Featured

Αφγανιστάν: Ένα οδοιπορικό στην τραγωδία μιας χώρας

Το μέγεθος της σημαντικότητας  των γεγονότων, της βίας και των φρικαλεοτήτων που  υπέστη ένας ολόκληρος λαός για δεκαετίες

Parallaxi
αφγανιστάν-ένα-οδοιπορικό-στην-τραγω-802381
Parallaxi

Επιμέλεια: Κωνσταντίνα Καδέρη Εικόνες: Unsplash

Δυνάμεις των Ταλιμπάν εισέβαλαν στην πρωτεύουσα του Αφγανιστάν, τη Καμπούλ, τη Κυριακή μετά την αποχώρηση του προέδρου Άσραφ Γκάνι από τη χώρα, τερματίζοντας ουσιαστικά την 20ετή προσπάθεια των ΗΠΑ και άλλων δυτικών κρατών να εγκαταστήσουν στη χώρα δημοκρατικό καθεστώς. Η 31η Αυγούστου του 2021 ορίστηκε από τον πρόεδρο Μπάιντεν ως η τελική ημερομηνία αποχώρησης των αμερικανικών στρατευμάτων από τη χώρα, με αποτέλεσμα οι αφγανικές κυβερνητικές δυνάμεις να χάνουν ολοένα και περισσότερο την αεροπορική κάλυψη και να μαστίζονται από λιποταξίες, γεγονός που επέτρεψε στους Ταλιμπάν να επεκτείνουν γρήγορα το έδαφός τους τις τελευταίες εβδομάδες, με τις τελευταίες εναπομείνασες πόλεις, συμπεριλαμβανομένης της Καμπούλ, να περιέρχονται υπό τον έλεγχό τους στα μέσα Αυγούστου.

Η εισβολή τους στην Καμπούλ προκάλεσε σκηνές πανικού σε ορισμένες περιοχές. Αφγανοί που συνεργάζονταν με τις δυτικές ένοπλες δυνάμεις ή υπηρεσίες έσπευσαν στο Διεθνές Αεροδρόμιο Χαμίντ Καρζάι αναζητώντας διέξοδο από τη χώρα για να αποφύγουν τα αντίποινα. Οι δυτικές πρεσβείες μετέφεραν το προσωπικό τους στο αεροδρόμιο, το οποίο τελεί υπό αμερικανικό στρατιωτικό έλεγχο, για να βοηθήσουν στην εκκένωση των ανθρώπων. Οι σκηνές χαοτικές. Πλήθος Αφγανών έτρεχε δίπλα σε στρατιωτικά αεροσκάφη καθώς ετοιμάζονταν για απογείωση, ενώ κάποιοι προσπαθούσαν να προσκολληθούν στα πλαϊνά των αεροσκαφών.

Η κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν εγείρει ανησυχίες σε ολόκληρη την περιοχή. Από τη μια πλευρά σχετικά με την αύξηση του αριθμού των προσφύγων που εγκαταλείπουν το υπερσυντηρητικό ισλάμιστικό καθεστώς που επέβαλαν και από την άλλη το ενδεχόμενο οι Ταλιμπάν να ενθαρρύνουν ισλαμιστικά κινήματα και σ’ άλλες περιοχές της Κεντρικής Ασίας.

Πώς φτάσαμε στο σήμερα;

Για να καταλάβουμε τι συμβαίνει στο Αφγανιστάν τις τελευταίες μέρες και να αντιληφθούμε το μέγεθος της σημαντικότητας  των γεγονότων, της βίας και των φρικαλεοτήτων που  υπέστη ένας ολόκληρος λαός για δεκαετίες, από τη σοβιετική εισβολή το 1978 μέχρι την αμερικανική εισβολή το 2001, μέχρι και σήμερα θα πρέπει να κάνουμε μια ιστορική αναδρομή.

1978-1989: H Σοβιετική Κατοχή

Ξεκινώντας, λοιπόν, τον Απρίλιο του 1978, το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα του Αφγανιστάν (PDPA), μια συμμαχία κομμουνιστικών πολιτικών κομμάτων μαζί με αξιωματικούς του στρατού και της πολεμικής αεροπορίας του Αφγανιστάν, ανέτρεψαν το εθνικιστικό καθεστώς υπό τον Μοχάμαντ Νταούντ. Οι πολιτικές του Νταούντ, οι οποίες εκσυγχρόνισαν την κοινωνία και συγκέντρωσαν την εξουσία, είχαν ταυτόχρονα παραγκωνίσει τους κομμουνιστές και αποξενώσει την παραδοσιακή κοινωνία του Αφγανιστάν. Αλλά σε σύντομο χρονικό διάστημα, η νέα Λαϊκή Δημοκρατία του Αφγανιστάν (DRA) προκάλεσε επίσης την οργή βασικών αφγανικών ομάδων, οι οποίες εξαπέλυσαν επιθέσεις για να ανατρέψουν το καθεστώς. Η αυξανόμενη αναταραχή στα τέλη του 1978 ώθησε τη Μόσχα να παράσχει στρατιωτική βοήθεια και συμβουλές για την υποστήριξη της αποδυναμωμένης κυβέρνησης στην Καμπούλ.

