάλισης συγκεκριμένων περιοχών στα ανατολικά και τα νότια παράλληλα με την προσπάθεια απόκτησης του ελέγχου στρατηγικών σημείων και υποδομών και προφανώς την πολιορκία των πόλεων, με συστηματικό χτύπημα συγκεκριμένων εγκαταστάσεων, δεν είναι απαραίτητα μια «αργή» διαδικασία.
Είναι, όμως, ταυτόχρονα πιο κοντά στην παρατεταμένη στρατιωτική επιχείρηση που συναντά αντίσταση, παρότι ο συσχετισμός παραμένει άνισος, και που κινείται με βάση τα χαρακτηριστικά του ίδιου του πεδίου και τις δυσκολίες, αλλά χωρίς να παρεκκλίνει από το βασικό σχεδιασμό, παρότι υπάρχει πραγματικό κόστος και για την ίδια τη Ρωσία πέραν φυσικά από τα θύματα μεταξύ των Ουκρανών, συμπεριλαμβανομένων των αμάχων.
Αυτό σημαίνει ότι χωρίς κάποια σημαντικά αλλαγή πολιτικής στάσης από τη μεριά της Ρωσία η αμιγώς στρατιωτική νίκη, με τη μορφή του ελέγχου και της κατάληψης των πόλεων και των περιοχών όπου επικεντρώνουν οι Ρώσοι, συμπεριλαμβανομένης της πρωτεύουσας Κιέβου, φαντάζει αυτή τη στιγμή εφικτή.
Όμως, το ερώτημα παραμένει: τι θα σημαίνει αυτή η στρατιωτική κατίσχυση;
Μπορεί να γίνει «αλλαγή καθεστώτος»;
Και εδώ αρχίζει το πολιτικό ερώτημα. Όπως έχει δείξει και η μάλλον οδυνηρή εμπειρία των αμερικανών σε διάφορα σημεία, με πιο χαρακτηριστικό το Ιράκ, το κρίσιμο ζήτημα είναι εάν υπάρχει ένας συνασπισμός πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που θα ήθελαν να πάρουν τις τύχες της Ουκρανίας στα χέρια τους και να είναι μια βιώσιμη πολιτική λύση και όχι μια κυβέρνηση-μαριονέτα που θα εξαρτάται από την παράταση της ρωσικής στρατιωτικής παρουσίας.
Και αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι στο Ιράκ οι αμερικανοί πίστευαν ότι εάν ανέτρεπαν τον Σαντάμ Χουσεΐν θα μπορούσαν να στηριχθούν πέραν από κάποιος πιο δυτικόφιλους πολιτικούς και στο σιιτικό στοιχείο που γενικά παρά τη μεγάλη πληθυσμιακή βαρύτητά του είχε παραγκωνισθεί όσο κυβερνούσε το Μπάαθ που κατεξοχήν στηρίχτηκε στον σουνιτικό πληθυσμό. Επιπλέον, πίστευαν ότι μια κοινωνία επί μακρόν καταπιεσμένη θα έβλεπε ως ιδιαίτερα θετική εξέλιξη την προοπτική δημοκρατικών εκλογών και οικονομικής ανάκαμψης.
Η ιστορία έδειξε ότι τα πράγματα ήταν πολύ πιο δύσκολα. Υπήρξαν εκτεταμένες μορφές αντίστασης, από διάφορες πλευρές, το Ιράκ θα βυθιστεί σε μια βαθιά εμφύλια σύγκρουση, θα αναδειχτούν φαινόμενα όπως το Ισλαμικό Κράτος και βέβαια κερδισμένοι πολιτικά για σημαντικό διάστημα θα είναι οι πολιτικοί που υποστήριζαν τη μεγαλύτερη συνεργασία με το Ιράν.
Στην Ουκρανία ποιος θα ήταν ο συνασπισμός των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, ή έστω ο συνασπισμός κομμάτων και ολιγαρχών που θα εκπροσωπούσε μια νέα κατάσταση με δεδομένο ότι με τη δημιουργία των «λαϊκών δημοκρατιών» στην υπόλοιπη Ουκρανία φάνηκε να ενισχύονται δυνάμεις που ήθελαν μεγαλύτερη ρήξη με τη Μόσχα;
Με τα δεδομένα που έχουμε το ερώτημα αυτό είναι πολύ δύσκολο να απαντηθεί, αλλά και πολύ κρίσιμο εάν αναλογιστούμε ότι μιλάμε για μια χώρα 44 εκατομμυρίων κατοίκων, όπου σε ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού αυτή τη στιγμή υπάρχει προφανής εχθρότητα απέναντι στη Ρωσία και τις επιδιώξεις της.
Και παρότι κανείς μπορεί να σημειώσει ότι προφανώς η ρωσική πλευρά, που γνωρίζει την ουκρανική κοινωνία λόγω των μακρόχρονων δεσμών των δύο χωρών καλύτερα από τις δυτικές κυβερνήσεις, έχει στο νου της πολιτικούς, στρατιωτικούς ή επιχειρηματίες που θα ήθελαν να παίξουν ρόλο σε μια τέτοια «νέα κατάσταση» και οι οποίοι πιθανώς δεν θα είναι αυτοί που υπέδειξαν το προηγούμενο διάστημα διάφορες δυτικές υπηρεσίες, πάλι το εάν και σε ποια κλίμακα θα μπορούν να έχουν τη νομιμοποίηση της ουκρανικής κοινωνίας και την εγγύηση ότι θα αποδεχτεί την όποια στροφή πολιτικής δεν είναι δεδομένο.
Μόνο που αυτό είναι στην πραγματικότητα και το μεγαλύτερο ρίσκο της Ρωσίας αυτή τη στιγμή. Γιατί στο βαθμό που η όποια εκδοχή «αλλαγής καθεστώτος» είτε δεν ευοδωθεί είτε δεν δείξει να μπορεί να εκπροσωπήσει μια υπαρκτή δυναμική στο εσωτερικό της ίδιας της ουκρανικής κοινωνίας, τότε η Ρωσία θα πρέπει να συνεχίζει να στηρίζεται στην ένοπλη παρουσία και την ένοπλη υποστήριξη της όποιας νέας κυβέρνησης στο Κίεβο, έχοντας να αντιμετωπίσει και διάφορες μορφές αντίστασης – ας μην ξεχνάμε ότι θα υπάρχει αρκετός οπλισμός που έχει μοιραστεί στον πληθυσμό. Αυτό με τη σειρά του θα παρατείνει τον φαύλο κύκλο της ένοπλης εμπλοκής.
Γιατί ακόμη και μια λύση τύπου Συρίας, όπου η Ρωσία κατάφερε (μαζί με τη Χεζμπολάχ) να στηρίξει την κυβέρνηση Άσαντ, απέναντι σε μια παρατεταμένη δράση ένοπλων ισλαμιστικών οργανώσεων, που δεν έχει ακόμη σταματήσει, εντούτοις ακόμη και εκεί υπήρχε μια κυβέρνηση και ένας κρατικός μηχανισμός (και ένοπλες δυνάμεις) και κάποια κοινωνικά στηρίγματα (π.χ. στις πόλεις που παρέμειναν στο πλευρό της κυβέρνησης).
Γιατί εάν υπάρχει ένα δίδαγμα από μια μακρά ιστορία ένοπλων επεμβάσεων από διάφορες πλευρές όλες τις τελευταίες δεκαετίες, είναι ποτέ η εξωτερική επέμβαση, όσο ισχυρή και εάν είναι και όσους πόρους και εάν διαθέτει δεν μπορεί να υποκαταστήσει τις αναγκαίες εσωτερικές κοινωνικές και πολιτικές δυναμικές, που είναι οι σε τελική ανάλυση καθοριστικές.