Άνοιξε ο ασκός του Αιόλου, ας αρπάξουμε την ευκαιρία!
Ο κ. Παναγιώτης Γατέας, Δικηγόρος και Ιδρυτικό μέλος της ΠΑ.Β.Ε.Γ. με αφορμή την χιονοστιβάδα καταγγελιών μάς παρουσιάζει τη νομική διάσταση του ζητήματος και με το βλέμμα στο μέλλον προτείνει κινήσεις για να διορθωθούν οι παραλείψεις του παρελθόντος
Συνέντευξη στην Σοφία Κωνσταντινίδου
Το τελευταίο χρονικό διάστημα η κοινή γνώμη καθημερινά γίνεται δέκτης σωρείας επώνυμων καταγγελιών – και μάλιστα από πρόσωπα με ευρεία αναγνωρισιμότητα στον τομέα δράσης τους – για περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης ή ψυχοσωματικής βίας, που αντιμετώπισαν στο πρόσφατο ή απώτερο παρελθόν.
Ο κ. Παναγιώτης Γατέας, Δικηγόρος και Ιδρυτικό μέλος του Σωματείου Παρέμβαση Ενάντια στη Βία και στην Εκμετάλλευση της Γυναίκας (ΠΑ.Β.Ε.Γ.), με αφορμή την χιονοστιβάδα καταγγελιών μάς παρουσιάζει τη νομική διάσταση του ζητήματος και με το βλέμμα στο μέλλον προτείνει κινήσεις για να διορθωθούν οι παραλείψεις του παρελθόντος!
Η Ολυμπιονίκης Σοφία Μπεκατώρου δημοσιοποιώντας την προσωπική της υπόθεση άνοιξε το δρόμο και καθημερινά στη δημοσιότητα βγαίνουν παρόμοιες μαρτυρίες. Γιατί το εν λόγω φαινόμενο συμβαίνει σε αυτή την έκταση τώρα;
«Πράγματι η αρχή έγινε με τις δημόσιες καταγγελίες, σε ανύποπτη στιγμή, της κ. Σοφίας Μπεκατώρου. Πέραν όμως από τη σημασία και τη βαρύτητα καθεαυτής της καταγγελίας, αξίζει να προσέξουμε και την αντίφαση που το περιστατικό αυτό αποκάλυψε: Το ζήτημα της σεξουαλικής παρενόχλησης ή της ενάσκησης σωματικής ή ψυχολογικής βίας, στη χώρα μας δεν είναι σημερινό, αντίθετα είναι διαχρονικό. Μετά τις αποκαλύψεις Μπεκατώρου έρχονται στην επιφάνεια σωρεία αντίστοιχων καταγγελιών και μάλιστα επωνύμως, σε βαθμό, που ουδέποτε άλλοτε στο παρελθόν είχε συμβεί στη χώρα μας, σαν η κοινωνία μας να ήταν ήδη ώριμη να σπάσει το κοινωνικό απόστημα, παρά ταύτα όμως, εάν δεν υπήρχε το τυχαίο γεγονός της καταγγελίας Μπεκατώρου, θα συνέχιζε να το κρύβει επιμελώς. Συνεπώς το σύνολο των καταγγελιών, των οποίων όλοι γινόμαστε σήμερα δέκτες αλλά και του προβλήματος που αναδεικνύουν, οφείλονται μεν σε ένα τυχαίο συμβάν, θα ήταν όμως προτιμότερο για μία Συντεταγμένη Πολιτεία, που στοχεύει στην προάσπιση του Κράτους Πρόνοιας και των αναπαλλοτρίωτων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, να θέτει εκείνη θεσμικά το πλαίσιο και τους όρους, που οι πολίτες με ασφάλεια να καταγγέλλουν το πρόβλημά τους και να διεκδικούν το δίκαιό τους και όχι αυτό να συμβαίνει επ’ αφορμή τυχαίων γεγονότων».