Καθώς η αναταραχή διευρυνόταν, το ίδιο συνέβαινε και με το εύρος της σοβιετικής εμπλοκής. Οι σοβιετικές πολεμικές δυνάμεις αύξησαν τις άμεσες επιχειρήσεις τους το 1979 και αναπτύχθηκαν σε όλη τη χώρα μέχρι το 1981 για να πολεμήσουν εναντίον των Μουτζαχεντίν ή αλλιώς εναντίον της εθνικής αντίστασης. Οι Μουτζαχεντίν, που αποτελούνταν από διάφορες διασπασμένες οντότητες οργανωμένες γύρω από προσωπικότητες και συχνά με βάση εθνοτικές γραμμές, επέκτειναν τις επιθέσεις εναντίον των δυνάμεων που υποστηρίζονταν από τη Σοβιετική Ένωση.

Οι σοβιετικές δυνάμεις στόχευαν τακτικά αμάχους και τοποθετούσαν νάρκες σε όλη τη χώρα, συμπεριλαμβανομένων των αστικών περιοχών. Η βία κλιμακώθηκε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, καθώς οι Μουτζαχεντίν αύξησαν τις δραστηριότητές τους με νέο οπλισμό που παρείχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Παρά τα σημάδια διαφθοράς τόσο στα στρατιωτικά προγράμματα όσο και στα προγράμματα ανθρωπιστικής βοήθειας ήδη από το 1982, το Κογκρέσο παρείχε σχεδόν 3 δισεκατομμύρια δολάρια σε μυστική βοήθεια για τους Μουτζαχεντίν, περισσότερα από ό,τι όλες οι άλλες μυστικές επιχειρήσεις της CIA στη δεκαετία του 1980 μαζί. Μέχρι το 1987, οι Ηνωμένες Πολιτείες παρείχαν στους αντάρτες στρατιωτική βοήθεια ύψους σχεδόν 700 εκατομμυρίων δολαρίων ετησίως, ποσό μεγαλύτερο από αυτό που το ίδιο το Πακιστάν λάμβανε από την Ουάσιγκτον.

Στην ΕΣΣΔ, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ανέβηκε στην εξουσία το 1985 και ακολούθησε σε μεγάλο βαθμό την αφγανική πολιτική του προκατόχου του μέχρι το 1986. Προσπάθησε να αντιστρέψει την πορεία του πολέμου διορίζοντας έναν νέο στρατηγό, τον Μιχαήλ Ζάιτσεφ, για να ηγηθεί της προσπάθειας. Τα επόμενα χρόνια, οι πολιτικές του θα μετριάσουν τη σοβιετική εμπλοκή στον πόλεμο, λόγω εσωτερικών και εξωτερικών πιέσεων. Καθώς οι Μουτζαχεντίν γίνονταν πιο αποτελεσματικοί, οι θάνατοι και οι τραυματισμοί σοβιετικών στρατιωτών αυξήθηκαν .

Όταν αυτοί οι στρατιώτες επέστρεψαν στην ΕΣΣΔ, έγιναν όλο και πιο ορατοί επικριτές των σοβιετικών πολιτικών. Ιδιαίτερα μεταξύ των μη ρωσικών λαών που επιστρατεύτηκαν στο στρατό, η αντίσταση στον πόλεμο άρχισε να κλιμακώνεται. Οι εσωτερικές πιέσεις σε συνδυασμό με τις διεθνείς πιέσεις επέτρεψαν τη σύναψη συμφωνίας με τη μεσολάβηση του ΟΗΕ το 1988, η οποία περιέγραφε τη σταδιακή αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων, η οποία ολοκληρώθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 1989.

1994-2001: Κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν

Η σοβιετική υποστήριξη προς τη φιλική προς τη Μόσχα κυβέρνηση στο Αφγανιστάν, υπό την ηγεσία του Μοχάμαντ Νατζμπουλάχ, συνεχίστηκε από το 1989-1991, διαιωνίζοντας τις ρήξεις και τη βία που είχαν ταλαιπωρήσει τη χώρα τα προηγούμενα δέκα χρόνια. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, σε μικρότερο βαθμό, συνέχισαν επίσης τη στρατιωτική βοήθεια προς τους Μουτζαχεντίν. Μια απόπειρα πραξικοπήματος κατά του Γκορμπατσόφ το 1991 ταρακούνησε τη Σοβιετική Ένωση, οι ηγέτες της οποίας έστρεψαν την προσοχή τους στις εσωτερικές υποθέσεις, προκαλώντας τη σταθερή παύση της στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας προς τον Νατζιμπουλάχ.

Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η ΕΣΣΔ συμφώνησαν να σταματήσουν τις προμήθειες όπλων στους πολιτικούς παράγοντες που προτιμούσαν το 1991. Ωστόσο, η μαζική παροχή στρατιωτικής βοήθειας σε πολλές πλευρές της σύγκρουσης στο Αφγανιστάν , το κενό εξουσίας που άφησε πίσω της η αποχώρηση των Σοβιετικών και οι επίμονες εθνοτικές διαιρέσεις δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για τη συνέχιση των συγκρούσεων.

Ο Νατζμπουλάχ ανατράπηκε το 1992 και αμέσως άρχισαν μάχες μεταξύ πολλαπλών ένοπλων φατριών, οι οποίες επικεντρώθηκαν κυρίως στις αστικές περιοχές. Οι πιο πικρές μάχες σημειώθηκαν στην πρωτεύουσα, Καμπούλ, της ένοπλης ομάδας των Hezb-e Islami, των βόρειων πολιτοφυλακών που αποτελούνταν από δυνάμεις τατζικιστών τους Jamiyat-e Islami, και τις δυνάμεις των Ουζμπέκων.

Η Καμπούλ μετατράπηκε σε στρατόπεδο ενόπλων δυνάμεων και το βιοτικό επίπεδο έπεσε δραματικά. Η παροχή ρεύματος και νερού ήταν ασταθής και τα αποθέματα τροφίμων χαμηλά. Η εμπλοκή και η υποστήριξη από περιφερειακούς ισχυρούς διαμεσολαβητές, συμπεριλαμβανομένης της Σαουδικής Αραβίας, του Ιράν και του Πακιστάν, βάθυνε τα ρήγματα μεταξύ αυτών των ομάδων.

Ποιοι είναι οι Ταλιμπάν;

Πολλοί από αυτούς είχαν μεγαλώσει σε προσφυγικούς καταυλισμούς στο Πακιστάν, απομακρυσμένοι από την αφγανική κουλτούρα. Ήταν πολιτισμικά διαφορετικοί από τους πολέμαρχους, οι οποίοι «μπορούσαν να αφηγηθούν τις φυλετικές και φυλετικές τους καταγωγές» και θυμόταν ότι μεγάλωσαν σε αγροκτήματα, βαθιά ριζωμένοι στην αφγανική ιστορία. Η ιδεολογία των Ταλιμπάν, που ζητούσε ένα ριζικά αυστηρό, ασκητικό όραμα του Ισλάμ, άρχισε να εξαπλώνεται τη δεκαετία του 1980 κατά τη διάρκεια της σοβιετικής κατοχής, ριζώνοντας στους προσφυγικούς καταυλισμούς των Αφγανών στο Πακιστάν. Το ιδεολογικό κίνημα των Ταλιμπάν ερχόταν σε αντίθεση με αυτό που η ομάδα αντιλαμβανόταν ως διαφθορά και σπατάλη που επικρατούσε μεταξύ των μαχητών Μουτζαχεντίν. Το 1994, οι Ταλιμπάν άρχισαν να κατακτούν τεράστιες εδαφικές εκτάσεις, εκμεταλλευόμενοι τη συνεχιζόμενη αναταραχή, τον πολιτικό κατακερματισμό και τις εσωτερικές διαμάχες των πολέμαρχων.

Καθώς οι δυνάμεις των Ταλιμπάν εξαπλώνονταν σε όλο το Αφγανιστάν, διεξήχθησαν αρκετές μάχες σε μεγάλες πόλεις, όπως στη Χεράτ (Φεβρουάριος 1995). Το 1995 οι Ταλιμπάν είχαν πάρει υπό τον έλεγχό τους σχεδόν το 50% της χώρας και προωθήθηκαν προς την πρωτεύουσα Καμπούλ, την οποία κατέλαβαν στις 26 Φεβρουαρίου 1996. Η εκτεταμένη βία τερματίστηκε γύρω στο 1996, αλλά οι στοχευμένες σφαγές κατά εθνοτικών μειονοτήτων παρέτειναν την περίοδο των φρικαλεοτήτων μέχρι το 1998.

Οι Ταλιμπάν προσέφεραν μια βίαιη εκδοχή της ειρήνης και της σταθερότητας, η οποία θα μπορούσε να προσελκύσει κοινότητες που είχαν πολιορκηθεί από συγκρούσεις για δεκαετίες. Οι ηγέτες των Ταλιμπάν εγκατέστησαν τον αυστηρό νόμο της Σαρία, ζητώντας από τους πολίτες να καταθέσουν τα όπλα και κατακτώντας τους με τη βία όταν αρνούνταν. Παράλληλα, εγκατέστησαν αυστηρούς κανόνες που ρύθμιζαν την καθημερινή ζωή ιδίως για τις γυναίκες, με τις τιμωρίες για τους παραβάτες να είναι πολύ αυστηρές.

2001: Η 11η Σεπτεμβρίου  και η αμερικανική εισβολή στο Αφγανιστάν

Λίγους μήνες πριν την 11η Σεπτεμβρίου, τον Οκτώβριο του 1999 το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών εκδίδει την απόφαση 1267, με την οποία δημιουργείται η λεγόμενη Επιτροπή Κυρώσεων για την Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν, η οποία συνέδεε τις δύο ομάδες ως τρομοκρατικές οντότητες και επέβαλλε κυρώσεις στη χρηματοδότηση, τα ταξίδια και τις αποστολές όπλων τους. Μετά τη κίνηση αυτή του ΟΗΕ ακολουθεί μια περίοδος ανόδου της Αλ Κάιντα και του ηγέτη της, Οσάμα Μπιν Λάντεν, ο οποίος οδήγησε την τρομοκρατική ομάδα από το Αφγανιστάν και το Πεσαβάρ του Πακιστάν στα τέλη της δεκαετίας του 1980, στο Σουδάν το 1991 και πίσω στο Αφγανιστάν στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Οι Ταλιμπάν, έκτοτε παρείχαν στην Αλ Κάιντα καταφύγιο για τις επιχειρήσεις της.

Έτσι, στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001 η Αλ Κάιντα καταλαμβάνει τέσσερα εμπορικά αεροσκάφη και τα ρίχνει στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου στη Νέα Υόρκη και στο Πεντάγωνο στην Ουάσιγκτον. Ένα τέταρτο αεροπλάνο συντρίβεται σε ένα χωράφι της Πενσυλβάνιας. Σχεδόν τρεις χιλιάδες άνθρωποι πεθαίνουν στις επιθέσεις. Παρόλο που το Αφγανιστάν είναι η βάση της Αλ Κάιντα, κανένας από τους δεκαεννέα αεροπειρατές δεν είναι Αφγανός υπήκοος. Ο Μοχάμεντ Άτα, ένας Αιγύπτιος, ηγήθηκε της ομάδας, ενώ δεκαπέντε από τους αεροπειρατές προέρχονταν από τη Σαουδική Αραβία.

Ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους υποσχέθηκε να «κερδίσει τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» και αργότερα επικεντρώνεται στην Αλ Κάιντα και τον Οσάμα Μπιν Λάντεν στο Αφγανιστάν, καλώντας τους Ταλιμπάν Ο Μπους καλεί τελικά το καθεστώς των Ταλιμπάν να «παραδώσει στις αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών όλους τους ηγέτες της Αλ Κάιντα που κρύβονταν στη χώρα τους».

Ο αμερικανικός στρατός, με τη βρετανική υποστήριξη, αρχίζει τον Οκτώβριο του ίδιου έτους μια εκστρατεία βομβαρδισμών κατά των δυνάμεων των Ταλιμπάν, εγκαινιάζοντας επίσημα την επιχείρηση Enduring Freedom. Ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Γερμανία και η Γαλλία δεσμεύονται για μελλοντική υποστήριξη. Η πρώιμη φάση του πολέμου περιλαμβάνει κυρίως αεροπορικές επιδρομές των ΗΠΑ κατά των δυνάμεων της Αλ Κάιντα και των Ταλιμπάν, οι οποίες υποστηρίζονται από μια συνεργασία περίπου χιλίων ειδικών δυνάμεων των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και των εθνικών δυνάμεων των Παστούν κατά των Ταλιμπάν ενώ οι περισσότερες χερσαίες μάχες διεξάγονται μεταξύ των Ταλιμπάν και των Αφγανών αντιπάλων τους.

Μετά την πτώση της Καμπούλ τον Νοέμβριο του 2001, τα Ηνωμένα Έθνη προσκαλούν τις σημαντικότερες αφγανικές παρατάξεις, σε διάσκεψη στη Βόννη της Γερμανίας. Στις 5 Δεκεμβρίου 2001, οι παρατάξεις υπογράφουν τη Συμφωνία της Βόννης, η οποία επικυρώνεται από την απόφαση 1383 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η συμφωνία, η οποία φέρεται να επιτεύχθηκε με σημαντική διπλωματική βοήθεια από το Ιράν, εγκαθιστά τον Χαμίντ Καρζάι ως προσωρινό επικεφαλής της διοίκησης και δημιουργεί μια διεθνή ειρηνευτική δύναμη για τη διατήρηση της ασφάλειας στην Καμπούλ και λίγο αργότερα ιδρύεται η Διεθνής Δύναμη Βοήθειας για την Ασφάλεια (ISAF).

Ενώ οι μάχες του αμερικανικού στρατού με τους Ταλιμπάν συνεχίζονται, ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους ζητά την ανοικοδόμηση του Αφγανιστάν με το αμερικανικό Κογκρέσο να χορηγεί πάνω από 38 δισεκατομμύρια δολάρια σε ανθρωπιστική βοήθεια και βοήθεια ανασυγκρότησης της χώρας από το 2001 έως το 2009.

Το 2003 το ΝΑΤΟ αναλαμβάνει τον έλεγχο των διεθνών δυνάμεων ασφαλείας (ISAF) στο Αφγανιστάν, επεκτείνοντας τις επιχειρήσεις τους σε όλη τη χώρα. Πρόκειται για την πρώτη επιχειρησιακή δέσμευση του ΝΑΤΟ εκτός Ευρώπης. Αρχικά, το ΝΑΤΟ ανέλαβε την ασφάλεια της Καμπούλ και των γύρω περιοχών, επεκτείνοντας τις δυνάμεις του τον Σεπτέμβριο του 2005, τον Ιούλιο και τον Οκτώβριο του 2006. Ο αριθμός των στρατευμάτων της ISAF αυξάνεται ανάλογα, από τις αρχικές πέντε χιλιάδες σε περίπου εξήντα πέντε χιλιάδες στρατιώτες από σαράντα δύο χώρες, συμπεριλαμβανομένων και των είκοσι οκτώ κρατών μελών του ΝΑΤΟ. Το 2006, η ISAF αναλαμβάνει τη διοίκηση των διεθνών στρατιωτικών δυνάμεων στο ανατολικό Αφγανιστάν από τον συνασπισμό υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και εμπλέκεται επίσης περισσότερο σε εντατικές πολεμικές επιχειρήσεις στο νότιο Αφγανιστάν.

2004: H εγκαθίδρυση της δημοκρατίας 

Σε μια ιστορική εθνική ψηφοφορία, ο Χαμιντ Καρζάι γίνεται ο πρώτος δημοκρατικά εκλεγμένος επικεφαλής του Αφγανιστάν στις 9 Οκτωβρίου του 2004. Οι ψηφοφόροι προσέρχονται μαζικά παρά τις απειλές βίας και εκφοβισμού. Οι εκλογές χαιρετίζονται ως νίκη για το εύθραυστο έθνος καθώς οι Αφγανοί είχαν να προσέλθουν στις κάλπες από το 1969, όταν ψήφισαν σε βουλευτικές εκλογές κατά τη διάρκεια της βασιλείας του βασιλιά Μοχάμεντ Ζαχίρ Σαχ.

Ο πρόεδρος του Αφγανιστάν Χαμίντ Καρζάι και ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους εκδίδουν κοινή δήλωση με την οποία ανακηρύσσουν τις χώρες τους στρατηγικούς εταίρους. Η δήλωση δίνει στις αμερικανικές δυνάμεις πρόσβαση σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις του Αφγανιστάν για τη συνέχιση «του πολέμου κατά της διεθνούς τρομοκρατίας και του αγώνα κατά του βίαιου εξτρεμισμού» Στόχος της συμμαχίας, σύμφωνα με τη συμφωνία, είναι να «ενισχύσει τους αμερικανο-αφγανικούς δεσμούς και να συμβάλει στη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης ασφάλειας, της δημοκρατίας και της ευημερίας του Αφγανιστάν».

Ωστόσο, στα χρόνια που ακολουθούν η βία αυξάνεται σε ολόκληρη τη χώρα, με έντονες μάχες να ξεσπούν στο νότο. Ο αριθμός των «επιθέσεων αυτοκτονίας» πενταπλασιάζεται από 27 το 2005 σε 139 το 2006, ενώ οι βομβιστικές επιθέσεις που πυροδοτούνται εξ αποστάσεως υπερδιπλασιάζονται, σε 1. 677.

Η κατάσταση κλιμακώνεται όταν αφγανικές έρευνες και έρευνες του ΟΗΕ διαπιστώνουν ότι τα εσφαλμένα πυρά ενός αμερικανικού πολεμικού αεροσκάφους σκότωσαν δεκάδες Αφγανούς πολίτες στην περιοχή Σιντάντ της δυτικής επαρχίας Χεράτ τον Αύγουστο του 2008, προκαλώντας την καταδίκη του προέδρου Χαμίντ Καρζάι ο οποίος ισχυρίστηκε ότι οι δυνάμεις του συνασπισμού δεν ήταν σε θέση να προστατεύσουν τον πληθυσμό ενισχύοντας έτσι τους Ταλιμπάν.

2009-2014: Η παρέμβαση του Προέδρου Ομπάμα και η σταδιακή απομάκρυνση των ΗΠΑ

Το Δεκέμβριο του 2009 σε μια ομιλία που μεταδόθηκε από την εθνική τηλεόραση, ο Πρόεδρος Ομπάμα δεσμεύει επιπλέον τριάντα χιλιάδες δυνάμεις για τη μάχη, επιπλέον των εξήντα οκτώ χιλιάδων που ήδη υπήρχαν στη περιοχή. Αυτές οι δυνάμεις «θα αύξαναν την ικανότητά των ΗΠΑ να εκπαιδεύσουν ικανές Αφγανικές Δυνάμεις Ασφαλείας και να συνεργαστούν μαζί τους, ώστε περισσότεροι Αφγανοί να μπορούν να συμμετάσχουν στον αγώνα. Έτσι, θα βοηθούσαν στη δημιουργία των συνθηκών για να μεταβιβάσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες την ευθύνη στους Αφγανούς». Για πρώτη φορά, λοιπόν, στην οκταετή πολεμική προσπάθεια, τίθεται ένα χρονικό πλαίσιο για τη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ, καθώς ο Ομπάμα ορίζει τον Ιούλιο του 2011 ως την έναρξη της μείωσης των στρατευμάτων.

2011: Ο θάνατος του Οσάμα μπιν Λάντεν

Ο  ηγέτης της Αλ Κάιντα Οσάμα μπιν Λάντεν, σκοτώνεται από τις αμερικανικές δυνάμεις στο Πακιστάν. Ο θάνατος του πρωταρχικού στόχου της Αμερικής για έναν πόλεμο που ξεκίνησε πριν από δέκα χρόνια τροφοδοτεί τη συζήτηση που υποβόσκει εδώ και καιρό σχετικά με τη συνέχιση του πολέμου στο Αφγανιστάν, την ίδια στιγμή που η αντιπακιστανική ρητορική αυξάνεται στο Αφγανιστάν, όπου οι αξιωματούχοι κατηγορούν τα ασφαλή καταφύγια τρομοκρατών στο Πακιστάν για τη βία στο Αφγανιστάν.

Εν μέσω μιας ανθεκτικής εξέγερσης, οι στόχοι των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν παραμένουν αβέβαιοι και τα ασφαλή καταφύγια των τρομοκρατών στο Πακιστάν συνεχίζουν να υπονομεύουν τις προσπάθειες των ΗΠΑ. Μετά από μια δεκαετία, ο πόλεμος έχει αποφέρει 1.800 απώλειες αμερικανικών στρατευμάτων και 444 δισεκατομμύρια δολάρια σε δαπάνες. Το κόστος έχει διαβρώσει την υποστήριξη της αμερικανικής κοινής γνώμης, με παγκόσμια οικονομική ύφεση, ποσοστό ανεργίας 9,1% και ετήσιο δημοσιονομικό έλλειμμα 1,3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Ενώ υπήρχαν στρατιωτικά κέρδη, οι ελπίδες για μια συμφωνία με τους Ταλιμπάν που θα συνέβαλε στον τερματισμό της σύγκρουσης παραμένουν άκαρπες.

Έτσι, στα μέσα του 2014 πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα ανακοινώνει χρονοδιάγραμμα για την απόσυρση των περισσότερων αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν έως το τέλος του 2016. Η πρώτη φάση του σχεδίου του προβλέπει την παραμονή 9. 800 Αμερικανών στρατιωτών μετά τη λήξη της πολεμικής αποστολής στο τέλος του 2014, οι οποίοι θα περιορίζονται στην εκπαίδευση των αφγανικών δυνάμεων και στη διεξαγωγή επιχειρήσεων κατά «των υπολειμμάτων της Αλ Κάιντα» ενώ και οι δύο υποψήφιοι που διεκδικούν τη διαδοχή του προέδρου Χαμίντ Καρζάι έχουν υποσχεθεί να υπογράψουν τη συμφωνία ασφαλείας που αποτελεί προϋπόθεση για οποιαδήποτε παρουσία αμερικανικών στρατευμάτων μετά το 2014.

2018-2020: Η κλιμάκωση των γεγονότων και η οριστική απομάκρυνση των ΗΠΑ

Το 2018 οι Ταλιμπάν πραγματοποίησαν μια σειρά από τολμηρές τρομοκρατικές επιθέσεις στη Καμπούλ, στις οποίες σκοτώνονται περισσότεροι από 115 άνθρωποι, εν μέσω μιας ευρύτερης έξαρσης της βίας. Οι επιθέσεις έρχονται την ώρα που η κυβέρνηση Τραμπ εφάρμοζε το σχέδιό της για το Αφγανιστάν. Ανέπτυσσε στρατεύματα σε όλο το αγροτικό Αφγανιστάν τα οποία συμβούλευαν τις αφγανικές ταξιαρχίες ενώ παράλληλα εξαπέλυαν αεροπορικές επιδρομές εναντίον εργαστηρίων οπίου, με σκοπό να αποδεκατιστεί αυτή η πηγή εσόδων των Ταλιμπάν. Παρ’ όλα αυτά το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα εκτιμούσε ότι το 2020 θα αυξάνονταν κατά 37% η έκταση των καλλιεργούμενων στρεμμάτων. Διακόπηκε επίσης η βοήθεια ασφαλείας ύψους δισεκατομμυρίων δολαρίων προς το Πακιστάν με αποτέλεσμα η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Αφγανιστάν υπό τον Πρόεδρο Γκάνι να αντιμετωπίζει αμέτρητα ανοιχτά μέτωπα μάχης των Ταλιμπάν στο πλαίσιο ευρύτερων εσωτερικών αναταραχών.

