Αλέξανδρος Ευκλείδης: Οι τέχνες παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ζήτημα τοπικό
Μια συζήτηση εφ' όλης της ύλης με τον Θεσσαλονικιό καλλιτέχνη και καλλιτεχνικό διευθυντή της Εναλλακτικής Σκηνής
Ο Αλέξανδρος Ευκλείδης γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη· από μικρό παιδί αγάπησε την κλασική μουσική, την όπερα και το διάβασμα.
Σπούδασε στο Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ. –ένα Τμήμα που από ιδρύσεως του συγκεντρώνει σπουδαίους ακαδημαϊκούς και καλλιτέχνες του χώρου στο διδακτικό του προσωπικό– και έπειτα συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές θεατρολογίας στο πανεπιστήμιο Paris III-Sorbonne Nouvelle. Η εκπόνηση της διδακτορικής διατριβής του για τον Edward Gordon Craig και τη συμβολή του στην ιστορία της σκηνοθεσίας ξεκινά στο Παρίσι και ολοκληρώνεται στο Τμήμα Θεάτρου του Α.Π.Θ. με υποτροφία του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών. Έκτοτε έχει διδάξει σε πολλά πανεπιστημιακά τμήματα, καθώς και στις δραματικές σχολές του Εθνικού Θεάτρου και του Κ.Θ.Β.Ε.
Ως σκηνοθέτης, κατά κύριο λόγο στο πεδίο του μουσικού θεάτρου και της όπερας, έχει συνεργαστεί με σημαντικούς οργανισμούς όπως το Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου, η Εθνική Λυρική Σκηνή, η Neuköllner Oper του Βερολίνου, το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, κ.α. Ανάμεσα στις σκηνοθετικές του δουλειές μπορεί να διακρίνει κάποιος την ανατρεπτική σκηνοθετική του ματιά από το «Yasou Aida!» και τη «Νυχτερίδα» έως την ανανεωμένη ανάγνωση του Βαγκνερικού πρωτοτύπου στο «Λυκόφως των χρεών» και την κορυφαία ίσως σκηνοθετική του στιγμή στη «Φόνισσα» του Γιώργου Κουμεντάκη που πρωτοανέβηκε με μεγάλη επιτυχία το 2014, μια παράσταση που η αναβίωση της παρουσιάστηκε πρόσφατα για λίγες παραστάσεις στην Κεντρική Σκηνή της ΕΛΣ και αναμεταδόθηκε από το διεθνές συνδρομητικό κανάλι Mezzo.
Το 2017 αποτελεί ξεχωριστό σταθμό στην καλλιτεχνική του διαδρομή, καθώς ως στενός συνεργάτης του Καλλιτεχνικού Διευθυντή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, Γιώργου Κουμεντάκη, αναλαμβάνει τη θέση του Καλλιτεχνικού Διευθυντή της νεοπαγούς Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ, με όραμα του να την καταστήσει πυρήνα καλλιτεχνικής έκφρασης και επίτευξης για την εκπαίδευση, την κοινωνία και την σύγχρονη δημιουργία. Τέλος έπειτα από την πενταετή επιτυχημένη πορεία του στο τιμόνι της Εναλλακτικής Σκηνής, ο Αλέξανδρος Ευκλείδης, επιστρέφει στη διδασκαλία, καθώς πρόσφατα ορκίστηκε Επίκουρος Καθηγητής του νεοσύστατου Τμήματος Παραστατικών και Ψηφιακών Τεχνών της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
Τα τελευταία δύο χρόνια ολόκληρη η ανθρωπότητα έχει έρθει αντιμέτωπη με μια διαφορετική πραγματικότητα λόγω της πανδημίας. Ποιες είναι οι σκέψεις σας για την τέχνη στην «μετά-πανδημική» κοινωνία αλλά και για τις συνέπειες της πανδημίας στον πολιτισμό και τις τέχνες;
«Ήταν ένα τεράστιο σοκ για τον κόσμο του πολιτισμού. Εμείς στο λυρικό θέατρο που προγραμματίζουμε σε βάθος χρόνου, ζήσαμε τις συνέπειες του να πρέπει να αλλάζεις τον προγραμματισμό σου από μέρα σε μέρα. Μάθαμε ότι αυτό που θεωρούσαμε μια δύσκολη συνθήκη ήταν αυτό που σήμερα αποζητούμε σαν ιδεώδες –αυτή τη λεγόμενη κανονικότητα– πιστεύαμε ότι ζήσαμε κάτι άσχημο, αλλά ποτέ δεν έχεις μια πλήρη εικόνα του πόσο άσχημα μπορούν να πάνε τα πράγματα πριν να έρθουν όντως ανάποδα. Νομίζω πως ήταν μια περίοδος, όπου οι προτεραιότητες που έπρεπε να αντιμετωπίσουμε ήταν περισσότερο στο ανθρώπινο δυναμικό, το οποίο βρέθηκε από τη μια μέρα στην άλλη απροστάτευτο ή με έναν ελάχιστο δείκτη προστασίας από το κράτος. Ήταν βέβαια μια συνθήκη που ίσχυε για όλο τον κόσμο. Οι καλλιτεχνικοί θεσμοί του δημόσιου τομέα, που είχαν την δυνατότητα να το κάνουν, έπρεπε ξαφνικά να σκεφτούν με ποιο τρόπο θα υποστηρίξουν καταρχήν τους ανθρώπους που εργάζονται στο χώρο. Αυτό προσπαθήσαμε να κάνουμε και στη Λυρική Σκηνή, πραγματοποιώντας άμεσα μια σειρά από ψηφιακές δράσεις, προσπαθώντας να κρατήσουμε όσο το δυνατόν ανοιχτό το πεδίο της δραστηριότητας μας και να μην υποκύψουμε στην ανάγκη μιας συνολικής διακοπής της.
Στη “μετά-πανδημική” εποχή τα πράγματα δεν νομίζω πως θα γίνουν όπως ήταν πριν από τη μια μέρα στην άλλη. Οι πληγές που αφήνει το σοκ της πανδημίας στον πολιτισμό είναι μεγάλες. Ο κόσμος θα αργήσει πολύ να εμπιστευτεί ξανά τις θεατρικές κοινότητες, την αίσθηση της συνύπαρξης και του συγχρωτισμού σε ένα χώρο με άλλους όπως το έκανε πριν. Όμως νομίζω πως το θετικό που έχει αφήσει όλο αυτό το τραύμα είναι ακριβώς ότι το κοινό ίσως συνειδητοποίησε ότι έχει ανάγκη τις παραστατικές τέχνες, τις τέχνες του ζωντανού θεάματος και ίσως να επιζητήσει ουσιαστικότερες εμπειρίες επιστρέφοντας σε μια κανονικότητα –όποια κι αν είναι αυτή. Βέβαια στην πραγματικότητα το τραύμα είναι μεγάλο σε ψυχικό και οικονομικό επίπεδο αλλά και γενικότερα στο επίπεδο της οργάνωσης της θεατρικής και μουσικής ζωής. Αυτό θα κάνει καιρό να επουλωθεί και να ξεχαστεί. Αυτή είναι άλλωστε η ανθρώπινη συνθήκη: στο τέλος όλα επουλώνονται και –είτε αυτό είναι καλό είτε είναι κακό– ξεχνάμε, επαναλαμβάνοντας συνήθως τα ίδια λάθη.»
Θέλετε να μοιραστείτε μαζί μας τα πρώτα σας χρόνια στις μουσικές σπουδές;
«Η προσωπικότητα μου και η πορεία μου καθορίστηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό από το γεγονός ότι σε μικρή ηλικία –στα 4 χρόνια μου– ξεκίνησα να σπουδάζω μουσική και μάλιστα σε ένα πραγματικά πρωτοποριακό για την εποχή του περιβάλλον, στο Νέο Ωδείο Θεσσαλονίκης, το οποίο ίδρυσε ο Κάρολος Τρικολίδης ένας σπουδαίος μαέστρος και μουσικοπαιδαγωγός, που πρόσφατα χάσαμε. Σ’ αυτό το περιβάλλον διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό η καλλιτεχνική μου προσωπικότητα, απέκτησα μια βαθιά βιωματική σχέση με τη μουσική, η οποία συνεχίζει μέχρι και σήμερα να με καθορίζει. Είναι οι εμπειρίες της παιδικής ηλικίας που σίγουρα μας καθορίζουν και στην περίπτωση μου ήταν εξαιρετικά έντονες και για εμένα αλλά και για όσους συνυπήρξαμε σε εκείνο το φυτώριο δημιουργικότητας. Η απόφασή μου να ασχοληθώ –πολύ αργότερα βέβαια– με το μουσικό θέατρο οπωσδήποτε επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από αυτή την προπαρασκευαστική περίοδο, όπου έγινα επαγγελματίας μουσικός –πήρα το δίπλωμα μου στα 19 μου– και ασχολήθηκα με τη μουσική λίγο πριν γυρίσω προς το θέατρο και τελικά καταλήξω να ασχολούμαι κυρίως με το μουσικό θέατρο. Είναι μια περίοδος την οποία κατά κάποιο τρόπο αναπολώ, γιατί εκεί βρίσκονται πολλοί σπόροι από αυτό που έγινα στη συνέχεια.»
Κατά τη διάρκεια των σπουδών σας τόσο εδώ στο Τμήμα Θεάτρου του Α.Π.Θ. όσο και στο Παρίσι συναντήσατε εξαιρετικούς ερευνητές και θεατρολόγους. Ποιες εμπειρίες ξεχωρίζετε και ποιες συναντήσεις με ανθρώπους πιστεύετε πως έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για την διαμόρφωση της καλλιτεχνικής σας ταυτότητας;
«Οι συναντήσεις στις σπουδές είναι πάντα μια πολύ σημαντική παράμετρος, ώστε να γίνουν οι σπουδές ουσιαστικές και να υπερβούν το σύνηθες εκπαιδευτικό καλούπι. Στο Τμήμα Θεάτρου ανήκα στην πρώτη ηρωική γενιά του, η οποία έζησε τη γένεση ενός νέου πανεπιστημιακού τμήματος, με όλες τις δυσκολίες που αυτό συνεπάγεται.
Ήταν μια ενδιαφέρουσα εποχή που τα πράγματα δεν ήταν αυτονόητα, οι θεατρικές σπουδές ήταν κάτι πολύ καινούργιο για τη χώρα. Η ιδέα ότι μπορεί κάποιος να ασχοληθεί με το χώρο του θεάτρου μέσα από μια ακαδημαϊκή σπουδή –δηλαδή από μία άλλη διαδικασία πέραν της αμιγώς επαγγελματικής/συντεχνιακής διαδικασίας εκπαίδευσης που υπήρχε πριν με τις δραματικές σχολές– ήταν πολύ ενδιαφέρουσα και τελικά καθοριστική από πολλές απόψεις ακόμα και μέσα από τα αρνητικά της, όπως η έλλειψη κατάλληλων χώρων. Σήμερα το Τμήμα Θεάτρου έχει ένα θέατρο το “Κλειώ”, τότε το “Κλειώ” ήταν ένα κρύο μισογκρεμισμένο άδειο σινεμά, στο οποίο δεν μπορούσαμε ούτε καν να πάμε. Θυμάμαι όταν πρωτοπήγαμε στο “Κλειώ”, όλο αυτό που είναι σήμερα το φουαγιέ ήταν γεμάτο μπάζα μέχρι τον ημιώροφο. Λειτουργούσε μόνο ο ένας όροφος και η βιβλιοθήκη ήταν ένα δωματιάκι. Όμως μέσα σ’ αυτό μπορέσαμε να βρούμε έναν χώρο δημιουργικότητας, να ονειρευτούμε ένα διαφορετικό μέλλον για το θέατρο στη χώρα και για τις δυνατότητες του πανεπιστημίου να παραγάγει κάτι καινούργιο στη θεατρική ζωή.
Βέβαια ήταν πολλά και τα αρνητικά, όπως η περίφημη υπόθεση Χαβιάρα και όλο το τραύμα που είχε προκαλέσει το να βλέπεις ξαφνικά, σε έναν χώρο εκπαίδευσης τον οποίο τόσο πίστεψες, να συμβαίνουν πράγματα που ήταν αδιανόητα για το φτωχό μας το μυαλό. Από την άλλη όμως και το γεγονός ότι κάναμε κάτι γι’ αυτό, ότι παλέψαμε για να αντισταθούμε στη βαρβαρότητα της σεξουαλικής παρενόχλησης και της κατάχρησης εξουσίας, είναι πράγματα που άφησαν πίσω τους εμπειρίες και βιώματα που είναι ίσως ακόμη και σημαντικότερα από τις ίδιες τις συναντήσεις με τους δασκάλους.
Είχαμε την ευκαιρία τότε να έρθουμε σε επαφή με τον Νικηφόρο Παπανδρέου, τον ιδρυτή του Τμήματος που καθόρισε σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτή τη μεικτή φυσιογνωμία, τη δυνατότητα που τώρα πια έχει αναπτυχθεί πλήρως –τότε ήταν ακόμη λίγο εν σπέρματι, αλλά υπήρχε στο υπόβαθρο της σύλληψης του Τμήματος– η θεωρία και η πράξη, αυτά τα διαχρονικά αντίπαλα στρατόπεδα, όπως τα αντιλαμβανόντουσαν τότε οι άνθρωποι του θεάτρου, να βρεθούν μαζί και να δημιουργηθεί κάτι από κοινού.
Στη συνέχεια οι σπουδές μου στη Γαλλία ήρθαν ως φυσική συνέπεια ενός “Γαλλοκρατούμενου” Τμήματος εκείνη την εποχή. Δεν ξέρω αν θα τις επέλεγα σήμερα, θεωρώ ότι ίσως ήταν ένα από τα “λάθη” μου να προτιμήσω τη γαλλική κουλτούρα. Εκείνη την εποχή που έφυγα στο εξωτερικό, ίσως θα ήτανε πιο ουσιαστικό να είχα προτιμήσει να πάω στη Γερμανία ή στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ωστόσο, τα χρόνια που πέρασα στο Παρίσι ήταν κι αυτά πολύ καθοριστικά, καθώς γνώρισα σημαντικούς ερευνητές και θεατρολόγους, όπως ο δάσκαλος μου ο Georges Banu και πολλοί άλλοι που είχα την ευκαιρία να τους παρακολουθήσω. Δεν ήταν βέβαια η εποχή των μεγάλων δασκάλων της θεατρολογίας, ο Bernard Dort είχε πεθάνει πριν πάω στη Γαλλία. Δεν ήταν η στιγμή της μέγιστης άνθισης της γαλλικής θεατρολογίας, αυτή ήτανε στην προηγούμενη γενιά, στη γενιά των δικών μου δασκάλων. Αλλά οπωσδήποτε η δυνατότητα να έρθει κανείς σε επαφή με σημαντικά ερευνητικά κέντρα, με τα οποία είχα μια ενεργό επαφή και είχα συμμετάσχει σε ερευνητικά σεμινάρια, δίνουν μια άλλη αντίληψη για τις δυνατότητες της θεατρολογικής έρευνας πέρα από την ιστοριοδιφική προσέγγιση, που επικρατούσε και εν πολλοίς επικρατεί ακόμα και σήμερα στην Ελλάδα.
Όλο αυτό νομίζω πως ήταν μια ενδιαφέρουσα εμπειρία, που με όπλισε με κάποια εργαλεία που κουβαλάω ακόμη. Ωστόσο, πρέπει να πω ότι δεν ήμουν και εξακολουθώ να μην είμαι από τους ανθρώπους που καθορίζονται πολύ από τις μεγάλες μορφές, είτε γιατί δεν μου έτυχε είτε γιατί δεν είναι η ιδιοσυγκρασία μου αυτή. Πάντα έπαιρνα πράγματα και τα διαχειριζόμουνα σε ένα πιο προσωπικό επίπεδο, δεν υπήρξα πιστός μαθητής κάποιου. Αν και φυσικά είχα δασκάλους, κυρίως εκτός της θεσμικής εκπαίδευσης, όπως ήταν ο Κάρολος Τρικολίδης, που τον θεωρώ έναν από τους μεγάλους δασκάλους μου· και ίσως τελικά δεν μπορείς να πεις ότι δεν ήταν δάσκαλος με την έννοια που ορίζουμε συνήθως.»
Τον Μάρτιο συμπληρώνονται 5 χρόνια από όταν αναλάβατε την καλλιτεχνική διεύθυνση της νεοσύστατης τότε το 2017 Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ. Θέλετε να μας μιλήσετε για την συνεργασία σας με τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή της ΕΛΣ, Γιώργο Κουμεντάκη, και να μοιραστείτε μαζί μας τον απολογισμό αυτής της πενταετίας;
«Όντως, θα πρέπει να κάνω έναν απολογισμό, διότι δεν έχω πια τον τίτλο του Καλλιτεχνικού Διευθυντή, καθότι πρόσφατα ορκίστηκα στη νέα μου θέση ως Επίκουρος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Ένας κύκλος κατά κάποιο τρόπο κλείνει και με την παρέλευση μιας πενταετίας –που είναι ένα ικανό χρονικό διάστημα για να πει κανείς ότι έχει αφήσει πίσω του ένα έργο– αλλά και με το γεγονός ότι δεν θα διακόψω τη συνεργασία μου με την Λυρική Σκηνή αλλά θα τη συνεχίσω σε ένα πιο συμβουλευτικό επίπεδο.
Η θέση που κατείχα τα τελευταία χρόνια στον οργανισμό ήταν συνέπεια της απόφασης του Γιώργου Κουμεντάκη, να μου αναθέσει αυτή την ευθύνη, όταν ανέλαβε την Καλλιτεχνική Διεύθυνση της ΕΛΣ. Στη νεοσύστατη τότε Εναλλακτική Σκηνή, της οποίας ο Γιώργος Κουμεντάκης ήταν ο υπεύθυνος προγραμματισμού, πριν να αναλάβω εγώ, δουλεύαμε μαζί σε μια μικρή ομάδα ετοιμάζοντας το νέο θεσμό. Βέβαια όταν ο ρόλος του αναβαθμίστηκε και ανέλαβε το σύνολο της ΕΛΣ, θεώρησε ότι τα σχέδια μας για την Εναλλακτική Σκηνή ήταν πολύ μεγάλα για να μπορεί να τα αναλάβει μαζί με τη δουλειά της Κεντρικής Σκηνής και πως χρειαζόταν μια ξεχωριστή Καλλιτεχνική Διεύθυνση που να διεκπεραιώσει όλη αυτή τη δουλειά που αποδείχθηκε εξαιρετικά ογκώδης και δύσκολη.
Η Εναλλακτική Σκηνή ξεκίνησε πραγματικά μέσα σε μία εντελώς νέα συνθήκη, σε μια δύσκολη συνθήκη και βεβαίως πολύ θετική και γεμάτη προκλήσεις, με την μετάβαση της ΕΛΣ στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Έπρεπε όλα να γίνουν από την αρχή, να μπει η ΕΛΣ σε ένα εντελώς καινούργιο πεδίο, αυτό του σύγχρονου μουσικού θεάτρου, των διακαλλιτεχνικών εγχειρημάτων, των εκπαιδευτικών και κοινωνικών project, που είχαν ένα πολύ διαφορετικό πρόσημο από αυτό το οποίο είχε συνηθίσει ο οργανισμός να παράγει. Η ΕΛΣ ήταν ένα συντηρητικός οργανισμός από την άποψη των παραγωγών αλλά κυρίως των τρόπων παραγωγής θεάτρου και βρέθηκε από τη μια μέρα στην άλλη να πρέπει να υποστηρίξει πάρα πολλά και διαφορετικά είδη δημιουργίας. Νομίζω πως ήταν ένα πείραμα το οποίο έγινε με επιτυχία, χάρη στη δουλειά της ολιγομελούς ομάδας που στήθηκε γύρω από την Εναλλακτική Σκηνή και πάντα με την αμέριστη υποστήριξη του Γιώργου Κουμεντάκη, που είχε πίστη σ’ αυτό το project. Θεωρώ πως τα χρόνια που πέρασαν καταφέραμε να δώσουμε ένα διαφορετικό στίγμα για το μουσικό θέατρο στη χώρα μας, να το καταστήσουμε μέρος της γενικότερης συζήτησης για το μέλλον των παραστατικών τεχνών, ώστε να μην θεωρείται ένα δευτεροκλασάτο και αμέτοχο των μεγαλύτερων εξελίξεων είδος.
Φυσικά όλο αυτό έγινε με την υποστήριξη του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, που υπήρξε ο Ιδρυτικός Δωρητής της Εναλλακτικής Σκηνής και μας έδωσε καταρχήν τη δυνατότητα να πάρουμε ρίσκα και να κάνουμε έναν ασυνήθιστα μεγάλο αριθμό παραγωγών. Ίσως και περισσότερες παραγωγές από όσες θα έπρεπε από μια άποψη, αλλά ο στόχος ήταν να εμπλέξουμε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος της ενεργούς καλλιτεχνικής κοινότητας στην υπόθεση του μουσικού θεάτρου και να βάλουμε τις δυναμικές φωνές από τον χώρο των παραστατικών τεχνών να δοκιμαστούν στο χώρο της Λυρικής, σε ένα πεδίο που σίγουρα έχει τις δικές του ανάγκες και δυσκολίες. »
Πρόσφατα ανακοινώθηκε ο προγραμματισμός της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ για το πρώτο επτάμηνο του 2022. Πρόκειται για ένα πολυσχιδές και φιλόδοξο πρόγραμμα που ισορροπεί ανάμεσα στις έννοιες του υψηλού, του δημοφιλούς, του απολαυστικού και του λόγιου. Ποιες είναι οι σκέψεις σας; Τί να αναμένουμε;
«Η Εναλλακτική Σκηνή είναι ένας θεσμός που προσπαθήσαμε να μην βασίζεται σε μια λογική αισθητικής και καλλιτεχνικής μονομέρειας. Θελήσαμε να βάλουμε διαφορετικές φωνές στον προγραμματισμό, επομένως εύχομαι ο καθένας να ανυπομονεί για κάτι διαφορετικό σ’ αυτό τον προγραμματισμό μιας και συνυπάρχουν πράγματα που είναι για ασύμβατα μεταξύ τους κοινά. Εννοείται ότι πάντα μας ιντριγκάρει περισσότερο το καινούργιο, τα νέα έργα που φτιάχνονται κατά παραγγελία της Εναλλακτικής Σκηνής. Ήτανε πάρα πολλά αυτά τα έργα και ετοιμάζονται και άλλα για το μέλλον, άλλωστε ένας από τους βασικούς στόχους αυτής της σκηνής ήταν ακριβώς να προκαλέσει την δημιουργία νέων έργων που φτιάχνονται εδώ και τώρα και δεν είναι εισαγωγής – δηλαδή δεν είναι στη λογική εισαγωγής από τα καλύτερα του εξωτερικού. Βασιστήκαμε πολύ στη λογική της πρωτογενούς παραγωγής και αυτό παραμένει βασικός μας στόχος.
