Αγγελική Δαρλάση ”Από Μακριά”: To παραμύθι για να ξορκίσεις τους φόβους

Ένα βιβλίο για το Ολοκαύτωμα των Ρομά, το ρατσισμό και τις προκαταλήψεις.

Κωνσταντίνα Καδέρη
αγγελική-δαρλάση-από-μακριά-to-παραμ-805646
Κωνσταντίνα Καδέρη

Πόσες φορές έχουμε πιάσει τον εαυτό μας να κοιτά «από μακριά»; Να φοβάται να κάνει έστω και ένα βήμα για να πλησιάσει…το «διαφορετικό»; Σε μια προσπάθεια να μικρύνει την απόσταση, η συγγραφέας Αγγελική Δαρλάση γράφει ένα παιδικό παραμύθι που απευθύνεται σε παιδιά χωρίς διακρίσεις δίνοντας παράλληλα ένα μάθημα στους «μεγάλους» αναγνώστες προτρέποντας τους να μάθουν να κοιτάνε «από κοντά».

Είναι η ιστορία της Άλη. Του αλλιώτικου, διαφορετικού και απόμακρου κοριτσιού. Εκείνου που έχει μάθει να υπομένει και να επιμένει στη ζωή. Η Άλη έχει κάτι το ξεχωριστό. Ένα τραγούδι που συνοδεύει ολόκληρη την ύπαρξη της και ένα πράσινο μαντίλι με μαύρα ανεστραμμένα τρίγωνα που μαρτυρά τη ταυτότητα της. Γι’ αυτή θα χρειαστεί να υπομείνει την απόρριψη, τον ρατσισμό και θα μένει να κοιτά από μακριά τα άλλα παιδιά. Όπως έκαναν και οι πρόγονοι της, οι οποίοι υπέφεραν ένα ολόκληρο Ολοκαύτωμα που για χρόνια έμενε θαμμένο στην ιστορία.

Το Ολοκαύτωμα των Ρομά, παρέμενε ξεχασμένο και άγνωστο για πολλά χρόνια, μιας και μόλις το 1978 η Γερμανία αναγνώρισε και παραδέχτηκε τις διώξεις των τσιγγάνων κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το αποτέλεσμα αυτών των διώξεων στοίχισε τη ζωή σε παραπάνω από 500.000 ανθρώπους. Μόλις το 2015 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ανακύρηξε τη 2α Αυγούστου ως Παγκόσμια Ημέρα Μνήμης Ολοκαυτώματος των Ρομά.

Στις αρχές του μηνός τιμήθηκε η έκτη επέτειος του Ολοκαυτώματος και το παιδικό παραμύθι «Από Μακριά» μοιάζει πιο επίκαιρο από ποτέ. Πενήντα έξι σελίδες είναι αρκετές για να μιλήσουν για τον ρατσισμό και τις προκαταλήψεις μέσα από την αθώα παιδική ματιά.

«Γράφω επειδή δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Είναι ο τρόπος μου, όχι μόνο να εκφράζομαι, αλλά βασικά να επικοινωνώ με τους άλλους γύρω μου. Να μοιράζομαι όσα με απασχολούν και όσα πιστεύω: την ομορφιά της διαφορετικότητας, τη γοητεία των παιδικών μας χρόνων, την ανάγκη για δικαιοσύνη, κοινωνική ισότητα, τη μοναδικότητα της ανθρώπινης ζωής∙ την ανάγκη που έχουμε όλοι μας να ακούμε και να λέμε όμορφες, με τέχνη ειπωμένες, ανθρώπινες ιστορίες. Την ανάγκη να είμαι ειλικρινής απέναντι στον εαυτό μου και στους άλλους» έχει παραδεχθεί η συγγραφέας στο παρελθόν, δίνοντας έτσι τη πιο ωραία αφορμή να ξεκινήσει η συνέντευξη που παραχώρησε η ίδια στη Parallaxi ενόψει της πρόσφατης κυκλοφορίας του αναφερόμενου βιβλίου.

Το 2020 κυκλοφόρησε το νέο σας παιδικό βιβλίο με τίτλο «Από μακριά». Πως η κατάσταση που προκάλεσε η πανδημία επηρέασε την κυκλοφορία του βιβλίου αλλά και εσάς ως συγγραφέα;

«Νομίζω πως ενδυναμώθηκε ακόμη περισσότερο η εσωστρέφεια και η τάση μου να… κρύβομαι από τις πολλές κοινωνικές συναναστροφές, ενώ, τι οξύμωρο, ταυτόχρονα η ανάγκη μου να συνυπάρχω και να αλληλοεπιδρώ έγινε επιτακτική και η μη ικανοποίηση αυτής την ανάγκης σχεδόν βασανιστική. Μου έλειψαν οι άνθρωποι, τα όσα θεωρούσαμε αυτονόητα – τα φιλιά, οι αγκαλιές, οι συναθροίσεις. Νομίζω ότι συνειδητοποίησα ακόμη βαθύτερα, όπως και τόσοι άλλοι, του πόσο βαθιά κοινωνικά και πολιτικά όντα είμαστε, πόσο ανάγκη έχουμε ο ένας τον άλλον.

Η σχεδόν ανύπαρκτη κοινωνική ζωή και οι πιο ήσυχοι ρυθμοί της καθημερινότητας θεωρητικά μού έδωσαν περισσότερο χρόνο για περίσκεψη και αφοσίωση στη συγγραφική μου δουλειά, όμως πιστέψτε με δεν μπορούσα να τον αξιοποιήσω όπως θα περίμενε κανείς (ή έστω όπως εγώ τουλάχιστον θα ήθελα). Η ανησυχία για το τι συμβαίνει γύρω μου, τι συμβαίνει με τους συνανθρώπους μου, τους φίλους και γνωστούς μου συχνά με κατέβαλε. Και όταν είχα την ατυχία να νοσήσω, μα και, ταυτόχρονα, την τύχη να νοσήσω ελαφριά συνειδητοποίησα από πρώτο χέρι τι σημαίνει να μην είσαι μόνος, τι σημαίνει να έχεις ανθρώπους να σε νοιάζονται και πολιτεία που οφείλει να μεριμνά για τους πολίτες της.

Είναι γερό ταρακούνημα αυτό που ζούμε, πιστεύω, σε πολλά επίπεδα: υπαρξιακό, συναισθηματικό, κοινωνικοπολιτικό. Καλούμαστε να επαναπροσδιορίσουμε αξίες και αρχές και να αυτοπροσδιοριστούμε σε σχέση μ’ αυτές.

Τώρα σε σχέση με την κυκλοφορία του βιβλίου… Αυτό που και πάλι έλειψε ήταν η ανθρώπινη επαφή, οι δια ζώσης εκδηλώσεις. Η ενέργεια της συνύπαρξης μας στον ίδιο χώρο είναι αναντικατάστατη.»

Ο ρατσισμός και οι προκαταλήψεις είναι οι κύριοι θεματικοί πυλώνες του βιβλίου. Γιατί επιλέξατε να αναδείξετε αυτά τα κοινωνικά φαινόμενα μέσα από τη κοινότητα των Ρομά;

«Δεν ήταν στις αρχικές προθέσεις μου. Δεν ξεκίνησα, δηλαδή, λέγοντας θα γράψω μια ιστορία για τους Ρομά. Μια ιστορία πόλης με φόντο ένα βαρετό, μελαγχολικό καλοκαίρι που καταλήγει να είναι μαγικό ήθελα να γράψω, μιλώντας ταυτόχρονα για θέματα που συχνά επανέρχονται στα βιβλία μου: τη διαφορετικότητα και τις προκαταλήψεις. Όταν , λοιπόν, μέσα από τη συγγραφική διαδικασία ανακάλυψα τα σχετικά με το Ολοκαύτωμα των Ρομά συγκλονίστηκα κι ένιωσα βαθιά την ανάγκη να μιλήσω για το θεριό του ρατσισμού μέσω της δικής τους περίπτωσης.

Οι Ρομά διαχρονικά στην Ιστορία – με ρίζες που ξεκινούν ήδη από τον Μεσαίωνα – έχουν υποστεί ρατσισμό και διώξεις και το Ολοκαύτωμα μοιάζει να είναι το φρικιαστικό αποκορύφωμα των δεινών τους. Όμως όλα αυτά δεν μας είναι γνωστά. Νομίζω πως οι περισσότεροι ιδέα δεν έχουμε, όπως ελάχιστα ήξερα κι εγώ προτού ασχοληθώ με το συγκεκριμένο θέμα».

