Ο «βαθύς χειμώνας» του Δήμου Θεσσαλονίκης
Παρέμβαση της παράταξης Μένουμε Θεσσαλονίκη: «Η κατάσταση στον Δήμο Θεσσαλονίκης έχει κάνει μεγάλη "κοιλιά"».
Παρέμβαση – ανάλυση για τα τεκταινόμενα στο Δήμο Θεσσαλονίκης κάνει η παράταξη «Μένουμε Θεσσαλονίκη» με κείμενο που δημοσιεύει στην επίσημη ιστοσελίδα της.
Αναλυτικά όσα αναφέρει:
Όσοι ασχολούνται με τα τεκταινόμενα της τοπικής αυτοδιοίκησης στην πόλη μας έχουν συνειδητοποιήσει ότι η κατάσταση στον Δήμο Θεσσαλονίκης έχει κάνει μεγάλη «κοιλιά». Η διοίκηση, και παράλληλα μια μεγάλη μερίδα της αντιπολίτευσης, αντιμετωπίζουν σοβαρές δυστοκίες.
Διοίκηση δίχως κοινωνικά ερείσματα, όραμα και συνοχή
Ο Κωνσταντίνος Ζέρβας πληρώνει τώρα την εξαιρετικά επιπόλαιη απόφασή του, να συγκροτήσει μετεκλογικά ένα σχήμα προσωποπαγές, μια συμμαχία παραγόντων που είχε ως αποκλειστική βάση συμφωνίας τη νομή των δημοτικών αξιωμάτων.
Στη μέση της θητείας του, οι συνέπειες αυτής της επιλογής έχουν περάσει στο προσκήνιο και καθορίζουν το κλίμα, τον τόνο και τον ρυθμό της διακυβέρνησής του. Όπως φάνηκε και από τον πρόσφατο ανασχηματισμό, δεν έχει «πάγκο». Πολλοί από εκείνους που ανέλαβαν αντιδημαρχίες, είτε από μετεγγραφές της τελευταίας στιγμής, είτε από το ανακάτεμα της τράπουλας των ήδη προσαρτηθέντων, δεν έχουν παρά ελάχιστη ή και καμία σχέση με τα αντικείμενα ευθύνης τους (Αντιδημαρχία Περιβάλλοντος ή Αντιδημαρχία Καθαριότητας)· συγκεκριμένη ατζέντα διακυβέρνησης δεν υφίσταται, επομένως, όλη η ενεργητικότητα της διοίκησης καθοδηγείται από το «βλέποντας και κάνοντας»· ούτε και σύνδεση με δυναμικά κομμάτια της τοπικής κοινωνίας υπάρχει, η οποία θα επέτρεπε στον δήμαρχο να υλοποιήσει πολιτικές με μεγαλύτερο αντίκτυπο στην πόλη.
Αν θα έπρεπε να χαρακτηρίσουμε με μια λέξη την διοίκηση Ζέρβα, θα την χαρακτηρίζαμε «τετριμμένη». Στα δημοτικά συμβούλια πανηγυρίζει όταν καταφέρνει να καταθέσει προϋπολογισμό, να επισκευάσει τα οχήματα ή τον εξοπλισμό της καθαριότητας, να συνεχίσει την διεξαγωγή συσσιτίων και του κοινωνικού παντοπωλείου ή να ξεκολλήσει κάποια χρηματοδότηση για κατεδαφίσεις ακινήτων. Το αυτονόητο βαφτίζεται άθλος, και η λειτουργία του Δήμου στα υποτυπώδη της ανταποδοτικότητας βαφτίζεται «έργο». Κάθε ασφαλτόστρωση πανηγυρίζεται σαν επρόκειτο για τεχνικό θαύμα.
Πολλές φορές, σε συνεντεύξεις του, ο Δήμαρχος ερωτάται για το τι βαθμό βάζει στο σχήμα του· στην δημιουργικότητα της διοίκησής του, καθώς και στον βαθμό που εκείνη αποκρίνεται στις προκλήσεις που θέτει σήμερα η συγκυρία στην τοπική κοινωνία, και όχι μόνο, παίρνει πάντως μηδέν. Μπορεί το πρώτο ζήτημα της οικονομικής επικαιρότητας να είναι η ενεργειακή μετάβαση, ο Δήμος ωστόσο αντιμετωπίζει τα φωτοβολταϊκά σαν διακοσμητικά στοιχεία, στο πλαίσιο βιοκλιματικών αναπλάσεων οι μελέτες των οποίων πραγματοποιήθηκαν στην καλύτερη περίπτωση προ δεκαετίας. Αγκομαχά στην ανακύκλωση, εκεί που θα μπορούσε να επενδύσει στην ανακύκλωση συγκεκριμένων υλικών (ελαιοαπόβλητα, μέταλλα, χαρτί, οργανικά απορρίμματα) υψηλής προστιθέμενης αξίας. Η ανακύκλωση και ΑΠΕ, αποτελούν τα δύο πεδία στα οποία ο Δήμος θα μπορούσε να κερδίζει σημαντικά κεφάλαια για την αναβάθμιση της κοινωνικής πολιτικής, των παρεμβάσεων στις γειτονιές ή την καθαριότητα. Αντί για τα παραπάνω, όμως, μαζεύουμε τα καπάκια των πλαστικών μπουκαλιών.
Ενώ εγχώριοι και διεθνείς οργανισμοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για το δημογραφικό πρόβλημα –χαρακτηρίζεται ως «βόμβα» στα θεμέλια της βιωσιμότητας της Ελλάδας- ο Δήμος της Θεσσαλονίκης το αντιμετωπίζει στο πλαίσιο μιας νοοτροπίας που ανήκει στο 1950, με μικρά επιδόματα και ελαφρύνσεις στους τρίτεκνους και τους πολύτεκνους· ωστόσο, στους δήμους του εξωτερικού η βεντάλια των πολιτικών έχει ανοίξει προ πολλού (με δομές υποστήριξης της εργαζόμενης οικογένειας, συμβουλευτικές δομές, συνδρομή στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, γραφείο διασύνδεσης με τις τροφούς και επιδότηση της πρόσληψής τους κ.ο.κ.). Δυστυχώς, η ίδια νοοτροπία του 1950 κυριαρχεί στο σύνολο της κοινωνικής πολιτικής. Ουδεμία συνεργασία του Δήμου με την παραγωγική οικονομία της πόλης, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει αναδείξει πρωταγωνιστές που έχουν σημαντική διεθνή παρουσία και ενισχύουν την ευρύτερη εικόνα της πόλης προς τα έξω.
Ο πολιτισμός αντιμετωπίζεται μόνο στο επίπεδο των δρώμενων και των θεαμάτων, την ίδια στιγμή που το δίκτυο βιβλιοθηκών δεν έχει αναβαθμιστεί ουσιαστικά εδώ και δεκαετίες και το «λαϊκό πανεπιστήμιο» λειτουργεί εντελώς διαδικαστικά. Η «διπλωματία των πόλεων» έχει ατονήσει σε βαθμό εξαφανίσεως: Για παράδειγμα, ενώ η Ελλάδα κάνει νέα ανοίγματα στη Μεσόγειο, σε στενή συνεργασία με την Γαλλία ή την Αίγυπτο, ο Δήμος Θεσσαλονίκης δεν έχει καμία επαφή με την Αλεξάνδρεια ή τη Μασσαλία, παρ όλο που έχουν μακρά ιστορία σχέσεων και πολιτιστικών ανταλλαγών με την πόλη και είναι «αδελφοποιημένες πόλεις» με τον Δήμο της (!;).
Μια αντιπολίτευση που πυροβολεί τα πόδια της
Η αντιπολίτευση, ενώ μπορούσε να στριμώξει στο κανναβάτσο τον Δήμαρχο, εξαναγκάζοντάς τον να εγκαταλείψει τον προσωποπαγή χαρακτήρα και να προχωρήσει σε συγκλίσεις ουσίας με ορισμένα κομμάτια της, ουσιαστικά πολιτεύεται με τρόπο που τον διασώζει. Κι ας την βρίζει εκείνος σε κάθε του συνέντευξη, ουσιαστικά, καταφέρνει ακόμα και κρύβει τις καταφανείς του αδυναμίες επειδή η κριτική εντός και εκτός δημοτικού συμβουλίου είναι άσφαιρη.
Είτε κυριαρχούν σε αυτήν φωνές υπεράσπισης των επιλογών Μπουτάρη, ενώ η πόλη έχει απορρίψει προ πολλού την ατζέντα και το ιδεολογικό του προφίλ, μπερδεύοντας την αντιπολίτευση στον Ζέρβα με την συμπολίτευση στην προηγούμενη διοίκηση. Είτε φωνές πικρίας πρώην στελεχών της κυβερνώσας διοίκησης που έκαναν ό,τι μπορούσαν να τον εκλέξουν, και ανακάλυψαν ξαφνικά πόσο αναντίστοιχος των υποσχέσεών του ήταν.
Ενδεικτική είναι η στάση της στα δύο μεγάλα ζητήματα που άνοιξαν τελευταία, την Πλατεία Ελευθερίας και τα αρχαία στον σταθμό Βενιζέλου: Αυτού του τύπου η αντιπολίτευση έχει πολλά να πει για την νέα διοίκηση που υποσκάπτει (ορισμένες φορές και κυριολεκτικά) το έργο της προηγούμενης· δεν έχει να πει όμως τίποτα για το υπ’ αριθμόν 1 ζήτημα της πόλης από σκοπιά κοινωνική, οικολογική και ποιότητας ζωής: το μποτιλιάρισμα και την τεράστια ανάγκη να λειτουργήσουν -επιτέλους- οι συρμοί σταθερής τροχιάς, ώστε ν’ αρχίσει να μειώνεται ο συνωστισμός των ΙΧ στο κέντρο της πόλης.
Και σε άλλα σημαντικότατα ζητήματα ουδόλως «στριμώχνεται» η τωρινή δημοτική αρχή: τα σχέδια για το συμπληρωματικό στο μετρό τραμ που θα λειτουργούσε στον άξονα της παλιάς και νέας παραλίας έχουν «παγώσει» ή ξεχαστεί, ενώ προωθούνται έργα δευτερεύουσας σημασίας για την κυκλοφορία, όπως η ξύλινη πλατφόρμα ή ο ποδηλατοδρόμος της Λεωφόρου Νίκης.
Επομένως, ελλιπής και ανεπαρκής ως προς τα θέματα που την απασχολούν δεν εμφανίζεται μόνον η διοίκηση, αλλά και η μεγαλύτερη μερίδα της αντιπολίτευσης· εξ άλλου αυτό φαίνεται κι από το γεγονός ότι καταγγέλλει την καταστροφή της πόλης σε κάθε μικρό ή μεγάλο ζήτημα που συγκρούεται με τον Δήμαρχο και την ομάδα του. Ωστόσο, η φρασεολογία αυτή λειτουργεί μάλλον σαν το ανέκδοτο με το βοσκό και το λύκο, προκαλώντας απάθεια και θυμηδία στην κοινή γνώμη. Ο Κωνσταντίνος Ζέρβας το έχει καταλάβει γι’ αυτό και προκαλεί συχνά με τις συνεντεύξεις και τις τοποθετήσεις του την αντίδραση της αντιπολίτευσης· πιστεύει ότι ο τρόπος που αυτή εκδηλώνεται αυξάνει την αντισυσπείρωση τόσο της δικής του ομάδας, όσο και των ψηφοφόρων του. Υπάρχει διέξοδος από μια αντιπαράθεση που τείνει να καταστεί «συμβιωτική» με την μία πλευρά να ενισχύει την άλλη;
Η Θεσσαλονίκη ψήφισε το 2019 στις δημοτικές εκλογές εκφράζοντας την πρόθεση να γυρίσει σελίδα από την πολιτική Μπουτάρη: Ο κραυγαλέος εθνομηδενισμός του, η εγκατάλειψη της καθημερινότητας και η υποτίμηση που εξέφραζε για τα μεσαία και λαϊκά στρώματα της πόλης έκριναν εν τέλει την πορεία του. Ο Κωνσταντίνος Ζέρβας εξελέγη –αν και αουτσάιντερ– επειδή φρόντισε να διαχωριστεί αποτελεσματικότερα από την «ατζέντα Μπουτάρη», υποσχόμενος μάλιστα ότι θα γυρίσει ολοκληρωτικά σελίδα για την πόλη. Δεν τα κατάφερε, γιατί ούτε πρόγραμμα είχε, ούτε ομάδα που επαρκούσε για τον πήχη που ο ίδιος έθεσε.
Καθώς όμως προσκρούει μπροστά στο αναπόφευκτο όριο που θέτουν οι ίδιες οι αδυναμίες του εγχειρήματός του, ο παλαιός Μπουταρισμός κινητοποιείται ονειρευόμενος παλινορθώσεις. Ούτε κι αυτό είναι εφικτό, γιατί το 2022 δεν είναι 2010. Η πόλη χρειάζεται νέα ατζέντα. Πιστεύουμε ότι μπορεί ν’ αντλήσει πολύτιμα στοιχεία από την πολιτική παράδοση του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, που τόσα πολλά προσέφερε στην πόλη. Ο Παπαναστασίου υπήρξε συνάμα πατριώτης και εκσυγχρονιστής, κοινωνικός μεταρρυθμιστής και παιδαγωγός,κήρυκας των αξιών του ελληνισμού και ισότιμος συνομιλητής των μεγάλων ευρωπαϊκώνρευμάτων της εποχής του. Για την Θεσσαλονίκη, υπήρξε ο άνθρωπος που έθεσε τις βάσεις για την ανάδειξή της σε πνευματικό-ακαδημαϊκό κέντρο, ιδρύοντας το Πανεπιστήμιό της, και συνάμα, εκείνος που αποφάσισε για την μοντέρνα φυσιογνωμία της, επιλέγοντας τον Ερνέστο Εμπράρ για να σχεδιάσει την σύγχρονή της όψη.
Μια τέτοια συνθετική πολιτική, μεγάλης πνοής χρειαζόμαστε και σήμερα προκειμένου να οδηγηθούμε στην αναγέννηση της πόλης, και όχι τον χαρτοπόλεμο ανάμεσα στις διαφορετικές φράξιες εξουσίας (αριστερές/κεντροαριστερές ή δεξιές/κεντροδεξιές) που αξιώνουν μονοπώλιο στα Θεσσαλονικιώτικα τεκταινόμενα.