Αμμόχωστος, ένα ταξίδι στον χρόνο
Η συγκλονιστική εξομολόγηση ενός Κυπρίου που αντίκρυσε το σπίτι του ξανά
Λέξεις: Νίκος Θεοδοσίου
Την Άνοιξη του 2003, η Τουρκοκυπριακή διοίκηση των κατεχομένων, αποφάσισε να ανοίξει τα οδοφράγματα στο πλαίσιο των μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Την πρώτη μέρα πέρασαν στα κατεχόμενα πολύ λίγοι, τη δεύτερη περισσότεροι, την τρίτη δημιουργήθηκε τεράστια ουρά ήδη από το προηγούμενο βράδυ. Όσοι επέστρεφαν μετέφεραν ανάμεικτες εμπειρίες. Άλλοι βρήκαν στα σπίτια τους φιλόξενους ανθρώπους άλλοι βρήκαν επιθετικούς Τούρκους έποικους που τους περίμεναν, κυριολεκτικά ορισμένες φορές, με το δίκαννο. Εμείς τις πρώτες μέρες διστάζαμε, δεν ξέραμε εάν έπρεπε να πάμε στην Αμμόχωστο ή όχι.
Μετά από μια βδομάδα το αποφασίσαμε. Ξεκίνησα εγώ με την αδελφή μου να πάμε στο σπίτι μας. Μικρά παιδιά είμασταν όταν φύγαμε, εγώ στα 12 και η αδελφή μου στα 9. Το σπίτι μας λίγα μέτρα έξω από την περίκλειστη πόλη, την «πόλη φάντασμα». Όταν φτάσαμε, σταματήσαμε στην απέναντι πλευρά του δρόμου, αμήχανοι μη ξέροντας πως να κάνουμε το επόμενο βήμα. Απ’ την αμηχανία μας έβγαλε μια κυρία που βγήκε απ’ το σπίτι μας και μας πλησίασε. “Is this your house?” μας ρώτησε. Απαντήσαμε καταφατικά. Τότε, με χαρά και ενθουσιασμό μας φώναξε, “Come, come. Welcome.” Στο μπαλκόνι του σπιτιού μας περίμενε και ο άντρας της. Και αυτός μας υποδέχθηκε ένθερμα. Σας περιμέναμε, μας είπαν. Γιατί δεν ήρθατε πιο νωρίς;
Σαστίσαμε από την υποδοχή. Δεν το περιμέναμε. Στην καλύτερη περίπτωση περιμέναμε να συναντήσουμε ανθρώπους που θα μας υποδέχονταν καχύποπτα και επιφυλακτικά. Είχαμε μάθει από μικρά παιδιά να αντιμετωπίζουμε τους Τούρκους σαν εχθρούς μας. Αυτοί όμως φαίνονταν καλοί άνθρωποι.
Αμέσως πήραν τηλέφωνο τα παιδιά τους να ‘ρθουν να μας γνωρίσουν. Μέχρι τότε, μας είπαν και για την δική τους πικρή ιστορία. Τουρκοκύπριοι, από την Πάφο. Είχαν παντρευτεί το ’63 και το πρώτο βράδυ του γάμου τους τα δικά μας τα «μπουμπούκια» τους έκαψαν το σπίτι. Από θαύμα γλύτωσαν. Περιφέρονταν για χρόνια, ώσπου με την ανταλλαγή πληθυσμών τους πήγαν στην Αμμόχωστο.
Τους ρωτήσαμε με αγωνία εάν βρήκαν κάτι στο σπίτι, κάποιο αναμνηστικό, κάποιο κειμήλιο απ’ αυτά που αφήσαμε όταν φύγαμε κατατρεγμένοι μόλις ξεκίνησε η δεύτερη εισβολή. Ξέραμε ήδη, ότι μετά την κατάληψη της Αμμοχώστου η πόλη είχε μείνει ακατοίκητη για έναν χρόνο. Στο διάστημα αυτό, οι εισβολείς λεηλάτησαν τα πάντα. Ότι δεν μπορούσαν να μεταφέρουν ή δεν τους ενδιέφερε το έκαιγαν στη μέση του δρόμου. Μας το επιβεβαίωσαν. Δεν υπήρχε τίποτα. Εκείνη τη στιγμή, επιστρέφει η σύζυγος με ένα άλμπουμ με φωτογραφίες στο χέρι. Μόνο αυτό βρήκαμε, είπε, πεταμένο στον κήπο. Προφανώς τους έπεσε όταν το μετέφεραν με όλα τα υπόλοιπα, για να τα κάψουν.
Ήταν ότι πιο πολύτιμο μπορούσαμε να βρούμε. Φωτογραφίες απ’ τα παιδικά μας χρόνια, απ’ τον γάμο των γονιών μας, από συγγενείς και φίλους. Το βρήκαν στον κήπο και το κράτησαν 30 χρόνια για να το δώσουν στους ιδιοκτήτες του, όταν και εάν ποτέ τους συναντήσουν. Το είχαν μελετήσει. Προσπαθούσαν να καταλάβουν την σύνθεση της οικογένειας από τα πρόσωπα που εμφανίζονταν πιο συχνά. Μόλις μας είδε η κυρία στον δρόμο, μας αναγνώρισε. Είχαμε πλέον, πάνω-κάτω, την ηλικία που είχαν οι γονείς μας στις φωτογραφίες.
Συγκινηθήκαμε απ’ το απρόσμενο δώρο. Ο πατέρας μου είχε πάθος με τη φωτογραφία. Είχαμε πάντα τις πιο σύγχρονες, για την εποχή, φωτογραφικές μηχανές και άπειρες φυσικά φωτογραφίες. Είχαμε μέχρι και βιντεοκάμερα και μικρές ταινίες από την εποχή που είμασταν μικρά παιδιά! Χάθηκαν όλα. Μας είχε μείνει μόνο μια φωτογραφία που είχαμε δώσει σε μια θεία μας και έτσι σώθηκε. Μια μόνο φωτογραφία, απ’ τις εκατοντάδες που είχαμε. Και ξαφνικά, ένα ολόκληρο άλμπουμ.
Δεν ξαναπήγαμε απ’ το 2003. Ήταν πολύ περίεργο. Πριν ένα μήνα, ένας φίλος επισκέφθηκε την Αμμόχωστο, πέρασε απ’ το σπίτι μας και μας έστειλε φωτογραφίες. Το σπίτι μας, είναι ακόμα σε πολύ καλή κατάσταση, σε αντίθεση με άλλα σπίτια στη γειτονιά και στην πόλη, που έχουν μισογκρεμιστεί. Ο κήπος μας πλούσιος και ολάνθιστος. Οι τριανταφυλλιές μας (εκεί ήταν και τότε, ίσως και να είναι οι ίδιες) θεόρατες. Νιώθεις ότι μυρίζεις το γιασεμί ακόμα και μέσα απ’ τη φωτογραφία.
Περίεργη εντύπωση, ανάμικτα συναισθήματα. Νοιώθεις μια ικανοποίηση ότι κάποιος φροντίζει το σπίτι που γεννήθηκες και μεγάλωσες. Νοιώθεις όμως και αγανάκτηση, θυμό και απογοήτευση, που αυτός ο κάποιος δεν είσαι εσύ ή η οικογένεια σου, αλλά κάποιος που εισέβαλε βίαια και σ’ έδιωξε.
Δεν ξέρω εάν μένουν ακόμα οι ίδιοι άνθρωποι εκεί. Εάν δεν είναι οι ίδιοι, ίσως να είναι τα παιδιά τους γιατί το σπίτι δέχεται την ίδια φροντίδα και σεβασμό. Σίγουρα κάθονται και αυτοί, όπως και εμείς τα ζεστά βράδια του καλοκαιριού στη βεράντα απολαμβάνοντας την ησυχία της νύχτας και το μεθυστικό άρωμα του γιασεμιού.
Ο πατέρας μας έφυγε τον περασμένο Νοέμβριο και έχασε την ευκαιρία να γυρίσει στο σπίτι του. Να δούμε εάν θα τα καταφέρουμε ποτέ εμείς. Είμαστε όμως η τελευταία γενιά που έχει αναμνήσεις απ’ τα κατεχόμενα. Το οφείλουμε στην πόλη, στην πατρίδα μας και κυρίως στα παιδιά μας, να κρατήσουμε τις αναμνήσεις αυτές ζωντανές.
*Ο Νίκος Θεοδοσίου είναι καθηγητής στο ΑΠΘ