Το Φεβρουάριο του 2020 ΗΠΑ και Ταλιμπάν υπογράφουν συμφωνία  που ανοίγει το δρόμο για μια σημαντική μείωση των αμερικανικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν και περιλαμβάνει εγγυήσεις από τους Ταλιμπάν ότι η χώρα δεν θα χρησιμοποιηθεί για τρομοκρατικές δραστηριότητες. Λίγες ημέρες μετά την υπογραφή της, μαχητές των Ταλιμπάν πραγματοποιούν δεκάδες επιθέσεις εναντίον των αφγανικών δυνάμεων ασφαλείας και οι αμερικανικές δυνάμεις απαντούν με αεροπορική επιδρομή εναντίον των Ταλιμπάν στη νότια επαρχία Χελμάντ.

2021: Η τελική ημερομηνία απομάρυνσυης των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν ορίζεται η 11η Σεπτεμβρίου 2021

Φέτος ο πρόεδρος Μπάιντεν ανακοίνωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα τηρήσουν την προθεσμία που έχει τεθεί βάσει της συμφωνίας ΗΠΑ-Ταλιμπάν για την αποχώρηση όλων των στρατευμάτων έως την 1η Μαΐου και, αντ’ αυτού, δημοσίευσε ένα σχέδιο για πλήρη αποχώρηση έως τις 11 Σεπτεμβρίου 2021. «Ήρθε η ώρα να τελειώσει ο μακροβιότερος πόλεμος της Αμερικής» εξαγγέλλοντας ότι 3. 500 στρατιώτες στο Αφγανιστάν θα αποσυρθούν ανεξάρτητα από το αν θα σημειωθεί πρόοδος στις ενδοαφγανικές ειρηνευτικές συνομιλίες ή αν οι Ταλιμπάν θα μειώσουν τις επιθέσεις τους κατά  των πολιτών και των αφγανικών δυνάμεων ασφαλείας, όπως το ίδιο θα πράξουν και τα στρατεύματα του ΝΑΤΟ. Από τη πλευρά τους οι Ταλιμπάν δήλωναν ότι δεν θα συμμετάσχουν σε καμία διάσκεψη για το μέλλον του Αφγανιστάν έως ότου αποχωρήσουν όλα τα ξένα στρατεύματα.

Επί δύο δεκαετίες οι Ηνωμένες Πολιτείες εργάστηκαν για να υποστηρίξουν μια αντιπροσωπευτική κυβέρνηση, να ενισχύσουν το νομοθετικό σώμα και να παράσχουν τόσο έναν βαθμό ασφάλειας όσο και την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών. Οι προσπάθειές της μεταμόρφωσαν την εκπαίδευση στο Αφγανιστάν, με εκθετική αύξηση του αριθμού των κοριτσιών στο σχολείο και των γυναικών στο πανεπιστήμιο και στον εργασιακό χώρο. Τα πολιτικά δικαιώματα κωδικοποιήθηκαν, και δημιουργήθηκε ένας ελεύθερος Τύπος και ένα ελεύθερο δικαστικό σύστημα. Εκατομμύρια πρόσφυγες επέστρεψαν στο Αφγανιστάν τα χρόνια μετά το 2001.

Ωστόσο, όλα αυτά αποτελούν πλέον παρελθόν. Υπό αυτές τις συνθήκες ακολούθησαν τα γεγονότα που μεταδίδονται αδιάκοπα από τη Κυριακή. Οι Ταλιμπάν καταλαμβάνουν την Καμπούλ, ο Πρόεδρος Ασραφ Γκάνι εγκαταλείπει τη χώρα, οι ευρωπαϊκές και αμερικάνικες πρεσβείες εκκενώνονται, άνθρωποι συνοστίζονται στους αεροδιάδρομους με μια και μοναδική ελπίδα. Τη διαφυγή. Εικόνες φρίκης, μιας ανείπωτης τραγωδίας ενός ολόκληρου λαού.

Ποιος φταίει;

Όπως αναφέρεται σε άρθρο των Foreign Affairs «η κατάσταση επί του πεδίου είναι το αποτέλεσμα δύο δεκαετιών λανθασμένων υπολογισμών και αποτυχημένων πολιτικών που ακολουθήθηκαν από τις τρεις προηγούμενες αμερικανικές κυβερνήσεις καθώς και της αποτυχίας των ηγετών του Αφγανιστάν να κυβερνούν για το καλό του λαού τους».

Πολυάριθμοι παρατηρητές επισημαίνουν ότι, οι Αφγανικές Δυνάμεις Εθνικής Άμυνας και Ασφάλειας, «στα χαρτιά» ήταν σημαντικά μεγαλύτερες και πολύ καλύτερα εξοπλισμένες και οργανωμένες από τους Ταλιμπάν. Οι ειδικές δυνάμεις του Αφγανιστάν συγκρίθηκαν με τις καλύτερες της περιοχής. Μέχρι τον Μάρτιο του 2021, οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών για τους αξιωματούχους της κυβέρνησης Μπάιντεν φέρονται να προειδοποιούσαν ότι οι Ταλιμπάν θα μπορούσαν να καταλάβουν το μεγαλύτερο μέρος της χώρας σε δύο έως τρία χρόνια – και όχι σε λίγες εβδομάδες.

Και ενώ οι Εκθέσεις για την πρόοδο προς την ασφάλεια και τη σταθερότητα στο Αφγανιστάν έδειχναν ότι οι αφγανικές δυνάμεις επιχειρούσαν μόνες τους και μπορούσαν να προστατεύσουν το λαό τους, το 2017 και ξανά το 2019, υπήρχαν αναφορές ότι δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες “φαντάσματα” αφαιρούνταν από τους καταλόγους υποδεικνύοντας  το επαναλαμβανόμενο πρόβλημα με τις λιποταξίες. Χρόνο με το χρόνο, οι Αφγανοί στρατιώτες περνούσαν μήνες χωρίς μισθό και χωρίς τα απαραίτητα εφόδια για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους.

Συγχρόνως , όπως αναφέρεται στους Foreign Affairs η σπατάλη, η απάτη και η κακοδιαχείριση των πόρων που προορίζονταν για τον μετασχηματισμό του αφγανικού στρατού υπονόμευσαν περαιτέρω τη μαχητική ικανότητα των Αφγανικών Δυνάμεων Εθνικής Άμυνας και Ασφάλειας. Το μέγεθος της σπατάλης και της απάτης ανέρχεται σε δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ η διαφθορά αφορά συχνά ανώτερους αξιωματούχους της αφγανικής κυβέρνησης.

Όπως υποστηρίζεται οι Ηνωμένες Πολιτείες παρερμήνευσαν τη κατακερματισμένη πολιτική πραγματικότητα του Αφγανιστάν. Η εθνική πολιτική ηγεσία του Αφγανιστάν δεν κατέληξε ποτέ σε πλήρη συνοχή ως προς τον καλύτερο τρόπο καταπολέμησης των Ταλιμπάν. Υπήρχαν εντάσεις μεταξύ των περιφερειακών εξουσιαστών και της Καμπούλ. Οι ηγέτες του Αφγανιστάν για δύο δεκαετίες διαχειρίστηκαν την εθνοτική εκπροσώπηση χωρίς να προωθήσουν ένα κοινό εθνικό όραμα.

Οι Ταλιμπάν, αντίθετα, αποδείχθηκαν ανθεκτικοί όχι μόνο ως στρατιωτική και τρομοκρατική οργάνωση αλλά και ως πολιτικό κίνημα. Μετά το 2001, οι Ταλιμπάν συνέχισαν να απολαμβάνουν λαϊκή υποστήριξη σε τμήματα του Αφγανιστάν και διατήρησαν την ικανότητα να επιστρατεύουν δεκάδες χιλιάδες νέες γενιές νέων Αφγανών οπαδών. Οι προσπάθειες της αφγανικής κυβέρνησης να συμφιλιωθεί με τους Ταλιμπάν από το 2010 και μετά, συνιστούσαν σιωπηρή αποδοχή της πολιτικής και στρατιωτικής τους σημασίας στο εσωτερικό του Αφγανιστάν.

Η απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών να διαπραγματευτούν επίσημα με τους Ταλιμπάν το 2018 και αντίστοιχα η απόφαση των ξένων κυβερνήσεων να υποδεχθούν απεσταλμένους των Ταλιμπάν μετά τη συμφωνία της Ντόχα τον Φεβρουάριο του 2020, αντανακλά αυτή την πραγματικότητα. «Ο απώτερος στόχος των Αμερικανών διαπραγματευτών ήταν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για μια ομαλή αποχώρηση των ΗΠΑ» αναφέρουν οι Foreign Affairs.

Τέλος, υπάρχει ένα επιχείρημα που προβάλλεται από τους επικριτές της απόσυρσης των αμερικανικών στρατευμάτων: ότι ένα Αφγανιστάν υπό την ηγεσία των Ταλιμπάν θα ξαναγίνει καταφύγιο για τρομοκρατικές ομάδες που απειλούν την ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών. «Αυτό το επιχείρημα είναι μια πισωγυρισμένη αναγνώριση ότι οι ΗΠΑ κατάφερε να μειώσει την απειλή από το Αφγανιστάν σε ελάχιστα επίπεδα».

Πηγές:

World Peace Foundation: Afghanistan: Soviet invasion and civil war

C.F.R: The U.S. War in Afghanistan

McKinley M. (2021).FOREIGN AFFAIRS. We All Lost Afghanistan: Two Decades of Mistakes, Misjudgments, and Collective Failure

Δείτε επίσης:

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα