Α. Ροϊλός: Ο ρόλος του καλλιτέχνη είναι να βρει τις σωστές ερωτήσεις
Ένας από τους πιο ταλαντούχους ηθοποιούς της γενιάς του, ένας σύγχρονος καλλιτέχνης, σε μια εξομολόγηση στην parallaxi
Πρόκειται για έναν από τους πιο ταλαντούχους ηθοποιούς της γενιάς του· ένας σύγχρονος καλλιτέχνης, υπομονετικός, πειθαρχημένος και φιλομαθής, που –παρά το νεαρό της ηλικίας του– έχει μια πλούσια καλλιτεχνική διαδρομή και καθόλα ανοδική πορεία. Με τον Αναστάση έχω τη χαρά να με συνδέει μια φιλία χρόνων που ξεκίνησε από το Αρσάκειο Θεσσαλονίκης και συνεχίστηκε με τις σπουδές μας στο Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ.
Η καλλιτεχνική του πορεία υπήρξε εξαρχής δυναμική με συμμετοχές σε αξιόλογες θεατρικές παραστάσεις και ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους, με τις συνεργασίες του με το ΚΘΒΕ και το Εθνικό Θέατρο, αλλά και την πτυχιακή του με το «Insenso» του Δημήτρη Δημητριάδη, έναν μονόλογο που παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία τόσο στη Θεσσαλονίκη όσο και στην Αθήνα. Το καλοκαίρι του 2017 ξεκινά η συνεργασία του με τη SCOT (Suzuki Company of Toga) καθώς πήγε στην Ιαπωνία προκειμένου να εκπαιδευτεί στη μέθοδο υποκριτικής του Tadashi Suzuki. Λίγο αργότερα, το 2019, ο περίπλοκος και ρομαντικός ρόλος του Νικηφόρου Σεβαστού στην δραματική τηλεοπτική σειρά του ΑΝΤ1 «Άγριες Μέλισσες» τον έκανε γνωστό και αγαπητό στο ευρύ κοινό. Παρά τη μεγάλη επιτυχία που γνώρισε μέσα από τις «Άγριες Μέλισσες», ο Αναστάσης παραμένει προσγειωμένος και σεμνός, ξεχωρίζει για το ήθος, τις ευαισθησίες και την ποιότητα του.
Αφορμή για την κουβέντα μας στάθηκε το σύγγραμμα του Tadashi Suzuki «Πολιτισμός είναι το σώμα» που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Κείμενα σε μετάφραση του Αναστάση Ροϊλού. Πρόκειται για μια δεξιοτεχνική μετάφραση –η οποία έρχεται να συμπληρώσει ένα κενό στην ελληνική βιβλιογραφία επί του θέματος– όπου ένας σπάνιος άνθρωπος, αφοσιωμένος στην τέχνη του, προσεγγίζει με ευαισθησία τα κείμενα για το θέατρο του Suzuki.
Έχεις δηλώσει πως «Τo θέατρο δεν είναι απλώς εικόνα και ήχος. Είναι βίωμα». Τί σημαίνει για εσένα το θέατρο; Ποιος είναι ο δικός σου προσωπικός ορισμός για την τέχνη του θεάτρου;
«Η λέξη «βίωμα» εξακολουθεί να με εκφράζει γιατί οδηγεί σε μία περιοχή μακριά από mainstream όρους όπως «διασκέδαση», «ψυχαγωγία», κ.α. αλλά παράλληλα γιατί το «βίωμα» είναι αρκετά ευρύ και περιλαμβάνει πολλά.. Η ενέργεια που υπάρχει σε έναν θεατρικό χώρο την ώρα της παράστασης ανάμεσα σε ηθοποιούς και θεατές δεν νομίζω ότι μπορεί να συναντηθεί κάπου αλλού. Αν δεχτούμε ότι το «βίωμα» αφορά και ηθοποιούς και θεατές, θα το πάω ένα βήμα μόνο παραπέρα και θα μείνω στην πλευρά αυτού που συμβαίνει στη σκηνή λέγοντας πως είναι διαχείριση χρόνου και πράξεων. Ο λόγος και η κίνηση δηλαδή γίνονται ρυθμός. Η ουσία του θεάτρου όμως στην πραγματικότητα υπερβαίνει τέτοιους όρους γιατί είναι κάτι που το κάνεις και όχι κάτι που το περιγράφεις. Και συνήθως μάλιστα όλα τα λόγια, η έρευνα και οι επιλογές μας πίσω από μία δουλειά μπορούν να γκρεμιστούν με ένα απλό «μου άρεσε/δεν μου άρεσε» του κοινού. Δεν χωράει λοιπόν έναν ορισμό και ίσως δεν τον χρειάζεται κιόλας, αυτό που χρειάζεται είναι εργαλεία.»
Μέσα από το ταξίδι σου στο θέατρο του Tadashi Suzuki έρχεται και η μετάφραση του συγγράμματος του «Πολιτισμός είναι το σώμα». Θέλεις να μοιραστείς μαζί μας τις σκέψεις σου για την μετάφραση του κειμένου;
«Η ενασχόλησή μου με το θέατρο του Σουζούκι ξεκίνησε ως μία αναζήτηση εργαλείων και κατέληξε σε κάτι περισσότερο. Είναι γεγονός ότι η ελληνική βιβλιογραφία για το ιαπωνικό θέατρο είναι πολύ μικρή και για τον Σουζούκι, μέχρι πρόσφατα, ανύπαρκτη, αλλά ο στόχος δεν ήταν να καλύψω το κενό.
Η μετάφραση για μένα ήταν η ευκαιρία να εμβαθύνω περισσότερο στο συγκεκριμένο είδος θεάτρου έντονης σωματικότητας, στην πρακτική και τη θεωρία του Σουζούκι γύρω από το παραστατικό γεγονός.
Κατά τη διαδικασία αγάπησα ακόμα περισσότερο τη γλώσσα, την έρευνα και συνειδητοποίησα πόσο σημαντικό είναι να συνδιαλεγόμαστε και να συμπορευόμαστε με ανθρώπους που κοιτούν προς την ίδια κατεύθυνση με μας. Με άλλα λόγια να βρίσκουμε ανθρώπους που να μας εμπνέουν. Χωρίς την πίστη του Θεόδωρου Τερζόπουλου και την υποστήριξή του δεν θα είχα ξεκινήσει το όλο εγχείρημα και χωρίς τον Φοίβο Βλάχο των εκδόσεων Κείμενα, που το στήριξε και το στηρίζει με μία αξιοθαύμαστη αγάπη για το βιβλίο γενικότερα, δεν θα το είχα ολοκληρώσει. Στη σκέψη μου λοιπόν είναι κυρίως οι άνθρωποι που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του.»
Όπως επισημαίνεις στην εισαγωγή σου έχεις αποφύγει την τονική απλοποίηση των ιαπωνικών λέξεων. Πως αυτή η επιλογή βοηθά το μεταφραστικό εγχείρημα της μεταφοράς της μεθόδου και της φιλοσοφίας του Suzuki στην ελληνική γλώσσα;
«Θα λέγαμε ότι η φιλοσοφία του επηρέασε και τη διαδικασία της μετάφρασης. Ο Σουζούκι μιλάει για τη γεφύρωση των διαφορετικοτήτων μέσω της συνύπαρξης αντί του καπελώματος ενός στοιχείου από ένα άλλο. Ο ίδιος το κάνει χρησιμοποιώντας ηθοποιούς διαφορετικών εθνικοτήτων στην ίδια παράσταση αλλά και στον τρόπο που “πειράζει” τα κείμενα -υπάρχει γι’ αυτό ένα κεφάλαιο με ενδιαφέρουσες απόψεις του για το ανέβασμα θεατρικών έργων σε μετάφραση. Οι λέξεις έχουν δύναμη. Προσπάθησα να τη χρησιμοποιήσω με τέτοιο τρόπο ώστε το κείμενο αφενός να ρέει σαν να έχει γραφτεί πρωτοτύπως στα ελληνικά, αφετέρου όμως να σου θυμίζει πως μιλάει για κάτι ξένο. Το ξένο, το διαφορετικό αξίζει τον σεβασμό και την κατανόησή μας, ξεκινώντας από τις λέξεις. Αν μεταγράφεις τη Schaubühne ως Σαουμπίνε, τον Έλληνα που θα πάει στο Βερολίνο και θα ρωτάει πού είναι η Σαουμπίνε θα τον κοιτάνε σαν χάνοι ή θα γελάσουν. Γιατί από το bühne (σκηνή) στο biene (μέλισσα) υπάρχει μία κάποια διαφορά, κι εσύ δεν πρέπει να ξεχνάς ότι χρησιμοποιείς μία ξένη λέξη, που ορίζει κάτι πολύ συγκεκριμένο που δεν υπάρχει στη χώρα σου. Ο σόογκουν δεν είναι απλώς ένας φεουδάρχης, είναι μία λέξη που έχει γεωγραφική και πολιτική ιστορία, είναι κομμάτι ενός ολόκληρου -και πολύ πλούσιου- πολιτισμού. Ένιωσα πως έπρεπε να δώσω σωστά την άκρη του νήματος σε εκείνον που θα θελήσει να ψάξει παραπάνω. Κι ας έχει κυριαρχήσει στην ελληνική καθομιλουμένη γλώσσα και στα ελληνικά αποτελέσματα του ίντερνετ το σογκούν. Πέρα από τέτοιες επιλογές, η τελική έκδοση έχει και κάποια δικά μου σχόλια που θα διευκολύνουν τον Έλληνα αναγνώστη.»
Η ιδιότητα σου ως ηθοποιός καθώς και η εμπειρία εκπαίδευσης και συνεργασίας σου με την SCOT είναι καθοριστικής σημασίας. Πως πιστεύεις ότι σε βοήθησαν στο μεταφραστικό σου έργο;
«Όταν ο Σουζούκι θέλησε να ξαναγραφτούν τα κείμενά του στα αγγλικά με κάποιες αναθεωρήσεις, νέες προσθήκες κτλ., το έκανε με τον στενό του συνεργάτη, τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Κάμερον Στιλ. Παρότι έγραψαν μαζί το αγγλικό κείμενο, πίστευε πως οι ιδέες του θα μεταφερθούν σωστά σε μία άλλη γλώσσα μόνο από κάποιον που ξέρει τη φιλοσοφία του κι έχει βιώσει τα σωματικά φαινόμενα που ακολουθούν τη δουλειά με τη μέθοδό του. Κατ’ επέκταση τις μεταφράσεις σε άλλες γλώσσες θα την έκαναν άνθρωποι που θα επέλεγε οι οποίοι απαραιτήτως θα είχαν σκηνική εμπειρία. Για να μεταφέρεις κάτι πρέπει πρώτα να ξέρεις ο ίδιος για τί πράγμα μιλάς. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η επικοινωνία με την ομάδα καθώς για κάποιες επιλογές που χρειάστηκε να κάνω σε σημεία, συμβουλευόμουν τον ίδιο, ηθοποιούς του που έχουμε καλή σχέση και τους ανθρώπους που διαχειρίζονται το αρχείο της SCOT.»
