Απευθείας εκτέλεση

Ο Μάιος έφτανε προς το τέλος και οι εξετάσεις ήταν ζήτημα ημερών να ξεκινήσουν. Κάθε χρόνο τέτοια εποχή το 3ο Λύκειο Θεσσαλονίκης οργάνωνε ένα ενδοσχολικό αθλητικό τουρνουά...

Χρήστος Ωραιόπουλος
απευθείας-εκτέλεση-611896
Χρήστος Ωραιόπουλος
Εικόνα αρχείου

Ο Μάιος έφτανε προς το τέλος και οι εξετάσεις ήταν ζήτημα ημερών να ξεκινήσουν. Κάθε χρόνο τέτοια εποχή το 3ο Λύκειο Θεσσαλονίκης οργάνωνε ένα ενδοσχολικό αθλητικό τουρνουά. Όλα τα τμήματα του λυκείου κατέβαζαν μια ομάδα για το μπάσκετ, μια για το βόλεϊ, μια για το ποδόσφαιρο και δημιουργούσαν έτσι ένα μικρό πρωτάθλημα. Φυσικά ένα παιδί με ταλέντο μπορούσε να συμμετέχει σε δύο ομάδες. Και στο ποδόσφαιρο και στο μπάσκετ. Το βόλεϊ αφορούσε αποκλειστικά τις μαθήτριες, οι οποίες εξαιρούνταν από τα άλλα δυο αθλήματα. Στην ουσία επρόκειτο για πρωταθληματάκι μεταξύ των τμημάτων της πρώτης και της δευτέρας λυκείου, αφού τα παιδιά της τρίτης παίζανε για το χαβαλέ, για χαλάρωση, για αποφόρτιση. Το ποδόσφαιρο πάντα τραβούσε όλα τα φώτα, όλα τα κορίτσια και όλη την προσοχή της άτυπης σχολικής δημοσιογραφίας.

Φέτος ο τελικός θα γινόταν σε ένα γήπεδο λίγα λεπτά από το κέντρο, με αληθινό γκαζόν και αξιοπρεπείς εστίες, όχι πραγματικών διαστάσεων, αλλά σίγουρα ένα γήπεδο καλύτερο από την τσιμεντένια αυλή του σχολείου και τα αυτοσχέδια τέρματα με κώνους και μπουφάν.

Ο τελικός ήταν υπόθεση αποκλειστικά της δευτέρας λυκείου. Βήτα ένα κόντρα στο βήτα δύο. Αυτό συνέβη λόγω του Γιώργου Άρλατζη, μαθητή του βήτα ένα, γνωστού τερματοφύλακα του νεανικού τμήματος γνωστής ομάδας της Θεσσαλονίκης, αλλά και του αντίστοιχου της Εθνικής μας ομάδας, και του Πέτρου Παπαϊωάννου, μαθητή του βήτα δύο και ταλαντούχο επιθετικού με διάσημο για την ηλικία του πόδι -επίσης- γνωστής ομάδας της πόλης, αιώνια αντίπαλης με αυτή του Άρλατζη. Κι όπως ήταν φυσικό μεταξύ τους υπήρχε μια κόντρα. Για την μπάλα, για το θαυμασμό, για τα χειροκροτήματα.

Ο μεν οδήγησε την ομάδα του στον τελικό έχοντας φάει μόνο ένα γκολ σε έξι παιχνίδια, ο δε σημειώνοντας δώδεκα τέρματα, αλλά κανένα στον Άρλατζη.

Όλο το σχολείο -συνδυάζοντας τον τελικό με μια εκδρομή στη φύση- περίμενε την έναρξη του παιχνιδιού, τρώγοντας πατατάκια, ρουφώντας χυμούς, φλερτάροντας μάταια και καπνίζοντας κρυφά. Οι μαθητές είχαν μοιραστεί στη μέση και κανένας δεν παρέμενε ουδέτερος. Όπως ήταν φυσικό, το κάθε τμήμα υποστήριζε την ομάδα του και οι υπόλοιποι ανάλογα με την προτίμησή τους ανάμεσα στον Αρλατζή και τον Παπαϊωάννου ή της ομάδας που έπαιζε ο καθένας, διάλεγαν μεριά. Οι δύο αρχηγοί έκοβαν και έραβαν εντός και εκτός γηπέδου και είχαν πάνω τους όλα τα φώτα και τα βλέμματα. Τα δικά τους διασταυρώνονταν συχνά με έναν ανταγωνισμό, ικανό να γεννήσει μίσος. 

Το πρώτο ημίχρονο κύλησε με αρκετή ένταση. Τόσο στις κερκίδες, όσο και στο γκαζόν. Σκληρά μαρκαρίσματα από όλους, αφού η κόντρα των δύο αρχηγών είχε γίνει προσωπική υπόθεση του κάθε μαθητή-παίκτη. Φράσεις που ακροβατούσαν μεταξύ συνθήματος και σκληρής εξύβρισης, μια εκτόξευση ενός σφραγισμένου χυμού που άνοιξε στον αγωνιστικό χώρο. Ο Άρλατζης έδιωχνε με σχετική άνεση όποια προσπάθεια έβρισκε τέρμα, σε βαθμό που δημιουργούσε τρομερό εκνευρισμό στους αντιπάλους, ενώ ο Παπαϊωάννου επιδιδόταν σε εντυπωσιακές ντρίμπλες και μακρινά σουτ που καθήλωναν τους πάντες, αλλά όχι τον φύλακα Άρλατζη. Το ημίχρονο έληξε χωρίς τέρμα.

Αποδυτήρια δεν υπήρχαν, οπότε οι ομάδες συγκεντρώθηκαν μακριά η μια από την άλλη σε δυο άκρες υπό τις οδηγίες των δυο προπονητών-αρχηγών-ηγετών τους. Το βήτα ένα θα συνέχιζε το παιχνίδι που έκανε πάντα, δηλαδή ο Άρλατζης θα απέκρουε τα πάντα μέχρι να βγουν τα πνευμόνια των αντιπάλων και να σκάσουν. Τότε είτε θα εκμεταλλεύονταν την κούρασή τους με μια καλή αντεπίθεση ή θα κέρδιζαν με μαθηματική ακρίβεια τον αγώνα στα πέναλτι. Το βήτα δύο από την άλλη ήταν πολύ εκνευρισμένο με το μέχρι τώρα παιχνίδι του και ήθελε κάτι να αλλάξει. Ο Παπαϊωάννου ζήτησε περισσότερη ατομική πίεση στην άμυνα και απ’ τους αμυντικούς να ανεβαίνουν πιο ψηλά. Ένα πιο επιθετικό παιχνίδι. Μετά από εμψυχώσεις, βρισιές και δυνατά χειροκροτήματα οι παίκτες επέστρεψαν για το δεύτερο ημίχρονο.

Ο ρυθμός παρέμενε ο ίδιος και στο δεύτερο μισό, με τη ζυγαριά των προσπαθειών να γέρνει τώρα ελαφρώς προς το βήτα ένα. Σε ένα σουτ, όμως, που κυριολεκτικά τράνταξε το δοκάρι του βήτα δύο, η μπάλα επέστρεψε σχεδόν στο κέντρο και ο Παπαϊωάννου κάνοντας ένα δύσκολο και συνάμα μαγικό κοντρόλ πέταξε με τη μια τη μπάλα μπροστά και έφυγε στην αντεπίθεση, ενώ ο Άρλατζης φώναζε οδηγίες στους αμυντικούς. Ένας ξεχασμένος ογκώδης μπακ ήρθε με φόρα και κλάδεψε με ένα σκληρό τάκλιν τον Παπαϊωάννου, ο οποίος έπεσε και σύρθηκε στο γκαζόν για λίγα μέτρα.

Αν και θα μπορούσε να ζητήσει εντόνως το λόγο, αφού ο ογκώδης μπακ διακινδύνευσε ενδεχομένως και την καριέρα του, ο Παπαϊωάννου δεν είπε τίποτα. Λες και διαισθανόταν κάτι, σώπασε. Σηκώθηκε, σήκωσε τις κάλτσες του, έτριψε λίγο τη γάμπα και το καλάμι του, έφτυσε μερικές φορές κάτω και ετοιμαζόταν να εκτελέσει το φάουλ που κέρδισε. Λίγα μέτρα από την περιοχή του Άρλατζη.

Ο Άρλατζης ξέροντας ότι ο Παπαϊωάννου είχε καλό πόδι φώναξε στους αμυντικούς του τις ακριβείς θέσεις που έπρεπε να πάρουν στο τείχος, ενώ επιστράτευε όλη του την αλαζονεία για να αποκρούσει το σουτ. Ο Παπαϊωάννου έστησε τη μπάλα με την τρύπα για τη βαλβίδα να τον κοιτάει. Έτσι λένε ότι παίρνει καλά φάλτσα. Πήγε μερικά βήματα πίσω. Έφτιαξε ξανά τις κάλτσες τους και έριξε μια τελευταία χλέπα πριν την εκτέλεση. Πήρε φόρα και χτύπησε με φάλτσο την μπάλα, η οποία εκτοξεύτηκε στροφάροντας σαν τη γη με αρκετή δύναμη. Πέρασε πάνω από το τείχος και φαινόταν να έχει κατεύθυνση προς το γάμα, λίγο πιο πάνω, όμως, από όσο χρειαζόταν. Ο Άρλατζης προσπαθούσε μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου να τη ζυγίσει στον αέρα, για να πέσει σωστά. Η μπάλα λίγο πάνω από το τείχος χάρη στη φάλτσα που της είχε δώσει ο Παπαϊωάννου, ενώ φαινόταν να πηγαίνει ψηλά και εξώ, άρχισε μαετσρικά να χαμηλώνει με στόχο τώρα καθαρά το γάμα του Άρλατζη, ο οποίος κάνοντας ένα βήμα πίσω τινάχτηκε προς το αριστερό του γάμα. Το σουτ ήταν κυριολεκτικά άπιαστο. Η μπάλα έγλειψε και φώλιασε γλυκά στα δίχτυα, ενώ το κεφάλι του Άρλατζη προσέκρουσε βίαια στο αριστερό γάμα αφήνοντας έναν αλλόκοτο θόρυβο και το αντίστοιχο σχήμα στο θρυμματισμένο κρανίο του. Ο Άρλατζης σωριάστηκε στο γκαζόν κάνοντας την άσπρη γραμμή κατακόκκινη, ενώ από την πάνω γωνία του δοκαριού σαν μικρά ρυάκια έτρεχαν στο λευκό δοκάρι τα αίματά του. Κατρακυλούσαν προς το γκαζόν, σαν να κάνανε αγώνα ποιο ρυάκι θα φτάσει πιο γρήγορα.

Όλοι είχαν παγώσει μπροστά στο θέαμα και δεν ήξεραν τι να κάνουν. Παρά τη σιγή και τον τρόμο που επικράτησε ο Παπαϊωάννου γεμάτος ικανοποίηση και με ένα ύφος που υποβάθμιζε τους πάντες, πήγε και πήρε τη μπάλα από το τέρμα, σκουπίζοντας με τη φανέλα του το λίγο αίμα που είχε πέσει πάνω της και την τοποθέτησε στη σέντρα.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα