Αυτή η «Ελένη» του ΚΘΒΕ θα συζητηθεί πολύ φέτος το καλοκαίρι
Είδαμε την παράσταση στο Θέατρο Δάσους και εξηγούμε γιατί μας άρεσε τόσο πολύ και γιατί αξίζει να την δείτε κι εσείς.
Φωτογραφίες: Τάσος Θώμογλου
Ανεβαίνοντας στο Θέατρο Δάσους το βράδυ της Παρασκευής για να δούμε την «Ελένη» του Ευριπίδη από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, νιώθαμε την ανάγκη, μαζί με τους υπόλοιπους χίλιους και πλέον θεατές, να ξαναθυμηθούμε ένα ένα τα στάδια αυτού του υπέροχου τελετουργικού που λέγεται θέατρο:
Να προσεγγίσουμε το Δάσος, να παρκάρουμε, να μοιραστούμε τα εισιτήρια, να φτάσουμε στην είσοδο, να πάρουμε το πρόγραμμα, να καθίσουμε στις θέσεις μας. «Μαξιλαράκι κανείς;» «Νερά θα πάρουμε;» «Το κυλικείο άραγε λειτουργεί;» Ολα από την αρχή. Τα επανακτούσαμε σχεδόν ψιθυρίζοντας το συνωμοτικό σύνθημα : «Θέατρο ξανά». Τελικά, μετά από έναν δύσκολο χρόνο εγκλεισμού, απραξίας, φόβου και έλλειψης προοπτικής, αυτό που είδαμε από το ΚΘΒΕ άξιζε τον κόπο.
Ναι, είναι αλήθεια πως όσοι από την παρέα μου είδαμε την εκδοχή του Βασίλη Παπαβασιλείου στην «Ελένη» του Ευριπίδη, όπως την μετέφρασε στα νέα ελληνικά ο Παντελής Μπουκάλας, ήμασταν ευνοϊκά διακείμενοι και μόνον λόγο λαχτάρας να επιστρέψουμε στην θεατρική κανονικότητα, όπως, φαντάζομαι, ένας από τους λόγους που η παράσταση είχε τέτοια ενέργεια από όλους τους συντελεστές της, οφείλεται και στη δική τους λαχτάρα να ασκήσουν ξανά την τέχνη τους. Από την άλλη, όλοι ξέρουμε πως δεν αρκεί μόνον αυτό. Δεν αρκούν μόνον οι καλές προθέσεις, η διάθεση, ούτε καν μόνον η αγάπη για το θέατρο. Και, ευτυχώς, η «Ελένη» που είδαμε στο Δάσος είχε όλα αυτά και πολλά περισσότερα, γι αυτό και μας άρεσε τόσο που, προσωπικά, θα την ξαναδώ οπωσδήποτε και τον Σεπτέμβριο στον ίδιο χώρο.
Ας ξεκαθαρίσω αρχικά πως τόσο στα κείμενα για σινεμά και μουσική όσο και σε αυτά που κατά καιρούς γράφω για το θέατρο, δε διεκδικώ δάφνες κριτικής. Περισσότερο πρόκειται για εντυπώσεις ενός αυτόπτη μάρτυρα. Στην προκειμένη περίπτωση με «διαόλισαν» και μερικά αρνητικά σχόλια μετά τις δύο πρώτες παραστάσεις και ήθελα να έχω προσωπική άποψη.
Ας κάνω και μια διόρθωση στον τίτλο του έργου. Αυτό που ανέβασε το εξαιρετικό δυναμικό του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος φέτος το καλοκαίρι δεν είναι η «Ελένη» αλλά οι «Ελένες» του Ευριπίδη. Όλες μαζί με μια ψυχή παίζουν εκδοχές ενός τραγικού ρόλου: της γυναίκας που αδικήθηκε, που αγνοήθηκε, που υποτιμήθηκε, που «της βγήκε το όνομα εν αγνοία της» και ψάχνει απελπισμένα τη δικαίωσή της. Από την Γερόντισσα και τη Θεονόη ως τις γυναίκες του χορού, μία μία ξεχωριστά, όλες υποδύονται μιαν Ελένη και την υπερασπίζονται στήνοντας το δικό τους #metoo στην προ σόσιαλ μίντια εποχή. Οι γυναικείοι αυτοί ρόλοι είναι μεν τραγικοί αλλά με στοιχεία κωμικά, ίσως γιατί χωρίς αυτοσαρκασμό και χιούμορ, μια μεγάλη αδικία εναντίον σου μπορεί να σε οδηγήσει στην τρέλα ή στην αυτοκτονία (κι έχουμε πολλά τέτοια παραδείγματα στο ποταπό σήμερα).
Κομβικός ο ρόλος του χορού στην παράσταση. Ενα τσούρμο Ελένες που τελικά είναι «ωραίες» όχι τόσο εξαιτίας της φυσικής ομορφιάς τους αλλά επειδή επιμένουν να τάσσονται με το καλό και να διεκδικούν μια δικαίωση που μοιάζει ανέφικτη σε έναν εξουσιαστικό ανδροκρατούμενο κόσμο. Κι όμως, αυτές καταφέρνουν σταδιακά όλους τους άνδρες να τους πείσουν ότι το δίκαιο είναι η Ελένη να γυρίσει στην Ελλάδα με τον Μενέλαο.
Δε θα έλεγα πως υστέρησε κανείς από τους ηθοποιούς στην παράσταση. Η Εμιλυ Κολιανδρή, λίγο αμήχανη στην πρώτη σκηνή, όταν βρήκε ρυθμό κατάφερε να εκφράσει «τον πόνο της Ελένης» για όσα συνέβησαν εν αγνοία της, χωρίς να γίνει μελό. Ισορρόπησε μεταξύ αυτοσαρκασμού και βαθιάς λύπης χωρίς να εκτεθεί, τραγούδησε υπέροχα και χόρεψε σαν σε συναυλία στο πανηγύρι του χωριού.
Εξαιρετική ήταν και η ερμηνεία της Αγορίτσας Οικονόμου στο ρόλο της Θεονόης με εξαίσιο λόγο και κίνηση ενώ ο χορός, φαινομενικά ομοιόμορφος σαν κλονοποιημένος, αν προσέγγιζες τα πρόσωπα των γυναικών ηθοποιών ξεχωριστά, θα διαπίστωνες πως όλες τους θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν την Κολιανδρή στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η ψυχή τους ήταν η ψυχή της Ελένης.
Ναι, ήταν όμορφα την Παρασκευή το βράδυ στην «Ελένη». Να τη δείτε την παράσταση, όπου ανά την Ελλάδα τη συναντήσετε. Ξεχωρίζω την Επίδαυρο στις 6,7,8 Αυγούστου αλλά και πιο κοντά μας: Στους Φιλίππους (24.7), στο Δίον (31.7), στη Δωδώνη (11.8) και στο Θέατρο Δάσους ξανά (16,17,18.9).
Κλείνω το κείμενο με μια φωτογραφία της ορχήστρας της παράστασης που ερμηνεύει ζωντανά επί σκηνής τις μουσικές του Αγγελου Τριανταφύλλου. Σκέφτομαι πόσο σημαντικό ρόλο παίζουν τα κρατικά θέατρα πάντα αλλά ειδικά στις δύσκολες εποχές. Με τη δυνατότητά τους να ξοδέψουν περισσότερα χρήματα σε κοστούμια, σκηνικά, μουσικούς. Με το εκπληκτικό έμψυχο δυναμικό τους σε ηθοποιούς, χορογράφους, σκηνοθέτες. Με την πολυτέλεια να έχεις την εμβληματική Εφη Σταμούλη, έστω στον σύντομο ρόλο της γερόντισσας, έτσι για την καλή θεατρική «ενέργεια» και την «υπεραξία». Η «Ελένη» μπορεί να άρεσε ή να πέρασε από πολλούς απαρατήρητη. Μπορεί για κάποιους να ήταν εξαιρετική και για άλλους να μπορούσε να γίνει καλύτερη. Σίγουρα, πάντως, δεν «κορόιδεψε» τον θεατή. Οσοι δούλεψαν γι αυτήν, προσπάθησαν πολύ και το έκαναν με όλα τα μέσα που πρέπει να έχουν όλοι οι ηθοποιοί σε όλες τις παραστάσεις.
«Γατάκι Μπαντέρας, έλα στο Δάσος να δεις φοίνικες», έγραφα στο Facebook πριν την παράσταση αφού το σκηνικό είχε κάτι κοντούς πλαστικούς φοίνικες και κάτι πυραμίδες της κακιάς ώρας που έφταναν ως τη μέση των πρωταγωνιστών. Κι όμως, το φαινομενικά φτωχό στα όρια του κιτς σκηνικό ήταν το ιδανικό. Γιατί η «Ελένη» δεν είναι τραγωδία. Φυσικά δεν είναι και κωμωδία… Είναι μάλλον η πρώτη συγγραφική απόπειρα της αρχαιότητας για κάτι υβριδικό, πειραματικό. Λες και ο Ευριπίδης γεννήθηκε στις μέρες μας και τουιτάρει με χιούμορ σχολιάζοντας όσα τραγελαφικά συμβαίνουν γύρω μας: Τις συγκρούσεις ανθρώπων, οικονομικών συμφερόντων και κρατών όπου όλοι βγαίνουν χαμένοι, την αλαζονεία της εξουσίας, την υποκρισία, τις εξουσιαστικές σχέσεις, όλα…
Υ.Γ.: Η Ελένη δεν πήγε ποτέ στην Τροία, ούτε απάτησε ποτέ τον άνδρα της. Ο υποτιθέμενος έρωτάς της για τον Πάρη έγινε απλώς η τέλεια δικαιολογία για να ενωθούν οι Έλληνες και να καταστραφούν μαζί με τους Τρώες στο πεδίο της μάχης. Είναι άλλο, ωστόσο, να το λέει αυτό η σημερινή κοινωνία παίρνοντας (και πάλι όχι πάντα) το μέρος των «τσαλακωμένων γυναικών» που κάποιοι σχολιάζουν με ένα «τι φορούσε» και «ας μην προκαλούσε», είναι άλλο να το λέει ο Σεφέρης πριν από 70 χρόνια περιγράφοντας την ματαιότητα των συγκρούσεων ως «ένα πουκάμισο αδειανό» και είναι εντελώς άλλο να το γράφει αυτά ο Ευριπίδης το 400 π.Χ. Αυτός είναι και ο λόγος που εμείς θα φύγουμε, οι ζωές μας και τα έργα μας θα ξεχαστούν αλλά ο Ευριπίδης θα υπάρχει και το 2.400 και το 3.400 και πάντα.