Ο Κάμερον Χ. Στιλ χαρακτηρίζει τα κείμενα του Suzuki ως μια Επιστολή για τη ζωή στον 21ο αιώνα. Ξεφεύγοντας λίγο από το στενό θεατρικό πλαίσιο, ποιες είναι οι σκέψεις σου για τον τρόπο που συνομιλούν τα κείμενα αυτά με τον άνθρωπο του 21ου αιώνα;
«Ο Σουζούκι συστήνεται μέσω του θεάτρου αλλά δεν μιλάει μόνο γι’ αυτό. Στα κείμενά του βλέπουμε συχνά το μοτίβο σκέψης «θέατρο – καλλιτέχνης – άνθρωπος» και το αντίστροφο. Είτε ξεκινάει είτε τελειώνει με τον άνθρωπο, τον τοποθετεί ή σε φυσικό πλαίσιο, ως βιολογικό όν, ή σε κοινωνικό πλαίσιο, ως κομμάτι μιας κοινωνίας.
Περιγράφει το πώς η κοινωνία έχει βάλει κάποια καλούπια στο ανθρώπινο σώμα από τα οποία πρέπει να ελευθερωθούμε προκειμένου να ξεκινήσουμε την αναζήτηση ενός καλύτερου δυνητικού εαυτού. Η άσκηση είναι απαραίτητο εργαλείο γι’ αυτή την αναζήτηση. Η άσκηση ως σπουδή πάνω στο σώμα, αλλά και η σύνδεσή της με το πνεύμα, η επαφή δηλαδή με τη γνώση που μας έχουν αφήσει οι προηγούμενοι. Ο ίδιος συνομιλεί με το έργο συγγραφέων -από τον Ευριπίδη μέχρι τον Μπέκετ-, ανθρώπων του θεάτρου -Γκροτόφσκι, Στανισλάφσκι, Μπρουκ- αλλά και με θεωρίες διάφορων ερευνητών, ψυχαναλυτών κτλ. Ακόμη όμως και στα κείμενά του που δεν είναι θεωρητικά και θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε αυτοβιογραφικά, βρίσκει κανείς προτάσεις κι έμπνευση για το πώς πρέπει ο σύγχρονος άνθρωπος να βλέπει το status quo και τα πράγματα γενικότερα ώστε να μπορέσει να πάει ένα βήμα παραπέρα, είτε μιλάμε για την τέχνη είτε για τη ζωή.»
Σύμφωνα με τον Suzuki «μια ανεπτυγμένη κοινωνία δεν είναι απαραίτητα και πολιτισμένη». Πως βλέπεις την σύγχρονη κοινωνία και τον πολιτισμό μας; Ποια πιστεύεις πως ήταν η μεγαλύτερη θυσία στον βωμό της ανάπτυξης;
«Ήταν και είναι ακόμη: η θυσία του ίδιου του ανθρώπου. Παραμελούμε τον άνθρωπο, και τον εαυτό μας και τον άλλον. Είτε χάνοντας τον καλύτερο δυνητικό εαυτό μας κινούμενοι από χαμηλά ένστικτα και στοχεύοντας σε ανούσια πράγματα, είτε μην υπολογίζοντας τον συνάνθρωπό μας θεωρώντας εαυτούς καλύτερους. Η πραγματικά ανεπτυγμένη κοινωνία οφείλει να συμπορεύεται με τον πολιτισμό, τις κοινωνικές πρακτικές. Η ανάπτυξη δεν θα έπρεπε να κρίνεται από το πόσο γρήγορη, εύκολη και “smart” είναι η κοινωνία αλλά από το πώς φέρεται στα πιο αδύναμα μέλη της και από το αν αγκαλιάζει τη διαφορετικότητα.»
Στο κεφάλαιο «Η παγκοσμιοποίηση και το θέατρο» ο Suzuki μιλά για τα σημαντικότερα ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι θεατρικοί καλλιτέχνες στις μέρες μας. Πως θα μπορούσαν αυτές οι προκλήσεις να αντιμετωπιστούν και οι καλλιτέχνες «να επανεφεύρουν ένα όραμα για το μέλλον»;
«Ο Σουζούκι κλείνει το παραπάνω κεφάλαιο με την προτροπή στους καλλιτέχνες να βρουν την απάντηση στην παραπάνω ερώτηση. Για να φτάσει εκεί όμως έχει θέσει τρία ζητήματα που η αναγνώρισή τους και μόνο σε βάζει σε σκέψη. Η ερώτηση λοιπόν δεν στέκεται μόνη της. Γενικά, προσεγγίζει τα πράγματα μέσω της ερώτησης, αυτό είναι το εργαλείο, και πολλές φορές η απάντηση μπορεί είναι μία άλλη ερώτηση. Είτε σαν την Μαιευτική για να καταλήξεις κάπου συγκεκριμένα είτε για να σε κάνει να σκεφτείς παραπέρα, προσωπικά και υπαρξιακά. Συνήθως έχει απαντήσεις αλλά το παραπάνω ερώτημα δεν αφορά τον ίδιο. Εκείνος βρήκε τις απαντήσεις στα ερωτήματα με τα οποία ήρθε αντιμέτωπος όταν ήταν νέος και τώρα παραδίδει με έναν τρόπο τη σκυτάλη. Είναι ένας μεγάλος Δάσκαλος γιατί δίνει εφόδια στον μαθητή αλλά τον προτρέπει να βρει τον δικό του δρόμο. Ο ρόλος του καλλιτέχνη αλλά και του σκεπτόμενου ανθρώπου είναι να βρει τις σωστές ερωτήσεις. Σημαντικό είναι επίσης να επικεντρωθεί στη διαδικασία αντί για το αποτέλεσμα. Το όραμα λοιπόν που ψάχνουμε πιστεύω ότι θα το βρούμε κατά τη διαδικασία. Εκείνο που χρειαζόμαστε είναι μήνυμα, και το μήνυμα μας το δίνουν οι συγγραφείς. Ο ηθοποιός θα το μεταφέρει.»
Έχουμε τη χαρά να σε παρακολουθούμε στο θέατρο ξανά –αυτή τη φορά δια ζώσης– ως Τζιμ Ο’ Κόνορ στον «Γυάλινο Κόσμο» σε ένα μεταίχμιο εγγύτητας και απόστασης, και συνεχίζουμε να σε βλέπουμε στον ρόλο του Νικηφόρου Σεβαστού στη σειρά «Άγριες Μέλισσες». Ποιες είναι οι προ(σ)κλήσεις που αντιμετωπίζεις στην ερμηνεία αυτών των ρόλων;
«Θα σταθώ στην παράσταση γιατί υπάρχει μία ιδιαίτερη συνθήκη. Τηρούμε τα μέτρα για τον COVID-19 όπως ίσχυαν τον Ιανουάριο του 2021 που πρωτοπαρουσιάστηκε η παράσταση στο Εθνικό Θέατρο. Και ενώ ήμουν σκεπτικός για το αν γίνεται θέατρο με αποστάσεις, ειδικά όταν από γραφής το έργο έχει έναν χορό κι ένα φιλί, στην προκειμένη περίπτωση η επιβολή αποστάσεων επηρέασε καλλιτεχνικά το όλο εγχείρημα απροσδόκητα θετικά. Ίσως ήμασταν τυχεροί και απλώς “ταίριαξε” στο έργο. Πάντως ο Γιώργος Νανούρης χρησιμοποίησε έτσι την απόσταση που φωτίστηκαν ακόμα περισσότερο κάποια θέματα του γυάλινου κόσμου και δημιούργησε σε άλλα χώρο για περαιτέρω υποθέσεις. Πχ αν το φιλί δόθηκε τελικά ή ήταν στη φαντασία της Λώρας και τί θα σήμαινε κάτι τέτοιο κ.α. Είναι πάντως μία συνθήκη που νομίζω πως δεν θα την ξαναζήσουμε μιας και αφενός πλέον δουλεύουμε κανονικά μέχρι να αρρωστήσει κάποιος και αν κάτι τέτοιο συμβεί διακόπτουμε για λίγες μέρες και αφετέρου δεν πιστεύω ότι η απόσταση ταιριάζει σε πολλά θεατρικά έργα.»
