Ανακάλυψε τα γλυπτά της πόλης: «Λάμπρος Κορομηλάς» του Νίκου Περαντινού
Η Θεσσαλονίκη τον τιμά με μια προτομή που βρίσκεται στο πάρκο Ξαρχάκου απέναντι από το Βασιλικό Θέατρο.
Στέκουν δίπλα μας, τα προσπερνάμε, πολλές φορές μπορεί να μην παρατηρούμε καν την ύπαρξη τους. Είναι τα αγάλματα, οι προτομές και οι εικαστικές συνθέσεις της πόλης και αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της. Πολλά από αυτά είναι τόσο γνωστά που έγιναν σήμα κατατεθέν της Θεσσαλονίκης, όπως το άγαλμα του Βενιζέλου, οι Ομπρέλες του Ζογγολόπουλου, το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Κάποια είναι πιο σύγχρονα, κάποια λιγότερο γνωστά, μερικά είναι πολυφωτογραφημένα, άλλα έχουν αφεθεί και παρακμάζουν. Στέκουν δίπλα σε μεγάλους δρόμους και πλατείες, ακίνητα, και μας διηγούνται ιστορίες από την πόλη.
Ο Λάμπρος Κορομηλάς έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στο Μακεδονικό Ζήτημα αλλά και αργότερα στους Βαλκανικούς πολέμους που οριστικοποίησαν την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Για τον λόγο αυτό η Θεσσαλονίκη τον τιμά με την οδό Προξένου Κορομηλά που περνάει μπροστά από το τότε προξενείο, σημερινό μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, και με μια προτομή του που βρίσκεται στο πάρκο Ξαρχάκου απέναντι από το Βασιλικό Θέατρο. Είναι έργο του γλύπτη Νίκου Περαντινού, φτιαγμένο από λευκό μάρμαρο, τοποθετημένο σε μαρμάρινη βάση και απεικονίζει τον Κορομηλά με επίσημο ένδυμα.
Ο Λάμπρος Κορομηλάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1854 και πέθανε στη Νέα Υόρκη το 1923. Ήταν δευτερότοκος γιος του εκδότη Ανδρέα Κορομηλά. Σπούδασε στο Παρίσι, όπου και ανακηρύχθηκε διδάκτωρ των οικονομικών και πολιτικών επιστημών. Όταν επανήλθε στην Ελλάδα, ανέλαβε τη διεύθυνση του εκδοτικού οίκου του πατέρα του και αργότερα το Εθνικό Τυπογραφείο. Έλαβε μέρος στη Κρητική επανάσταση του 1896, καθώς και στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Από το 1897 μέχρι το 1899, διετέλεσε γενικός γραμματέας του υπουργείου Οικονομικών. Το 1904 τοποθετήθηκε πρόξενος στη Φιλιππούπολη και τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους τοποθετήθηκε Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη, μέχρι το καλοκαίρι του 1907, όταν επίμονα ζητήθηκε η ανάκλησή του, τόσο από τον ίδιο τον Σουλτάνο, όσο και από τις Μεγάλες Δυνάμεις, θεωρούμενος ως υπαίτιος του τορπιλισμού του περίφημου συμμαχικού σχεδίου της Μυρτσέγης. Παρά ταύτα, ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ τον προήγαγε σε Πρέσβη και τοποθετήθηκε στην Πρεσβεία της Ελλάδος στις ΗΠΑ, στην Ουάσιγκτον. Λέγεται πως η ιδέα ανάπτυξης συνοικισμών ελληνικού χαρακτήρα, όπως της Αστόρια, ήταν ιδέα του Λ. Κορομηλά. Το 1910, όταν επανήλθε στην Ελλάδα, παραιτήθηκε του διπλωματικού σώματος και αναμίχθηκε με την πολιτική, όπου αναδείχθηκε βουλευτής και ανέλαβε υπουργός Οικονομικών στη κυβέρνηση Βενιζέλου.
Ο γλύπτης Νίκος Περαντινός, οι γονείς του οποίου κατάγονταν από την Πάρο, γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Το 1941, διορίστηκε μόνιμος γλύπτης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας, εγκατέλειψε όμως τη θέση αυτή το 1947 για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Παρίσι. Το 1949, το έργο του «Ολυμπία» βραβεύθηκε με χάλκινο μετάλλιο στο Παρισινό Σαλόνι των Γάλλων Καλλιτεχνών. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1951 και ανέλαβε και πάλι την παλιά θέση του στο Αρχαιολογικό Μουσείο, όπου εργάστηκε για την αναστήλωση αρχαίων γλυπτών. Το 1974 ίδρυσε ιδιωτική σχολή γλυπτικής στην Πάρο στην οποία μαθήτευαν δωρεάν οι νέοι του νησιού. Ο Νίκος Περαντινός σ’ όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής πορείας του παρέμεινε ανθρωποκεντρικός καλλιτέχνης, ο οποίος, ακολουθώντας τα εξιδανικευμένα πρότυπα της αρχαιοελληνικής γλυπτικής, προσέδιδε με ρεαλιστικό δυναμισμό στις ανθρώπινες μορφές του το πνεύμα της αρχαίας ελληνικής πλαστικής.