Αυτή η εξέλιξη μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία ώστε να σπάσει οριστικά το πέπλο της σιωπής που διαιωνίζει το πρόβλημα;
«Ο αντίκτυπος όλων αυτών των καταγγελιών υπογραμμίζει την αξία της κοινωνικής ευθύνης και του αυτοσεβασμού, μπορεί όμως να αποτελέσει σημείο αναφοράς και σε θεσμικό επίπεδο για την Πολιτεία, ώστε να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικότερα το φαινόμενο της εκμετάλλευσης και της ενάσκησης βίας μεταξύ ανθρώπων, ιδίως όταν μεταξύ τους υφίσταται σχέση επαγγελματικής ή άλλης εξάρτησης. Φοβάμαι όμως, ότι όπως ακριβώς εξελίσσεται η διαχείριση του φαινομένου της πληθώρας των καταγγελιών σήμερα, όχι μόνο αποπροσανατολιζόμαστε από την ουσία του προβλήματος αλλά αδυνατούμε να αντιληφθούμε και την πραγματική έκτασή του».
Τί εννοείτε; Με ποιον τρόπο συμβαίνει αυτό και γιατί;
«Κάθε καταγγελία αποτελεί την ενσυνείδητη επιλογή του εκάστοτε ανά περίπτωση συνανθρώπου μας να βγει από την ευκολία της ανωνυμίας του συνόλου και να αναλάβει το προσωπικό βάρος της ευθύνης που του αναλογούσε η επιλογή του αυτή, υποδεικνύοντας παράλληλα ανά περίπτωση τον υπαίτιο της σε βάρος της καταγγελλόμενης συμπεριφοράς. Προέκυψαν λοιπόν επωνύμως καταγγέλλοντες και καταγγελλόμενοι, όπως και συγκεκριμένες καταγγελλόμενες συμπεριφορές, μεταξύ όμως αυτών, πλην ελαχίστων υποθέσεων, (και για διαφορετικούς λόγους ανά περίπτωση), δεν υπήρξε επίκληση της αρωγής του Νόμου, δια των αρμοδίων εντεταλμένων οργάνων του, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα ενδελεχούς διερεύνησής τους, να μπορεί η κάθε εμπλεκόμενη πλευρά να επιβεβαιώσει ή να αποκρούσει με αποδεικτικό υλικό τα καταγγελλόμενα και συνεπώς στο τέλος να αποδειχθεί με ευθύνη ότι υπάρχει, (ή όχι), η ανάγκη απόδοσης ευθυνών, από τον φυσικό δικαστή. Αντιθέτως, στην πράξη αυτό που τελικά συμβαίνει, μετά από κάθε νέα καταγγελία, είναι, ότι, αντί να υπάρχει η σχετική διερεύνησή της, μέσα από τον αναγκαίο ποινικό ή πειθαρχικό έλεγχο, να αναγορεύονται τιμητές και κριτές υπολήψεων, χαρακτήρων και γεγονότων, που προφανώς και αγνοούμε πολλοί από εμάς που αποτελούμε την κοινή γνώμη, οι οποίοι χάριν στην ανωνυμία και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιλέγουμε επιπόλαια να χλευάζουμε, ή ακόμη και να δικάζουμε πρόσωπα είτε μέσα από το πληκτρολόγιο του υπολογιστή μας ή στα πλαίσια των συναναστροφών μας».
Πώς στην πράξη δηλαδή ο Νόμος θα μπορούσε αποτελεσματικά να επιληφθεί επί αυτών των καταγγελιών;
«Καταγγέλλων και καταγγελλόμενος, με την αρωγή πάντα ο καθένας του νομικού παραστάτη του και κάτω από το υπάρχον νομικό πλαίσιο, που είναι σαφές και έχει προβλεφθεί για να τηρεί τις ίδιες αποστάσεις προς κάθε πλευρά, αρχικά στα πλαίσια της προανακριτικής διαδικασίας, που προηγείται, στα ανακριτικά γραφεία, πολλώ δε μάλλον ενώπιον των Δικαστηρίων, εφόσον κριθεί από την προανάκριση αναγκαία η επ’ ακροατηρίω διαδικασία, έχει τη δυνατότητα να τεκμηριώσει ή να καταρρίψει τις επίμαχες κατηγορίες. Συνεπώς μέσα από μία ενδελεχή διαδικασία, που προβλέπουν οι δικονομικές διατάξεις και το ουσιαστικό δίκαιο, ακόμη και αν χρειαστεί να υπάρξει ανώτερος βαθμός δικαιοδοσίας, με τη χρήση ενδίκων μέσων, ο Νόμος προβλέπει την ασφαλή διάγνωση των εκάστοτε καταγγελιών και άρα στο τέλος την απόδοση (ή μη) ευθυνών. Σε κάθε περίπτωση σωρευτικά ή διαζευκτικά υπάρχει και η δυνατότητα αναζήτησης πειθαρχικών ευθυνών σε βάρος του καταγγελλόμενου, εφ’ όσον αυτό είναι συμβατό με τις περιστάσεις. Αντίθετα η επιλογή της μη χρήσης της νομικής οδού, πρέπει όλοι να γνωρίζουμε ότι:
– Δεν θα επιφέρει καμία τιμωρία σε κανέναν πραγματικό δράστη και συνεπώς, όχι μόνο δεν θα υποστεί αυτός ποτέ τις συνέπειες της συμπεριφοράς του αλλά θα παραμένει πάντα εν δυνάμει κίνδυνος να την επαναλάβει και σε άλλα άτομα.
– Ακριβώς λόγω της έλλειψης απόδειξης και τιμωρίας της καταγγελλόμενης συμπεριφοράς του, ο θύτης θα μπορεί να στραφεί εκείνος δικαστικά κατά της καταγγέλλουσας, επικαλούμενος δήθεν συκοφαντική δυσφήμησή του από την καταγγελία της, που δεν αποδείχθηκε ποτέ και έτσι όχι μόνο αυτός να παραμείνει ατιμώρητος αλλά και η καταγγέλλουσα, που στην πραγματικότητα ήταν το θύμα της κακοποίησης, να καταστεί εκείνη υπόλογος έναντι του Νόμου.
– Θεμελιώδης αρχή του νομικού μας πολιτισμού αποτελεί το «In dubio pro reo», δηλαδή μέχρι κάποιος να κριθεί ένοχος από τον φυσικό δικαστή του σε μία δίκαιη δίκη, συνεχίζει να ισχύει γι αυτόν το τεκμήριο της αθωότητας. Αυτό σημαίνει, ότι από μόνη της η καταγγελία δεν δημιουργεί ενόχους, θα έπρεπε όμως να αποτελεί την αφετηρία, για να τους αποκαλύψει και να οδηγήσει στην προβλεπόμενη εκ του Νόμου τιμωρία τους. Μέχρι όμως να επιλέξει ο καταγγέλλων να συμβεί αυτό, επειδή ακριβώς υπάρχει το τεκμήριο της αθωότητας του κάθε κατηγορούμενου, δεν πρέπει να αποτελέσει δεδομένο το φαινόμενο να γαλουχείται η κοινή γνώμη με τη λογική της Ρωμαϊκής Αρένας στην κατεύθυνση της ηθικής εξόντωσης υπολήψεων και ανθρώπων.
– Η επιλογή της χρήσης της νομικής οδού για τα ζητήματα αυτά θα εμπεδώσει στον καθένα από εμάς το αίσθημα εμπιστοσύνης στην έννομη τάξη, η οποία με τη σειρά της λειτουργώντας πάντα στο προκαθορισμένο κανονιστικό πλαίσιό της, θα αρχίσει να αποτελεί το αυτονόητο σημείο αναφοράς καθενός που θα ήθελε να φέρει στο φως την καταγγελία του. Με τον τρόπο αυτό και ουσιαστικά θα θωρακιστεί η κοινωνία μας από τη μάστιγα αυτών των φαινομένων αλλά και στην πράξη θα αναδειχθεί η συνείδηση του αλληλέγγυου πολίτη στα φαινόμενα κάθε είδους κακοποίησης συνανθρώπου μας και όχι το πρότυπο του αμήχανου δέκτη πληροφοριών».
Είναι επαρκές το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο να αντιμετωπίσει τα φαινόμενα που καταγγέλλονται και να ενδυναμώσει το αίσθημα δικαίου στους πολίτες;
«Η 25χρονη συστηματική ενασχόλησή μου με ζητήματα, όπως η βία και η εκμετάλλευση των γυναικών, (ενδοοικογενειακή βία, trafficking, σεξουαλική παρενόχληση κλπ), είτε ως μάχιμος δικηγόρος στις δικαστικές αίθουσες, είτε ως Ιδρυτικό μέλος του Σωματείου Παρέμβαση Ενάντια στη Βία και στην Εκμετάλλευση της Γυναίκας (ΠΑ.Β.Ε.Γ.), με συμμετοχή σε Νομοπαρασκευαστικές Επιτροπές και συνεργασία με τον Ξενώνα Κακοποιημένων Γυναικών του Δήμου της Αθήνας, με οδηγεί αβίαστα να σας απαντήσω, ότι πράγματι το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο έχει σημεία, που χρήζουν βελτίωσης και ανάγκης να εκσυγχρονιστεί στην κατεύθυνση της γρηγορότερης απονομής της δικαιοσύνης, χωρίς να απεμπολήσει όμως τον αυτονόητο προσανατολισμό του, που δεν είναι άλλος από τον σεβασμό στα θεμελιώδη δικαιώματα του πολίτη, με σκοπό την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Εξάλλου εχθρός του καλού είναι το καλύτερο. Παρά ταύτα όμως και μέχρι να συμβεί αυτό, πρέπει να τονιστεί, ότι το υπάρχον νομικό πλαίσιο είναι ικανό να επιληφθεί και να διαγνώσει με ασφάλεια δικαίου κάθε σχετική καταγγελία».
Το ότι οι καταγγελίες προέρχονται από γνωστά πρόσωπα του δημόσιου βίου θα βοηθήσει;
«Το γεγονός αυτό οπωσδήποτε προσδίδει ακόμα πιο σημαντική διάσταση στο ζήτημα. Οι προσωπικότητες αυτές, σαν σημαία αναφοράς στον χώρο που δραστηριοποιούνται, μπορούν εύκολα να αποτελέσουν αντίστοιχα πρότυπα προς μίμηση στον οποιονδήποτε από εμάς να ενεργήσει με το ίδιο θάρρος, αλλά και γιατί η δική τους επιλογή υπογραμμίζει ότι η κάθε είδους παρενόχληση ή κακοποίηση δεν κάνει διακρίσεις, ούτε τις χαρακτηρίζει προκαθορισμένο πρότυπο θύτη ή θύματος. Θα ήταν όμως σκόπιμο στο σημείο αυτό να αναδειχθεί ο εξής προβληματισμός:
Ποια θα ήταν άραγε η ανταπόκριση της κοινής γνώμης ή και των ίδιων των ΜΜΕ, εάν οι αντίστοιχες καταγγελίες δεν προέρχονταν από τις προβεβλημένες προσωπικότητες, αλλά από τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας, μία ανώνυμη νοικοκυρά, μία/έναν εργαζόμενη/ο στον ιδιωτικό ή στον δημόσιο τομέα, ένα/μία φοιτητή/τρια; Θα απασχολούσε στην ίδια έκταση τον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο η δική τους καταγγελία, ώστε να πάρει τη διάσταση, που της αξίζει και να αποτελέσει εκείνη πρότυπο για όλους εμάς; Φοβάμαι ότι η μέχρι τώρα εμπειρία μας από αντίστοιχα παραδείγματα δεν αφήνει περιθώριο για μία θετική απάντηση και δεν μένει παρά να συμφωνήσουμε ότι η ανάδειξη των συγκεκριμένων καταγγελιών είναι βεβαίως μία θετική αρχή. Επειδή όμως αποτελούν την κορυφή ενός σύνθετου προβλήματος με πολλές προεκτάσεις (κοινωνικές, νομικές κλπ), πρέπει να αποτελέσουν και την αφετηρία εκ μέρους όλων μας, κυρίως όμως της σύγχρονης Πολιτείας, να αντιμετωπίσει θεσμικά το πρόβλημα αυτό με το βλέμμα στο μέλλον και με διάθεση να διορθώσει αγκυλώσεις ή παραλείψεις του παρελθόντος. Με τον τρόπο αυτό, η ανάδειξη και η διαχείριση τέτοιων συμπεριφορών από οποιονδήποτε συμπολίτη μας και αν προέρχεται, (επώνυμο ή μη), μέχρι να οδηγηθεί στη διάγνωση και στην ενδεχόμενη τιμωρία τους από τα εντεταλμένα όργανα, να είναι άμεση και με τρόπο, που να προστατεύεται από την αναπόφευκτη ψυχολογική πίεση, που αυτές επιφέρουν».
Πιο συγκεκριμένα, ποιες είναι οι προτάσεις σας;
α. Ενδεικτικά δημιουργία εξειδικευμένων κέντρων ή υπηρεσιών, με την πρωτοβουλία και υπό τον έλεγχο της Πολιτείας, οι οποίες να στελεχώνονται από το αναγκαίο επιστημονικό προσωπικό, (ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς κλπ), που στην πράξη να στηρίζει ψυχολογικά τον καθένα, είτε που θα ήθελε να ξεπεράσει τους φόβους του και να πάρει την πρωτοβουλία να κάνει μία συγκεκριμένη καταγγελία είτε που ήδη τη δημοσιοποίησε και αντιμετωπίζει την πίεση και τη φόρτιση των συνεπειών της.
β. Ειδική εκπαίδευση στους αστυνομικούς και εν γένει στους ανακριτικούς υπαλλήλους, που έρχονται σε επαφή με τους καταγγέλλοντες και επιλαμβάνονται των καταγγελιών τους σε κάθε στάδιό διερεύνησής τους.
γ. Συστηματική καμπάνια ανάδειξης του ζητήματος της παρενόχλησης ή της ενάσκησης βίας κατά συνανθρώπου μας, σε όλες τις μορφές της, με σειρά πρωτοβουλιών και δράσεων από την Πολιτεία, τους ΟΤΑ αλλά και την ιδιωτική πρωτοβουλία, στα σχολεία, στους χώρους εργασίας, στα ΜΜΕ, σε διάφορα fora κλπ, ώστε, αφενός να υπογραμμιστεί η ανάγκη να σπάσουν οι κρίκοι της αλυσίδας της σιωπής που διαιωνίζει το πρόβλημα και αφετέρου να διατρανωθεί η βούληση, ότι συλλογικά η κοινωνία μας, για κάθε καταγγέλλοντα, (επώνυμο ή όχι), ξεπερνώντας αγκυλώσεις, ενοχικές φοβίες και παραμορφωτικές νοοτροπίες του παρελθόντος, είναι αποφασισμένη να αντιμετωπίσει δραστικά στο εξής το πρόβλημα.
δ. Δημιουργία ειδικού νομικού πλαισίου άλλως εκσυγχρονισμός του ήδη υπάρχοντος, που άπτεται στο επίμαχο ζήτημα, με έμφαση στην ταχύτητα της διερεύνησης των εγερθέντων καταγγελιών και στην απονομή δικαιοσύνης, σε συνδυασμό με την αυστηροποίηση των προβλεπόμενων ποινών, πάντα όμως με σεβασμό στα δικαιώματα των εμπλεκομένων.
Ανάλογο προηγούμενο άλλωστε αποτέλεσε ο Νόμος 3500/2006 περί Ενδοοικογενειακής Βίας, όπως σήμερα ισχύει.