Στους επόμενους μήνες η μεγάλη παραγωγή που ετοιμάζεται είναι ένα μιούζικαλ. Από την αρχή λειτουργίας της Εναλλακτικής Σκηνής είχαμε δώσει ιδιαίτερη έμφαση και στο ελαφρό μουσικό θέατρο, σε είδη δηλαδή τα οποία συνήθως ταυτίζονται με το εμπορικό θέατρο. Θεωρούμε ότι το μιούζικαλ είναι ένα είδος το οποίο έχει πολύ μεγάλη δυναμική και δυνατότητα να δώσει ένα στίγμα συνολικά για το μουσικό θέατρο και να υπάρξει εξίσου σοβαρό με τα άλλα είδη παραστατικών τεχνών. Βασιστήκαμε σ’ αυτήν την cult πλέον ταινία του Ρένου Χαραλαμπίδη τα “Φτηνά Τσιγάρα”, μια ταινία που για μένα αποτυπώνει αυτό το κλίμα μιας κοντινής-μακρινής Ελλάδας σε μετάβαση από την προ-Ολυμπιακή στην μετά-Ολυμπιακή εποχή της. Είναι κάτι που το περιμένω με αρκετή αγωνία και στο νέο έργο τη μουσική έχει γράψει ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος και τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Κωνσταντίνος Ρήγος.
Βεβαίως έχουμε και πολλές άλλες παραγωγές, όπως το αφιέρωμα στον Ιάννη Ξενάκη που φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννηση του. Επίσης είναι η συνεργασία με τον Κωνσταντίνο Βήτα, που έρχεται για δεύτερη φορά στην Εναλλακτική Σκηνή με ένα πολυμεσικό έργο. Υπάρχει μια συμπαραγωγή μας με μια γερμανική ομάδα το “Hello to Emptiness”. Οι συμπαραγωγές μας πάντα φροντίζαμε να έχουν αυτή τη λογική της συνεργασίας με Έλληνες και ξένους καλλιτέχνες, δεν θέλαμε μόνο να εισάγουμε έτοιμες παραγωγές, αλλά να γίνουμε πραγματικοί συνδιαμορφωτές του περιεχομένου τους. Έχουμε ένα αρκετά σημαντικό event που δεν έχει ανακοινωθεί ακόμα αλλά θα γίνει σύντομα, πρόκειται για ένα μεγάλο event που θα κάνουμε το Πάσχα γύρω από τη λατρευτική μουσική. Είναι ένας προγραμματισμός ο οποίος φυσικά διαμορφώθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις ανάγκες της πανδημίας, με πολλά project που αναβλήθηκαν, που μετατέθηκαν, που άλλαξαν. Είμαστε διαρκώς σε μια κινούμενη άμμο σε σχέση με την καθημερινότητα του προγραμματισμού. Ωστόσο, προσπαθούμε όσο γίνεται να παραμένουμε στις σταθερές του μακροπρόθεσμου προγραμματισμού, που μας χαρακτηρίζει στη Λυρική Σκηνή, όπως και όλα τα θέατρα όπερας και να σχεδιάζουμε με τη ματιά στο μέλλον. »
Πως οραματίζεστε το μέλλον της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ;
«Με έναν τρόπο έχω ολοκληρώσει τη θητεία μου στην Εναλλακτική Σκηνή. Μπορεί βέβαια να προγραμματίζουμε ακόμη μελλοντικά, όπως κάναμε πάντα, αλλά αυτό το μέλλον είναι μέχρι το τέλος της θητείας του Γιώργου Κουμεντάκη το 2023. Εκεί τελειώνει και το μέλλον που βλέπω εγώ στην Εναλλακτική Σκηνή. Θεωρώ πως είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει ανανέωση στους καλλιτεχνικούς θεσμούς και είναι καλό να φεύγεις από κάπου πριν να αρχίσουνε να εύχονται όλοι την έξοδο σου.