Πως εμπνευστήκατε την Άλη; Είναι μια ηρωίδα που υπήρχε εξ αρχής στο μυαλό σας πριν διαμορφωθεί η τελική ιδέα για το βιβλίο ή δημιουργήθηκε υπό διαφορετικές συνθήκες;

«Η Άλη ήταν εξαρχής ένα κορίτσι διαφορετικό από τα υπόλοιπα παιδιά της ιστορίας μου – τα «συνηθισμένα» παιδιά. Ένιωθα όμως ότι πέρα από την όποια διαφορετικότητά της – στους τρόπους, την εμφάνιση, την συμπεριφορά- είχε κι ένα βαθύτερο προσωπικό μυστικό, κάτι σαν καλά κρυμμένο τραύμα ∙ αρχικά όμως δεν μπορούσα να το βρω και να το κατανοήσω.

Μόνο όταν άρχισα να την φαντάζομαι ως Ρομά, τότε άρχισα να την καταλαβαίνω καλύτερα. Και μόνο όταν ψάχνοντας τι θα μπορούσαν να λένε τα λόγια του τσιγγάνικου τραγουδιού που τραγουδούσε κι έψαξα να βρω τι λένε οι στίχοι του «Gelem Gelem» (τραγούδι που πολύ αγαπούσα και αγαπάω και ανακάλυψα ότι πρόκειται για τον εθνικό ύμνο των Ρομά με στίχους που αναφέρονται στο Ολοκαύτωμα), μόνο τότε μου αποκαλύφτηκε πραγματικά και πλήρως η μορφή της. Τότε ολοκληρώθηκε ως ηρωίδα.

Γιατί ναι, είχα δίκιο, η μελαγχολία της, το μυστικό που κουβαλούσε, δηλαδή η γενοκτονία των Ρομά, το «ξεχασμένο Ολοκαύτωμα» ήταν πράγματι κάτι πολύ βαρύ για τους ώμους ενός παιδιού και αναφερόταν επιπλέον και σε ένα συλλογικό τραύμα . Δεν σας κρύβω ότι συγκλονίστηκα όταν το ανακάλυψα. Και την αγάπησα ακόμη περισσότερο».

Πως ήταν η συνεργασία σας με τον εικονογράφο Βασίλη Κουτσογιάννη, οποίος επιμελήθηκε τις εικόνες του βιβλίου; Τι χρειάστηκε για να αποτυπωθεί ο κόσμος της Άλης έτσι ακριβώς όπως τον οραματιστήκατε;

«Το όραμά μου τελειώνει εκεί που σταματάνε κάθε φορά οι λέξεις μου. Θέλω να πω ότι σ’ αυτές είναι που επενδύω. Στην ιδεολογία, την κοσμοθεωρία αλλά και την ατμόσφαιρα κι αισθητική που φέρουν και κουβαλούν. Κι ελπίζω πως θα εμπνεύσουν ανάλογα και τον/την εκάστοτε συνεργάτη/ιδα εικονογράφο. Αν δεν συμβεί τότε είναι, εν μέρει, και δική μου ευθύνη – έτσι το αντιλαμβάνομαι, έχοντας βέβαια ως δεδομένο ότι συνεργάζομαι πάντα με εξαιρετικούς/ές εικονογράφους.

Έτσι συνέβη και με τον Βασίλη Κουτσογιάννη ο οποίος παρά το νεαρό της ηλικίας του – ή, καλύτερα, κι εξαιτίας του νεαρού της ηλικίας του – πέρα από ευσυνείδητος επαγγελματίας, ταλαντούχος καλλιτέχνης και ωραίος άνθρωπος, είναι ένας δημιουργός με ενσυναίσθηση, διαίσθηση και ισχυρή καλλιτεχνική άποψη και σίγουρα έχουμε να δούμε εξαιρετικά πράγματα από αυτόν και στο μέλλον.

Δεν χρειάστηκε να πούμε πολλά μεταξύ μας. Μόνο τα απολύτως απαραίτητα και περισσότερο πραγματολογικά. Κατάλαβε κι αισθάνθηκε αμέσως τις λέξεις μου, μπήκε στον κόσμο μου και μετά με κάλεσε να μπω εγώ στον δικό του. Κι οι δυο μαζί δημιουργήσαμε, λοιπόν, αυτό τον τόσο ξεχωριστό, κατά τα λεγόμενα των αναγνωστών ως τώρα, κόσμο του “Από μακριά”».

«Αρχίσαμε να τη φοβόμαστε να μένουμε μακριά της. Ὀλο και πιο μακριά» ενώ «εκείνη, η Άλη, σιωπηλή μας κοιτούσε πάντα με τα έκπληκτα και παραπονεμένα της μάτια. Από μακριά». Ο δικός μας κόσμος κοιτάζει «από μακριά» ή ο κόσμος των Ρομά;

«”Takes two to tango” όπως λέει και το ομώνυμο τραγούδι. Και νομίζω ότι εδώ κι αιώνες χορεύουμε έναν ιδιότυπο χορό, που καθόλου δεν μοιάζει με τάνγκο, από… μακριά, και χωρίς δυστυχώς ουσιαστική διάθεση να χορέψουμε μαζί αναγνωρίζοντας κι αποδεχόμενοι τους διαφορετικούς βηματισμούς και ρυθμούς μας. Όμως νομίζω ότι η μεγαλύτερη ευθύνη είναι δική μας – δεδομένου ότι εμείς είμαστε εκείνοι που μη αποδεχόμενοι τη διαφορετική κουλτούρα τους στραφήκαμε εξαρχής εναντίον τους κι εξακολουθούμε να θέλουμε ή να μας βολεύει δε ξέρω,  να παραμένουν στο περιθώριο – και να κοιταζόμαστε… από μακριά».

«Κλείσαμε φοβισμένοι τα μάτια μας. Άραγε τι θα της έκαναν αν την έπιαναν. Δεν θ’ αντέχαμε να το δούμε». Πιστεύετε ότι «οι μεγάλοι» αντιλαμβανόμαστε πως δημιουργούμε καταστάσεις που τα παιδιά δεν μπορούν να αντέξουν;

«Όχι και είμαι απόλυτη σε αυτό. Αν το αντιλαμβανόμασταν, ή πιο σωστά αν θέλαμε να το αντιληφθούμε, ο κόσμος θα ήταν καλύτερος. Εδώ δεν αντιλαμβανόμαστε ότι σύμφωνα και με όσα κάνουμε, για τα οποία χρόνια τώρα προειδοποιούν οι επιστήμονες, καταστρέφουμε ουσιαστικά τον πλανήτη, κερδοσκοπούμε εις βάρος των παιδιών μας, παίζουμε στα ζάρια το μέλλον των αγέννητων παιδιών. Οι ευθύνες ημών των ενηλίκων είναι τεράστιες για όσα δεν μπορούν τα παιδιά ν’ αντέξουν αλλά και για όσα κι εμείς δεν μπορούμε και δεν θα έπρεπε ν’ αντέχουμε».

«Το ίδιο κιόλας βράδυ, το σκάσαμε απ’ τα ανοιχτά παράθυρα και τρέξαμε στο Λούνα Παρκ. Να παραφυλάξουμε. Να δούμε με τα ίδια μας τα μάτια όσα μας είχε περιγράψει. Και είδαμε…». Η δυσπιστία ως προς το «άλλο», το διαφορετικό, που η μια γενιά κληροδοτεί στην επόμενη, μπορεί να μετριαστεί;

«Φυσικά και μπορεί. Κι ευτυχώς αυτό το βλέπουμε σε πολλές σύγχρονες κοινωνίες εδώ και καιρό. Όπως ευτυχώς ανάλογα δείγματα βλέπουμε και στην ελληνική κοινωνία –αν και παραμένει βαθιά συντηρητική. Οι μετακινήσεις πληθυσμών, οι πολυπολιτισμικές κοινωνίες, η καθημερινή επαφή με τον άλλον όσο διαφορετικός κι αν μας φαίνεται, αναγκαστικά μας καλούν να οικειοποιηθούμε αυτό που μέχρι πρότινος θεωρούσαμε ξένο – αρκεί να μην έχουμε παρωπίδες και να μην θέλουμε αυτές τις παρωπίδες να τις φορέσουμε και στα παιδιά μας. Άλλωστε χάρη και στο διαφορετικό, και τους εκάστοτε εκφραστές και φορείς του, προχώρησε ο ανθρώπινος πολιτισμός».

«Να δεις που θα έρθει το πρώτο βράδυ του καλοκαιριού μαζί με τους πλανόδιους και το Λούνα Παρκ τους, Για να ζήσουμε και πάλι ένα μαγικό καλοκαίρι… κι εκείνη η σκέψη μας παρηγόρησε». Τελικά τι είναι η ελπίδα για τον κόσμο μας, τον δικό μας κόσμο αλλά και το κόσμο των Ρομά;

«Μα η έμπρακτη αποδοχή της διαφορετικότητας. Ο αλληλοσεβασμός και η αλληλοκατανόηση. Και, φυσικά, τα παιδιά και οι νέοι. Η δύναμη που έχει η απενοχοποιημένη σε πολλά, σε σχέση με μας, ματιά τους. Η ειλικρίνεια, η εντιμότητα, η αλληλεγγύη που εμπράκτως δείχνουν, το θάρρος – ακόμη και το θράσος τους. Η φύσει δυνατότητά τους να βλέπουν δίχως παρωπίδες και ταμπέλες, χωρίς προκαταλήψεις, ν’ αντιλαμβάνονται το νέο που έχουμε ανάγκη. Αν μπορούσαμε να τα αφήσουμε να γίνουν οδηγοί μας τότε ναι, έχουμε ελπίδα. Χρειαζόμαστε ένα, επί της ουσίας, ταρακούνημα από τις κακές συνήθειες μας. Κι αν δεν μας ταρακουνήσουν οι νέοι τότε ποιος;».

Μπορεί ένα βιβλίο παιδικής λογοτεχνίας να κάνει πιο γνωστό και ίσως να επιφέρει αλλαγές στο θέμα του Ολοκαυτώματος των Ρομά ή όπως αναφέρετε προς το τέλος του βιβλίου «του άγνωστου ολοκαυτώματος»;

«Ειλικρινά δεν ξέρω να σας πω. Όμως ας πούμε ότι ελπίζω να αποτελέσει αφορμή για υγιείς και γόνιμους διαλόγους και προβληματισμούς ανάμεσα σε μικρούς και μεγάλους. Για ευαισθητοποίηση, έστω και λίγο, σε σχέση με την «κοινοτοπία του κακού» για να επικαλεστώ την Χάνα Άρεντ ∙ για το ότι , δηλαδή, μπορεί οι κακοί της ιστορίας να μην είναι κάποια τέρατα, αλλά να είμαστε εμείς οι απλοί, συνηθισμένοι άνθρωποι «της διπλανής πόρτας» που αναπαράγουμε άκριτα και αβασάνιστα στερεότυπα που μας οδηγούν να χάνουμε την ανθρωπιά μας και οδήγησαν την ανθρωπότητα στον όλεθρο. Για περισυλλογή σε σχέση με την ατομική ευθύνη στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης.

Πιστεύω, ξέρετε, πολύ στη δύναμη που έχουν τα μικρά σπόρια που φυτεύουμε ή που αφήνουμε να τα παρασύρει ο άνεμος και απιθώνοντάς τα στο χώμα εκείνα βγάζουν ρίζες και βλασταίνουν και μεταμορφώνουν την καμένη γη. Και πιστεύω πως ο καθένας και η καθεμία μας από το μετερίζι του/της μπορεί να συνεισφέρει το δικό του/της μερτικό προκειμένου να γίνουν, έστω μικρές, αλλαγές – που πολλές μαζί θα φέρουν και μεγάλες».

Γιατί γράψατε αυτό το βιβλίο; Ποιο είναι «το ηθικό δίδαγμα» της ιστορίας;

«Δεν πίστεψα ποτέ μου στα ηθικά διδάγματα. Ήμουν πάντα επιφυλακτική σε όσους μου κουνούσαν και κουνάνε το δάχτυλο θέλοντας να με διδάξουν, ειδικά σε θέματα ηθικής – έχω καταλήξει ότι είναι συνήθως οι μεγαλύτεροι υποκριτές.

Άλλωστε έτσι όπως εγώ το αντιλαμβάνομαι και το εισπράττω, η τέχνη σε κάθε της έκφραση και μορφή, αν κάτι επιδιώκει ίσως να είναι το να προβληματίσει, να ευαισθητοποιήσει, να επικοινωνήσει, να μοιραστεί και μέσω της επικοινωνίας και του μοιράσματος είναι που αλλάζουμε οι άνθρωποι.

 Το “Από μακριά” το έγραψα θέλοντας να ξορκίσω δικές μου ανησυχίες και φόβους. Να εκφράσω την αγωνία μου για το ρατσισμό που ώρες ώρες έχω την αίσθηση ότι και πάλι θεριεύει – ίσως επειδή ποτέ δεν καταφέραμε στην πραγματικότητα να το σκοτώσουμε αυτό το θεριό. Ήθελα να τα μοιραστώ με ειλικρίνεια όλα αυτά, όπως έχω μάθει να κάνω τόσα χρόνια με τις ιστορίες μου.

Κι επειδή, εντέλει, δεν είναι το παρελθόν εκείνο που, νιώθω αφόρητα να με στοιχειώνει ∙ το μέλλον είναι. Στο μέλλον νιώθω ότι χρωστάω. Και ίσως σ’ αυτό θα έπρεπε να νιώθουμε ότι χρωστάμε – όλοι μας».

Δείτε επίσης:

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα