#7 Οι ιστορίες πίσω από τις φωτογραφίες της εβδομάδας
Εδώ κάθε εβδομάδα σου παραθέτω λήψεις που με άγγιξαν και μία ενδεχόμενη ιστορία πίσω από αυτές.
Αναρωτήθηκες ποτέ πως όλα εκείνα που συναντάς με τα μάτια σου νοητά καθημερινά μπορεί να είναι στιγμές μίας ιστορίας ενός ανθρώπου;
*Εδώ κάθε εβδομάδα σου παραθέτω λήψεις που με άγγιξαν και μία ενδεχόμενη ιστορία πίσω από αυτές.
Εικόνες: Μηνάς Τσιτσής
#1 Εκείνος που ξέρει την πόλη
Έχει κάνει πολλές δουλειές, έχει μεγαλώσει δυο γενιές, έχει δει την πόλη να αλλάζει και να μένει στάσιμη. Είναι εκείνος που ξέρει το πιο μικρό στενό σε μία ξεχασμένη γειτονιά, είναι ο ίδιος που θα σου πει μια ιστορία για τον τόπο που ζεις που δεν ήξερες, είναι αυτός που αποζητά την επικοινωνία στις μοναχικές βόλτες για να ερωτεύεται ακόμη περισσότερο τις κούρσες. Λατρεύει την δουλειά του “ο κάθε άνθρωπος που μπαίνει εδώ κάτι μου δίνει… την ιστορία του ας πούμε χωρίς να μιλήσει. Ένα βλέμμα αρκεί για να καταλάβεις αν μπορείς να συζητήσεις με κάποιον. Εδώ μέσα ζω τα τελευταία χρόνια της ζωής μου, ακουμπώ το τιμόνι μου περισσότερο από την γυναίκα μου, κοιτάζω από το παράθυρο του αμαξιού μου πιο πολύ από του σπιτιού μου. Δεν μετανιώνω που με διάλεξε η δουλειά, μου έχει δώσει απλόχερα όλα εκείνα που δεν θα ζούσα αν έκανα κάτι άλλο. Είναι ένα ταξίδι που δεν τελειώνει ποτέ, κάθε μέρα κάτι άλλο.”
#2 Βόλτα στο τετράγωνο της ζωής
Πάντα περιμένει να πέσει ο ήλιος, γύρω στις 20:00 δύο φορές την εβδομάδα βγαίνει με το μπαστούνι και το καροτσάκι της για να πάει στο μπακάλικο της γειτονιάς. Παίρνει όσα χρειάζεται μα πάντα ξεχνά κάτι, δεν θυμάται πια καλά. Το βήμα της αργό, το πρόσωπο της γερασμένο και ταλαιπωρημένο, κρύβει ένα γλυκό μειδίαμα, μια παρηγοριά του “όλα βρίσκουν τον δρόμο τους στο τέλος.” Κάθε κυριακή την επισκέπτονται για να της θυμίσουν ιστορίες της ζωής της, εκείνη για λίγο ανατρέχει στο παρελθόν, γελά, συγκινείται και λίγα λεπτά μετά ξεχνάει. Αυτό που δεν έχει φύγει ακόμη από το μυαλό της είναι η μορφή του αγαπημένου της, περνά τους δρόμους που κάποτε διασχίζανε μαζί και θυμάται την αιωνιότητα.
#3 Ασφυξία
Έχει καιρό να μας βρέξει, παρόλο το φως όμως η μαυρίλα και η ασφυξία των καιρών δεν φεύγουν, με ταλαιπωρούν. Όλοι γύρω μου είναι στην ίδια φάση, στην φάση της αδράνειας, όλο κάτι μας λείπει και κάτι ψάχνουμε. Κάποτε μια βόλτα στην λιακάδα ξεδιψούσε τις λύπες μας τώρα ούτε αυτή. Όσο ο ήλιος πέφτει πάνω στις πολυκατοικίες εκείνες νοιώθουμε πως μας πλακώνουν, μία αδιανόητη ασφυξία, ένα συναίσθημα κατάλοιπου του εγκλεισμού που μάλλον δεν θα φύγει ποτέ. Αλήθεια; Με τόσο φως γιατί δεν φεύγει η μαυρίλα;
#4 Εδώ είναι το σπίτι μου.
Πίσω από την Ροτόντα, εκεί είναι το σπίτι του, πολλές φορές του έχουμε πει να πάει στο κοιμητήριο δεν θέλει, λέει πως δεν μπορεί να αφήσει την γωνιά του. Τον δρόμο τον επέλεξε, τον αγάπησε, ήταν εκεί όταν τα έχασε όλα, σε εκείνο το πεζούλι κοιμήθηκε πρώτη φορά. Οι τσάντες που κουβαλά είναι όλη του η ζωή. Το κασκέτο του δώρο από έναν έρωτα στην φοιτητική ζωή. Λέει πως όσοι επιλέγουν τον δρόμο ξέρουν να ζουν. Έναν φίλο είχε, έναν φίλο που ζούσε στην Αριστοτέλους, τον έχασε, από κρύο, τότε ήθελα να τον πάρω και να πάμε να κοιμηθεί κάπου ζεστά τότε φοβήθηκα πολύ για εκείνον. Η καρδιά του πάγωσε και εκείνος είπε, “ο δρόμος επιλέγει το σημείο που θα δούμε το τέλος, όχι εμείς.” #5 Τα κορίτσια στον ήλιο
Είναι μία γειτονιά στην Άνω Πόλη που δεν κατοικείται από ανθρώπους άλλοι έχουν το πάνω χέρι. Όταν βρέχει και το κρύο διαπερνά τα στενά με λύσσα και ορμή κρύβονται, χώνονται κάτω από σκέπαστρα και κουρνιάζουν η μία πάνω στην άλλη. Εκεί τις αγαπάνε όλοι πολλοί, όταν οι ακτίνες του ήλιο καθρεφτίζονται πάνω στ’αμάξια εκείνες τις απολαμβάνουν. Σκαρφαλώνουν στις οροφές και ξαπλώνουν για την καθιερωμένη μεσημεριανή σιέστα, καλοστεκούμενες και καθαρές τις φωνάζεις και έρχονται γιατί εκείνες θέλουν χάδια και όχι εσύ. Όταν δε πάρουν αυτό που θέλουν γίνονται καπνός και επιστρέφουν πάλι στην ζέστη της φύσης. Άτιμα και δίκαια πλάσματα οι γάτες, εκτιμούν το χέρι που της αγαπά, δίνονται για λίγο και μετά σου γυρίζουν την πλάτη σαν να μην σε ξέρουν.
#6 Μία τζούρα και πάλι σπίτι
Μένει με την κόρη της, από τότε που βγήκε από μία σοβαρή επέμβαση. Την προσέχει πολύ δεν της επιτρέπει να καπνίζει και να πίνει. Εκείνη όμως το κάνει κρυφά, το σκάει κάθε μέρα για 10 λεπτά όσο η κόρη της είναι στην δουλειά και κάνει ένα τσιγάρο, είναι το μεγαλύτερο μυστικό της. Κάθε τζούρα και μία μικρή ανάμνηση, κρατά τα σπίρτα καθ’όλη την διάρκεια της μικρής της βόλτας. Γυρνά σπίτι βάζει τη νυχτικιά της πλένεται και την περιμένει να γυρίσει. Η κόρη ξέρει εκείνη όμως φέρεται σαν μικρό κορίτσι, αντιστροφή ρόλων, αυτός είναι ο καπνός της ζωής της.