Για εμένα οπωσδήποτε η ματιά μου στην Εναλλακτική Σκηνή είχε τη λογική του μακροπρόθεσμου προγραμματισμού και με στόχευση στις μελλοντικές ωφέλειες από μια συγκεκριμένη πολιτική. Η πολιτική αυτή ήταν η εμπιστοσύνη στους Έλληνες καλλιτέχνες και δημιουργούς, η προσπάθεια να συνδεθούμε με προβληματικές και θεματικές του εδώ και τώρα, να βρούμε τρόπους να συνδέσουμε το μουσικό θέατρο με πεδία από τα οποία είτε απείχε είτε είχε μια πολύ μικρότερη τριβή. Βεβαίως πάντα ο στόχος είναι συνολικότερος, είναι για το σύνολο του οργανισμού, η Εναλλακτική Σκηνή είναι μέρος της Λυρικής Σκηνής και ο στόχος είναι πάντα να εμπλουτίσουμε αυτό το συνολικό επιχείρημα που προτείνουμε στην κοινωνία, ως το ένα και μοναδικό λυρικό θέατρο της χώρας και να αποδεικνύουμε το λόγο ύπαρξης μας. Καλό είναι όταν προγραμματίζεις, να προγραμματίζεις σαν να πρέπει να αποδεικνύεις κάθε φορά γιατί είσαι απαραίτητος. Όχι βέβαια με τον τρόπο που εκ του πονηρού σκέφτονται πολλοί πολιτικοί, με τη λογική των περικοπών και της εξαφάνισης του οτιδήποτε θεωρούν ότι δεν τους είναι απαραίτητο. Αλλά με την ουσιαστική λογική του να μπορείς να προσφέρεις ουσιαστικές εμπειρίες καλλιτεχνικές, πολιτικές, κοινωνικές και εκπαιδευτικές σε ένα κοινό το οποίο προσπαθήσαμε και νομίζω καταφέραμε να είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που υπήρξε για αρκετά χρόνια.
Βεβαίως η συγκυρία που το επέτρεψε αυτό, ήταν η μετάβαση στο Κέντρο Πολιτισμού, που πρόκειται για μια εκρηκτική στιγμή για την ιστορία του Οργανισμού, που του έδωσε μια άλλη θέση. Αυτή τη θέση που δικαιούται κατά κάποιο τρόπο, ώστε να μπορέσει να αποκτήσει έναν κεντρικό ρόλο στην πολιτιστική ζωή και όχι τον μάλλον περιθωριακό που της αποδιδόταν με την τοποθέτηση/χωροθέτηση της σε ένα μικρό ενοικιαζόμενο θέατρο που ήταν το θέατρο “Ολύμπια”.»
Σύμφωνα με τον Μπρέχτ: «Δημοκρατία είναι η διεύρυνση του στενού κύκλου των μυημένων». Πως θα μπορούσαμε να κάνουμε το λεγόμενο «μη εμπορικό θέατρο» πιο θελκτικό στο ευρύτερο κοινό;
«Αυτό είναι ένα μεγάλο ερώτημα στο οποίο προφανώς δεν έχω απάντηση. Θα έλεγε κανείς πως οι απαντήσεις δίνονται στο πεδίο της μάχης και βεβαίως είναι μια μάχη που δεν τελειώνει ποτέ, γιατί στην επόμενη γωνία μπορείς να χάσεις αυτό που κέρδισες επενδύοντας χρόνο, ενέργεια και χρήματα για να διαδώσεις κάτι που ξέρεις ότι είναι καλό και χρήσιμο, αλλά το οποίο ποτέ δεν μπορείς να το πάρεις σαν δεδομένο.
Επειδή μιλάω με εσένα και σε ένα μέσο της πόλης μας –γιατί βεβαίως παραμένω Θεσσαλονικιός 100%–, μπορώ να πω ότι η περίπτωση της Θεσσαλονίκης είναι ένα παράδειγμα του πόσο μπορεί κανείς να χάσει μάχες. Θεωρώ ότι πολλές μάχες δόθηκαν στην πόλη, αλλά τα τελευταία αρκετά χρόνια τα κέρδη των μαχών αυτών τείνουν να χαθούν. Δεν θεωρώ πως είμαστε σε μια περίοδο άνθισης της καλλιτεχνικής ζωής της Θεσσαλονίκης και αυτό πρέπει να μας προβληματίζει. Ενώ αντίθετα μπορεί να πει κανείς ότι η Αθήνα –και δεν είναι μόνο ζήτημα επένδυσης και πόρων, όσο κι αν είναι βασική συνιστώσα– περνώντας μέσα από τις τεράστιες δυσκολίες της κρίσης, το τεράστιο αυτό συλλογικό τραύμα, μπόρεσε να αναβαθμίσει τη θέση των τεχνών και ειδικά των παραστατικών τεχνών στη συλλογική εμπειρία.
Οι τέχνες παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ζήτημα τοπικό, είναι ένα από τα πράγματα που ευτυχώς με κάποιο τρόπο εξακολουθούν να έχουν χαρακτηριστικά τοπικότητας, τα οποία παρόλο τον πολιτισμό του internet και την τεράστια διάδοση άπειρου πολιτιστικού προϊόντος μέσω του διαδικτύου, η ζωντανή εμπειρία εξακολουθεί να είναι αναντικατάστατη. Επομένως η απάντηση νομίζω πως είναι πάντα πιο περίπλοκη από τις εύκολες αλήθειες των αφορισμών. Θεωρώ πλέον πως στις μέρες μας το κοινό έχει πολύ μεγαλύτερη πρόσβαση σε σημαντικά έργα τέχνης Ακόμη και μέσα από τα social media με έναν επιφανειακό τρόπο –γιατί από την επιφάνεια ξεκινά κανείς για να πάει προς τα μέσα, οπότε είναι σημαντική στιγμή η επαφή με την επιφάνεια των πραγμάτων– υπάρχει μεγαλύτερη διάδοση. Υπάρχει ένας μεγαλύτερος κύκλος των “μυημένων” για να επανέλθουμε στον Μπρεχτ.
Το ζήτημα όμως δεν είναι ποσοτικό, γιατί σίγουρα υπάρχει ένα μεγαλύτερο κοινό. Δεν μπορώ να ακούω να “κλαίνε” για τις προηγούμενες γενιές που ήτανε καλύτερα, που είχανε μεγαλύτερη αγάπη για τις τέχνες και τα λοιπά, διότι η προσφορά ήταν απείρως μικρότερη στο χώρο μας. Ας σκεφτούμε πως έχει πολλαπλασιαστεί η προσφορά και όχι υποχρεωτικά με τρόπο που απέχει της ουσίας. Δεν βρίσκω γιατί το σημερινό Εθνικό Θέατρο είναι χειρότερο από το Εθνικό Θέατρο της δεκαετίας του ’80 που γνώρισα εγώ ή το Κρατικό Θέατρο της δεκαετίας του ’80. Tα πράγματα έχουν προχωρήσει πολύ. Αυτό που πρέπει πάντα να αναρωτιόμαστε είναι με ποιο τρόπο μπορούμε να προσφέρουμε κάτι, πως μπορούμε να είμαστε ουσιαστικοί και απαραίτητοι και αυτό είναι ένα ερώτημα που θα πρέπει να το απαντάμε κάθε φορά, σε κάθε στροφή, γιατί οι μάχες κερδίζονται αλλά πρέπει να κερδίζονται συνέχεια αυτό είναι η μοίρα και η κατάρα του χώρου των τεχνών. Πάρα πολύ εύκολα ξεχνάμε γιατί είναι απαραίτητες, πάρα πολύ εύκολα μπορούμε να τις αντικαταστήσουμε με εύκολα ψυχαγωγικά εύπεπτα συμβάντα για να θυμηθούμε και τον Μπρεχτ. Είναι μια διαρκής μάχη.»
Πως αισθάνεστε που επιστρέφετε στο Πανεπιστήμιο και στη διδασκαλία;
«Αισθάνομαι πολύ ωραία, γιατί με έναν τρόπο επιστρέφω σε μία συνθήκη από την οποία ξεκίνησα, επιστρέφω σε ένα καινούργιο τμήμα, το Τμήμα Παραστατικών και Ψηφιακών Τεχνών της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και ανήκω στην πρώτη φουρνιά μελών ΔΕΠ που διορίζονται στο Τμήμα. Μου αρέσει η ιδέα ότι ξεκινάω και πάλι κάτι καινούργιο, όπως και στην Εναλλακτική Σκηνή, αυτή τη φορά βεβαίως πια σε μια ομάδα, σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο, σε μια πολύ λιγότερο ιεραρχημένη συνθήκη, κάτι το οποίο ομολογώ ότι μου έλειψε. Η ζωή των καλλιτεχνικών οργανισμών, δυστυχώς, χαρακτηρίζεται έτσι από μία πυραμιδική ιεραρχία, που είναι στη βάση του αντικαλλιτεχνική. Είναι ωραίο να επιστρέφω σε μια πιο συνεργατική συνθήκη και φυσικά με την επαφή με τους φοιτητές που είναι πάντα μία πηγή έμπνευσης και δύναμης. Εύχομαι να καταφέρω να προσφέρω κάτι ουσιαστικό σε νέους ανθρώπους, έχω πια μεγαλώσει κι εγώ, δεν είμαι πια ο νέος καθηγητής που ήμουν πριν, έχουν περάσει 17 χρόνια από την πρώτη φορά που μπήκα σε πανεπιστημιακή αίθουσα ως καθηγητής το 2005 και νομίζω ότι ναι είναι μια πολύ θελκτική συνθήκη αυτή τη στιγμή.»
Φωτογραφίες: Από το αρχείο του Αλέξανδρου Ευκλείδη.