Ανακαλύψτε τα γλυπτά της πόλης: Γκόνος Γιώτας του Δ. Καλαμάρα

Στο τέρμα της αγίας Σοφίας στην Άνω πόλη με τις όμορφες πλατείες, στη πλατεία Ρομφέη (Κουλέ Καφέ ή Κρίσπου) βρίσκεται η προτομή του Γκόνου Γιώτα - Ποια είναι όμως η ιστορία του;

Γιώργος Τσιτιρίδης
ανακαλύψτε-τα-γλυπτά-της-πόλης-γκόνος-719426
Γιώργος Τσιτιρίδης

Στέκουν δίπλα μας, τα προσπερνάμε, πολλές φορές μπορεί να μην παρατηρούμε καν την ύπαρξη τους. Είναι τα αγάλματα, οι προτομές και οι εικαστικές συνθέσεις στης πόλης και αποτελούν αναπόσπαστό κομμάτι της. Πολλά από αυτά είναι τόσο γνωστά που έγιναν το σήμα κατατεθέν της Θεσσαλονίκης όπως το άγαλμα του Βενιζέλου, οι ομπρέλες του Ζογγγολόπουλου, το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Κάποια είναι πιο σύγχρονα, κάποια λιγότερο γνωστά μερικά είναι πολυφωτογραφιμένα άλλα έχουν αφεθεί και παρακμάζουν. Στέκουν δίπλα σε μεγάλους δρόμους και πλατείες ακίνητα και μας διηγούνται ιστορίες από την πόλη.

Στο τέρμα της αγίας Σοφίας στην Άνω πόλη με τις όμορφες πλατείες, στη πλατεία Ρομφέη (Κουλέ Καφέ ή Κρίσπου) βρίσκεται η προτομή του Γκόνου Γιώτα. Ονομάστηκε Ρομφέη από τον Μακεδονομάχο καπετάν Ρομφέη που ο σουλτάνος τον είχε διορίσει επιθεωρητή της Ρούμελης για να πολεμήσει τον Αλή Πασά, όταν εκείνος σήκωσε μπαϊράκι. Στις διηγήσεις των κατοίκων είναι συνδεδεμένη με το έθιμο της αυγομαχίας, όπου νέοι χριστιανοί από τις κάτω ενορίες του κέντρου ανέβαιναν στην ενορία της Μονής Βλατάδων για να τσουγκρίσουν αυγά το Πάσχα. Απώτερος σκοπός τους να γνωρίσουν τα κορίτσια της γειτονιάς που είχαν φήμη για την ομορφιά και τη νοικοκυροσύνη τους και παρακολουθούσαν τις αυγομαχίες. Οι συστάσεις γινόντουσαν με «ραβασάκια».

Σε μια άκρη της πλατείας βρίσκεται η προτομή του Μακεδονομάχου Καπετάν Γκόνο Γιώτα που φιλοτέχνησε το 1954 ο γλύπτης Δημήτρης Καλαμάρας. Φτιαγμένη από λευκό μάρμαρό επάνω σε μαρμάρινο βάθρο παρουσιάζει τον Γκόνο Γιώτα με την στολή του και έναν σταυρό περασμένο στο λαιμό. Αντίγραφο του έργου υπάρχει στην πλατεία Γκόνου Γιώτα που φέρει το όνομά του στην πόλη των Γιαννιτσών το οποίο τοποθετήθηκε την ίδια χρονιά με αυτό της Θεσσαλονίκης από τον Φλωρινιώτη γλύπτη Δημήτρη Καλαμάρα.

Ο Γεώργιος (ή Γκόνος) Γιώτας (βουλγάρικα: Гоно Йотов) (1880 – 12 Φεβρουαρίου 1911) ήταν σλαβόφωνος Μακεδονομάχος οπλαρχηγός. Καταγόταν από τον σήμερα εγκαταλελειμμένο οικισμό Πλουγκάρ (Λουδίας) και έζησε και έδρασε αρκετά χρόνια στα Γιαννιτσά. Από το 1900 ως το 1904 πολέμησε με την ΕΜΕΟ. Ξεκίνησε τη δράση του με την ελληνική πλευρά στο βάλτο, τον Οκτώβριο του 1904, σαν οδηγός της ομώνυμης λίμνης και βοήθησε στην επιστροφή έξι χωριών από την Βουλγαρική Εξαρχία στο Πατριαρχείο. Ίσως ο σημαντικότερος μαχητής την περίοδο του Μακεδονικού αγώνα στην Κεντρική Μακεδονία, στο πιο νευραλγικό σημείο: το Βάλτο των Γιαννιτσών. Η δράση του έγινε θρύλος και του προσδόθηκαν τα προσωνύμια «στοιχειό του Βάλτου» και «θεριό του Βάλτου».

Γεννήθηκε στο Πλουγκάρ ή Πλούγαρ των Γιαννιτσών, έναν ερειπωμένο σήμερα οικισμό μεταξύ Γαλατάδων, Καρυώτισσας και Αγίου Λουκά, που το 1927 μετονομάστηκε Λουδίας.

Ήταν σλαβόφωνος και πρώτος ξάδερφος του Βούλγαρου κομιτατζή βοεβόδα Αποστόλ Πέτκωφ. Από μικρός, εργάζονταν μαζί με τον πατέρα του Βασίλειο Γιώτα και τον μικρότερο αδελφό του Κωνσταντίνο Γιώτα (επίσης Μακεδονομάχους), στους αγρούς της Μονής Αγίου Λουκά, στο χωριό Βρέζι (Άγιος Λουκάς), δίπλα στο Βάλτο. Από μικρός, ανήλικος ακόμα, χειρίζονταν τα όπλα, αφού πολλές φορές χρησιμοποιούνταν από τον πατέρα του ως ένοπλος φρουρός των κτημάτων στον Άγιο Λουκά.

Ο Γκόνος ήταν πανθομολογουμένως η σημαντικότερη προσωπικότητα από την ελληνική πλευρά στην περιοχή του Βάλτου και ο μόνος που παρέμεινε στην περιοχή για τεσσεράμισι χρόνια. Όταν στις 12 Φεβρουαρίου του 1911 ο Γκόνος Γιώτας σκοτώθηκε σε επιχείρηση του Οθωμανικού στρατού, πολλοί ήταν εκείνοι που κατηγόρησαν, το γιατρό Αντωνάκη και τον Απόστολο Ματόπουλο, ότι αυτοί ενημέρωσαν τις Οθωμανικές αρχές για την παρουσία του Γκόνου στο Νησί Ημαθίας.

Οι Ελληνικές αρχές για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, φυγάδευσαν τον Απόστολο Ματόπουλο στις ΗΠΑ (θεωρώντας ότι η ενέργειά του ήταν προϊόν παραπλάνησης), ενώ τον ιατρό Αντωνάκη τον εκτέλεσαν ως επικίνδυνο για την Ελληνική υπόθεση

Ο γλύπτης Δημήτρης Καλαμάρας σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών ζωγραφική με τους Δημήτριο Μπισκίνη, Επαμεινώνδα Θωμόπουλο και Ουμβέρτο Αργυρό και γλυπτική με τον Μιχάλη Τόμπρο. Συνέχισε στις Ακαδημίες Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας (1954-1957) και της Ρώμης (1958-1961).

Το 1958 εγκατέστησε το πρώτο εργαστήριο χαλκοχυτικής στη Σχολή Καλών Τεχνών, ενώ από το 1969 ως το 1985 υπήρξε καθηγητής στην έδρα της γλυπτικής, εισάγοντας και τη συστηματική διδασκαλία θεωρητικών κειμένων.

Παρουσίασε το έργο του σε ατομικές εκθέσεις, καθώς και σε αναδρομική που οργανώθηκε το 1995 από την Εθνική Πινακοθήκη. Έλαβε επίσης μέρος σε ομαδικές, μεταξύ των οποίων Πανελλήνιες, η Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας του 1961, όπου κέρδισε το Χρυσό Μετάλλιο, και η Μπιενάλε του Σάο Πάολο το 1979.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ τα υπόλοιπα κείμενα της στήλης «Ανακάλυψε τα γλυπτά της πόλης

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα