ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ: Έτσι η Unesco θα πει αντίο στα αρχαία της Βενιζέλου
Η επιχειρηματολογία του Εμπειρογνώμονα της UNESCO/ICOMOS που διαλύει κάθε αμφιβολία ότι αν τεμαχιστούν τα αρχαία της Βενιζέλου δεν θα μπουν ποτέ στον κατάλογο των μνημείων της παγκόσμιας κληρονομιάς.
Πολύς ντόρος έγινε τις τελευταίες μέρες από την πρωτοφανή ανακοίνωση των μελών του ΚΑΣ που προσπάθησαν να δικαιολογήσουν μια αδικαιολόγητη απόφαση. Τον τεμαχισμό και την απόσπαση ενός σπάνιου μνημείου που βρέθηκε ακέραιο. Η καλύτερη απάντηση στα επιχειρήματα τους, με στοιχεία, έρχεται από έναν ειδικό στην ανακήρυξη μνημείων παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την Unesco.
O κ. Αλκιβάδης Πρέπης είναι Δρ. Αρχιτέκτων Μηχανικός, και διατελούσε μέχρι το Σεπτέμβρη 2020 Καθηγητής Ιστορίας Αρχιτεκτονικής και Αποκατάστασης-Επανάχρησης Μνημείων και Ιστορικών Συνόλων στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Είναι επίσης Εμπειρογνώμονας της UNESCO/ICOMOS, και με την ιδιότητα αυτή έχει συμμετάσχει σε πάρα πολλές αποστολές σε όλο τον κόσμο, για να γνωματεύσει για τον τρόπο διαχείρισης μνημείων της UNESCO από τις κυβερνήσεις. Είναι λοιπόν ο πλέον ειδικός επί του θέματος.
Ο κ. Πρέπης συνέταξε «Τεχνική Έκθεση για την διακινδύνευση της αυθεντικότητας και της ακεραιότητας των σημαντικών αρχαιοτήτων που βρέθηκαν στον Σταθμό Βενιζέλου με βάση τα οριζόμενα στις διεθνείς συμβάσεις προστασίας πολιτιστικής κληρονομιάς, τη διεθνή πρακτική και τα κριτήρια της UNESCO», μετά από πρόσκληση του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων και της Κίνησης Πολιτών Θεσσαλονίκης για την Προστασία της Πολιτιστικής Κληρονομίας, η οποία κατατέθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Η έκθεση αυτή είναι η καλύτερη απάντηση σε όσα σαθρά ακούστηκαν εδώ και ένα και πλέον χρόνο.
Αν το σπουδαίο μνημείο που βρέθηκε ακέραιο τεμαχιστεί, αποσπαστεί και επανασυγκολληθεί με όποιον τρόπο αποχαιρετά την αυθεντικότητα και την ένταξη του στα μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς.
Η Έκθεση αποτελείται από επιμέρους κεφάλαια, που ξεκινούν από την ιδιαίτερη σημασία του αρχαιολογικού χώρου και την σχέση του με τα ήδη ενταγμένα στον κατάλογο της UNESCO παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά μνημεία της UNESCO, αναλύουν τις Οδηγίες-Πλαίσιο της UNESCO για την αυθεντικότητα και την ακεραιότητα των μνημείων, περνά σε διεθνή παραδείγματα από το εξωτερικό για μεταφορές μνημείων, σε ποιες περιπτώσεις και για ποιους λόγους έχει συμβεί κάτι τέτοιο, και καταλήγει σχολιάζοντας και την Μελέτη απόσπασης-Επανατοποθέτησης που ενέκρινε το ΚΑΣ τον Σεπτέμβριο 2020.
Τα στοιχεία και τα συμπεράσματα της Έκθεσης πρέπει να προβληματίσουν όλο τον επιστημονικό κόσμο, και σίγουρα θα έπρεπε να απασχολήσουν και τα μέλη του ΚΑΣ.
Ως προς την ιδιαίτερη σημασία και τη μοναδικότητα του αρχαιολογικού χώρου, η Έκθεση του εμπειρογνώμονα αναφέρει:
Το μνημειακό σύνολο του σταθμού Βενιζέλου διαμορφώνεται με άξονα μια λιθόστρωτη κεντρική Λεωφόρο (DECUMANUS MAXIMUS), με κατεύθυνση από τα ανατολικά προς τα δυτικά και από μια κάθετη οδική αρτηρία με κατεύθυνση από βορρά προς νότο (CARDO). O οδικός αυτός άξονας ένωνε την “Κασσανδριώτικη Πύλη” με τη “Χρυσή Πύλη”, και είναι γνωστός ως “Μέση Οδός” στη βυζαντινή περίοδο και ως “Φαρδύς Δρόμος” στους μεταβυζαντινούς και νεότερους χρόνους. Οι οδικοί αυτοί άξονες συνοδεύονται από κατοικίες, εργαστήρια και καταστήματα, που αποτελούν πολύτιμα τεκμήρια της καθημερινής ζωής σε μια διαχρονική πορεία της πόλης.
Ως προς τη σχέση του με τα μνημεία του Καταλόγου της UNESCO, ο κ. Πρέπης αναφέρει:
«Το μνημειακό σύνολο του σταθμού Βενιζέλου διαμορφώνεται με άξονα μια λιθόστρωτη κεντρική Λεωφόρο (DECUMANUS MAXIMUS), με κατεύθυνση από τα ανατολικά προς τα δυτικά και από μια κάθετη οδική αρτηρία με κατεύθυνση από βορρά προς νότο (CARDO). O οδικός αυτός άξονας ένωνε την “Κασσανδριώτικη Πύλη” με τη “Χρυσή Πύλη”, και είναι γνωστός ως “Μέση Οδός” στη βυζαντινή περίοδο και ως “Φαρδύς Δρόμος” στους μεταβυζαντινούς και νεότερους χρόνους. Οι οδικοί αυτοί άξονες συνοδεύονται από κατοικίες, εργαστήρια και καταστήματα, που αποτελούν πολύτιμα τεκμήρια της καθημερινής ζωής σε μια διαχρονική πορεία της πόλης.
Πρόκειται για ένα μοναδικό μνημειακό σύνολο (που χρονολογείται από τον 4ο έως τον 9ο αι. μ.Χ.), το οποίο αποκαλύπτει όχι μόνον τη διάρθρωση του δημόσιου χώρου της Θεσσαλονίκης, αλλά και των βυζαντινών πόλεων εν γένει. Η μοναδικότητά του έγκειται στο μέγεθος της ενιαίας σωζόμενης έκτασης, στον υψηλό βαθμό διατήρησης και στη μνημειακότητα της κλίμακας και του αρχιτεκτονικού του χαρακτήρα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν υφίστανται αντίστοιχα ευρήματα για την οργάνωση του χώρου, ούτε στην ίδια την Κωνσταντινούπολη, αλλά ούτε σε άλλες βυζαντινές πόλεις.»
Ο καθηγητής προτείνει πώς θα έπρεπε να κινηθεί το Υπουργείο Πολιτισμού:
«Το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού θα όφειλε να προτείνει την συμπερίληψή του στην ως άνω εγγραφή της UNESCO και να διαχειριστεί τον αρχαιολογικό χώρο ωσάν να πρόκειται για τμήμα της ως άνω εγγραφής. Η συμπερίληψή του θα συμβάλλει στην ανασύσταση του πλέον ζωντανού τμήματος της βυζαντινής πόλης και της ρυμοτομίας της, δια μέσου του οποίου κατανοείται η ανάπτυξη και τη χωροθέτηση των σωζόμενων μνημείων της πόλης και ο συσχετισμός της αγοράς, των κατοικιών, των εκκλησιών και των αστικών μονών μεταξύ τους. (…)
«Η συμπερίληψη των αρχαιοτήτων του σταθμού Βενιζέλου στον ΚΑΤΑΛΟΓΟ μπορεί να επιτευχθεί με «επέκταση» της υφιστάμενης εγγραφής, για την οποία όμως απαραίτητη προϋπόθεση είναι να πληρούνται δυο βασικοί όροι που θέτει η Επιτροπή Παγκόσμιας Κληρονομιάς: η ακεραιότητα και η αυθεντικότητα του αρχαιολογικού χώρου. Και οι δυο αυτοί όροι, ωστόσο, καταστρατηγούνται και πλήττονται ανεπανόρθωτα με τον τεμαχισμό, την απόσπαση και μεταφορά των αρχαιοτήτων, την πιθανολογούμενη επανασυγκόλλησή τους και την τοποθέτησή τους σε νέο, τεχνητό υπόστρωμα.»
Με βάση την εμπειρία του, ο εμπειρογνώμων αναλύει ακριβώς πώς θα επηρεάσει στην αξιολόγηση της UNESCO η πιθανή απόσπαση και επανατοποθέτηση του αρχαιολογικού χώρου.
Σχετικά με την αυθεντικότητα:
«Κατά την εξέταση της δήλωσης αυθεντικότητας του μνημείου: Ο αρχαιολογικός χώρος θα έχει απωλέσει εξ ορισμού τη δυνατότητα να ικανοποιήσει το κριτήριο της αυθεντικότητας, εφόσον δεν θα εκφράζει πλέον «αληθινά και αξιόπιστα» τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα:
- της μορφής και του σχεδίου, διότι θα έχουν πάψει να είναι τα αρχικά.
- των υλικών και της υπόστασής του. Διότι ασφαλώς θα υπάρξουν – και σε σημαντικό βαθμό λόγω της εύθρυπτης φύσεώς του – σοβαρές απώλειες αρχικού οικοδομικού υλικού και θα έχουν γίνει μεταγενέστερες παρεμβάσεις προκειμένου οι πρώτες να θεραπευθούν. Αυτό εξάλλου θεωρείται βέβαιον και προβλέπεται και από την Αναμορφωμένη Μελέτη Απόσπασης.
- της θέσης και της τοποθεσίας, προφανώς μετά την απόσπαση και επανατοποθέτηση ολόκληρης της έκτασης των αρχαιολογικών ευρημάτων.
- του πνεύματος και συναισθήματος, όπως αναλύεται παρακάτω.»
Σχετικά με την ακεραιότητα:
«Κατά την εξέταση της δήλωσης ακεραιότητας του αρχαιολογικού χώρου:
α) Θα έχει απωλέσει την ακεραιότητά του λόγω απόσπασης ολόκληρης της έκτασης των αρχαιολογικών ευρημάτων από τον φυσικό τους χώρο και επανατοποθέτησής τους σε νέο τεχνητό υπόβαθρο, εφόσον θα έχει υπάρξει συνειδητή λύση της συνέχειας της υλικής τους υπόστασης, καθώς και των διαδοχικών φάσεων (πολιτιστικών διαστρωματώσεων) του μνημείου, και ηθελημένος τεμαχισμός τους.
β) Κατά βεβαιότητα, ως έχων υποστεί ζημιές, δεν θα περιλαμβάνει πλέον όλα τα απαραίτητα αρχικά στοιχεία του που εκφράζουν την Εξαιρετική Καθολική Αξία [Παγκόσμια Μοναδικότητά] του.
γ) Θα έχει υποστεί εργασίες ανακατασκευών-παρεμβάσεων προκειμένου οι ενδεχόμενες ζημιές να αποκατασταθούν, άρα θα πάσχει από «δυσμενείς επιπτώσεις ανάπτυξης».
Σχετικά με τον τρόπο διαχείρισής του από το ελληνικό κράτος (το «σύστημα προστασίας και διαχείρισης», δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο το κάθε κράτος προστατεύει ή όχι τα σημαντικά του μνημεία, αποτελεί κριτήριο αξιολόγησης της UNESCO).
«Κατά την εξέταση του συστήματος προστασίας και διαχείρισης θα αποδειχθεί ότι το υφιστάμενο σύστημα δεν στάθηκε ικανό να εξασφαλίσει στην πράξη την ακεραιότητα και την αυθεντικότητα του μνημείου, παρότι υπήρχε το κατάλληλο νομοθετικό πλαίσιο που υποχρέωνε την κατά χώρα διατήρηση των αρχαιολογικών ευρημάτων και απαγόρευε την απόσπαση και μεταφορά τους (εκτός αδήριτης ανάγκης και εάν δεν υπάρχει άλλος τρόπος προστασίας τους (Ν. 3028/2002 και Διεθνείς Συμβάσεις Προστασίας βλ. παρακάτω). Επομένως μια παρόμοια διαχείριση σύμφωνα με την παρ. 98 των οδηγιών πλαισίου της UNESCO μόνο ως αναποτελεσματική μπορεί να χαρακτηριστεί».
Για το πνεύμα του τόπου και τις άλλες αξίες του αρχαιολογικού χώρου, τις οποίες με διαφορετικό τρόπο πραγματεύονται και τα μέλη του ΚΑΣ στην πρόσφατη επιστολή τους, ο καθηγητής επισημαίνει:
«Η σωστή κατανόηση των μνημείων πρέπει να γίνεται «στον πλήρη πλούτο της αυθεντικότητάς τους», όπως αναφέρεται στο προοίμιο του Χάρτη της Βενετίας. Σύμφωνα με το ντοκουμέντο που συμφωνήθηκε στη διάσκεψη της Νάρα (1994) σχετικά με την αυθεντικότητα (Nara Document on Authenticity, https://www.icomos.org/charters/nara-e.pdf), στην αξιολόγηση ενός μνημείου παίζουν ρόλο όχι μόνο η – συχνά αναφερόμενη- υλική του υπόσταση, αλλά επίσης πρόσθετοι παράγοντες που κυμαίνονται από την αυθεντική μορφή έως το αυθεντικό πνεύμα του τόπου. (…)
Επομένως, το αληθινό και αυθεντικό πνεύμα των μνημείων και των τοποθεσιών συνήθως βρίσκει έκφραση μόνο ως συνδυασμός με ένα συγκεκριμένο μέρος, ένα χώρο που περιλαμβάνει το συγκεκριμένο περιβάλλον που το γέννησε και στο οποίο τώρα βρίσκεται ή, ακόμη, υπήρξε κάποτε στο παρελθόν – αυτό που μπορεί να έχουμε ορίσει ως πολιτιστικό τοπίο. (…)
Γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι με τον τεμαχισμό σε τμήματα, τη βίαιη απόσπαση των αρχαιοτήτων και την απομάκρυνσή τους από τη θέση τους, και την πιθανή επανατοποθέτησή τους σε ένα νέο υλικό υπόβαθρο, χάνονται όλες οι παραπάνω επισημαινόμενες πρόσθετες αξίες του πνεύματος του τόπου οι οποίες αποτελούν σημαντικές πτυχές στη διαδικασία αξιολόγησης της αυθεντικότητας, καθώς και η ακεραιότητα του περιβάλλοντος χώρου του.»
Το συμπέρασμα του εμπειρογνώμονα σχετικά με την συμπερίληψη ή μη στον Κατάλογο της UNESCO δεν αφήνει αμφιβολία:
«Η ανάλυση των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται κατά την προετοιμασία του φακέλου υποψηφιότητας ενός μνημείου προς εγγραφή στον Κατάλογο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, πείθει ότι η επιχειρούμενη απόσπαση, μεταφορά και πιθανή επανατοποθέτηση των αρχαιολογικών ευρημάτων θέτει αυτομάτως τον αρχαιολογικό χώρο σε κατάσταση αποκλεισμού, διότι μετά την ολοκλήρωση των ενεργειών που προβλέπει η συγκεκριμένη Μελέτη δεν μπορούν να πληρούνται τα απαραίτητα και βασικά κριτήρια της αυθεντικότητας και της ακεραιότητας, ούτε στην αναλυτική αξιολόγηση των επιμέρους χαρακτηριστικών τους, ούτε και στο σύνολό τους.»
Ο κ. Πρέπης απαντά και στο ερώτημα αν μπορούν να βρίσκονται στον Κατάλογο της UNESCO μνημεία που έχουν υποστεί ζημιές ή φθορές και δίνει παραδείγματα τόσο μνημείων που έχουν απενταχθεί από τον Κατάλογο λόγω αλλαγών στο περιβάλλον τους, όσο και ειδικών περιπτώσεων μνημείων που εγγράφηκαν στον Κατάλογο της UNESCO για εξαιρετικούς λόγους, με βάση άλλες αξίες.
Η γέφυρα του Μόσταρ στη Βοσνία
«Ένα μνημείο που δεν εκφράζει στo σύνολό τους τις επιμέρους αξίες που χαρακτηρίζουν την Μοναδική και Παγκόσμια αξία του δεν μπορεί να εγγραφεί στον κατάλογο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Υπάρχουν εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις μνημείων που είχαν υποστεί πολεμικές καταστροφές και ενεγράφησαν εκ των υστέρων στον Κατάλογο για ειδικούς και μόνο λόγους:
Το πλέον γνωστό παράδειγμα είναι η περίφημη Γέφυρα του Μόσταρ (1566) στη Βοσνία – Ερζεγοβίνη. Η γέφυρα, που αποτελούσε την ταυτότητα της πόλης, βομβαρδίστηκε το 1993 και κατεστράφη. Ανακατασκευάστηκε εξ ολοκλήρου το 2004 με τη βοήθεια της UNESCO, του Aga Han Trust for Culture και του World Monuments Fund. Το 2005 η Επιτροπή το ενέταξε στα μνημεία της Παγκόσμιας Κληρονομιάς, τονίζοντας τη σημασία του ως: «σύμβολο συμφιλίωσης, διεθνούς συνεργασίας και συνύπαρξης διαφορετικών πολιτιστικών, εθνοτικών και θρησκευτικών κοινοτήτων». Με αυτή της την απόφαση Επιτροπή Παγκόσμιας Κληρονομιάς επεσήμανε ότι το άυλο στοιχείο είναι εξίσου σημαντικό με το υλικό: στην προκείμενη περίπτωση το πρώτο συνιστά ασφαλώς το κύριο χαρακτηριστικό σχετικά με την Εξαιρετική Καθολική Αξία αυτού του μνημείου, που άλλωστε είχε καταστραφεί από πολεμικές ενέργειες.»
Η γέφυρα του Μόσταρ στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, σύμφωνα με πηγές της parallaxi, χρησιμοποιήθηκε ως παράδειγμα στο Συμβούλιο της Επικρατείας από τη νομική εκπροσώπηση του Υπουργείου Πολιτισμού. Προκαλεί εντύπωση, βέβαια, με ποια λογική μπορεί να παραλληλιστεί η τύχη της γέφυρας του Μόσταρ που καταστράφηκε ολοσχερώς από έναν ανηλεή πόλεμο, που κόστισε και τόσες ανθρώπινες ζωές, με την τύχη του αρχαιολογικού χώρου στον Σταθμό Βενιζέλου!
Εξίσου ατυχές, με βάση τα όσα αναφέρει ο κ. Πρέπης, είναι και το άλλο παράδειγμα που χρησιμοποιήθηκε από την νομική εκπροσώπηση του ΥΠΠΟ και από τα μέλη του ΚΑΣ στην επιστολή τους, ο ναός του Abu Sibel στην Αίγυπτο.
«Ο ναός του Abu Simbel στην Αίγυπτο (1965)
Στη δεκαετία του 1960, το νέο φράγμα Aswan χτίστηκε για να ελέγξει τις πλημμύρες του Νείλου και να παράγει ηλεκτρισμό για τον εκσυγχρονισμό της Αιγύπτου, έργο που ήταν επιβεβλημένο για τις ανάγκες του συνόλου της χώρας. Με επίβλεψη της UNESCO, οι ναοί και τα γιγαντιαία αγάλματα του Ramses II τεμαχίστηκαν προσεκτικά σε μια σειρά όγκων των 20 τόνων και απομακρύνθηκαν αργά από την αρχική τους θέση που θα πλημμύριζε από τα νερά του φράγματος του Ασουάν, προτού τοποθετηθούν ξανά σε έναν ειδικά κατασκευασμένο τεχνητό βράχο, 65 μ. υψηλότερα από την αρχική τους θέση.
Ολόκληρη η επιχείρηση χρειάστηκε 4 χρόνια και κόστισε 300 εκατομμύρια σημερινά δολάρια ΗΠΑ. Η μετεγκατάσταση έγινε με τέτοια ακρίβεια, ώστε δύο φορές το χρόνο (το Φεβρουάριο και τον Οκτώβριο), ο ανατέλλοντας ήλιος διεισδύει μέχρι το εσωτερικό του ναού, φωτίζοντας το εσωτερικό ιερό του θεού του ήλιου, όπως γίνονταν στον αρχικά κατασκευασμένο ναό.»
Η έκθεση ξεκαθαρίζει ότι: «Ένα μνημείο είναι αδιαχώριστο από την ιστορία την οποία μαρτυρεί και από την τοποθεσία στην οποία βρίσκεται. Η μετακίνηση όλου ή μέρους ενός μνημείου δεν μπορεί να επιτραπεί, εκτός εάν η προστασία αυτού του μνημείου το απαιτεί ή όταν δικαιολογείται από εθνικά ή διεθνή συμφέροντα υψίστης σημασίας.»
Εκτός του γεγονότος ότι η μεταφορά του ναού του Abu Sibel έλαβε χώρα το 1965, κράτησε 4 ολόκληρα χρόνια και κόστισε τότε 300 εκ. δολάρια, ενώ η Αττικό Μετρό ισχυρίζεται ότι η απόσπαση ολόκληρου του αρχαιολογικού χώρου θα κοστίσει ελάχιστα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι σαφές ότι δεν μπορεί να συγκριθεί η εθνική σημασία του εξηλεκτρισμού ολόκληρης της χειμαζόμενης Αιγύπτου το 1965 με κατασκευή ενός (!) από τους 13 σταθμούς του Μετρό Θεσσαλονίκης το 2020, που μάλιστα υπάρχει λύση για να κατασκευαστεί με τις αρχαιότητες στη θέση τους.
Και μόνο το γεγονός ότι το ΥΠΠΟΑ καταφεύγει σε συγκρίσεις με τρόπος μεταχείρισης μνημείων του 1965, όταν τα τεχνολογικά μέσα και η πρόοδος της επιστήμης και της τεχνικής ήταν πολύ διαφορετικά από ό,τι σήμερα έχουμε στη διάθεσή μας, είναι πολύ χαρακτηριστικό του αδιεξόδου στο οποίο έχει περιέλθει. Να σημειώσουμε βέβαια ότι και στις δύο περιπτώσεις, τόσο της γέφυρας του Μόσταρ, όσο και της μεταφοράς του ναού του Abu Sibel, οι χώρες είχαν προσφύγει στην UNESCO και είχε προηγηθεί διεθνής συζήτηση για το αν υπάρχει ή όχι άλλη τεχνική λύση.
Αντιθέτως, το ΥΠΠΟΑ φαίνεται να ξεχνά ένα άλλο παράδειγμα, πιο κοντινό χρονικά και τεχνικά, του αρχαιολογικού χώρου του Yeni Kapi στο μετρό της Κωνσταντινούπολης, παράδειγμα στο οποίο αναφέρεται διεξοδικά ο κ. Πρέπης:
«Το 2013 μια νέα γραμμή μετρό σχεδιάστηκε σε σήραγγα μήκους 13 χλμ. από τα οποία 1,8 χλμ. είναι υποθαλάσσια, ενώνοντας το ευρωπαϊκό με το ασιατικό τμήμα της Κωνσταντινούπολης. Σημαντικό τεχνικό πρόβλημα ήταν το ότι η πόλη βρίσκεται σε επικίνδυνη σεισμική ζώνη (Ρήγμα της Ανατολίας) και έτσι τοποθετήθηκαν ειδικές εύκαμπτες σήραγγες στο βυθό του Βοσπόρου. Ο προβλεπόμενος σταθμός στη θέση Yenikapı, το θαλάσσιο λιμάνι στη νότια πλευρά της πόλης, ήταν κεντροβαρικός, από την άποψη ότι θα ένωνε το σκέλος του υφιστάμενου υπόγειου μετρό με το νέο έργο, γεγονός που θα επέτρεπε η χρήση του συγκεκριμένου συστήματος μεταφοράς να αυξηθεί από 3,6% σε 28%.
Δεν προβλέπονταν σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα στην περιοχή. Ωστόσο, μόλις άρχισαν οι ανασκαφές αποκαλύφθηκαν τα θεμέλια ενός κατά τα άλλα άγνωστου βυζαντινού ναού του 12ου αιώνα. Στη συνέχεια ήρθαν στο φως τα ερείπια από το Μεγάλο Λιμάνι, που χτίστηκε από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α΄. Πρόκειται για μία από τις πιο εντυπωσιακές ανασκαφές στον κόσμο, η οποία αποκάλυψε 36 ναυάγια – τα περισσότερα χρονολογούνται από τον 6ο έως τον 7ο αιώνα μ.Χ. – που περιελάμβαναν μεγάλο αριθμό αμφορέων. Στην Κωνσταντινούπολη λίγο υλικό είναι γνωστό από την Εποχή του Χαλκού και του Σιδήρου, αλλά κάτω από το βυζαντινό λιμάνι αποκαλύφθηκε για πρώτη φορά και εκτεταμένο στρώμα νεολιθικής περιόδου.
Η σπουδαιότητα των ευρημάτων υποχρέωσε την Ιαπωνική κατασκευάστρια εταιρεία να σταματήσει τις εργασίες για περίπου 2 χρόνια, να γίνει τροποποίηση των σχεδίων και μεταφορά του κεντρικού σταθμού σε νέα θέση, ενώ παράλληλα κινητοποιήθηκαν διεθνείς αρχαιολογικές αποστολές για την κατά χώρα διάσωση, προστασία και συντήρηση των ευρημάτων (πλοίων και φορτίων). Επιπλέον, έγινε διεθνής αρχιτεκτονικός διαγωνισμός (κατά τον οποίο πρώτο βραβείο πήρε ο διάσημος αμερικανός καθηγητής Peter Eisenman), για την κατασκευή αρχαιολογικού μουσείου για την κατά χώρα διατήρηση και προβολή των ευρημάτων που χαρακτηρίστηκαν ως η μεγαλύτερη συλλογή πλοίων γνωστών από την Αρχαιότητα παγκοσμίως.»
Η Έκθεση καταλήγει σε ένα πολύ σημαντικό συμπέρασμα σχετικά με την απόσπαση του αρχαιολογικού χώρου του Σταθμού Βενιζέλου:
«Είναι παντελώς άγνωστη μέχρι τούδε διεθνώς η μεταφορά αρχαιολογικού χώρου. Ουδείς διανοήθηκε ως τώρα να μετακινήσει το χώρο μιας αρχαιολογικής ανασκαφής, και μάλιστα έκτασης 1.500 τ.μ. όπως είναι η εκσκαφή του σταθμού Βενιζέλου, για τον προφανή λόγο ότι έχει να αντιμετωπίσει ένα σύνολο εξαιρετικά ετερογενές από άποψη υλικών, συνάφειας, διαφορετικού βαθμού διατήρησης/καταστροφής και αντοχής στις καταπονήσεις – παράγοντες που θέτουν σε άμεσο κίνδυνο την ακεραιότητά του. Επίσης, σχεδόν πάντοτε έχουμε να αντιμετωπίσουμε επάλληλες στρώσεις οικοδομικού υλικού, το οποίο εδράζεται σε προϋπάρχον διαφορετικό οικοδομικό υπόστρωμα, άλλων χρονικών περιόδων, διαφορετικής σύστασης υλικών ή διαφορετικής μορφής κτισμάτων – όπως είναι ακριβώς η περίπτωση της ανασκαφής του σταθμού Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη.
Επιπλέον, δεν έχει υπάρξει παράδειγμα στη διεθνή πρακτική κατά το οποίο ολόκληρος αρχαιολογικός χώρος να αποσπασθεί από τη θέση όπου βρέθηκε με επιδιωκόμενο στόχο να επανατοποθετηθεί εκ νέου στην ίδια θέση, έχοντας στο μεταξύ χάσει την αυθεντικότητα και την ακεραιότητά του. Όπως προαναφέρθηκε, οι περιπτώσεις μετακίνησης μνημείων σχετίζονται με την αδυναμία διατήρησής τους στο περιβάλλον τους. Εύλογο είναι ότι εάν ένας αρχαιολογικός χώρος θεωρείται τόσο σημαντικός ώστε να πρέπει να μείνει ορατός και επισκέψιμος στη θέση όπου βρέθηκε και ανασκάφηκε, δεν θα προτιμηθεί η διαδικασία της απόσπασης /μετεγκατάστασης /φύλαξης /επανατοποθέτησης, αλλά η λύση της διατήρησής του στο αυθεντικό του περιβάλλον»
Και το γενικό συμπέρασμα της Έκθεσης του καθηγητή Πρέπη δεν αφήνει καμία αμφιβολία:
«ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Οι προδιαγραφές και το περιεχόμενο της Αναθεωρημένης Μελέτης Απόσπασης, καθώς και οι επιχειρούμενες ενέργειες τεμαχισμού / απόσπασης / φύλαξης / πιθανής επανατοποθέτησης των ευρημάτων του αρχαιολογικού χώρου, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν στο σύνολό τους παρά μόνον ως επιστημονικοφανής και επικίνδυνη τυχοδιωκτική ενέργεια που θέτει σε βέβαια και άμεση διακινδύνευση την πολιτιστική κληρονομιά της πατρίδας μας, με την καταστροφή της ακεραιότητας και της αυθεντικότηατς ενός τόσο μοναδικού αρχαιολογικού συνόλου, και επομένως πρέπει να αποφευχθεί με κάθε τρόπο.»
Μένει να δούμε αν θα επικρατήσει η λογική και θα ληφθεί από τους δικαστές του ΣτΕ η γνώμη ενός ειδικού ή θα επικρατήσει η δολοφονική για το μνημείο λογική του ΥΠΠΟ και της κυβέρνησης και οι δρόμοι του μνημείου και του καταλόγου Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Unesco δεν θα συναντηθούν ποτέ.