Ο τρίτος κύκλος της σειράς «Άγριες Μέλισσες» μας μεταφέρει στο Διαφάνι της σκοτεινής περιόδου της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών. Ο Νικηφόρος είναι ένας ρόλος που υποδύεσαι και συνδιαλέγεσαι μαζί του τα τελευταία τρία χρόνια. Πως βλέπεις την εξέλιξη του στη πορεία της τηλεοπτικής σειράς;
«Μου αρέσει η εξέλιξή του Νικηφόρου μέχρι στιγμής. Όσο για την περίοδο της Χούντας, αισθάνομαι ότι είναι μία ανοιχτή πληγή στην πλάτη μας. Δεν την βλέπουμε αλλά είναι εκεί και μας επηρεάζει. Την ιστορία μας οφείλουμε να την γνωρίζουμε για να μην ξαναζήσουμε λάθη του παρελθόντος. Οι σεναριογράφοι δέχτηκαν την πρόκληση να τοποθετήσουν τα πρόσωπα που γνωρίσαμε σε τελείως διαφορετικές συνθήκες, μέσα σε μία τόσο ιδιαίτερη χρονική περίοδο της Ελλάδας και να συνδιαλλαγούν μαζί της στο πλαίσιο μιας καθημερινής τηλεοπτικής σειράς. Είναι σύγχρονοι ήρωες, γιατί παρέλαβαν τη συνθήκη του καθημερινού και την άλλαξαν θίγοντας αυτό αλλά και τόσα άλλα θέματα που δεν είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε σε μυθοπλασία καθημερινού. Είναι τεράστια χαρά αλλά και τύχη να ανήκεις σε μία ομάδα με τόσο ταλαντούχους ανθρώπους μπροστά και πίσω από τις κάμερες. Είμαι ευγνώμων για τη συνάντηση μας.»
Θέατρο, κινηματογράφος –με συμμετοχές σε ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους– και τηλεόραση. Ποια μορφή παραστατικής τέχνης σε ελκύει περισσότερο; Μέσα από ποιο είδος αισθάνεσαι ότι εκφράζεσαι καλύτερα και αμεσότερα;
«Η καθεμιά έχει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Βρίσκω και τα τρία μέσα ελκυστικά, το καθένα για άλλους λόγους. Θα ξεχώριζα κάποιο μόνο για την ιστορία που θα είχε να πει σε μία δεδομένη χρονική στιγμή και όχι για το μέσο καθαυτό.
Συγκεκριμένα, το θέατρο είναι, όπως λέμε συχνά, ζωντανό, και αυτό γιατί προϋποθέτει στοιχεία της ζωής όπως η «παρουσία», αμφοτέρων ηθοποιών και θεατών. Η παρουσία, για μένα, είναι απαραίτητο συστατικό της γι’ αυτό και πιστεύω πως το live streaming δεν θα μπορούσε ποτέ να αντικαταστήσει το θέατρο. Γιατί το θέατρο ζει από τη συνάντηση. Ακόμα και η εφήμερη φύση του σε προ(σ)καλεί στην αποδοχή του τέλους και των αποχωρισμών ως αναπόσπαστα κομμάτια της ίδιας της ζωής.
Ο κινηματογράφος λέει την ιστορία αλλιώς, μπορώ να ξεχάσω τη σύμβαση του ηθοποιού και να παραμυθιαστώ ότι βλέπω κάτι αληθινό, μέσα από τα μάτια του σκηνοθέτη. Να δω από τους πόρους του δέρματος του ηθοποιού μέχρι ένα αχανές τοπίο, που στο θέατρο θα ήταν σκηνικό και αν μιλάμε για βιντεοπροβολή δεν είναι το ίδιο. Με μαγεύει ο τρόπος που η κάμερα οδηγεί το βλέμμα του θεατή. Επίσης ό,τι γράφει μένει για πάντα. Μπορείς ξαναβλέποντας να εμβαθύνεις ή και να δεις άλλα πράγματα που δεν είχες προσέξει. Και στο θέατρο συμβαίνει αυτό αλλά εκεί κάθε φορά η παράσταση είναι διαφορετική, κάτι που είδες σε δεύτερη παρακολούθηση μπορεί να μην υπήρχε καν στην πρώτη.
Για την τηλεόραση θα αναφερθώ μόνο στην μαζικότητά της και τον εθνικό της χαρακτήρα. Παρότι συμπαθώ περισσότερο τις πλατφόρμες γιατί το πληρωμένο προϊόν αναγκαστικά πρέπει να έχει υψηλότερου επιπέδου περιεχόμενο, η αξία της ύπαρξης της τηλεόρασης και των προγραμμάτων της, και ειδικότερα της τηλεοπτικής μυθοπλασίας δεν αναιρείται. Μία ταινία μπορεί να τη δει οποιοσδήποτε στον κόσμο. Τα προϊόντα της τηλεόρασης όμως απευθύνονται σε μία χώρα, σε ένα έθνος. Έτσι, μία καθημερινή σειρά μυθοπλασίας απευθύνεται στον θεατή που μοιράζεται τον ίδιο τόπο ή έστω την ίδια γλώσσα και τον ίδιο χρόνο. Πέρα από το κοινό εντός συνόρων όμως, ξέρω για Έλληνες που ζουν στη Γερμανία, την Αγγλία, την Αυστραλία, την Αμερική που βλέπουν Μέλισσες. Γι’ αυτούς λοιπόν δεν είναι τυχαίο που νιώθουν ότι συνδέονται με την Ελλάδα όταν βλέπουν τη σειρά. Μπορεί να νιώθουν το ίδιο όταν βλέπουν μία ελληνική ταινία αλλά η ταινία κρατάει 2 ώρες και τελειώνει. Η σειρά των 150 επεισοδίων/σεζόν είναι ένα καθημερινό ραντεβού, είναι μία σχέση. Μου προκαλεί δέος η συνθήκη όπου εκατομμύρια άνθρωποι παρακολουθούν την ίδια στιγμή ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα.»
Μετά το τέλος μίας παράστασης, μιας ταινίας ή ενός τηλεοπτικού επεισοδίου, όταν οι θεατές θα έχουν φύγει από το χώρο ή οι τηλεθεατές θα έχουν κλείσει την τηλεόραση, τί θα ήθελες να κρατήσουν από την τέχνη σου;
«Είτε να δουν αυτό που βλέπω είτε να δουν κάτι περισσότερο.»
Μια ευχή για το μέλλον…
«Να βάζουμε υψηλούς στόχους και μέρα με τη μέρα να τους πλησιάζουμε.»
INFO
- Το «Πολιτισμός είναι το σώμα» του Tadashi Suzuki σε μετάφραση & σχόλια του Αναστάση Ροϊλού κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κείμενα.
- Ο Αναστάσης Ροϊλός πρωταγωνιστεί ως Νικηφόρος Σεβαστός στην καθημερινή σειρά «Άγριες Μέλισσες» που παρουσιάζεται από Δευτέρα έως Πέμπτη στις 22:00 στον ΑΝΤ1.
- Ο Αναστάσης ενσαρκώνει τον Τζιμ Ο’ Κόνορ στον «Γυάλινο Κόσμο» του Tennessee Williams σε σκηνοθεσία του Γιώργου Νανούρη. Η παράσταση παρουσιάζεται στο Θέατρο Αλκυονίς.
*οι φωτογραφίες του Λούη Κωνσταντίνου αποτελούν μέρος ενός project
Φωτογραφίες: Πάνος Γιαννακόπουλος & Λούης Κωνσταντίνου.